Βιβλιο

Τομ Γουλφ: Ο τελευταίος Αμερικανός ήρωας;

Νέα Δημοσιογραφία, έκρυθμη μυθιστοριογραφία, μια συναρπαστική ζωή ως την πτώση της αυλαίας

karathanos.jpg
Δημήτρης Καραθάνος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
gettyimages-52201284.jpg
photo © Evan Agostini/Getty Images

Πέθανε ο Τομ Γουλφ. Αν δεν τον έχεις διαβάσει, δεν ξέρεις τι χάνεις. Η λογοτεχνία τον έκανε σταρ, αλλά αυτός λάτρευε τη θεατρικότητα. Κατάλευκα κοστούμια, πουά γραβάτες, λευκά πλατύγυρα καπέλα πλαισιωμένα με μαύρες ρίγες και φιόγκους, σαρδόνιο χαμόγελο, επιτιμητικό, σχεδόν κυνικό πρόσωπο που στηρίζει το βάρος του σώματός του σε μια παλιομοδίτικη ομπρέλα. Ο Τόμ Γουλφ ήταν Νότιος και περήφανος για αυτό, με τον κραυγαλέο, υπερβολικό τρόπο που οι αυτόχθονες εύποροι Αμερικανοί προβάλλουν τον ξιπασμένο εαυτό τους.

Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια, ο Γουλφ έλαβε μία άρτια ακαδημαϊκή εκπαίδευση στο πανεπιστήμιο Ουάσιγκτον και Λι. Το 1957 έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Γέιλ και στη συνέχεια ξεκίνησε μια δεκαετή καριέρα στο ρεπορτάζ. Το 1960, δουλεύοντας για την «Washington Post», κέρδισε το βραβείο καλύτερης ανταπόκρισης καλύπτοντας την ανατροπή του καθεστώτος στην Κούβα.

Η πορεία του Τομ Γουλφ στη δημοσιογραφία ήταν μια διαρκής εκτόξευση: από την «Washington Post» πέρασε στη «New York Herald Tribune» και ταυτόχρονα στο περιοδικό «New Yorker». Η συνεργασία του με τα σπουδαιότερα αμερικανικά έντυπα δεν τον εμπόδισε να εκδώσει την πρώτη του συλλογή άρθρων το 1965, ενώ τρία χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε δύο μπεστ σέλερ την ίδια μέρα. Το «Electric Kool Aid Acid Test» αποτέλεσε το πρώτο επίσημο χρονικό της γενιάς των σίξτις και της χίπικης ζωής, ενώ το «Radical Chic & Mau Mauing The Flak Catchers» κατέγραφε τις φυλετικές διαμάχες με τρόπο πρωτόγνωρο για το κοινωνικό κατεστημένο των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Τομ Γουλφ εγκαινίασε τη Νέα Δημοσιογραφία.

Η δημοκρατία του Εγώ
Η πορνογραφία των μέσων ενημέρωσης είναι μηδαμινή σε σύγκριση με την ολοένα αυξανόμενη παροχή σεξουαλικών υπηρεσιών που παρέχει το Ίντερνετ, η σπουδαιότερη εφεύρεση των τελευταίων δεκαετιών. Από τα τέλη του ’80 ως το 2000 το πενήντα τοις εκατό των διαδικτυακών συνδέσεων αφορούσε ιστοσελίδες ακραίου σεξουαλικού περιεχομένου. Η λέξη «πορνογραφία» χάθηκε μαζί με την έννοια του προλεταριάτου. Η εικόνα του μεσήλικα πρώην γιάπη, τεχνικού ή αναλυτή συστημάτων, ο οποίος θυσιάζει τον γάμο του χάριν μιας τηλεφωνικής σύνδεσης ISDN που τον τροφοδοτεί με αδιάκοπες εικόνες ψηφιακού ερωτισμού σε εικοσιτετράωρη βάση, καταντά οικεία. «Έχω μονάχα μία ζωή, άσε με να την ζήσω σαν Καζανόβας!» αναφωνεί ο Τομ Γουλφ, προτού δώσει τη χαριστική βολή στο αμερικανικό ιδεώδες με το πρώτο του μυθιστόρημα.

