Βιβλιο

Βερολινέζοι στην Αθήνα

«Το Βερολίνο προσφέρει πολλά ερεθίσματα επειδή λειτουργεί σαν καταφύγιο για τους νέους»

4662-35212.jpg
Δήμητρα Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 379
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
20006-44539.jpg

Παρασκευή μεσημέρι με μολυβί ουρανό και κρύο τσουχτερό, περπατάω σε μια μουδιασμένη από το φόβο πόλη με κατεύθυνση την οδό Αγίας Ειρήνης. Με το που ανοίγω την πόρτα στο café-bar των εκδόσεων Γαβριηλίδης, με τη νωχελική, ζεστή ατμόσφαιρα η κατάσταση μεταστρέφεται αυτόματα. Και το ταξίδι για Βερολίνο ξεκινάει. Εντοπίζω στο bar τον Πέτρο Αυλίδη με τσιγάρο στο χέρι, περιτριγυρισμένο από φίλους. Παραγγέλνω ζεστό καφέ και τον ακούω να μιλάει για το σημερινό Βερολίνο. 

n«Προσφέρει πολλά ερεθίσματα, κι επειδή είναι και πολύ φθηνή πόλη λειτουργεί σαν καταφύγιο για τους νέους. Διαρκώς συμβαίνουν πράγματα και δεν χρειάζεσαι την επίσημη πληροφόρηση, τα νέα της πόλης μεταφέρονται από στόμα σε στόμα». Η κατάσταση είναι παρόμοια με αυτή που γνώρισε ο Πέτρος ως ειδικευόμενος ψυχίατρος 30 χρόνια πίσω στο ψυχροπολεμικό τότε αλλά μποέμ Δυτικό Βερολίνο, το οποίο και αποτύπωσε με κινηματογραφικό τρόπο στο νέο του βιωματικό βιβλίο «Σοφέρ» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. «Η έκθεση  του φίλου μου Μάκη, “Οι Βερολινέζοι”, συνοδεύει το βιβλίο και το βιβλίο την έκθεση. Το κείμενο εστιάζει στο Βερολίνο του ’80, ενώ η έκθεση στη σύγχρονη πόλη». Ανεβαίνω στον πρώτο όροφο, εκεί όπου ο αρχιτέκτονας ξεκινάει να στήνει την έκθεσή του με τη βοήθεια του φίλου κι επίσης συμπατριώτη Μάριου Σπηλιόπουλου, καθηγητή στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Παρατηρώ τα έργα – ψηφιακά επεξεργασμένες εικόνες στα όρια ζωγραφικής και φωτογραφίας: οι Βερολινέζοι απολαμβάνουν χαλαροί το ποτό τους μέσα σε bars, συζητάνε με τα σώματα λυμένα σε πολυθρόνες και σε κάθε περίπτωση αισθάνονται υπέροχα μέσα στις παρέες τους.

«Τράβηξα τις φωτογραφίες σε ένα ταξίδι μου στο Βερολίνο το 2005 και αργότερα τις επεξεργάστηκα στον υπολογιστή. Ο φακός ανίχνευσε ανθρώπους και χώρους, αλλά και τις ζωές τους. Σε μια αντιθετική πορεία απ’ αυτήν της αρχιτεκτονικής, όπου το σκίτσο οδηγεί στο κατασκευασμένο έργο, εδώ η φωτογραφία ανιχνεύεται με τον υπολογιστή, για να ξεπηδήσει από μέσα της η έννοια του σκίτσου» εξηγεί ο καλλιτέχνης. Σιγά-σιγά μαθαίνω και τις λεπτομέρειες. Το βλέμμα μου κολλάει σε μια γυναίκα που ξεκλειδώνει νύχτα την πόρτα του σπιτιού της. Αυτό ήταν κάποτε το σπίτι όπου έμενε ο Ακριθάκης με τη γυναίκα του τη Φώφη και στη συνέχεια ο Πέτρος, πρωταγωνιστής σε πολλά έργα, σχεδόν πάντα  με ένα τσιγάρο στο χέρι. «Έχουν αφηγηματικότητα τα έργα του Μάκη» λέει ο ψυχίατρος. «Εξιστορούν ιστορίες ανθρώπων είτε οι ίδιοι είναι παρόντες είτε απουσιάζουν κι εμείς μαντεύουμε τις ιστορίες μέσα από τα ίχνη που έχουν αφήσει – σύνεργα δουλειάς, έναν υπολογιστή αναμμένο, κατσαρόλες στην κουζίνα». Εντοπίζω τα έργα με το μακρόστενο σχήμα, σαν καρέ από noir ταινία. Ένας άντρας οδηγεί νύχτα στους δρόμους του Βερολίνου. «Είναι ο Πέτρος μέσα στο αυτοκίνητό του» λέει ο καλλιτέχνης. Από εκεί άλλωστε προέρχεται κι ο τίτλος του βιβλίου του Αυλίδη. Από την πρώτη φορά που επισκέφτηκε την πόλη μέχρι και σήμερα, ο ψυχίατρος εκτελούσε «χρέη σοφέρ» για τους φίλους του· στην αρχή για τον αμετανόητο πότη Ακριθάκη και τη Φώφη, στη συνέχεια για φίλους φίλων ή διάσημους επισκέπτες όπως τη Νίκο, τη μούσα του Λου Ριντ.

«Θυμάμαι που φτάσαμε μια παρέα Ελλήνων με τα σακίδιά μας έξω από το Φόφις, το φημισμένο κοσμοπολίτικο εστιατόριο-bar της γυναίκας του Ακριθάκη» ξεδιπλώνει το καρέ των αναμνήσεών του ο Σπηλιόπουλος. «Βγήκε ο Ακριθάκης έξω και μας μάζεψε. Του είπα “προσπαθώ να ζωγραφίσω” κι εκείνος μου απαντάει “ή είσαι ή δεν είσαι”. “Είμαι” του λέω και μας βάζει μέσα. Ξεκινούσαμε με το Interail τότε για Βερολίνο. Ήταν η πόλη των θαυμάτων. Το κράτος έδινε κίνητρα για να κατοικηθεί και υποτροφίες για καλλιτέχνες (σ.σ. για να μην εγκαταλείπουν οι κάτοικοι την πόλη εξαιτίας του φόβου των Σοβιετικών), γι’ αυτό και είχαν μαζευτεί  Έλληνες καλλιτέχνες εκεί – ο Ακριθάκης, ο Ψυχοπαίδης, ο Κανιάρης… Η πόλη λειτουργούσε με απελευθερωτικό τρόπο. Ήταν σαν ένα εναλλακτικό κέντρο διανόησης. Εμείς λέγαμε ότι οι ξενέρωτοι πήγαιναν… Παρισάκι – έτσι το λέγαμε το Παρίσι». Κάπου εδώ κάνει την εμφάνισή του κι ο ζωγράφος Γιώργος Λαζόγκας, περαστικός για να χαιρετίσει τους Θεσσαλονικιούς φίλους του – ο Τσατσόπουλος ήταν μαθητής του στην ΑΣΚΤ.  Όσο περνάει η ώρα η πόλη αρχίζει να παραδίνεται στη νύχτα, στο πατάρι επικρατεί ασφάλεια και ζεστασιά. Φταίει η παρέα – το πιο φερέγγυο στοιχείο για να διατηρούνται οι πόλεις ενδιαφέρουσες και ζωντανές.

Art Bar «Ποιήματα και εγκλήματα», Αγίας Ειρήνης 17 (μεταξύ Αθηνάς & Αιόλου), Μοναστηράκι, η έκθεση έως 20/2, 210 3228.839

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