Βιβλιο

Ο Ηλίας Κουτσούκος γράφει μια ποίηση αδυσώπητη

«Ο λύκος που γέρασε» ουρλιάζει και νοσταλγεί τη στέπα

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
koytsoykos.jpg

Η ποιητική συλλογή του Ηλία Κουτσούκου «Ο λύκος που γέρασε» είναι μια καλή αφορμή να ανακαλύψετε έναν σπουδαίο λογοτέχνη του βορρά.

«Έλα κάθισε εδώ, σ' αυτή την ευθεία / σ' αυτή τη γωνία / της γραμματοσειράς και ηρέμησε»

Πολλή συγκίνηση, χαρά αλλά και απίστευτα φορτία μελαγχολίας μου χάρισε «Ο λύκος που γέρασε» του Ηλία Κουτσούκου. Γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά κατοικεί μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Τον αποκαλώ «Μαγιακόφσκι του Θερμαϊκού» και «Στάινμπεκ της Εγνατίας». Τον ορίζω, κι ας με κράξουν οι ειδικοί: Ο Κουτσούκος στα μάτια μου, όπως και για αρκετούς στον βορρά, φαντάζει σαν Προυστ έξω από το Ντορέ, σαν πρίγκιπας Μίσκιν περιπλανώμενος στον Βαρδάρη. Αθωότητα και επιληψία, νοσταλγία και μανία, μα τον Θεό, έγραψε μια ποίηση που με άναψε, με κόρωσε, με πώρωσε και με καθήμαξε. Αυτό ήθελε, μια ζωή που τον ξέρω βέβαια είτε ως δημοσιογράφο είτε ως λογοτέχνη: οι λέξεις του σπέρνουν ανέμους και θορύβους όπως η εξάτμιση της μηχανής του και η φόρα της όταν μαχαιρώνει την άπνοια της ασφάλτου.

«Κάπως έτσι μοιράζεται θαρρώ / το ακαθάριστο κατά κεφαλήν εισόδημα».

Αυτή η ποιητική συλλογή του είναι το δέκατο βιβλίο του. Διηγήματα, παραμύθια, νουβέλες, κείμενά του που μεταφράστηκαν στα Αγγλικά, τα Γερμανικά, τα Ουγγρικά, τα Σουηδικά και τα Γαλλικά, ο πρόεδρος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης είναι δεινός σκόρερ. «Ο λύκος που γέρασε» (εκδόσεις Biblioteque), που κυκλοφόρησε σε τριακόσια αριθμημένα αντίτυπα, τον στέλνει σε ένα γήπεδο που έχει ξαναπαίξει: της ποίησης. Εύκολο να το εξαντλήσουμε: πάρτε αυτό το βιβλίο, αλλά και να μην το πάρετε, θα τα αγοράσω όλα εγώ. Και θα τα κάνω δώρο και σε άλλους φίλους, σπάνιους «λύκους». Ο Ηλίας είναι ο αρχηγός της συνομοταξίας τους. Ο πιο άγριος αλλά ο πιο άκακος. Περίεργα ανίερο κοντράστ: ο ποιητής Ηλίας Κ., Στέρεο Νόβα, με ρυθμό στο πιο μαχαίρι και στην ψυχή των λέξεων. 

«Τέλος να σταματήσουν αμέσως οι ανασκαφές / ώστε να μείνουν ανέπαφοι οι κάτω μας Πολιτισμοί / σε τίποτα δεν μας έφταιξαν / για να τους φέρουν στον επάνω κόσμο / κτλ, κτλ, κτλ που συμφωνείτε βέβαια».

ac716971-65f5-43b2-ace5-bb401e7840d8.jpg
Μπαίνω στο βιβλίο: μια ποίηση γεμάτη εικόνες. Κάποια από τα τεμάχια είναι νομίζω φωτογραφίες, ενσταντανέ αστικής και σκληρής υπαρξιστικής διαβίωσης από τις βόλτες του στην πόλη, τις εξοχές. Όλα τα κοιτούν αυτά τα ποιήματα, σαν παιδιά κουτά βράζουν τα συκώτια τους και ξερνάνε ωδές, φιλία, φιλιά ή δράκους. Άνθρωποι, αλητάμπουρες, μηχανάκια, σουπερμάρκετ, μανεκέν στις πασαρέλες , παιδιά σε βενζινάδικα, αστροναύτες, τυφεκιοφόροι, καλοκαιρινές διακοπές σε λαϊκές παραλίες ή χλιδέ Μυκονάδικα.

