Βιβλιο

Με το πρώτο του βιβλίο έκανε τη διαφορά

«Οι πρωτόπλαστοι» του Σωφρόνη Σωφρονίου είναι από εκείνα τα δαιμονικά βιβλία που χαίρεσαι να διαβάζεις

4741-35213.jpg
Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 557
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
319999-629133.jpg

«Οι πρωτόπλαστοι» του Σωφρόνη Σωφρονίου είναι από εκείνα τα δαιμονικά βιβλία που χαίρεσαι να διαβάζεις. Βρήκαμε το συγγραφέα, που παράτησε την ακαδημαϊκή καριέρα στη νευροεπιστήμη στην Αμερική για να γυρίσει στο χωριό του στην Κύπρο και να γράψει το πρώτο του βιβλίο, με αληθινή περιέργεια.

Νομίζω, έχω χρόνια να διαβάσω ένα βιβλίο γραμμένο στα ελληνικά και να νιώθω τόση ευφορική ικανοποίηση. «Οι πρωτόπλαστοι» (εκδ. Το Ροδακιό) αποδείχτηκε πνευματικά ερεθιστικό για να ψάξεις μετά πρόσωπα και καταστάσεις. Η πολυσύνθετη πλοκή του το κάνει να μοιάζει με puzzle, όπου καλείσαι να ενώσεις τα κομμάτια και τους ήρωες. Τόπος δράσης το νησί του συγγραφέα, η Κύπρος, αλλά και η Νέα Υόρκη και η Ολλανδία. Δίπλα στα μυθιστορηματικά πρόσωπα ανασαίνουν προσωπικότητες όπως ο Ιερώνυμος Μπος, ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Λεόντιος, η Μαρίκα Παπαγκίκα, οι ποιητές Φρανσουά Βιγιόν και Αρθούρο Ρεμπό, με τέχνη που στο τέλος δεν ξέρεις τι είναι φίξιον και τι πραγματικό… Θέματα πολιτικής, τέχνης και φιλοσοφίας θίγονται άμεσα ή έμμεσα, ο ρεαλισμός κοντράρεται με τη μεταφυσική, η αθωότητα με τις ενοχές, ο παγανισμός με τον Χριστιανισμό, ενώ δεν λείπει και με μια αλά Νταν Μπράουν («Κώδικας ντα Βίντσι») εκδοχή συνωμοσίας. Κι αν όλο αυτό σας φαίνεται χαοτικό, σαν ένα αυτοσχεδιαστικό κομμάτι τζαζ, θυμηθείτε πως κάποια τέτοια τραγούδια έχουν περάσει στη σφαίρα του μύθου.

«Την αφορμή για το βιβλίο την έδωσαν οι σχέσεις ‒κοινωνικές ή και ερωτικές‒ που δημιουργούνται μεταξύ των ξένων γυναικών που έρχονται στην Κύπρο και των ηλικιωμένων που φροντίζουν. Παρατηρώντας τις σχέσεις στο χωριό μου, είδα πως υπήρχε μια αλληλεπίδραση που ξεκινούσε από τα φαγητά και έφτανε σε θέματα ταυτότητας∙ συνειδητοποίησα επίσης πως το παρελθόν περνούσε σ’ αυτές τις γυναίκες μέσω των αποστασιοποιημένων διηγήσεων, ίσως γιατί υπήρχε η απόσταση από τα γεγονότα αλλά και γιατί αυτές οι γυναίκες δεν είχαν εμπλοκή με την Ιστορία της Κύπρου. Έτσι δημιούργησα μια ηρωίδα, Κύπρια στην καταγωγή, να επιστρέφει από τις σπουδές της στη Νέα Υόρκη προκειμένου να κάνει έρευνα γι’ αυτές τις σχέσεις. Συμμετοχική παρατήρηση είναι ο επιστημονικός όρος για κάποιον που πηγαίνει να ζήσει δίπλα στο αντικείμενο της έρευνάς του, στη συγκεκριμένη περίπτωση δίπλα στον ηλικιωμένο Κώστα. Αυτοί, λοιπόν, ήταν οι πρώτοι κρίκοι της αλυσίδας».

