Βιβλιο

«Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο»: Μια βουκολική Αμερική

Το μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Μάξγουελ είναι η ιστορία δύο αγοριών που το καθένα τους δοκιμάζεται από την απώλεια της μάνας.

aris-sfakianakis.jpg
Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 747
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο» του Γουίλιαμ Μάξγουελ, εκδόσεις Gutenberg

Ο Άρης Σφακιανάκης γράφει βιβλιοκριτική για το μυθιστόρημα «Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο» του Γουίλιαμ Μάξγουελ (εκδόσεις Gutenberg).

Πάντα ήθελα να μ’ αξιώσει ο Θεός –κι ας έχω χρόνια να βρεθώ σε κυριακάτικη λειτουργία­– να διασχίσω κάποτε με αμάξι την ενδοχώρα της Αμερικής, να σταματώ σε γραφικά μοτέλ, να μπαίνω σε έρημα σαλούν, να γνωρίζω μορμόνους κι άλλα αλλόκοτα πλάσματα της τοπικής πανίδας. 

Ως τώρα αυτό το ταξίδι δεν έγινε – κι όπως πάει ίσως να μην γίνει και ποτέ. Ας είναι λοιπόν καλά η λογοτεχνία που πυροδοτεί τις νευρωνικές συνάψεις στον εγκέφαλο και κάνει εύκαιρα τα ταξίδια του μυαλού, και μας γεμίζει εικόνες και αρώματα από τόπους που μπορεί και να μη δούμε στον ταπεινό ετούτο βίο μας – όμως δεν απογοητεύομαι γιατί πιστεύω σε μιαν άλλη ζωή. Τον Γουίλιαμ Μάξγουελ δεν τον είχα διαβάσει – δεν είχε ως τώρα μεταφραστεί στα ελληνικά, αν και αυτό δεν στέκει καλά ως δικαιολογία. Το μυθιστόρημά του «Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο» που κυκλοφορεί από τις αγαπημένες εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση του Παναγιώτη Κεχαγιά ήταν μια έκπληξη για μένα. Με συνεπήρε αμέσως –ξεκινάει μ’ έναν φόνο– κάνοντάς με να αναπολήσω τα «Καπνοτόπια» του Κάλντγουελ (αν και εδώ απουσιάζουν οι νέγροι). Είναι η ιστορία δύο αγοριών που το καθένα τους δοκιμάζεται από την απώλεια της μάνας. Το ένα επειδή η μάνα του πεθαίνει και το άλλο επειδή η μάνα του μοιχεύεται. 

Η ιστορία ξετυλίγεται στην κωμόπολη Λίνκολν του Ιλινόι, στα χρόνια πριν το Κραχ. Οι ήρωες ζουν σε φάρμες όπου ακόμα  οι αγελάδες αρμέγονται με τα χέρια, τα κατσίκια βόσκουν ελεύθερα και οι κότες περιφέρονται στους αγρούς. Μ’ άλλα λόγια, τίποτα που να θυμίζει τη βιομηχανική κτηνοτροφία που περιγράφει ο Φόερ στο βιβλίο του «Τρώγοντας ζώα», το πόνημα εκείνο που με οδήγησε να σκεφτώ σοβαρά μήπως επιτέλους ήρθε η ώρα να σταματήσω την κρεοφαγία και να γίνω ευσεβής βίγκαν.

Την ήσυχη, βουκολική ζωή στο Λίνκολν διακόπτει το ασίγαστο πάθος που ξεσπάει όταν ένας άντρας ερωτεύεται σφόδρα τη γυναίκα του φίλου του στο γειτονικό κτήμα – κι εκείνη ενδίδει. Κι όχι μόνο ενδίδει αλλά ζητάει και διαζύγιο από τον άντρα της, κι όχι μόνο ζητάει διαζύγιο αλλά του παίρνει και τα παιδιά  και μαζί μια πλούσια διατροφή (το δράμα των αμερικάνικων γάμων).

Ο απατημένος σύζυγος καταρρέει, αναγκάζεται να εγκαταλείψει το κτήμα του, γίνεται εμμονικός και μισάνθρωπος  ώσπου στο τέλος, νιώθοντας τη ζωή του κατεστραμμένη, παίρνει το όπλο του και στήνει καρτέρι μια κρύα αυγή στον σταύλο του παλιού του φίλου. Κι όταν ένα όπλο εμφανίζεται στην πλοκή ενός έργου, όπως λέει ο Τσέχοφ, αργά ή γρήγορα οφείλει  να εκπυρσοκροτήσει. 

Οι σελίδες του μυθιστορήματος αποπνέουν μια νοσταλγία που κάνουν τον αναγνώστη –εμένα, τέλος πάντων­ – να αναπολεί μια εποχή που χάθηκε (και κάθε εποχή που χάνεται φαντάζει χρυσή μπροστά σ’ αυτήν που ζούμε τώρα). Ο Μάξγουελ τιμά το αμερικάνικο ύφος στη γραφή του, χωρίς φιοριτούρες και σαχλά επίθετα, μια γλώσσα που παραπέμπει ευθέως στους μεγάλους μαιτρ της πατρίδας του. 

Μ’ άλλα λόγια, αντίο τώρα, τα λέμε στο βιβλιοπωλείο. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