Το 1985, όταν μεσουρανούσε η δημοκρατία του Ρίγκαν, ο Γουλφ πρότεινε στο περιοδικό «Rolling Stone» τη δημοσίευση μιας μυθιστορίας σε συνέχειες με τον τρόπο που κυκλοφορούσαν τα έργα κλασικών συγγραφέων, σαν του Μπαλζάκ και του Θάκερεϊ. Κάτω από το καθεστώς του δημοσιογραφικού deadline ―προθεσμία δύο εβδομάδων― ο Τόμας Γουλφ εξέδωσε το πρώτο του έργο σε συνέχειες με τον τίτλο «Στον βωμό της ματαιοδοξίας».

Το λεξικό της Αμερικής    
«Επιμένω ότι ένας τύπος σαν τον Τομ Γουλφ δεν θα άντεχε ούτε ένα λεπτό στη Νότια Ιταλία», ισχυρίζεται ένας Πορτορικάνος συνάδελφος του Γουλφ, προτού δηλώσει: «Ο Τομ Γουλφ έχει καταντήσει να πρεσβεύει όλα όσα μισούσε στο παρελθόν».

Την ίδια στιγμή το βιβλίο «Στον βωμό της ματαιοδοξίας» πουλούσε περισσότερα από τρία εκατομμύρια αντίτυπα, υποχρεώνοντας τους κριτικούς να το χαρακτηρίσουν σαν «το σύγχρονο λεξικό της Νέας Υόρκης». Πολλά χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το «Στο βωμό της ματαιοδοξίας» μοιάζει ανησυχητικά εύστοχο στις μέρες μας. Ένα έργο που παρουσιάζει την Αμερική σε αποσύνθεση, όπου το στοιχείο της αθωότητας απουσιάζει από κάθε ανθρώπινη εκδήλωση σε μια πόλη που ωθεί τους ήρωές της στην αποτυχία.

Το δόγμα του βιβλίου συνοψίζεται σε μία φράση : «Οι άνθρωποι στη Νέα Υόρκη ζουν με μοναδικό σκοπό να αναρριχηθούν οικονομικά και κοινωνικά. Οι Εβραίοι έχουν τη δύναμη σ’ αυτήν την πόλη και οι έγχρωμοι την κυνηγάνε. Αυτή είναι η αλήθεια για τη Νέα Υόρκη, κι όποιος πιστεύει κάτι διαφορετικό έχει χάσει τα λογικά του!». Μπορεί κάποιος να χαρακτηρίσει τον Τόμας Γουλφ κυνικό ή πάλι μπορεί να τον θεωρήσει ρεαλιστή. Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί να τον κατηγορήσει ως ανειλικρινή. «Άλλωστε κι εγώ ο ίδιος δεν έχω κάνει τίποτα διαφορετικό στη ζωή μου», ολοκληρώνει.

Το χρήμα κάνει καλό στην ψυχή. Το ίδιο και η φήμη
«Με εκπλήσσει το γεγονός ότι κανείς πια δεν γράφει ιστορίες για την πόλη με τον τρόπο που ο Μπαλζάκ και ο Ζολά έγραφαν για το Παρίσι ή ο Ντίκενς και ο Θάκερεϊ για το Λονδίνο», δήλωνε ο Τόμας Γουλφ. Είναι φανερό ότι περισσότερο από τα δυστυχισμένα φιλόδοξα σαρκοφάγα που αποτελούν τον κύριο άξονα του έργου του ο κεντρικός του χαρακτήρας είναι η ίδια η Νέα Υόρκη.