Επόμενος κρίκος είναι ο αρχιεπίσκοπος Λεόντιος, αφού τον συνδέεις με τον Κώστα. Γιατί όμως ο Λεόντιος;

Στην Κύπρο τα περισσότερα βιβλία που γράφονται αναφέρονται στην πρόσφατη ιστορία της ‒ από τον αγώνα κατά της αποικιοκρατίας και μετά. Σχεδόν εμμονικά γίνεται αυτό. Όμως δεν ένιωθα έτοιμος να ασχοληθώ με αυτήν. Καθώς αναζητούσα το παρελθόν του Κώστα έφτασα στη νεότητά του που συμπίπτει με την εποχή που ο Λεόντιος είναι αρχιεπίσκοπος Κύπρου, για τον οποίο ομολογώ πως μέχρι τότε δεν γνώριζα πολλά. Η φυσιογνωμία του και όσα πίστευε μου διέγειραν την περιέργεια.

Γεννήθηκα λίγα χρόνια μετά την εισβολή και μεγάλωσα ακούγοντας πως στην άλλη πλευρά είναι οι κακοί. Είναι κάτι που με την πορεία του χρόνου το έχω αποβάλει, οπότε όλο αυτό που πρέσβευε ο Λεόντιος με εξέφραζε. Συνειδητοποίησα πως αν δεν τον δολοφονούσαν ή δεν πέθαινε ‒δεν έχουν αποσαφηνιστεί ακόμη οι πραγματικές αιτίες θανάτου του, ασχέτως αν εγώ παίρνω θέση‒ θα ήταν πολύ διαφορετική η εξέλιξη στην Κύπρο.

Αναζητώντας στο διαδίκτυο στοιχεία γι’ αυτόν, αφενός βρήκα ελάχιστα και αφετέρου έπεσα σε μια ομιλία που τον παρουσιάζει ως έναν «ηγέτη» που ήθελε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Εσύ στο βιβλίο σου τον παρουσιάζεις με διαφορετική πολιτική θέση και επιπλέον δίνεις χαρακτηριστικά που μάλλον η επίσημη ιστορία θέλει να ξεχάσει.

Διάβασα γράμματά του όπου αποκαλύπτουν τη μετριοπαθή πολιτική σκέψη του και πως αυτό που επιδίωκε ήταν η ειρηνική συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων. Μιλούσε για δεξιούς, αριστερούς, ελληνόφωνους και τουρκόφωνους που δεν ήθελαν αυτή τη συνύπαρξη και πως δεν έβλεπαν πως η Μεγάλη Βρετανία ήταν αυτή που επιδίωκε την έχθρα μεταξύ τους. Με ιντρίγκαρε επίσης το γεγονός πως παράλληλα με τις σπουδές του στην Αμερική («Κοινωνιολογία των θρησκειών» το θέμα της διατριβής του), ζωγράφιζε. Όμως υπάρχει και κάτι σ’ αυτόν που με άγγιξε προσωπικά. Διάβασα τρεις επιστολές του που αποποιούνταν τον ιερατικό ρόλο, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του στη Νέα Υόρκη και ίσως να ζήσει εκεί. Αυτή η πάλη με συγκίνησε γιατί κάτι ανάλογο συνέβη και σ’ εμένα καθώς, την περίοδο που ξεκίνησα να γράφω, ήμουν σ’ ένα μεταίχμιο μεταξύ του να παρατήσω την ακαδημαϊκή καριέρα στη Νέα Υόρκη και του να επιστρέψω στο χωριό μου στην Κύπρο και να αφοσιωθώ στη συγγραφή. Ήταν μια πάλη που εύχομαι να έχει περάσει στους χαρακτήρες του βιβλίου και όχι σε όλο το βιβλίο.

