Θεατρο - Οπερα

Στήβεν Λάνγκριτζ: «Ο Φάλσταφ είναι οπεροθεραπεία!»

Μιλήσαμε με τον διακεκριμένο σκηνοθέτη λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα της κωμικής όπερας «Φάλσταφ» του Τζουζέπε Βέρντι στην Εθνική Λυρική Σκηνή

Λένα Ιωαννίδου
ΤΕΥΧΟΣ 855
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ο σκηνοθέτης Στήβεν Λάνγκριτζ μιλάει στην Athens Voice για την όπερα «Φάλσταφ» του Τζουζέπε Βέρντι που θα παρουσιάσει στην Εθνική Λυρική Σκηνή.

Έχετε αναλάβει από το 2019 την καλλιτεχνική διεύθυνση του φημισμένου βρετανικού φεστιβάλ όπερας του Γκλάιντμπορν. Το πρόγραμμά σας είναι βαρύ και οι ευθύνες σας μεγάλες, ιδιαίτερα σε μια δύσκολη περίοδο όπως η τωρινή. Τι ήταν αυτό που σας κέντρισε το ενδιαφέρον να επιστρέψετε στην ΕΛΣ για να σκηνοθετήσετε τον πρώτο σας «Φάλσταφ»;
Μα όλοι έχουμε περάσει ζόρικα τα τελευταία τρία χρόνια… Με τη Λυρική Σκηνή, όμως, έχουμε πια μια μακρόχρονη σχέση, από τους «Δαιμονισμένους» (του Χάρη Βρόντου) το 2000 και το «Ορφέας και Ευρυδίκη» το 2006 μέχρι την «Κάρμεν» το 2016 και το 2018 στο Ηρώδειο. Χαίρομαι τόσο πολύ κάθε φορά που βρίσκομαι εδώ. Και τώρα, στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, το ότι δουλεύω πάνω στον «Φάλσταφ», μια όπερα που τελειώνει με αυτό το μεγαλειώδες «Tutto nel mondo è burla» («Όλα στον κόσμο είναι ένα καλαμπούρι»), είναι ό,τι πιο αληθινό! Για μένα αυτή η φράση δεν είναι κυνισμός, αλλά μια υπενθύμιση ότι μόνο αν χάσεις το χιούμορ σου θα σε νικήσουν. Στην τέχνη, έχεις δύο τρόπους να παλέψεις με τους δύσκολους καιρούς. Είτε μιλάς γι’ αυτούς, ή απλά λες «δεν το ρίχνουμε καλύτερα στα γέλια;». Ε, αυτό ακριβώς κάνει ο «Φάλσταφ». Μια… οπεροθεραπεία!

Ο «Φάλσταφ» αντλεί έμπνευση από την κωμωδία του Σαίξπηρ «Οι εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ» αλλά έχει αρκετές διαφορές. Μελετήσατε μόνο το λιμπρέτο ή χρειάστηκε να ανατρέξατε και στο σεξπηρικό κείμενο;
Μελέτησα και τα δύο. Αναρωτήθηκα γιατί ο Βέρντι με τον Μπόιτο, τον λιμπρετίστα του, επέλεξαν να επινοήσουν ένα νέο έργο και να το ονομάσουν «Φάλσταφ»; Γιατί αυτός ο ήρωας ταίριαζε περισσότερο στην εποχή τους. Ο Βέρντι, βαθύς γνώστης του θεάτρου, ιδιαίτερα του σεξπηρικού δράματος και έχοντας ζήσει σκοτεινές περιόδους στη ζωή του, αποφασίζει στα 80 του να γράψει κάτι εντελώς διαφορετικό, μια κωμωδία, από τη σκοπιά όμως κάποιου που έχει βιώσει πολλά και γνωρίζει καλά πώς είναι ο κόσμος. Ο ήρωάς του διαθέτει πνεύμα, χαζομάρα, γελοιότητα, γοητεία, υπεροψία, όμως έχει και μια σκοτεινή πλευρά – εδώ θέλω να πω ότι η ερμηνεία του Δημήτρη Πλατανιά, ενός καλλιτέχνη που διαπρέπει σε δραματικούς ρόλους, είναι πραγματική αποκάλυψη.

Ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς στον ρόλο του σερ Τζων Φάλσταφ © Ανδρέας Σιμόπουλος

Σύμφωνα με το λιμπρέτο η ιστορία διαδραματίζεται τον 15ο αιώνα. Εσείς, τη μεταφέρατε στον 20ό, συγκεκριμένα στην Αγγλία του 1930. Ποιο ήταν το σκεπτικό σας;
Συζητώντας με τον σκηνογράφο και ενδυματολόγο Γιώργο Σουγλίδη, οι επιλογές μας ήταν είτε να κρατήσουμε την εποχή του Σαίξπηρ ή να μεταφέρουμε την ιστορία μας στη σύγχρονη εποχή. Το σίγουρο ήταν ότι ήθελα να εκτυλίσσεται στην Αγγλία σε μια χρονική περίοδο που να έχει αντιληπτή ταξική δομή. Επέλεξα τα 30s όχι για να μιλήσω γι’ αυτά αλλά γιατί μου έδωσαν το πλαίσιο να αφηγηθώ την ιστορία. Μπορώ άνετα να φανταστώ τον ήρωά μου σε αυτή τη δεκαετία. Στο «Φάλσταφ» υπάρχει κάτι νοσταλγικό, αντιπροσωπεύει την «merry England», μια «εύθυμη Αγγλία» –όπως ήταν και ο Μεσοπόλεμος– που είναι πια παρελθόν. Οι τρεις φίλοι, ο Φάλσταφ, ο Μπαντόλφο και ο Πιστόλα είναι παλιοί συμπολεμιστές, κάτι που γίνεται πιστευτό, μιας και θα μπορούσαν να έχουν πολεμήσει στον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επίσης, έχουμε ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο. Σε τρία έργα του Σαίξπηρ, ο Σερ Τζον Φάλσταφ εμφανίζεται να γλεντά παρέα με τον πρίγκιπα Χαλ, γιο του Ερρίκου Δ’, και να δανείζεται τεράστια ποσά με τη δικαιολογία ότι ο φίλος του θα γίνει βασιλιάς. Όταν όμως ο τελευταίος ανεβαίνει στον θρόνο της Αγγλίας ως Ερρίκος Ε’, όχι μόνο απαρνείται τον φίλο του αλλά του απαγορεύει ακόμα και να τον πλησιάζει. Του δίνει παρόλα αυτά αρκετά χρήματα για να μην μπλέξει ξανά σε μπελάδες. Το μεγάλο πρόβλημα του Φάλσταφ, στη δική μας εκδοχή, είναι πως ο Χαλ είναι ο πρίγκιπας της Ουαλίας που ζει κι αυτός μια ξέφρενη ζωή, γίνεται βασιλιάς αλλά αμέσως μετά παραιτείται και ο ήρωάς μας μένει μόνο με τα χρέη του. Καταστροφή!

Εκτός από τις ομοιότητες που εντοπίσατε μεταξύ αυτών των δύο περιόδων σκεφτήκατε ότι μια τέτοια πιο φρέσκια οπτική, θα είναι και πιο οικεία για το σύγχρονο κοινό;
Ναι, είναι μια άμεσα αναγνωρίσιμη περίοδος – έχουμε εκπαιδευτεί καλά από το «Crown!» (γέλια). Όταν τοποθετείς την ιστορία στους μεσαιωνικούς χρόνους, κάτι που μπορεί να γίνει και να είναι έξοχο –δεν είμαι καθόλου εναντίον– νομίζω απλά ότι ο θεατής χρειάζεται να κάνει ένα μακρύτερο ταξίδι για να αναγνωρίσει τους χαρακτήρες. Με αυτό δεν εννοώ ότι μια τέτοια προσέγγιση δείχνει μια «γερασμένη» εκδοχή του κόσμου μας. Έχουν υπάρξει και θα υπάρξουν χιλιάδες Φάλσταφ σε λαμπρές παραγωγές που κινούνται σε διαφορετικές εποχές. Εμείς αποφασίσαμε να τον δούμε στα 30s και το απολαμβάνω – ελπίζω και το κοινό!

© Μυρτώ Κυρίτση

Σαν δομή ο «Φάλσταφ» διαφέρει αρκετά από τα άλλα έργα του Βέρντι. Δεν έχουμε τις μεγάλες άριες και τα χορωδιακά, τόσο χαρακτηριστικά στις πιο δημοφιλείς όπερές του, στην «Τραβιάτα», στην «Αΐντα» ή στον «Ριγκολέτο». Μοιάζει με θεατρικό έργο. Μια τέτοια ιδιαιτερότητα είναι πρόκληση για έναν σκηνοθέτη όπερας ή μπορεί να τον δυσκολέψει;
Για μένα είναι το τέλειο! Πριν λίγο καιρό, σκηνοθέτησα στο Γκέτεμποργκ τον «Κύκλο του Δαχτυλιδιού» του Βάγκνερ, μια τετραλογία που έχει τις ακριβώς αντίθετες προκλήσεις, και η υποδοχή ήταν πολύ θετική. Ένας μόνο κριτικός έγραψε πως «ο Λάνγκριτζ έχει την ενοχλητική συνήθεια να αντιμετωπίζει την όπερα σαν θέατρο». Αν αυτό για εκείνον ήταν προσβολή, τη δέχομαι και τον ευχαριστώ! (γέλια). Ο «Φάλσταφ» είναι επίσης πρόκληση για έναν σκηνοθέτη γιατί όσο δύσκολο είναι να αφηγηθείς μια ιστορία με τρόπο που να είναι κατανοητή, έχοντας πλήθη ανθρώπων επί σκηνής, άλλο τόσο δύσκολο –αλλά με διαφορετικό τρόπο– είναι να έχεις έναν ήρωα που λέει κάτι πολύ αργά και να πρέπει να «γεμίσεις» τον άπειρο χρόνο που κρατά η σκηνή. 

