Το ανάγνωσμα της χρονιάς για τους τζάνκι του αστυνομικού. «Το τηλέφωνο πάνω στο γραφείο μου έδινε την εντύπωση ότι ξέρει πως το παρακολουθούν», διαβάζεις στην πρώτη αράδα και κάτι μέσα σου σκιρτά, μια αίσθηση πολύ οικεία και ευφρόσυνη που τη νόμιζες παντοτινά χαμένη στο παρελθόν. Λίγες γραμμές πιο κάτω, παρατηρείς από το παράθυρο μια ξανθιά γυναίκα με ψηλά πόδια (τι άλλο;), με καπέλο που «ήταν λες και ένα μικρό πουλί είχε προσγειωθεί και στρογγυλοκαθίσει στο πλάι των μαλλιών της», η οποία κοιτάζει αριστερά και δεξιά και έπειτα πάλι αριστερά («πρέπει να ήταν πολύ καλό κορίτσι μικρή») και έπειτα διασχίζει το δρόμο, «περπατώντας με χάρη πάνω στην ίδια της τη σκιά».
Στο σημείο αυτό γυρίζεις τη σελίδα γουργουρίζοντας ευδαιμονικά, για να ακούσεις τον ήχο από ψηλά τακούνια πάνω σε ξύλινο δάπεδο («που πάντα κάτι μου κάνει»), ο οποίος προαναγγέλλει την κυρία Κάβεντις, που γυρεύει τον μυστηριωδώς εξαφανισμένο εραστή της, Νίκο Πίτερσον, και τα δεδομένα της υπόθεσης είναι ήδη στα χέρια σου από την αρχή, ακαριαία και λακωνικά, ενώ ο Μάρλοου αναλαμβάνει την υπόθεση για να κατέλθει στο σκιώδη, διεφθαρμένο κόσμο των ζάπλουτων του Λος Άντζελες των πρώιμων 50’s και οι ώρες κυλούν ηδονικά καθώς ο αρχετυπικότερος χαρακτήρας του νουάρ, ο ντετέκτιβ των ντετέκτιβ, επανέρχεται στους ζωντανούς χάρη στο μυθιστορηματικό alter ego του Τζον Μπάνβιλ και την προσωπική του λατρεία προς το harboiled αστυνομικό και τον πλέον αλησμόνητο εκπρόσωπό του.
Μάρλοου για πάντα. Επομένως, Τσάντλερ για πάντα. Περισσότερα από πενήντα χρόνια έπειτα από την τελευταία λογοτεχνική κατάθεση του συγγραφέα που παρέδωσε το έγκλημα στους ανθρώπους που έχουν κίνητρο να το διαπράττουν, φροντίζοντας να εξοστρακίσει από την κουλτούρα του γκροτέσκες δολοφονίες με λογής εξωτικά δηλητήρια, αθέατες κρύπτες και ανήκουστους ωρολογιακούς μηχανισμούς, ο ανεκτίμητος συγγραφέας ο οποίος παρουσίασε το βιότοπο της παρανομίας όπως είναι στην πραγματικότητα και του επέτρεψε να συμπεριφέρεται και να μιλά σύμφωνα με τους κώδικες και την ορολογία του, επανακάμπτει με τη συγκατάθεση του ιδρύματος κληρονόμων του Ρέιμοντ Τσάιντλερ, το οποίο έδωσε το χρίσμα στο βραβευμένο Ιρλανδό συγγραφέα και χρόνιο αφοσιωμένο αναγνώστη του Τσάντλερ.
Όπως επισημαίνει ο ίδιος ο Τζον Μπάνβιλ, (ή Μπέντζαμιν Μπλακ, αν προτιμάτε), το ζητούμενο για τον Τσάντλερ ήταν «ο πλούτος της υφής. Έγραφε pulp ιστορίες με τη φροντίδα που θα επεφύλασσε σε υψηλή λογοτεχνία, και παρότι αρέσκονταν στη φόρμουλα του αστυνομικού και τηρούσε τις συμβάσεις του, επεδίωκε να προεκτείνει τα όριά του, εμποτίζοντας το υβρίδιο με ψήγματα πρόζας που επιδρούσαν υποσυνείδητα στην καλλιέργεια του αναγνώστη».
