Βιβλιο

Κώστας Καλφόπουλος: Η καλή αστυνομική λογοτεχνία είναι κλασική

Ο συγγραφέας και μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας (ΕΛΣΑΛ) μας μιλάει για το περιοδικό «πολάρ», τα αστυνομικά μυθιστορήματα και τη συγγραφή, σε μια αφοπλιστική συνέντευξη

69344622_10156942672578218_6480720064680034304_n.jpg
Κέλλη Κρητικού
ΤΕΥΧΟΣ 705
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κώστας Καλφόπουλος

Ο Κώστας Καλφόπουλος μιλάει στην ATHENS VOICE για το περιοδικό «πολάρ», τα αστυνομικά μυθιστορήματα και τη συγγραφή.

Αστυνομική λογοτεχνία. Τι σημαίνει για εσάς;
Όλα όσα πρέπει να περιλαμβάνει η καλή αστυνομική λογοτεχνία: δράση, ένταση, πειστικούς χαρακτήρες, πλοκή, ρυθμός, ηθικές συγκρούσεις, μοιραίες γυναίκες (όχι απαραίτητα στα χολιγουντιανά πρότυπα) ή «πολυτελείς», όπως τις χαρακτήριζε ο Μαρής, μυστήριο, δηλαδή όλα όσα συγκροτούν και συγκρατούν τον μετέωρο κόσμο της σε γλωσσικό-αφηγηματικό επίπεδο. Από την άλλη δεν σημαίνει «κακούς μπάτσους», αριστεριστές «υπερήρωες», «εγκληματίες» θύματα της κοινωνίας και άλλα στερεότυπα, ο Μανσέτ μάς έχει προειδοποιήσει έγκαιρα επ’ αυτού. Μ’ αρέσουν κυρίως οι χαρακτήρες του γαλλικού «πολάρ» και οι πρωταγωνιστές στις ταινίες του Βερνέιγ και του Μελβίλ και άλλων, όπως ο Αλέν Ντελόν, ο Λίνο Βεντούρα και ο Μπουρβίλ, όλοι τους «μοναχικοί λύκοι», αλλά και το κουρασμένο βλέμμα του Ρόμπερτ Μίτσαμ. Μ’ αρέσει επίσης η περιπλάνηση του Μεγκρέ στο Παρίσι, λογοτεχνική και κινηματογραφική.

Ποιους θεωρείτε πρωτεργάτες του είδους στη χώρα μας;
Αναμφισβήτητα, τον Γιάννη Μαρή! Χωρίς αυτόν δεν θα είχαμε ούτε αστυνομική λογοτεχνία στην Ελλάδα, ούτε όμως και ελληνικές αστυνομικές ταινίες. Όλοι μας, συγγραφείς, εκδότες, αναγνώστες, διασχίζουμε τη «Λεωφόρο Μαρή» (απορώ γιατί ένας δρόμος της Αθήνας δεν έχει πάρει ακόμα το όνομά του), δεν είμαστε «παιδιά» του, είμαστε μαθητές του. Μετά τον Μαρή, αυτονόητα, ακολουθεί ο Πέτρος Μάρκαρης. Κατάφερε να απεγκλωβιστεί από τη «μικρή γλώσσα», δημιούργησε έναν σύγχρονο «Μπέκα», και διαβάζεται έξω από τα σύνορα, χάρις στις εκδόσεις Diogenes, που στεγάζουν το έργο της Χάισμιθ, του Τσάντλερ, του Άμπλερ, μέχρι πρόσφατα και του Σιμενόν.

«πολάρ»: Πείτε μας δυο λόγια για αυτό το ιδιαίτερο και δυνατό εγχείρημα. Πώς «γεννήθηκε» η ιδέα;
Το «πολάρ» είναι πράγματι ένα πρωτότυπο εγχείρημα, ακόμα και για τα σημερινά ευρωπαϊκά δεδομένα. Η ιδέα ξεκίνησε πριν κάποια χρόνια, συζητώντας με τον Ανδρέα Αποστολίδη. Αρχικά, εκδώσαμε το Crimesand Letters Magazine (CLM), μαζί με τον Στράτο Μυρογιάννη, και με συνεργασίες αναγνωρισμένων συγγραφέων του είδους και δημοσιογράφων, και μετά από 3 τεύχη, αλλάζοντας ατελιέ και αισθητική, θέλοντας πολύ καλύτερη διανομή στην Αθήνα και την περιφέρεια, το περιοδικό μετονομάστηκε σε «πολάρ», από τον γαλλικό χαρακτηρισμό του αστυνομικού μυθιστορήματος (romanpolicier). Το περιοδικό στηρίζεται όχι μόνο στις καλές συνεργασίες, στη διαρθρωμένη ύλη, στα πρωτότυπα θέματα και τις αποκλειστικότητες, αλλά και στην αναγνωστική εμπειρία, των παλαιοτέρων τουλάχιστον, με τα περιοδικά ποικίλης ύλης της εποχής, αλλά και με ιστορικά έντυπα και λογοτεχνικά περιοδικά, όπως το «Αντί», ο «Πολίτης», το «Διαβάζω», ο «Σύγχρονος Κινηματογράφος» και άλλα.