Τελικά, όπως κι αυτός, επέστρεψες. Η μέχρι σήμερα πορεία σου τι περιλαμβάνει;

Γεννήθηκα στο χωριό Παλαιχώρι ‒είναι σε υψόμετρο 1.000 μέτρα στο όρος Τρόοδος‒, σε μια πολυμελή οικογένεια με γονείς μεροκαματιάρηδες. Μεγάλωσα ως ένα παιδί του χωριού και θεώρησα πως έτσι πρέπει να συνεχίσω. Δούλεψα μάγειρας, οικοδόμος και κάπου στην ηλικία των 24 συνειδητοποίησα πως δεν με ικανοποιεί αυτή η ζωή κι έτσι αποφάσισα να σπουδάσω. Έδωσα εξετάσεις, σπούδασα ψυχολογία στην Κύπρο και νευροεπιστήμες στη Νέα Υόρκη, όπου βρέθηκα με υποτροφία, αλλά και δούλεψα ως ερευνητής στο τμήμα Νευρολογίας του νοσοκομείου Mount Sinai, με αντικείμενο τη σχέση εγκεφάλου και συμπεριφορών. Κάπου εκεί άρχισα να σκέφτομαι τη συγγραφή. Δεν ήταν εύκολο να πάρω την απόφαση να τα παρατήσω και ακόμη δεν είμαι σίγουρος ότι δεν θα επιστρέψω. Γυρίζοντας στο χωριό για να γράψω άρχισα να δουλεύω ως dj για οικονομικούς λόγους, έφυγα στο Βερολίνο να συνεχίσω το διδακτορικό μου για λίγους μήνες, αλλά ήδη ξεκίνησα το δεύτερο βιβλίο μου και συνεχίζω να δουλεύω ως dj.

Πώς αντιμετώπισε το χωριό και οι γονείς το βιβλίο;

Έκανα μια παρουσίαση, όπου, ενώ περίμενα να έρθει η οικογένεια και οι φίλοι, μαζεύτηκε εκεί το μισό χωριό. Συγκινήθηκα που υπήρξαν άνθρωποι που πήραν το βιβλίο λέγοντας πως «θα είναι το πρώτο βιβλίο που θα διάβαζαν» ή γέλασα καθώς σκέφτηκα όταν το πήρε μια θεία μου πως θα μονολόγησε «δεν πρόκειται που δεν πρόκειται να παντρευτεί αυτός, ας το πάρω, να ’ναι σαν δώρο για το γάμο του!» (γέλια). Με τη μητέρα μου έγινε ένα όμορφο επεισόδιο. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στους γονείς μου. Όταν η μητέρα μου πήγε στο σπίτι της αδελφής μου και πήρε στα χέρια το αντίτυπό της εκπλάγηκε πως και εκείνο έγραφε «στους γονείς μου».

Η ενασχόληση του Λεόντιου με τη ζωγραφική σε οδήγησε στον πίνακα του Ιερώνυμος Μπος «Ο Κήπος των επίγειων απολαύσεων», που στο βιβλίο σου του δίνεις θέση σχεδόν… κανονικού ήρωα;

Με απασχολούν έννοιες όπως μοίρα, ηθική, ευθύνη και πώς αυτές ορίζονται από τη θρησκεία, η σχέση του μεταφυσικού με το ρεαλιστικό ‒ίσως και λόγω της διαμάχης μεταξύ της επιστημονικής και της καλλιτεχνικής πλευράς μου‒ και ήθελα να μιλήσω γι’ αυτά. Νομίζω αυτός ο πίνακας, σε συνδυασμό με το μυθιστορηματικό εύρημα των γραφίδων, ήταν ιδανικός για να γράψω για όλα αυτά. Ο πίνακας επιδέχεται πολλών και αντιφατικών ερμηνειών. Η δική μου φαντασία θέλει τον Μπος και τον ποιητή Βιγιόν ‒του οποίου την ποίηση αγαπώ πολύ γι’ αυτό και ο αναχρονισμός της συνάντησης‒ να δημιουργούν από κοινού έναν πίνακα, όπου ο Θεός βάζει το πλαίσιο για να αμαρτήσει ο άνθρωπος. Δηλαδή ο Θεός φέρνει την ευθύνη για την Πτώση, που αυτομάτως σημαίνει πως δεν μπορούμε να μιλάμε για ελεύθερη βούληση, άρα και ο άνθρωπος δεν έχει ευθύνη για τις πράξεις του. Συνοψίζοντας αναζητώ ποιος κίνησε τα νήματα και ποια η εξέλιξη της πρώτης εκείνης κίνησης. Κι αυτό το κάνω σε μικροκλίμακα (οι ήρωές μου) και σε μακροκλίμακα (θρησκεία, τέχνη). Ξέρω πως στο βιβλίο υπάρχει ένα συνονθύλευμα ιδεών, αλλά εύχομαι να έχω βρει την ισορροπία.