Έχοντας συναίσθηση του διακυβεύματος αλλά δίχως να υποκύψει σε κλισέ ή αστοχίες, ο Μπάνβιλ, «ένας Ιρλανδός του 21ου αιώνα αποφάσισε να ακολουθήσει τα χνάρια ενός εμβληματικού, πολυαγαπημένου συγγραφέα του οποίου το πρώτο μυθιστόρημα εκδόθηκε έξι χρόνια προτού γεννηθεί ο ίδιος, το 1945».
Το αποτέλεσμα; O Φίλιπ Μάρλοου του Τζον Μπάνβιλ είναι κομματάκι μελαγχολικότερος και λιγότερο βίαιος από την πρωτότυπη εκδοχή του, είναι περισσότερο Μάρλοου στην εκδοχή του Ρόμπερτ Μίτσαμ παρά του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, σε καμία περίπτωση ωστόσο λιγότερο εμπνευσμένος. Τα μυθικά fifties, η λυρική σκηνική τοπιογραφία της Καλιφόρνια, ο κωλοπαιδίστικος, φλεγματικός ιπποτισμός του μοναχικού ντετέκτιβ, όλα τα συστατικά στοιχεία του αυθεντικού Μάρλοου που λατρέψαμε είναι σχεδόν απτά. Ενώ είναι τέτοια η αφηγηματική πειθώς του συγγραφέα, ώστε δεν θα ξένιζε η ενσάρκωσή του ντετέκτιβ στο διπλανό σκαμνί του υποφωτισμένου μπαρ, έτοιμου να ανάψει τσιγάρο και να παραγγείλει το τζίμλετ του αλησμόνητου «Μεγάλου αποχαιρετισμού», προτού προδοθεί για πολλοστή φορά από έναν αχάριστο φίλο ή μια παραδόπιστη ερωμένη. Κανένα ψεγάδι καταληκτικά στην «Ξανθιά με τα μαύρα μάτια». Μια πανηγυρική αναβίωση, αριστοτεχνικά εξιστορημένη.

Μπέντζαμιν Μπλακ, Η ξανθιά με τα μαύρα μάτια, σελ. 352, εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφραση Μαρία Φακίνου
photo: «An incident involving Philip Marlowe as remembered by David Lynch» © Timothy Neesam στο Flickr
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ένα βιβλίο που δεν μιλάει για τις γυναίκες αλλά τις δίνει χώρο να μιλήσουν μόνες τους
Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου, στις 19:30
Η ελευθερία είναι ευάλωτη. Ζει μόνο εκεί όπου οι πολίτες μπορούν να αμφισβητούν, να κρίνουν, να διορθώνουν. Και πεθαίνει όταν κάποιος αποφασίζει ότι «ξέρει καλύτερα για όλους».
Από τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα μέχρι απλούς κατοίκους, ένα βιβλίο-ταξίδι σε 201 ιστορίες. Ο Χρήστος Πιπίνης, «ψυχή» της ομάδας, μάς είπε περισσότερα
Τα δεκατέσσερα κείμενα του βιβλίου αναφέρονται στις πολιτικές, στρατιωτικές και διπλωματικές εξελίξεις που διαμόρφωσαν το νεοελληνικό κράτος και την νεοελληνική κοινωνία
Στην ποιητική συλλογή «Les Grottes – Excavating Insanity» προσπαθεί να βρει τον δρόμο της επιστροφής προς τη νηφαλιότητα και την επιβίωση γράφοντας
Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
Ο τόμος προς τιμήν του σε επιμέλεια των πανεπιστημιακών καθηγητών Burkhard Fehr και Παναγιώτη Ροϊλού
Ποτέ δεν με απογοήτευσε αυτός ο Εβραίος συγγραφέας από την Πολωνία, που το 1978 πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Δεν πρόκειται για μια αυστηρή πραγματεία, αλλά για ένα βιβλίο που μετατρέπει τη σύνθετη διαδικασία της αγοράς κατοικίας σε ανθρώπινη κουβέντα.
Από τις Εκδόσεις Βακχικόν, σε μετάφραση Σωτήρη Μηνά
Ένα μυθιστόρημα για όλους όσοι ζουν «σημαδεμένοι» — από την εμφάνιση, από το παρελθόν, από τις συνθήκες
Το Βιβλίο της Ημέρας, από τις Εκδόσεις Gutenberg
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.