Σε ποιους απευθύνεται το «πολάρ» και ποια η καινοτομία του;
Θα ήταν λάθος να χαρακτηρίσουμε το περιοδικό ως έντυπο που απευθύνεται μόνο στους «ρέκτες» της αστυνομικής λογοτεχνίας. Το «πολάρ» απευθύνεται ουσιαστικά στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, τους φίλους του καλού «αστυνομικού». Απευθυνόμαστε στον υποψιασμένο, τον «φανατικό» μέχρι τον ανυποψίαστο αναγνώστη, και σε όλους όσοι ενδιαφέρονται για την ιστορία, τη θεωρία και τις εξελίξεις της αστυνομικής λογοτεχνίας, στην Ελλάδα και, βεβαίως, στο εξωτερικό. Έχουμε ουκ ολίγες καινοτομίες: πρώτον, τον «κίτρινο φάκελο», δηλαδή το κύριο θέμα σε κάθε τεύχος, όπως Nordicnoir, polar και néopolar, comix ’n crimes, και στο 4ο τεύχος, του καλοκαιριού, ετοιμάζουμε ένα πλούσιο αφιέρωμα στην ελληνική αστυνομική λογοτεχνία. Βασική επίσης καινοτομία αποτελεί η εξαιρετική αισθητική πρόταση των παιδιών που σχεδιάζουν και υλοποιούν την έκδοση, ο συνδυασμός του κίτρινου με το μαύρο, που παραπέμπει στη série noire και στο ιταλικό giallo, στο εξώφυλλο και στον εκάστοτε Φάκελο. Καινοτομία αποτελούν επίσης οι αποκλειστικές συνεντεύξεις με ξένους συγγραφείς, δημιουργούς και εκδότες, αλλά και οι ειδικές στήλες του γύρω από τη μουσική, τον κινηματογράφο, το αυτοκίνητο κτλ.

Το περιοδικό «πολάρ»

Στο «πολάρ» περιλαμβάνονται εξαιρετικά ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις με επιφανείς και διακεκριμένους ξένους εκπροσώπους του είδους. Ποια από αυτές ξεχωρίζετε και γιατί;
Θα αδικούσαμε τους συνομιλητές μας, αν ξεχωρίζαμε κάποιους. Προσωπικά, όμως, θα ήθελα να σημειώσω ότι είναι χαρά και ιδιαίτερη τιμή να συνομιλούμε με τον γιο του Σιμενόν, Τζον, και, επίσης, με τον γιο του Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ, κληρονόμους δύο σημαντικών συγγραφέων και παραδόσεων του ευρωπαϊκού «αστυνομικού» μυθιστορήματος.

Αν γυρνούσατε τον χρόνο πίσω, από ποιον συγγραφέα θα θέλατε να πάρετε συνέντευξη και ποιες θα ήταν οι τρεις πιο καίριες ερωτήσεις που θα του απευθύνατε;
Ιντριγκαδόρικη και ωραία ερώτηση! Θα ήθελα, όχι από έναν, αλλά από 3 τουλάχιστον συγγραφείς: τον Γκράχαμ Γκριν, κυρίως για τον «Τρίτο άνθρωπο» (νουβέλα και ταινία), τον Ζορζ Σιμενόν, για τα ρεπορτάζ του, αλλά και για τις γυναίκες, και την Πατρίσια Χάισμιθ, κυρίως για τον «Αμερικανό φίλο» (βιβλίο και ταινία). Αυτονόητα, όμως, θα ήθελα, γυρνώντας πίσω τον χρόνο, να μπορούσα να συνομιλήσω με το ζεύγος Χάμετ - Χέλμαν και, φυσικά, με τον Γιάννη Μαρή! Όμως, κάθε συνομιλητής χρειάζεται ιδιαίτερη προετοιμασία και τις «δικές» του καίριες ερωτήσεις, πέρα από τα αυτονόητα και τα κλισέ, κι αυτό είναι το πιο δύσκολο στις συνεντεύξεις, όπως κι εσείς γνωρίζετε.