Είναι 39 χρονών. Το πρωί που μιλήσαμε στο τηλέφωνο έτρεχε στον Λυκαβηττό. Περιπλανηθήκαμε, μετά τη συνέντευξη, στην Αθήνα, όπου θα μείνει για μικρή περίοδο νοικιάζοντας ένα σπίτι στους Αμπελόκηπους. «Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να μείνω μόνιμα εδώ» θα πει. «Υπάρχει μια θλίψη και μια ένταση, που δεν ξέρω αν είναι εξαιτίας της κατάστασης ή φταίει το δικό μου βλέμμα». Η σχέση των Ελλήνων με το τσιγάρο και ότι δεν σέβονται ούτε τους νόμους ούτε τους μη καπνιστές «ίσως φανερώνει πολλά και γιατί η χώρα βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση» θα πει. Γράφει το καινούργιο βιβλίο και δουλεύει ως dj. «Λατρεύω τη μουσική. Νομίζω την ξέρω πάρα πολύ καλά. Σε τίποτα άλλο δεν μπορώ να πω πως είμαι τόσο καλός. Προετοιμάζω πολύ αυτό που θα παίξω, με πολύ ψάξιμο πριν. Στην Κύπρο ο κόσμος είναι πιο άνετος, χορεύει πιο εύκολα. Εδώ πιο δύσκολα. Νομίζω υπάρχει μια καχυποψία. Ποιος είσαι εσύ που βάζεις μουσική;». Αναφέρει τις ταινίες που του αρέσουν και σχολιάζει με ενθουσιασμό τις ταινίες του Ασγκάρ Φαραντί. Μου αναφέρει ένα επεισόδιο που του στοίχισε την εμπιστοσύνη στους ανθρώπους. «Ήταν 4 το πρωί στη Θεμιστοκλέους όταν μου επιτέθηκαν με μαχαίρι και με λήστεψαν. Το σουρεαλιστικό της υπόθεσης είναι πως ο ένας φορούσε μάσκα Χάνιμπαλ Λέκτορ». Πάμε να δούμε το Καλλιμάρμαρο για να του κλείσει ένα τραύμα. «Μας έφεραν εκδρομή από το σχολείο στην Αθήνα. Δεν θυμάμαι τι είχα κάνει, αλλά η δασκάλα για να με τιμωρήσει δεν μου επέτρεψε να βγω από το λεωφορείο και το είδα από μακριά». Αν και με τόσο πλούσια ζωή σε εμπειρίες θυμίζει ακόμη παιδί.Το επόμενο βιβλίο του θα είναι επιστημονικής φαντασίας, το έχει ολόκληρο στο κεφάλι του, ενώ το μεθεπόμενο θα είναι μια ερωτική ιστορία. Ευτυχισμένοι και πονεμένοι έρωτες βγήκαν στη φόρα, το πώς συμπεριφέρονται τα κορίτσια στην Κύπρο. «Σαν να πήραν μια απόφαση μέχρι τα 28 πως μπορούν να εξερευνήσουν τον κόσμο και μετά θα νοικοκυρευτούν, με ό,τι σημαίνει αυτό». Έχει μια μανία να μαγνητοφωνεί λούπες. «Στα Εξάρχεια ακολουθώ αυτά τα απίστευτα μανεκέν καθώς πηγαίνουν στη λαϊκή, προκειμένου να μαγνητοφωνήσω τις αντιδράσεις των μανάβηδων στη θέα τους». Θυμήθηκε πως στη διάρκεια συγγραφής του βιβλίου φωτογράφιζε στην Κύπρο ηλικιωμένους. «Πηγαίνοντας τώρα να τους φωτογραφίσω ήταν πιο επιφυλακτικοί. “Θα το βάλεις στο φέισμπουκ;” με ρωτούσαν». Οι επιστήμονες στην Αμερική είναι επίσης άθεοι, τον ρώτησα. «Υπήρξε ένας φοβερός επιστήμονας που ασχολιόταν με τη συμπεριφορά των ζώων. Πίστευε πως αν ανακάλυπτε πώς κινούσε το χταπόδι το πλοκάμι του και το μετέφερε στη μηχανική αυτό, θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια μηχανή που θα σήκωνε ολόκληρη πολυκατοικία. Όταν του είπα πως είμαι άθρησκος, ήταν σαν να του είχα εξομολογηθεί κάτι φοβερό». Εμπειρίες από το Χάρλεμ ήρθαν να προστεθούν στη βραδιά «σε κάτι απίστευτες εκκλησίες με εκστατικούς πιστούς να παρακολουθούν λειτουργίες», για τη Νέα Υόρκη «μια πόλη όπου ξεχνάς την καταγωγή σου και νοιώθεις Νεοϋορκέζος. Όχι Αμερικάνος, να το διευκρινίσουμε». Σχολιάσαμε το κυπριακό του ονοματεπώνυμο «ευτυχώς τώρα θα σταματήσει αυτή η λογική που ξεκίνησε στην αποικιοκρατία, το παιδί να έχει ως επώνυμο το όνομα του πατέρα. Σκέφτηκα να βγάλω το βιβλίο με ψευδώνυμο, αλλά η Τζούλια δεν με άφησε (σ.σ. Τσιακίρη, η εκδότρια του)». Συζητήσαμε για Έλληνες συγγραφείς «δεν ξέρω πολλούς, αλλά θέλω να διαβάσω». Μου εξομολογείται τη διαδρομή που έκανε μέχρι να το εκδώσει το Ροδακιό. Του εξομολογήθηκα πως το γεγονός πως δεν γνώρισε ακόμη το βιβλίο του τη δημοσιότητα που του αξίζει, ίσως να οφείλεται στο ότι δεν μας έχει συνηθίσει η κυπριακή λογοτεχνία σε αξιόλογα βιβλία. Τελικά, ίσως το δικό του κάνει την αρχή. Χαμογέλασε.