Κάποια άλλα ποιήματα είναι σαν ζωγραφικές, χύμα μιλάνε μια γλώσσα σαν του Καραβάτζιο, άλλα πάλι, τα πιο εσωτερικά, τα πιο «θα ήθελα», μοιάζουν με θλιμμένη μουσική, τα ποιήματα ξαφνικά εκρήγνυνται. Σε κρεσέντο δαιμονισμένα, Αλμπινιόνο και αντάτζιο εκτροχιάζονται σε λέξεις χέβι μέταλ. Κι ύστερα έρχεται η λογοτεχνία: να περπατάς στην Τσιμισκή, τη Σβώλου και την Αριστοτέλους και ανάμεσα από τις βιτρίνες και τις φραπεδερί να ξεπροβάλλουν ο Ντοστογιέφσκι κι ο Γκογκόλ. Αυτή είναι η ποίηση του «Λύκου που εγέρασε». Ειδικά όμως ως προς την όραση του «ζώου» που λέγεται Ηλίας Κουτσούκος, οι οφθαλμοκτηνίατροι σηκώνουν τα χέρια ψηλά: ο τύπος ποτέ δεν έβλεπε πιο καθαρά από ό,τι τώρα που πάει να ψήσει πως λόγω ηλικίας όλο και κάποια πράγματα ξεθωριάζουν. 

Κυρίες με άνοια, πωλήτριες σούπερ μάρκετ, καθαρίστριες από τη Γεωργία, λεφτάδες, υπάλληλοι τραπεζών, συλλέκτες γραμματοσήμων ή ληγμένων μετοχών στους σιδηρόδρομους, Μπόρχες, Μέριλιν, Σανέλ, μπάτσοι, μαρμελάδες με σκατά αντάμα με ριπές ευμάρειας, απίστευτα κοντράστ από σελίδα σε σελίδα. 

«Θέλω να είσαι επιφυλακή / ούτε κραυγές, ούτε τηλεβόες / απλώς να είσαι εκεί / μόλις χτυπήσω το θυροτηλέφωνο».

«Ο λύκος που γέρασε» είναι αυτός. Κι η μάνα του μαζί με τον μπαμπά του, αν διάβαζαν τα τελευταία του ποιήματα εκεί πάνω στα χέβενλι, θα το πήγαιναν, νομίζω, ως εξής: ο Ηλίας μας κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη του άλλαξε μήτε την «κεφαλή» του. Τρόπο σκέψης και θέασης του κόσμου εννοώ: «Γαμώ και τα επτά θανάσιμά μου / τι όμορφο που είναι / να τα κουβαλώ μισό αιώνα τώρα...». Για όσους τον γνωρίζουν προσωπικά, τον ξέρουν δηλαδή και ποιητικώς «εσωτερικώς» και «εξωτερικώς», θα πουν «Ηλίας 100%». Αλλά, αν πούμε πως ένα από αυτά τα τριακόσια συλλεκτικά βιβλιαράκια πέφτουν στο χέρι κάποιου που τον πιάνει στα χέρια του πρώτη φορά, ποια «ιδέα» θα ήθελε να πάρει για το άτομό του;

Οργή και τρυφεράδα, λυρισμός και βανδαλισμός, αίματα και τριαντάφυλλα, υποταγή στο Θείο αλλά με έναν ολόδικό του σεβαστικά αντιχριστιανικό τρόπο, αισθησιασμός και ερωτισμός, αντιεξουσιασμός, νοσταλγία επανάστασης αλλά και πλήρης συνείδηση ήττας: είναι πλέον αργά, όλα έχουν ξεφτίσει. Ή όχι, κι απλώς αυτή είναι η φάση του κόσμου τώρα, που πολύ καλό του έκανε του Ηλία αυτή η «ξεφτίλα» - πάρα πολύ καλό του έκανε: πήρε το μολύβι-όπλο του και σημάδεψε στο δόξα πατρί. 

