Θεατρο - Οπερα

Πάει η Όπερα με Coca-Cola;

Μία τάση που τείνει να γίνει παγκόσμια

kalamanti-sofia.jpg
Σοφία Καλαμαντή
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η παρουσίαση της παράστασης «Μαντάμα Μπατερφλάι» από τον Ολιβιέ Πι και η επιλογή προβολής λογοτύπων πολυεθνικών εταιρειών στον τοίχο του Ηρωδείου.
© NDPPHOTO / ΕΛΛΗ ΠΟΥΠΟΥΛΙΔΟΥ

Η παρουσίαση της παράστασης «Μαντάμα Μπατερφλάι» από τον Ολιβιέ Πι και η επιλογή προβολής λογοτύπων πολυεθνικών εταιρειών στον τοίχο του Ηρωδείου.

Προκαλούν πραγματική απορία ορισμένες αισθητικές επιλογές των σύγχρονων καλλιτεχνικών ανεβασμάτων. Η Εθνική Λυρική Σκηνή εγκαινίασε πριν από λίγες μέρες το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου με τo ανέβασμα της «Μαντάμα Μπατερφλάι» (η παράσταση ήταν sold out ήδη πριν από την πρεμιέρα). Ο σκηνοθέτης Ολιβιέ Πι, ο οποίος έχει συνεργαστεί με τη Λυρική και σε άλλες παραγωγές στο παρελθόν, επέλεξε στην Α΄Πράξη της όπερας να δημιουργήσει ένα σκηνικό γεμάτο από γνωστά λογότυπα πολυεθνικών εταιρειών, τα οποία κάλυψαν πλήρως τον τοίχο του Ηρωδείου σαν διαφημιστικά πανό. Η σκηνοθετική αυτή επιλογή έλαβε χώρα στα πλαίσια μίας συνολικά «πολιτικοποιημένης» ανάγνωσης του γνωστού έργου του Πουτσίνι. Επιθυμία του Πι φάνηκε πως ήταν να καταγγείλει τον αχαλίνωτο καταναλωτισμό, τον εξαμερικανισμό των κοινωνιών, αλλά και τη ρίψη πυρηνικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι (τοποθεσία που εκτυλίσσεται η «εκσυγχρονισμένη» πλοκή) από τις ΗΠΑ. Για αυτό και η δράση είχε τοποθετηθεί στη δεκαετία του ’50 και όχι στην αυγή του 20ού αιώνα, όπως ορίζεται στην αυθεντική σύνοψη του έργου.

Οι αντιδράσεις για το ανέβασμα ήταν εξαρχής έντονες από σημαντική μερίδα κόσμου, με εστίαση στη χρήση των εταιρικών λογοτύπων ως μέρος του σκηνικού. Η συγκεκριμένη αισθητική επιλογή θεωρήθηκε «ιερόσυλη» για τη σημασία του αρχαιολογικού χώρου, αφού αρκετοί την είδαν ως προσβλητική για την ίδια την αξία του μνημείου. Άνοιξε έτσι και μία γενικότερη συζήτηση για το αν είναι αναγκαίο να επιβληθούν αυστηρότερα όρια στην αξιοποίηση μνημείων για καλλιτεχνικούς σκοπούς, με την πιο ενεργό συμμετοχή και ρυθμιστική παρέμβαση των αρμόδιων φορέων. Αρκεί όμως να περιοριστεί ως εκεί η συζήτηση;

Είναι γεγονός πως αποτελεί πλέον σταθερή επιλογή όλων των διεθνών σκηνών –οπερατικών και μη– κλασικά έργα να παρουσιάζονται, όχι απλώς απογυμνωμένα από την πρωτότυπη χωροχρονική τους υπόσταση, αλλά με περισσότερες σύγχρονες αναφορές, προκαλώντας αναπόφευκτα αντανακλαστικούς συσχετισμούς με το σήμερα. Οι σύγχρονες αναγνώσεις των κλασικών παίρνουν πλέον ποικίλες μορφές διεθνώς: είτε οι σκηνοθέτες επιλέγουν να τηρήσουν ευλαβικά την αυθεντική ατμόσφαιρα, αξιοποιώντας αντίστοιχα σκηνικά και κοστούμια, είτε επιλέγουν μία πλήρως αφαιρετική προσέγγιση, αφήνοντας τα έργα να αιωρηθούν σε ένα «συγκειμενικό κενό» – προσέγγιση που ορισμένες φορές ίσως και να επιτρέπει να διαφανούν διαυγέστερες οι διαχρονικές τους ποιότητες. Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση που ένας καλλιτέχνης επιλέγει να προσγειώσει με ορμή τη μεταφορά ενός έργου στο σήμερα, επιστρατεύοντας πραγματικά εξόφθαλμες μοντέρνες παραπομπές;