image

Απόσπασμα

Στο βιβλίο ο αρχιεπίσκοπος Λεόντιος ζητάει από ένα τουρκόφωνο Κύπριο, τον Αλή Πεσκέ, που είναι ξακουστός βιολιστής, να πάει ένα γράμμα στον Μουφτή. Οι εχθροί της συμφιλίωσης των δύο κοινοτήτων σκοτώνουν τον Αλή και τον ρίχνουν σ’ ένα πηγάδι. Ο τελευταίος, νεκρός πια, διηγείται για τα άλλα πτώματα που βρέθηκαν στο πηγάδι. Μια εξαιρετική διήγηση, που φλερτάρει την τεχνική του Ορχάν Παμούκ, αφού μέσα σε δύο σελίδες περνάει όλη η πολύπαθη κυπριακή ιστορία.

«Κουβέντες π’ άκουσα απ’ όλα κείνα τα κουφάρια… Πριν από μένα ήτουν η καμήλα και το παιδί που είπα. Ήτουν κι ένας χριστιανός που τον έριξαν μέσα δυο Τούρκοι κλέφτες που ήτουν στη δούλεψη καποιανού Χασάν. Τον φόνεψαν γύρω στα 1938 γιατί τον ηύραν εμπόδιο στες ορέξεις που ’χαν για μιαν έμορφη από ένα χωρκό της περιοχής μου. Ήτουν κι ένας Τούρκος που τον έριξαν μέσα το 1941 γιατί είδε από λάθος τον φόνο ενός άγγλου κοντραμπατζή.

