Βιβλιο

Τα «Βερονάλ» της αρχαίας Ελλάδας

Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος μιλάει για το νέο του βιβλίο

2642-204777.JPG
Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 553
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
317648-625905.jpg

Μια δοκιμιακή βιογραφία ή βιογραφικό δοκίμιο, του υβριδικού είδους που έχει εισηγηθεί και συνηθίζει τα τελευταία χρόνια, είναι ο νέος καρπός της συστηματικής ενασχόλησης του συγγραφέα και δημοσιογράφου Τάκη Θεοδωρόπουλου με την αρχαία Ελλάδα.

Η πρωτοτυπία του «Βερονάλ» (εκδόσεις «Μεταίχμιο», 2015) έχει να κάνει με το ότι αυτή τη φορά ήρωας είναι ένας σχεδόν σύγχρονός μας, ο θρυλικός αυτοκτόνος φιλόλογος Γιάννης Συκουτρής (1901 - 1937), ένας ξεχωριστός άνθρωπος, του οποίου η έκδοση για το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα διαβάζεται μέχρι σήμερα με αμείωτο ενδιαφέρον. Το βιβλίο είναι αξιανάγνωστο, ασχολείται με τους κλασικούς «δαίμονες» του Τάκη Θεοδωρόπουλου (γλώσσα, παιδεία, Ελλάδα, Φιλολογία, Ιστορία, γλωσσολόγοι κ.λπ.), έχει όλα τα γνωρίσματα της γραφής του (συστηματική έρευνα, πυκνή γραφή, προβολές στο σήμερα, ειρωνεία) και διαθέτει ένα άριστο επίμετρο σαν αναγνωστικό μπόνους.

«Βερονάλ» είναι το φάρμακο κατά της αϋπνίας που χρησιμοποιούσε ο Συκουτρής, με μια εσκεμμένα υπερβολική δόση του οποίου αυτοκτόνησε σε κάποιο ξενοδοχείο της Κορίνθου. Με αφορμή το βιβλίο, ο παλιός φίλος μού έδωσε την παρακάτω συνέντευξη.

Παρουσίασε, σε παρακαλώ, το βιβλίο σου σε λίγες λέξεις.

Δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να περιγράψεις σε εκατό λέξεις ένα κείμενο που χρειάστηκε αρκετές χιλιάδες λέξεις για να υπάρξει – και μάλιστα λέξεις που τις έγραψες εσύ ο ίδιος. Θα έλεγα παρ’ όλ’ αυτά πως πρόκειται για την αφήγηση της αυτοκτονίας ενός χαρισματικού διανοητή στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Η ιστορία ενός φτωχόπαιδου που βρήκε την αξιοπρέπεια την οποία του στερούσε το περιβάλλον του στη βιβλιοθήκη αποκρυπτογραφώντας τα μυστικά του Πλάτωνα. Η ιστορία ενός οραματιστή που συγκρούσθηκε σαν τραγικός ήρωας με τα όρια του κόσμου του και ηττήθηκε. Επειδή κανείς δεν μπορεί να ερμηνεύσει την πράξη του αυτόχειρα, ο αφηγηματικός λόγος σού δίνει τη δυνατότητα να περιγράψεις με όσο μεγαλύτερη ακρίβεια γίνεται τις περιστάσεις που τον οδήγησαν εκεί. Ο Τσαρούχης έλεγε πως η Ελλάδα τιμωρεί όποιον την παίρνει στα σοβαρά. Κι ο Συκουτρής την πήρε πολύ στα σοβαρά.

Γιατί πάλι ένα θέμα που –έμμεσα αυτή τη φορά– διατηρεί την εμμονή σου με την αρχαία Ελλάδα;

