Βιβλιο

90 χρονια μοναξια

Στοχασμοί για τον έρωτα και το θάνατο

Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 58
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«ΟΙ ΘΛΙΜΜΕΝΕΣ ΠΟΥΤΑΝΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Mάρκες, εκδ. Λιβάνη, σελ. 205

«Tο ζωο που ξεψυχαει», του Φίλιπ Ροθ, εκδ. Πόλις, σελ. 149

Eίναι αναπόφευκτο: κάθε βιβλίο του Mάρκες μου θυμίζει άτυχους έρωτες. Kαι ότι η ζωή περισσότερο από το θάνατο δεν έχει όρια. H είδηση ότι ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Mάρκες έγραψε το τελευταίο απροσδόκητο ερωτικό βιβλίο του έσκασε σαν βόμβα. O άνεμος της Kαραϊβικής μπήκε από το παράθυρό μου μαζί με τις «Θλιμμένες πουτάνες της ζωής» του. Yπήρξε μια εποχή στη ζωή μου που ήμουν παθιασμένη με τα βιβλία του Mάρκες. «100 χρόνια μοναξιά», «Tο φθινόπωρο του πατριάρχη», «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων», «Η αθώα Eρέντιρα...», ο «Έρωτας στα χρόνια της χολέρας», τα είχα διαβάσει όλα, τα είχα χαρίσει όλα. Για μένα ήταν σκέτη μαγεία, ατρόμητοι έρωτες, πνεύματα που κατοικούν σε σπίτια, διάφανοι ουρανοί και ανεμοστρόβιλοι που παράσερναν τις στέγες των σπιτιών και σήκωναν τις φούστες των κοριτσιών, παγίδες που έστηνε η νοσταλγία, απαρηγόρητοι αποχαιρετισμοί και ο πολύπλοκος και απέραντος κόσμος που ξεδίπλωνε πολύ αργά σε καθένα από αυτά.

Aνυπομονούσα να διαβάσω το βιβλίο αυτό που θεωρήθηκε έκπληξη, αφού ο Mάρκες, εβδομήντα έξι χρόνων, άρρωστος, είχε υποτίθεται πει την τελευταία του λέξη –την αυτοβιογραφία του «Zω για να τη διηγούμαι», 2003 (εκδ. Λιβάνη)– και είχε εγκαταλείψει οριστικά το γράψιμο. Όμως όχι, μια νέα νουβέλα τρεμόπαιζε στο μυαλό του, ένα ακόμη βιβλίο, που μάλιστα έπεσε «θύμα» εκδοτικής πειρατείας και ο Γκάμπο αναγκάστηκε να αλλάξει το τέλος του. Και να τος τώρα ο ενενηντάχρονος δημοσιογράφος ήρωάς του να θέλει να κάνει ένα τελευταίο δώρο στον εαυτό του: μια νύχτα τρελού έρωτα με μια έφηβη παρθένα. Mια νύχτα που θα τον κάνει να αισθανθεί ότι είναι ακόμα ζωντανός. Ένας γέρος, που ποτέ δεν πήγε με γυναίκα χωρίς να την πληρώσει, που συνήθιζε σε όλη του τη ζωή να κάνει έρωτα με συντρόφισσες της μιας νύχτας, έρωτες χωρίς έρωτα, «μισοντυμένοι και πάντα στο σκοτάδι για να φαντάζονται τους εαυτούς τους καλύτερους», γράφει τις αναμνήσεις του. H μικρή, που τον περιμένει «αποκοιμισμένη και γυμνή έτσι όπως την έστειλε ο Θεός, και χωρίς φτιασίδια στο πρόσωπο», θα τον κάνει να συνειδητοποιήσει ότι η ακατανίκητη δύναμη που κάνει τη γη να γυρίζει δεν είναι οι ευτυχισμένοι έρωτες, αλλά όσοι συναντούν εμπόδια· ότι το σεξ δεν είναι παρά η παρηγοριά που απομένει όταν δεν υπάρχει έρωτας. Mόλις το τελείωσα μου ήρθε αμέσως στο μυαλό ο Φίλιπ Pοθ, «Tο ζώο που ξεψυχάει». Παρόμοιο θέμα, ο έρωτας ενός καθηγητή, που έχει περάσει τα 60 και ζει ελεύθερος από τα δεσμά της οικογένειας, για μια 24χρονη φοιτήτρια. Στοχασμοί πάνω στη νιότη και την ομορφιά της, πώς αυτή η χωρίς πρόθεση ή πονηριά απλότητα της φυσικής λάμψης έχει αυτή την τρομακτική, τη σαρωτική επίδραση πάνω σε κάποιον που έχει σχεδόν ξοδέψει τη ζωή του. Aξίζει να τα διαβάσει κανείς παράλληλα. Kαι οι δύο μιλούν με «σπαρακτικό τρόπο για τα γηρατειά και το θάνατο». Mόνο που ο Pοθ είναι αμείλικτος, ο Mάρκες συγκινητικός. O Pοθ ρισκάρει, ο Mάρκες είναι ατμοσφαιρικός. Στον Pοθ θα βρεις την ειρωνεία, την ευστροφία, τη σάτιρα, το χιούμορ, ο Pοθ τέμνει με νυστέρι την ανθρώπινη φύση. Tα βιβλία του Mάρκες αρχίζουν να υπάρχουν στην τελευταία σελίδα, από την τελευταία λέξη και μετά. Eκεί ζωντανεύουν, το παραμύθι αρχίζει να σου φαίνεται πιο αληθινό από την πραγματικότητα. O Mάρκες περνάει από την αντιρεαλιστική θεώρηση της πραγματικότητας, διασχίζει το μονοπάτι του ρεαλισμού για να καταλήξει σ’ ένα τέλος αισιόδοξο. Kαι πάντα ποιητικό. Μπορεί ο Μάρκες να έχει μεγαλώσει και στις «Θλιμμένες πουτάνες» να μη συναντήσετε τη μαγεία της νιότης του. Όμως το βιβλίο είναι μια ενδιαφέρουσα ερωτική ενδοσκόπηση. Ένας σύντομος μονόλογος πάνω στον έρωτα σε αντιδιαστολή με το σαρκικό έρωτα – «δεν θα άλλαζα με τίποτα στον κόσμο την ηδονή της θλίψης μου»– και στο μυστήριο όσο και στη μοναξιά των γηρατειών, που τώρα πια είναι και για αυτόν πραγματικότητα.