Πολύ μελάνι έχει χυθεί για το αν τελικά η αστυνομική λογοτεχνία μπορεί να σταθεί ισότιμα απέναντι στα είδη που θεωρούνται υψηλή λογοτεχνία. Ποια η άποψή σας;
Διατυπώνω την προσωπική μου άποψη, χωρίς «κανονιστικές» προ(δια)θέσεις: ορισμένα έργα της αστυνομικής λογοτεχνίας, πράγματι, συγκαταλέγονται δίκαια σε ό,τι αποκαλούμε ή χαρακτηρίζουμε ως «υψηλή λογοτεχνία». Η καλή αστυνομική λογοτεχνία είναι σε αρκετές περιπτώσεις ισότιμη με εκείνη των σύγχρονων κλασικών ή, για να το πούμε διαφορετικά, έχει κι εκείνη τον δικό της Μπαλζάκ, τον δικό της Ναμπόκοβ, τη δική της Γουλφ, τον δικό της Καμί. Υπάρχει όμως μία μείζων διαφορά: η αστυνομική λογοτεχνία χαρακτηρίζεται από τη ριζωματικότητά της, με άλλα λόγια διαχέεται ή οσμώνεται με άλλα συναφή είδη, όπως το θρίλερ, το κατασκοπικό, το δικαστικό, το νουάρ, το πολάρ κτλ., που χαρακτηρίζονται ως «υπο-είδη» (sub-genre) και επιπλέον οφείλει πολλά στον κινηματογράφο. Αυτά, όμως, ας τα αφήσουμε προς το παρόν για τους μελετητές και θεωρητικούς της λογοτεχνίας.

Έχει επηρεάσει η πολιτική κατάσταση της χώρας μας τα εγχώρια αστυνομικά μυθιστορήματα; Πιστεύετε πως οι υπάρχουσες συνθήκες θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη δημιουργία ενός σύγχρονου ρεύματος ελληνικού νουάρ;
Και πάλι διατυπώνω την προσωπική μου άποψη: έχω την αίσθηση ότι η πολιτική και κοινωνική κατάσταση στη χώρα έχει εγκλωβίσει μάλλον τους περισσότερους συγγραφείς, ωθώντας τους, συνειδητά ή υποσυνείδητα, σε μία «στρατευμένη» αστυνομική λογοτεχνία με επίφαση του «νέου κοινωνικού μυθιστορήματος», με όλο το ρεπερτόριο της κρίσης: χρεοκοπία (κυρίως των αξιών, που όμως από λίγους λαμβάνεται υπ’ όψη, αλλά και πρωτίστως της αριστεράς, για να μην ξεχνιόμαστε!), νέες κοινωνικές ανισότητες, πολιτικο-οικονομικά σκάνδαλα, προσφυγικά κύματα, αθηναϊκή δυστοπία (θυμηθείτε μόνο το κουφάρι των κινηματογράφων «Απόλλων» και «Αττικόν», κάποτε κόσμημα της πόλης) κτλ.

Προσωπικά, δεν μ’ ενθουσιάζουν αυτά τα μοτίβα, ούτε οι ιδεολογίες ούτε οι όποιοι θεματικοί νεωτερισμοί, δάνειοι από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, παρότι αρκετοί συγγραφείς παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αναμένοντας βέβαια την περαιτέρω εξέλιξή τους. Τέλος, ο καταχρηστικός όρος «νουάρ», εδώ και διεθνώς, εκτιμώ ότι και ισοπεδώνει μια ιδιαίτερη σημαντική τάση και παράδοση όσο και υπερτιμά κάποια έργα.

Κώστας Καλφόπουλος

Πιστεύετε πως οι νέοι συγγραφείς διαβάζουν λογοτεχνία –αστυνομική ή μη– και ενδιαφέρονται να εντρυφήσουν στους συγγραφείς που έχουν αφήσει εποχή με την πένα τους;
Μπορώ να μιλήσω για εντύπωση και σε καμιά περίπτωση δεν θα ήθελα να θίξω την προσπάθεια των νέων συγγραφέων, αν αναλογιστούμε πάντως πως συγγραφέας είναι εκείνος που πρωτίστως διαβάζει και μετά γράφει. Αυτή η αίσθηση μου λέει, με βάση και κάποιο δείγμα, όχι πάντως αντιπροσωπευτικό, ότι η νέα γενιά συγγραφέων μάλλον δεν διαβάζει τόσο συστηματικά και σε βάθος όσο οι προηγούμενες «γενιές» και, επίσης, φοβάμαι, πως δεν ενδιαφέρεται πολύ για τη θεωρία. Αυτό έχει να κάνει με δύο βασικούς λόγους: πρώτον, με τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις στην «κουλτούρα της ανάγνωσης» και δεύτερον, με την εκπαίδευση και την παιδεία στην Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια. Από την άλλη, είναι παρατηρημένο ότι οι νεότεροι αναγνώστες της αστυνομικής λογοτεχνίας επίσης δεν ενδιαφέρονται γενικά για τους κλασικούς. Είναι πάντως γενικότερο φαινόμενο διεθνώς, και δύσκολο να προβεί κανείς σε οποιοδήποτε συμπέρασμα.