Ύστερα από μένα, το 1952, έριξαν μαζί δυο αστυνόμους που δούλευαν για τους Βρετανούς, έναν Τούρκο κι έναν Ρωμιό. Τους έκαναν από πέντε τρύπες στο στήθος κι από μια βαθιά χαρακιά στην κάθε βούκκα. Οι φονιάδες τούς είπαν “προδότες”. Το 1955 γκρέμνισαν στο πηγάδι τρεις χριστιανούς. Τους είπαν “κομμουνιστές”. Το 1956 δυο νεαρούς τυλιγμένους σε ελληνικές σημαίες. Αυτούς τους είπαν “τρομοκράτες”. Το 1957 ήρτε κάτω ένας παχύς Εγγλέζος. Αυτόν τον είπαν “αποικιοκράτη” κι “εμπόδιο στην ένωση του νησιού με την Ελλάδα”. Το 1959 έριξαν τρεις έφηβους Τούρκους. Τους είπαν “ξένους”. Το 1961 αμόλησαν μιαν ολόκληρη οικογένεια χριστιανών. Τους είπαν “ζωοκλέφτες”. Το 1962 και το 1963 οι χριστιανοί έπιασαν να γυρίζουν στα τουρκοχώρκα της περιοχής μου, στην Πάφο, για να διώξουν τον κόσμο από μέσα. Κάμποσοι απ’ όσους δεν πρόλαβαν να φύγουν για την πρωτεύουσα βρήκαν άγριους θανάτους. Τους πιο πολλούς τους έριξαν στα φαράγγια, γιατί τα πηγάδια της περιοχής άρχισαν να στομώνουν και να βρομοκοπούν. Εμάς μας έριξαν ένα δεκαεπτάχρονο αγόρι που ’χε μια μεγάλη ελιά στο κάτω χείλι και τρεις παππούδες με σκονισμένες βράκες. Το 1966 έφεραν έναν παπά. Ετούτον τον είπαν “προβοκάτορα”. Το 1967 μας έστειλαν μια Τουρκάλα με το στήθος ακάλυπτο και τα μαλλιά να φαίνονται ψιλοκουρεμένα κάτω από ένα κόκκινο τσεμπέρι. Την είπαν “μητέρα φονιά ενός Έλληνα”. Την ίδια χρονιά έριξαν έναν Ρωμιό μαζί με το βρέφος του. Τους είπαν “δολοφονημένους για εκδίκηση”. Το 1973 έριξαν ζωντανούς δυο Τούρκους που τους είπαν “αλλόθρησκους” κι “άντε να τελειώνουμε με τούτους”.

Λίγο μετά τα μέσα Ιούλη του 1974 έριξαν από πάνω μας δεκατρία πτώματα χριστιανών, με τα κεφάλια χώρια. Τα κεφάλια εκείνα μάς μίλησαν για βιασμούς, βασανιστήρια, εκτελέσεις και λαμπαδιάσματα νεκρών σε σκουπιδότοπους. Τους είπαν “πεσόντες πολέμου” κι “εχθρούς που καλά έπαθαν”. Απ’ το στόμα του πηγαδιού καταλάβαινα σε αγριεμένα τουρκικά: “Ρίξτε τα σκυλιά μέσα!” Ύστερα από δύο βδομάδες, μας άφηκαν, μισοκαμένα, επτά Τουρκάκια, του Δημοτικού. Τα είπαν “ελάχιστη εκδίκηση”. Είκοσι περίπου μέρες ύστερα, άνοιξαν πάλι οι οχετοί· δεκαοχτώ ολοκαίνουργια πτώματα χριστιανών βάραιναν κι άλλο το σκοτάδι μας: από βρέφη στες φασκιές, που πριν τα φονέψουν τα πέταξαν στον αέρα και τα ’βαλαν σημάδι με τες σφαίρες για να κάμουν χάζι, μέχρι εκατοντάχρονες γριές, που, άμα άκουσαν τες πόρτες να σπάζουν, ρώτησαν να κεράσουν γλυκό. Αυτούς τους νεκρούς τους είπαν ξανά “πεσόντες πολέμου”. Κάποτε μας στούπωσαν με κάμποσο χώμα, για να μην μας πιάνει ανθρώπου μάτι. Αν ρωτάτε εμένα, τον Αλή Πεσκέ, άρκεψα να δέχομαι ότι τα ηφαίστεια του κόσμου σκάνε για να δώκουν πίσω ό,τι πετάξαμε στους λάκκους μας».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