Γυρίζοντας ακόμα πιο πίσω, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει εύκολα τη φιλοσοφική κληρονομιά του Γουλφ. Οι σκέψεις του Ντε Τοκβίλ, ο οποίος προφήτεψε το σύγχρονο άνθρωπο χαμένο στην απομόνωση της ίδιας του της ψυχής, φέρνουν στην επιφάνεια έννοιες όπως «η αποξένωση» (Μαρξ), «το μοναχικό πλήθος» (Ρίσμαν), «ο άνθρωπος της μάζας» (Ορτέγκα Υ Γκασέ). Οι εικόνες του Τόμας Γουλφ προβάλλουν ένα ανθρώπινο πλάσμα αποκομμένο από τις ρίζες του εξαιτίας της βιομηχανοποίησης, στριμωγμένο σε μεγαλουπόλεις ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν γνωρίζει, αβοήθητο απέναντι στις μαζικές οικονομικές και πολιτικές αλλαγές, ένα πλάσμα που θυμίζει τον Τσάρλι Τσάπλιν στους «Μοντέρνους Καιρούς»: απελπισμένο, εξαγριωμένο, ένα ξέπνοο μηχανικό εξάρτημα.

Την επόμενη στιγμή ο Γουλφ παρουσιάζει μία διαφορετική πλευρά, αυτήν της συμπονετικής εικόνας: παραμορφωμένος από το χρήμα, ο μέσος Αμερικανός περνά τις διακοπές του στο Μπαλί και στα νησιά Μπαρμπέιντος πίνοντας δροσερά κοκτέιλ στον κήπο ξενοδοχείων πρώτης κατηγορίας παρέα με την τρίτη του γυναίκα φορώντας ένα λαμέ πουκάμισο αλά Ρίκι Μάρτιν ανοιχτό στο στέρνο, για να φαίνεται το χρυσάφι που κουβαλάει στο λαιμό του.

Οι ρίζες του εαυτού 
Μια από τις βασικές θέσεις του Γουλφ είναι ότι αυτό που έχουμε μάθει να αποκαλούμε «εαυτός» καθορίζεται από τους άλλους. «Πιστεύω ότι οι εξωτερικοί παράγοντες, όπως η πόλη και ο περίγυρος, διαμορφώνουν εν τέλει το χαρακτήρα του ανθρώπου. Είναι ανούσιο να προσπαθούμε να κατανοήσουμε την ψυχοσύνθεση κάποιου χωρίς να γνωρίζουμε το κοινωνικό περιεχόμενο που τον περιβάλλει. Ο εαυτός είναι ο δεσμός μας με τους άλλους ανθρώπους. Κι αυτό είναι κάτι που επιδιώκω να καταδείξω σε κάθε μου μυθιστόρημα».

Το δεύτερο μυθιστόρημα του Τόμας Γουλφ κυκλοφόρησε το 1998 με τον τίτλο «Άντρας με τα όλα του». Έμεινε στην κορυφή των πωλήσεων για δέκα εβδομάδες και πούλησε περισσότερα από 1,4 εκατομμύρια αντίτυπα. Η τρομακτική επιτυχία του βιβλίου και η ενθουσιώδης υποδοχή του από τους κριτικούς προκάλεσε τη θυμηδία κάποιων από τους σπουδαιότερους σύγχρονους μυθιστοριογράφους του Γουλφ, όπως του Νόρμαν Μέιλερ, του Τζον Άπνταϊκ και του Τζον Έρβιγκ. Ίσως γιατί εκείνες τις μέρες ο Τόμας Γουλφ εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του «Time» ντυμένος με το άσπρο του κοστούμι και τα λευκά του γάντια, τη στιγμή που δήλωνε πως ο ωμός ρεαλισμός του έργου του αποτελεί το μέλλον της αμερικανικής πεζογραφίας -αν η αμερικανική πεζογραφία πρόκειται να έχει μέλλον! Παρόλο που ο σπουδαιότερος χρονικογράφος της Αμερικής τα τελευταία πενηντατόσα χρόνια δεν υπάρχει πια, ο Τόμας Γουλφ έχει πολλά να πει ακόμα μέσα από το έργο του.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