Το γιατί περιττεύει, αφού κι εσύ αποκαλείς εμμονή τη σχέση μου με την αρχαία Ελλάδα. Ο Συκουτρής μού έδωσε τη δυνατότητα να καταλάβω και να αφηγηθώ κατά κάποιον τρόπο αυτή τη σχέση σε πολλά επίπεδα. Πρώτον ήθελε να βγάλει την αρχαία ελληνική σκέψη, όπως λέει ο ίδιος, από το νεκροτομείο του Πανεπιστημίου όπου ο Πλάτων παίζει το ρόλο του βατράχου στο σώμα του οποίου οι φιλόλογοι ψαρεύουν διάφορα περίεργα γραμματοσυντακτικά φαινόμενα. Δεύτερον πίστευε πως τα κλασικά γράμματα μπορούν να αποτελέσουν την ποιητική του σύγχρονου κόσμου. Πίστευε πως μέσω των κλασικών γραμμάτων μπορεί να αναγεννηθεί και η σύγχρονη Ελλάδα αλλά και ο σύγχρονος ευρωπαϊκός πολιτισμός. Δεν τον ενδιέφερε η παθητική αρχαιολατρία. Πιστεύω πως μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές του ελληνικού μεσοπολέμου είναι ότι η αναζήτηση της «ελληνικής ιδιαιτερότητας» δεν γίνεται σε αντίθεση με την Ευρώπη, αλλά ως στοιχείο ένταξης στον πολιτισμό της. Για να επανέλθω όμως στο ζητούμενο της ελληνικής αρχαιότητας και των κλασικών γραμμάτων, του ελληνορωμαϊκού κόσμου για την ακρίβεια, ας μην ξεχνάμε ότι όποτε η Ευρώπη έκανε ένα μεγάλο ιστορικό βήμα, είτε στην Αναγέννηση είτε στον Διαφωτισμό, επανενεργοποιούσε είτε στην τέχνη είτε στη φιλοσοφία τα κλασικά γράμματα. Ο Συκουτρής ενσαρκώνει κατά κάποιον τρόπο αυτή την κίνηση η οποία και σήμερα ακόμη θεωρώ ότι είναι η μόνη που θα επιτρέψει στην Ευρώπη να ξεπεράσει την υπαρξιακή της κρίση.

Πώς θα έδινες, πάλι σε λίγες λέξεις, τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα του ήρωά σου;

Ένα σώμα αδύναμο, σχεδόν καχεκτικό, με το ένα του μάτι εκ γενετής νεκρό, ένα φτωχό παιδί που φοράει μια μαύρη ποδιά για να μη φαίνονται τα μπαλώματα στα ρούχα του, ένας διόλου ελκυστικός άνδρας, ο οποίος όμως μόλις ανοίξει το στόμα του γίνεται γοητευτικός. Ένας αντιφατικός χαρακτήρας, στα όρια της μανιοκατάθλιψης, ο οποίος δεν μπορεί να φερθεί πολιτικά. Σέρνει τα εξ αμάξης στο ελληνικό πανεπιστήμιο και μετά τους ζητάει να τον εκλέξουν καθηγητή. Ήξερε να φτιάχνει εχθρούς και ήταν περιτριγυρισμένος από θαυμαστές και θαυμάστριες. Έζησε μια πυκνή ζωή, μέσα σε τριάντα έξι χρόνια κατάφερε να στήσει ένα μύθο γύρω από το πρόσωπό του. Και ηττήθηκε από τις δυνάμεις της σκοτεινής Ελλάδας και από τον εαυτό του, αφού νομίζω ότι και ο ίδιος δεν άντεξε την πυκνότητα της ζωής του. Στην ερωτική του ζωή δεν ευτύχησε. Έπασχε από αϋπνίες. Ήταν και μανιώδης πεζοπόρος. Πήγε από την Αθήνα στο Σούνιο με τα πόδια και επέστρεψε αυθημερόν.

Εκτεταμένα κομμάτια του βιβλίου μοιάζουν σαν ημιδοκίμια (ρόλος της ελληνικής γλώσσας, του Πανεπιστημίου, της Φιλοσοφικής σχολής, της Φιλολογίας, της Ακαδημίας, των γλωσσολόγων κ.λπ.), ενώ άλλα ρέπουν προς την Ιστορία (πορτρέτα προσωπικοτήτων της εποχής, συστηματικές αναφορές στα γεγονότα των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα στην Ελλάδα, τη Μικρασία, τον κόσμο και στο εξωτερικό, ο «Παρνασσός», ο «Ασκραίος» κ.λπ.). Δικαιούμαι να πω ότι το βιβλίο, λειτουργώντας σε πολλά επίπεδα ταυτόχρονα, ξεπερνάει το χαρακτηρισμό «αφήγημα»;

