Βιβλιο

Προδημοσίευση. «Ο πυροσβέστης» του Joe Hill

62222-137653.jpg
A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ 604
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
342339-711657.jpg

Είναι ένα μεταποκαλυπτικό θρίλερ για μια παγκόσμια πανδημία αυτανάφλεξης που απειλεί να μετατρέψει τον πολιτισμό μας σε στάχτες! Το βιβλίο του Χιλ που ψηφίστηκε ως το καλύτερο βιβλίο τρόμου της χρονιάς στα Goodreads Choice Awards 2016 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell στις 3/3.

Ανάφλεξη

Η Χάρπερ Γκρέισον είχε δει στην τηλεόραση πολλούς ανθρώπους να καίγονται –όλοι είχαν δει–, αλλά ο πρώτος που είδε να καίγεται μπροστά στα μάτια της ήταν στην παιδική χαρά πίσω από το σχολείο.

Τα σχολεία ήταν κλειστά στη Βοστόνη και σε μερικά άλλα μέρη της Μασα­χουσέτης, αλλά εδώ, στο Νιου Χάμσιρ, ήταν ακόμη ανοιχτά. Είχαν υπάρξει και στο Νιου Χάμσιρ κάποια περιστατικά, αλλά λίγα. Η Χάρπερ είχε ακούσει ότι υπήρχαν πέντ’ έξι ασθενείς, που τους είχαν σε μια φυλασσόμενη πτέρυγα του Νοσοκομείου του Κόνκορντ και τους φρόντιζε μια ιατρική ομάδα ντυμένη με ολόσωμες προστατευτικές στολές, ενώ όλες οι νοσοκόμες ήταν εξοπλισμένες με πυροσβεστήρες.

Η Χάρπερ κρατούσε μια κρύα κομπρέσα στο μάγουλο ενός παιδιού της πρώ­της τάξης, του Ρέιμοντ Μπλάι, που είχε φάει μια ρακέτα του μπάντμιντον στο πρόσωπο. Είχαν πάντα ένα δύο τέτοια επεισόδια κάθε άνοιξη, όταν ο Κίλορ, ο γυμναστής, έβγαζε τις ρακέτες του μπάντμιντον. Σε όλες τις περιπτώσεις, έλεγε στα παιδιά να κάνουν μια βόλτα και θα τους περάσει, ακόμη κι όταν έρχονταν με τα δόντια τους στη χούφτα. Κάποια μέρα θα ήθελε να τον δει να τρώει μια ρακέτα του μπάντμιντον στα ούμπαλα, για να ’χει τη χαρά να του πει να πάει ο ίδιος μια βόλτα για να του περάσει.

Ο Ρέιμοντ δεν έκλαιγε όταν ήρθε στο ιατρείο, αλλά με το που είδε το πρόσωπό του στον καθρέφτη έχασε για λίγο την αυτοκυριαρχία του, με αποτέλεσμα να σχηματιστεί ένα λακκάκι στο σαγόνι του και οι μύες του προσώπου του να συσπαστούν από ταραχή. Το μάτι του ήταν σκούρο μοβ και είχε κλείσει σχεδόν από το πρήξιμο. Η Χάρπερ ήξερε ότι πιο τρομακτικό ήταν το θέαμα στον καθρέφτη παρά ο πόνος.

Για να τον κάνει να ξεχαστεί, κατέφυγε στο κουτί με τις λιχουδιές που είχε για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης –ένα στραπατσαρισμένο φαγητοδοχείο Μέρι Πόπινς με σκουριασμένους μεντεσέδες, που περιείχε πάντα μερικές δεκάδες καραμέλες και σοκολάτες, καθώς και ένα μεγάλο ραπάνι και μια πατάτα, που τα κρατούσε για τις πιο σοβαρές περιπτώσεις.

Κοίταξε μέσα, ενώ ο Ρέιμοντ κρατούσε την κομπρέσα στο μάγουλό του.

«Χμμ», έκανε η Χάρπερ. «Νομίζω ότι έχω μόνο μία Τουίξ στο κουτί μου και θέλω να φάω κι εγώ μία οπωσδήποτε».

«Εγώ θα φάω γλυκό;» ρώτησε ο Ρέιμοντ με πνιγμένη φωνή.

«Εσύ θα φας κάτι καλύτερο. Έχω ένα μεγάλο νόστιμο ραπάνι εδώ και, αν είσαι πολύ καλό παιδί, θα σου το δώσω και θα φάω εγώ την Τουίξ». Του έδειξε το κουτί για να δει το ραπάνι.

«Μπλιαχ. Δε θέλω ραπάνι».

«Τι λες τότε για μια μεγάλη, γλυκιά, νόστιμη πατάτα; Μιλάμε για Γιούκον Γκολντ».

«Μπλιαχ. Ας κάνουμε μπραντεφέρ για την Τουίξ. Νικάω και τον μπαμπά μου στο μπραντεφέρ».

Η Χάρπερ σφύριξε μερικές νότες από το “My Favorite Things” ενώ προσποιούνταν ότι το σκέφτεται. Είχε την τάση να σφυρίζει κομμάτια από μιούζικαλ της δεκαετίας του εξήντα και να φαντασιώνεται κίσσες και κοκκινολαίμηδες να τραγουδούν μαζί της. «Δεν ξέρω αν σε συμφέρει να κάνεις μπραντεφέρ μαζί μου, Ρέιμοντ Μπλάι. Είμαι πολύ γυμνασμένη».

Προσποιήθηκε ότι ήθελε να κοιτάξει από το παράθυρο για να το σκεφτεί –και τότε είδε τον άντρα να διασχίζει την παιδική χαρά.