Μία τέτοια προσέγγιση αναδεικνύει βαθύτερες ανεπάρκειες στην ανάγνωση και πρόσληψη των κλασικών έργων. Ίσως να πρόκειται εν μέρει για μία εμμέσως ναρκισσιστική ικανοποίηση αυτοαναφορικότητας του καλλιτεχνικού δυναμικού, που θέλει πάση θυσία να εδραιώσει τις προσωπικές του ερμηνευτικές προβολές γύρω από ιστορικές αναλογίες με το σήμερα, και αναμοχλεύσεις κοινωνικών τομών και διαιρέσεων. Πέρα από αυτό όμως, φανερώνεται και μία τάση να ωθηθεί ο θεατής σε όσο το δυνατόν πιο απλοϊκές και ευκολοχώνευτες αναγωγές στην επικαιρότητα. Αυτή η διεργασία καταλήγει να απογυμνώνει τα έργα από κάθε διαχρονικό στοιχείο που φέρουν. Είναι ανάγκη κάποιος να βρεθεί φάτσα φόρα με ένα συνονθύλευμα από εταιρικά λογότυπα, που έχουν ούτως ή άλλως καταλάβει τα πιο κεντρικά σημεία διαφήμισης στους δρόμους και χρηματοδοτούν ανελλιπώς την παρουσία τους στο διαδίκτυο, ώστε να προβληματιστεί για τον ανθρωποφάγο αμερικανικό καιροσκοπισμό ή την κουλτούρα του καταναλωτισμού και της ρηχότητας των εφήμερων απολαύσεων; Το εκάστοτε έργο από μόνο του θα έπρεπε να θεωρηθεί μία θεματική αφετηρία, η οποία ιδανικά θα φιλοξενήσει στη συνέχεια μία βεντάλια τέτοιων προβληματισμών και συζητήσεων, ικανή να εμπλουτίζεται συνεχώς. Αντ’ αυτού, πλέον προκρίνεται η εύκολη λύση – το έτοιμο σερβίρισμα των προβληματισμών που θα συνοδεύσουν τον θεατή στην έξοδό του από τη θεατρική σκηνή.

Σημαντική συνέπεια αυτής της τάσης, που τείνει να γίνει παγκόσμια, είναι τα διάφορα έργα να ερμηνεύονται μέσα από κολάζ ετεροχρονισμένων αναφορών, αποτελούμενων εν μέρει από ό,τι θα προλάβει να δει κανείς με μια γρήγορη ματιά στη ροή ειδήσεων του Facebook, προτού κλείσει –εάν το κλείσει– το smartphone του στην παράσταση. Πράγματα από τα οποία ορισμένοι θεατές ενδεχομένως να θέλουν να αποτοξινωθούν, έστω και για μερικές ώρες, αφού πια ο βομβαρδισμός πληροφορίας είναι ανελέητος, ορθώνονται επιδεικτικά και στέκουν με θράσος δίπλα σε ορόσημα της τέχνης. Ειδικά για την περίπτωση των εταιρικών λογότυπων, μπορεί κανείς να φτάσει στο σημείο να αναρωτηθεί εάν ο «καταγγελτικός» τοίχος του Ηρώδειου αποτέλεσε τελικά και μία μορφή έμμεσης διαφήμισης για τις εταιρείες. Αν μη τι άλλο, η παρουσία τους είναι τόσο απόλυτα συνυφασμένη με την καθημερινότητα και τις συνήθειες εκατομμυρίων ανθρώπων ανά την υφήλιο, ώστε είναι να αμφιβάλλει κανείς εάν μία τέτοια απόπειρα αποδοκιμασίας κλόνισε στο ελάχιστο τη φήμη τους, ή τελικά λειτούργησε απλώς ως «μαξιλαράκι» οικείων και γνώριμων αναφορών για τους θεατές.

Ειδικά ως προς το πλαίσιο των οπερατικών έργων, που πραγματεύονται τις μεγαλύτερες πηγές της ανθρώπινης ευτυχίας και του πόνου, τέτοιες επιλογές καταλήγουν πλήρως αχρείαστες. Οι θεματικές του έρωτα, της απώλειας, της θυσίας, της θείας δίκης, μπορούν να γίνουν αντιληπτές εκτός ορισμένου τόπου και χρόνου, ενώ οι όποιες πολιτικές προεκτάσεις των έργων χρειάζεται να αντιμετωπίζονται με χειρουργική ακρίβεια, ώστε να είναι απολύτως βέβαιο ότι η ισορροπία μεταξύ του αυθεντικού έργου και της σύγχρονης προσέγγισης παντρεύεται αρμονικά, χωρίς αυθαίρετα νοητικά άλματα. Βεβαίως, ενδέχεται μελλοντικά να έχουμε την τύχη να δούμε ακόμη πιο «μοντέρνες» σκηνοθετικές επιλογές που θα θεωρηθούν τολμηρότερες και ακόμη πιο σύγχρονες. Θα μπορούσε, λόγου χάρη, η πρωταγωνίστρια Βιολέτα στην Α' Πράξη της «La Traviata» και την πασίγνωστη άρια «Libiamo, ne' lieti calici» να κάνει πρόποση όχι με ένα ποτήρι σαμπάνια αλλά με... μία παγωμένη Coca-Cola.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