Επιμένω στον όρο «αφήγημα». Λαμβάνοντας πάντα υπ’ όψιν πως το αφήγημα δεν είναι «μονοδιάστατο». Λειτουργεί, όπως όλα τα αφηγηματικά είδη, με παρεκβάσεις και αναπτύσσει σκέψεις. Πώς θα καταλάβεις την προσωπικότητα του Συκουτρή αν δεν τον δεις στη Σμύρνη όταν αποβιβάζεται ο ελληνικός στρατός το ’19 ή στο ελληνόφωνο χωριό Μουραντιέ όταν φτάνει το πρώτο ελληνικό σύνταγμα ευζώνων. Και πώς θα καταλάβεις την επίθεση που του έγινε για την έκδοση του «Συμποσίου» αν τον βγάλεις από το ιστορικό περιβάλλον, αν δεν λάβεις υπ’ όψιν σου ότι ο Ιωάννης Μεταξάς τον υπερασπίσθηκε, και πώς θα αντιληφθείς την προσωπικότητά του αν παραγνωρίσεις το ενδιαφέρον που έδειχνε για το γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό και τις σχέσεις του με την ελληνική αρχαιότητα; Εξάλλου μου αρέσει πολύ η Ιστορία, διαβάζω Ιστορία σχεδόν όσο διαβάζω και λογοτεχνία – τον τελευταίο καιρό περισσότερο. Όσο για το γλωσσικό, ε δεν μπορείς να αναφερθείς στον Συκουτρή χωρίς να αναφερθείς στο γλωσσικό. Και εδώ θέλω να διευκρινίσω κάτι. Ήταν κι αυτός αντίπαλος του «ορθογλωσσισμού», της γλώσσας που φτιάχνουν οι γραμματικοί και οι φιλόλογοι. Και αν αντί να ασχολούμαστε με τους Μιστριώτηδες και τους Ψυχάρηδες θεωρούσαμε ως γλωσσικό κεφάλαιο τη λογοτεχνία και την ποίηση, δεν θα υπήρχε γλωσσικό. Ο Κάλβος δεν έγραφε εναντίον του Σολωμού. Όμως εδώ κυκλοφορεί το λεξικό Μπαμπινιώτη που κυριαρχεί στη Μέση Εκπαίδευση και δεν υπάρχει ούτε μία λογοτεχνική αναφορά. Δεν καταλαβαίνεις αν η τάδε λέξη προέρχεται από την προφορική παράδοση ή από τη λογοτεχνία. Οδηγός ισοπέδωσης και γλωσσικής αναισθησίας.

Ποιο ρόλο έπαιξε η επιστολογραφία και ποιον η ποίηση στη ζωή του Συκουτρή;

Είναι περίεργο ότι έγραφε ποιήματα τα οποία κατέστρεφε. Ίσως επειδή το ποιητικό του υπερεγώ ήταν υπερτροφικό με αποτέλεσμα να υποτιμά το «εγώ» του. Και φαίνεται πως η ποίηση ήταν γι’ αυτόν πολύ σημαντική από την εφηβεία του. Εξάλλου νομίζω ότι ούτε τον ίδιον, από ένα σημείο και πέρα, τον ενδιέφερε η φιλολογία. Η πνευματική του χειρονομία ήταν περισσότερο ποιητική. Δεν είχε κουράγιο να την επιβάλλει ως τέτοια; Πάντως θεωρώ πως η σχέση του με την ποίηση είναι μια ακόμη ήττα που προστίθεται σε όλες τις υπόλοιπες. Όσο για την αλληλογραφία του με τις χάριτες της ζωής του είναι κάτι σαν ερωτικό υποκατάστατο. Ήταν ο τρόπος του να ερωτεύεται και να κρατάει τον έρωτά του ζωντανό. Άρα η απάντηση είναι ότι και η ποίηση και η αλληλογραφία υπήρξαν πολύ σημαντικές για τη ζωή του.