Ποια σχολή-ρεύμα έχει επηρεάσει τη γραφή σας;
Η γραφή είναι μια εξόχως περίπλοκη διαδικασία ή, όπως λέει και ο Σεφέρης, «είναι πολλών ανθρώπων τα λόγια μας», άρα και πολλών διαβασμάτων τα γραπτά μας. Πολλές επιδράσεις είναι υπόγειες, υποδόριες και άλλες προφανείς, στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να αποδίδουμε τις οφειλές μας στους «προκατόχους». Δεν θα ’θελα πάντως να μπω στη λογική της (αντι) παράθεσης ονομάτων, όμως το «Καφέ Λούκατς» σίγουρα οφείλει πολλά στον «Τρίτο άνθρωπο», βιβλίο και ταινία, επαναλαμβάνω, και στον Άμπλερ, κυρίως εν είδει «φόρου τιμής» (homage) για τους δύο αυτούς σημαντικούς συγγραφείς.

Ποιες νέες πένες στην αστυνομική λογοτεχνία, εντός και εκτός συνόρων, έχετε ξεχωρίσει;
Θα σας απογοητεύσω σε αυτό το θέμα, δεν έχω την αναγκαία εποπτεία για να ξεχωρίσω κάποια ονόματα εντός κι εκτός συνόρων, με εξαίρεση ίσως δύο ξένους συγγραφείς, αρκετά νεότερους, τον Γάλλο Tanguy Viel για δύο τουλάχιστον μυθιστορήματά του, και τον Γερμανό Albert Ostermaier, για την ποιητική συλλογή του με τον τίτλο «Polar». Αμφότεροι, φυσικά, αμετάφραστοι ακόμα στην Ελλάδα.

Τι πιστεύετε πως αναζητούν στην εποχή μας οι αναγνώστες από τα αστυνομικά μυθιστορήματα;
Φαντάζομαι ό,τι και οι παλαιότεροι κατά βάση: διαφυγή, απόδραση από την καθημερινότητα, απόδοση-απονομή δικαιοσύνης, αποκατάσταση των χαμένων ισορροπιών και κάπου-κάπου τη λύση ενός γρίφου. Και το καλοκαίρι, ένα βιβλίο-σύντροφο που να «στερεώνει» την πετσέτα στην παραλία. Είναι πάντως ένα ενδιαφέρον ερώτημα για στατιστικές έρευνες γύρω από το βιβλίο και την αστυνομική λογοτεχνία.

Θεωρείτε πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι τηλεοπτικές σειρές μυστηρίου και δράσης ανά τον κόσμο έχουν επηρεάσει τον τρόπο συγγραφής αστυνομικών βιβλίων;
Πολύ φοβάμαι πως, «ναι», επηρεάζουν και αλλοιώνουν τον τρόπο γραφής, συγγραφής και υποδοχής των βιβλίων, αλλά είναι κι αυτό ένα σημάδι των καιρών στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της διαδικτύωσης. Αρκεί να συγκρίνετε έναν Τζέιμς Μποντ της εποχής του Σον Κόνερι και τον Τζέιμς Μποντ την εποχή του Μπρόσναν και του Κρεγκ, και αμέσως εντοπίζονται οι διαφορές. Ίσως η λογοτεχνία μπορεί ακόμα να αντιστέκεται σε αυτή την όσμωση, αν και σε αρκετές περιπτώσεις η σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία έχει κανείς συχνά την αίσθηση ότι γράφεται με στόχο να μεταφερθεί παράλληλα σχεδόν στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, όπως επίσης ότι και η σύγχρονη κινηματογραφική εικόνα έχει προσαρμοστεί χρόνια τώρα στις προσλαμβάνουσες του τηλεθεατή ή του χρήστη του youtube.

Ποια είναι τα άμεσα σχέδιά σας;
Μην ξεχνάμε πως «όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός χαμογελά». Είναι καλύτερο να υλοποιούνται παρά να προαναγγέλλονται, οπότε ας περιμένουμε λίγο ακόμα για τα επόμενα βιβλία, εντός του 2019 πάντως. Κάποια από αυτά έχουν άμεση σχέση με την αστυνομική λογοτεχνία. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