Από εκεί που στεκόταν η Χάρπερ, έβλεπε καθαρά την ασφαλτόστρωση –μερικές δεκάδες μέτρα άσφαλτο, με χαραγμένα πλέγματα για κουτσό σε διάφορα σημεία. Πιο κάτω απλωνόταν μια έκταση μερικών στρεμμάτων γεμάτη ξεραμένα φύλλα, όπου ήταν τοποθετημένα κάμποσα παιχνίδια: τραμπάλες, τσουλήθρες, ένας τοίχος αναρρίχησης, και μια σειρά μεταλλικοί σωλήνες που μπορούσαν να τους χτυπούν τα παιδιά παίζοντας μουσική (από μέσα της η Χάρπερ τους έλεγε «Ξυλόφωνο των Καταραμένων»).

Ήταν η πρώτη ώρα των μαθημάτων και δεν υπήρχαν παιδιά έξω –η μοναδική στιγμή που δεν έβλεπες ένα κοπάδι παιδιά να ουρλιάζουν, να χαλούν τον κόσμο, να γελούν, να τρέχουν και να συγκρούονται μεταξύ τους μπροστά στο ιατρείο. Υπήρχε μόνο ο άντρας με το φαρδύ πράσινο στρατιωτικό τζάκετ και το χαλαρό καφέ παντελόνι εργασίας, και με το πρόσωπό του κρυμμένο στη σκιά ενός λιγδιασμένου κασκέτου του μπέιζμπολ. Διέσχιζε την άσφαλτο λοξά, καθώς ερχόταν από το πίσω μέρος του κτιρίου. Το κεφάλι του ήταν σκυφτό, και τρέκλιζε· φαινόταν να μην μπορεί να περπατήσει σε ευθεία γραμμή. Η πρώτη σκέψη της Χάρπερ ήταν πως ήταν μεθυσμένος. Μετά είδε τον καπνό που έβγαινε από τα μανίκια του. Έναν αραιό λευκό καπνό, που ξεχυνόταν από το τζάκετ γύρω από τα χέρια του κι ανέβαινε από το γιακά του μέσα στα μακριά καστανά μαλλιά του.

Βγήκε παραπατώντας από την άσφαλτο κι άρχισε να περπατάει πάνω στα ξερά φύλλα. Έκανε τρία βήματα ακόμη κι έβαλε το δεξί του χέρι πάνω στο ξύλινο σκαλί μιας σκάλας που οδηγούσε στις αναρριχήσεις. Ακόμη και από αυτή την απόσταση, η Χάρπερ έβλεπε κάτι στο πάνω μέρος του χεριού του, μια σκούρα λωρίδα σαν τατουάζ, διάστικτη με χρυσό. Τα στίγματα άστραφταν όπως οι κόκκοι σκόνης σε μια εκτυφλωτική ακτίνα φωτός.

Είχε δει σχετικά ρεπορτάζ στις ειδήσεις, αλλά και πάλι, εκείνες τις πρώτες στιγμές, δεν μπορούσε να καταλάβει τι έβλεπε. Τα πράγματα άρχισαν να πέφτουν από το κουτί Μέρι Πόπινς και να κροταλίζουν στο πάτωμα. Δεν το άκουσε, δεν είχε συνειδητοποιήσει καν ότι κρατούσε το κουτί γερτό, αδειάζοντας κάτω καραμέλες και σοκολάτες. Ο Ρέιμοντ κοίταξε την πατάτα που έπεσε με ένα μαλακό γδούπο και κύλησε κάτω από έναν πάγκο.

Τα γόνατα του άντρα άρχισαν να λυγίζουν. Μετά τέντωσε την πλάτη με ένα σπασμό ρίχνοντας το κεφάλι προς τα πίσω, και φάνηκαν φλόγες να γλείφουν το μπροστινό μέρος του πουκαμίσου του. Η Χάρπερ πρόλαβε να δει για μια στιγμή το λιπόσαρκο, όλο αγωνία πρόσωπό του, κι ύστερα το κεφάλι του έγινε δαυλός. Χτύπησε με το αριστερό χέρι το στήθος του, αλλά το δεξί συνέχιζε να κρατά την ξύλινη σκάλα. Το δεξί του χέρι καιγόταν, καψαλίζοντας το ξύλο. Το κεφάλι του τεντωνόταν όλο και πιο πίσω και άνοιξε το στόμα του για να ουρλιάξει, αλλά από μέσα βγήκε μόνο μαύρος καπνός.

Ο Ρέιμοντ είδε την έκφραση στο πρόσωπο της Χάρπερ και γύρισε το κεφάλι για να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του, έξω από το παράθυρο. Η Χάρπερ παράτησε το κουτί και στράφηκε προς το μέρος του. Με το ένα χέρι τού κράτησε την κρύα κομπρέσα και με το άλλο του έπιασε το κεφάλι από πίσω και γύρισε απότομα το πρόσωπό του από το παράθυρο.

«Μη, αγόρι μου», είπε, έκπληκτη με τον ήρεμο τόνο της.

«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε ο μικρός.

Άφησε το κεφάλι του και βρήκε το κορδόνι των περσίδων. Έξω, ο φλεγόμενος άντρας έπεσε στα γόνατα και έσκυψε το κεφάλι σαν να προσευχόταν στη Μέκκα. Ήταν τυλιγμένος στις φλόγες, ένας σωρός κουρέλια που έβγαζε έναν λιπαρό καπνό μέσα στο φωτεινό κρύο απριλιάτικο πρωινό.

Το στόρι έπεσε με έναν μεταλλικό κρότο, κρύβοντας τη σκηνή –εκτός από ένα χρυσαφένιο φως που έλαμπε τρεμοπαίζοντας τρελά γύρω από τις άκρες των περσίδων.

(Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής)

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