Διαφαίνεται η θετική στάση σου προς την ορθόδοξη θρησκεία ή πρόκειται για δική μου παρανάγνωση; 

Δεν αντελήφθην το πνεύμα σας. Και χωρίς να έχω πρόβλημα να θεωρήσει κάποιος ότι αντιμετωπίζω ευνοϊκά την ορθοδοξία μάλλον πρόκειται για παρανάγνωση. Ίσα-ίσα νομίζω ότι η τυπολατρία, ή η λατρεία του σχήματος σε όλα τα επίπεδα, από τους νόμους ως τη φιλολογία, ένα από τα καρκινώματα της σύγχρονης Ελλάδας, οφείλεται εν πολλοίς στην ορθόδοξη εκκλησία η οποία ήταν και παραμένει φοβική απέναντι στη σύγχρονη ζωή, κατά συνέπειαν οχυρώνεται πίσω από το σχήμα. Κι αυτό νομίζω πως το λέω πολύ καθαρά μέσα στο «Βερονάλ». Ο Ροΐδης έλεγε πως η ορθόδοξη εκκλησία δεν πρόκειται ποτέ να επιτεθεί στον Δαρβίνο διότι η θεωρία του δεν αναιρεί καμία από τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου της Νίκαιας, άρα δεν θίγει το σχήμα της. Άλλωστε, σε αντίθεση με τον Μεταξά, ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, αν και ακαδημαϊκός, μέλος της επιτροπής που είχε εγκρίνει την έκδοση του «Συμποσίου», δεν υπερασπίσθηκε τον Συκουτρή όταν ξέσπασε η συκοφαντική εκστρατεία εναντίον του.

Ορίζεις τη δημοτική γλώσσα σαν κάτι που «κωδικοποιεί τις διάφορες ντοπιολαλιές». Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι την αδικείς;

Δεν εννοώ τη γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού, ούτε τον Σολωμό, ούτε τον Σεφέρη. Εννοώ το δογματισμό του Ψυχάρη και του Τριανταφυλλίδη. Ο Ψυχάρης, όταν κάποιος του είπε «χαίρω πολύ», αυτός για να μην πει «επίσης» που το θεώρησε καθαρευουσιάνικο είπε «αμ, εγώ να δεις». Η γλώσσα είναι μία, έχει διάφορα επίπεδα και αυτό που λέω για τη δημοτική το λέω και λίγο προκλητικά. Για να αντιμετωπίσω τους δημοτικιστές που ισχυρίζονται πως η καθαρεύουσα είναι «τεχνητή» γλώσσα. Πώς μπορεί να είναι «τεχνητή» μια γλώσσα η οποία έχει δώσει τόσα λογοτεχνικά αριστουργήματα;

Η σατιρική χροιά, ο σαρκασμός και η ειρωνεία –κύρια στοιχεία του ύφους σου και εδώ– προστέθηκαν εκ των υστέρων ή προκύψανε στην πορεία, λόγω τρόπου διαπραγμάτευσης στο συγκεκριμένο θέμα;

Ξέρεις πως ο σαρκασμός είναι σύμφυτος με τη γραφή μου. Πιστεύω ότι ως ένα σημείο είναι σύμφυτος και με τη μυθιστορηματική γραφή, από τον Θερβάντες ως τον Ντοστογιέφσκι. Είναι ο τρόπος με τον οποίον παραμορφώνεις ελαφρά την πραγματικότητα για να αναδείξεις πιο έντονα τα χαρακτηριστικά της. Ίσα ίσα που στο «Βερονάλ» κρατήθηκα.

Στο ακροτελεύτιο κεφάλαιο παραθέτεις τις θεωρίες που αιτιολογούν την αυτοκτονία του Συκουτρή. Εσένα ποια σου φαίνεται πειστικότερη και γιατί;

Ειλικρινά δεν ξέρω. Σε αντίθεση με την εθνικολαϊκιστική σοφία που πιστεύει ότι κάποιος αυτοκτονεί επειδή του μείωσαν τη σύνταξη, θεωρώ ταπεινά πως η αυτοκτονία είναι πολύ ακραία χειρονομία και πρέπει να συντρέχουν πολλοί λόγοι για να φτάσει κάποιος ως εκεί. Όπως λέει και ο Καμύ, η αυτοκτονία είναι το μεγαλύτερο φιλοσοφικό πρόβλημα της εποχής μας. Συντρέχουν λόγοι εξωτερικοί, αλλά και λόγοι εσωτερικοί. Στην περίπτωση του Συκουτρή θα προσθέσω και κάτι ακραίο. Εκτός από όλα τα άλλα, αν και δεν ήταν χριστιανός, γιατί ένας χριστιανός δεν αυτοκτονεί, πρέπει να πίστευε, καθότι πλατωνιστής, σε κάποιου είδους μετά θάνατον ζωή.


Φωτό: Ανθή Ξενάκη

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.