Ορίστε μία και μόνο ερώτηση προς τον Ηλία από πλευράς μου: Τι πρέπει να ξέρω περισσότερα γι' αυτό το βιβλίο; Η απάντηση δική του και τα δέοντα δικά σας: εξαντλείστε αυτά τα ποιήματα. 

«Το βιβλίο που έγραψα απευθύνεται στο Κέντρο του Τίποτα και στην Περιφέρεια του Πουθενά. Στο επέκεινα του μέσα όλου και στις εσχατιές των διωγμένων. Στη δασκαλίτσα της Κερκίνης και στους οξυγονοκολλητές της ΕΚΟ... σαφώς όχι στους σπουδαστές της "δημιουργικής γραφής" ή στους καθηγητές της ακαδημαϊκής λογοτεχνίας. Στις Βάγιες, στις Μαρίες του κόσμου, στο σκυλί μου που πέθανε ενώ νύχτες κοιμόμασταν μαζί και φυσικά στον λατρεμένο Αηλάν, το προσφυγάκι που ξέβρασε η θάλασσα του Αιγαίου. Δεν είναι “κάλεσμα”, αλλά το βλέπω σαν παλαιό τσίπουρο ηπειρώτικο, που το πίνεις με τον φίλο σου -εν πλήρη σιγή- ή σαν μεταξωτό μαντήλι που έφυγε από λαιμουδάκι όμορφο και το πάτησαν νταλίκες στην Εγνατία. Στον λύκο μέσα μου που έγινε πετ-σκυλί σ' αυτό το τόπο.

Όπως πολύ καλά γνωρίζεις, είμαι αυτός που ήθελε να παίξει στο "Μακριά από το αγριεμένο πλήθος" με την Τζούλι Κρίστι, αλλά με κόψανε στο ύψος οι παλιομαλάκες. Φυσικά δεν με πίστεψε κι ο Σκολιμόφσκι στην "Κραυγή" και πήρε τον ρόλο μου ο Άλαν Μπέιτς. Επίσης νομίζω πως καλά έκαναν και με απέβαλαν από όλα τα γυμνάσια της Θράκης το 1965 -χτύπησα τον γυμνασιάρχη- γιατί τότε ήμουν απροσάρμοστος σαν τον Χόλντεν Κόλφιλντ...

Κάποιος που θα πάρει αυτή τη συλλογή των 5,5 ευρώ -χρωστώ ευχαριστίες στον Βάσο Γιώργα που την τύπωσε- μπορεί να βρει, φαντάζομαι, ένα κομματάκι του μέσα της.

Θα σου πω σε ποια κατάσταση είμαστε τώρα, γιατί όλα όσα ζούμε τα έχτισε βήμα-βήμα η σκοτογενιά μου. Είμαστε η ξεφτίλα του Διαφωτισμού, η αποκοτιά του μικροαστισμού, η δήθεν υπεροχή του λεβεντομαλάκα με τις εξαιρέσεις πάντα, αλλά αυτό είμαστε. Δηλαδή, όπως θα 'λεγε ένας λόγιος, κατώτεροι των περιστάσεων. Βάλε με δίπλα σε όλους αλλά και σε αυτούς που επιμένουν πως, αφού όλα γύρω είναι σκατά, ας βάλουμε ένα χεράκι κι ας διαβάσουμε Πούσκιν να καθαρίσει λίγο η ατμόσφαιρα.

Άμα συναντηθούμε επάνω στη "συμπρωτεύουσα" να πάμε στη στοά Μοδιάνο να πιούμε τσίπουρα και μετά να ανεβούμε σε μια σκάλα μπογιατζή και να απαγγέλλουμε Μαγιακόβσκι στα ρώσικα... Την αγάπη μου».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