Ο Φάλσταφ είναι ο μόνος πρωταγωνιστικός ρόλος, κάτι που δεν συμβαίνει συχνά στις όπερες του Βέρντι. Όλοι οι άλλοι ρόλοι μοιάζει να είναι περιφερειακοί. Έχετε την ίδια άποψη;
Αν όχι, υπάρχει κάποιος άλλος ενδιαφέρων χαρακτήρας; Όχι, καθόλου δεν συμφωνώ. Όσο περισσότερο σκαλίζω το έργο τόσο περισσότερους ενδιαφέροντες χαρακτήρες ανακαλύπτω. Σαφώς στον Φάλσταφ δίνεται ο μεγαλύτερος χρόνος, όμως κανένας χαρακτήρας δεν είναι flat. Όλοι έχουν βαρύτητα, όπως και οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα όλο το έργο βασίζεται στους χαρακτήρες. Για παράδειγμα ο Φόρντ και ο Φάλσταφ και όσα προσπαθούν να κάνουν μαζί, είναι η καρδιά της όπερας, η αφορμή για όλες τις αστείες καταστάσεις που συμβαίνουν και βέβαια, άγονται και φέρονται απόλυτα από τις γυναίκες. Η Αλίτσε Φορντ είναι ένας φανταστικός ρόλος και η Τσέλια (Κοστέα) που τον ερμηνεύει απλά υπέροχη.

© Ανδρέας Σιμόπουλος

Έχετε σκηνοθετήσει από μπαρόκ και μπελκάντο μέχρι σύγχρονη όπερα. Υπάρχει κάποια εποχή που προτιμάτε περισσότερο;
Είναι σαν να ρωτάτε έναν ερωτευμένο ποιος είναι ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής του. Προφανώς θα σας απαντήσει «ο άνθρωπος που είμαι τώρα μαζί του». Έτσι κι εγώ, τώρα που μιλάμε είμαι ερωτευμένος με τον «Φάλσταφ»! Σοβαρά όμως τώρα, δεν έχω αγαπημένες εποχές ή είδη. Το να σκηνοθετείς μια παγκόσμια πρεμιέρα είναι τιμητικό και συγχρόνως συναρπαστικό γιατί είσαι η μαμή που φέρνει στον κόσμο ένα νέο πλάσμα. Το μπαρόκ και ορισμένες όπερες του 19ου αιώνα σου προσφέρουν χώρο, τεράστια ελευθερία να εξερευνήσεις. Η ιταλική όπερα, πάλι, σου επιβάλλει το συναίσθημα, είναι σύνθετη και πιο απαιτητική. Η σκηνοθεσία στην όπερα είναι ένα ταξίδι, κάθε φορά ανακαλύπτεις μια καινούργια χώρα. Γι’ αυτό δεν μπορώ να διαλέξω και να μείνω μόνο σε μία...

Κατάγεστε από μια οικογένεια μουσικών. Ποια διαδικασία ακολουθείτε για να σκηνοθετήσετε μια νέα όπερα; Ξεκινάτε με τη μουσική ή το λιμπρέτο;
Και με τα δύο. Μπορεί να γεννήθηκα σε μουσικό περιβάλλον, όμως εγώ σπούδασα θέατρο. Δεν νομίζω ότι έχω κάποιο σύστημα – σίγουρα πάντως έχω συνήθειες. Ακούω, κρατάω σημειώσεις και μετά τις αναλύω με κάθε λεπτομέρεια. Διαβάζω για την εποχή που γράφτηκε η όπερα, κάνω όλα όσα θα περίμενε κανείς, αλλά ταυτόχρονα. Προσωπικά μιλώντας, μου αρέσει να δουλεύω με τον σκηνογράφο/ενδυματολόγο, από πολύ νωρίς. Είμαι ανοιχτός σε ιδέες και προτάσεις. Αυτό που δεν κάνω ποτέ είναι να καταφθάνω στην πρώτη μας συνάντηση και να λέω «έτσι θα γίνει» – ελπίζω να μην με διαψεύσει ο Γιώργος Σουγλίδης! Μέσα από τις πρόβες και από όλη τη διαδικασία, θέλω φυσικά να υπάρξει ο χώρος που θα «λέει», ναι, αυτό είναι μια δική μου παραγωγή και ο Γιώργος την έχει σχεδιάσει, συγχρόνως όμως θέλω να κάνω χώρο και για τους ερμηνευτές.

© Ανδρέας Σιμόπουλος

Για να αφηγηθείτε την ιστορία σας, βασίζεστε περισσότερο στη διανοητική σας ικανότητα και τις γνώσεις σας ή εμπιστεύεστε και το ένστικτό σας;
Καλή ερώτηση... Όπως είπα, δεν έχω σύστημα. Κάνω βέβαια μια γερή προεργασία. Μελετώ το θέμα, τους χαρακτήρες, τα κίνητρά τους και φτιάχνω μια εκδοχή η οποία ενδεχομένως θα μπορούσε να μου φανεί χρήσιμη στην περίπτωση που στερέψω από ιδέες! Αλλά προτιμώ να λειτουργώ σαν μουσικός της τζαζ. Να έρχομαι όσο γίνεται πιο καλά προετοιμασμένος και μετά να κάνω πολλές ερωτήσεις, να σχηματοποιώ σιγά σιγά όσα έχω στο κεφάλι μου, σαν τον πηλό που παίρνει μορφή πάνω στον τροχό. Η σκηνοθεσία για μένα είναι ένα live. Δεν μπορώ να πω μια βδομάδα πριν πώς θα εξελιχθεί. Έχω συνεργαστεί στο Γκέτεμποργκ με εξαιρετικούς σκηνοθέτες όπερας οι οποίοι από την πρώτη μέρα είχαν τα πάντα προδιαγεγραμμένα, βρίσκονταν όλα μέσα στο μυαλό τους. Τους θαυμάζω αλλά δεν είμαι εγώ. Πιθανότατα είμαι πιο κοντά στην παράδοση των Βρετανών σκηνοθετών του θεάτρου που συνεργάζονται με τους ηθοποιούς, δεν τους λένε τι να κάνουν. Η δική μου προσέγγιση είναι πιο... Σωκρατική αν και οι ερωτήσεις μου συχνά αποσυντονίζουν τους τραγουδιστές. Αναρωτιούνται τι σόι σκηνοθέτης είμαι. Όμως οι καλλιτέχνες είναι πολύ δημιουργικοί άνθρωποι και ρωτώντας μαθαίνω από αυτούς. Αυτό κάνω κι εδώ με όλους, ακόμα και με τα μέλη της χορωδίας – η οποία παρεμπιπτόντως αξίζει συγχαρητήρια. Είμαι ενθουσιασμένος που δουλεύω ξανά μαζί τους.

Και κάτι τελευταίο. Είστε γνωστός για τις αντισυμβατικές σας παραστάσεις όπερας σε ασυνήθιστα μέρη, όπως σε βρετανικές φυλακές με τη συμμετοχή νεαρών κρατουμένων. Έχετε επίσης συνεργαστεί στενά με την ομάδα Share Music στη Σουηδία που ενθαρρύνει άτομα με ειδικές ικανότητες να συμμετέχουν, να βιώνουν και να ασκούν καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Πιστεύετε ότι η μουσική έχει τη δύναμη να κάνει καλό, να θεραπεύει;
Θα το θέσω αλλιώς. Το άρθρο 27 του Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων λέει ότι καθένας έχει δικαίωμα να συμμετέχει στην πολιτιστική ζωή της κοινότητας – και όχι μόνο από τη θέση του θεατή. Το ίδιο πιστεύω κι εγώ. Κανένα άλλο πλάσμα στον κόσμο δεν μπορεί να εκφράσει τη χαρά, τη θλίψη, την ψυχολογία του μέσα από την τέχνη. Αυτή μας καθορίζει ως ανθρώπινα όντα. Αν μια ομάδα δεν έχει την ευκαιρία, τη δυνατότητα να εκφραστεί μέσω της τέχνης, «απανθρωποποιείται». Ο ρόλος μας ως καλλιτέχνες είναι να μην επιτρέψουμε να συμβεί αυτό. Και η όπερα είναι η πιο προσβάσιμη έκφραση τέχνης, γιατί το να λες μια ιστορία με δράση, μουσική και τραγούδια είναι κάτι που υπάρχει σε κάθε γωνιά του κόσμου. Αφήστε που είναι απίστευτα διασκεδαστικό! Δεν αισθάνομαι θεραπευτής, δεν είναι αυτός ο στόχος μου. Είμαι επαγγελματίας του μουσικού θεάτρου και προσφέρω σε ευάλωτες ομάδες τις γνώσεις μου και τα εφόδια να εξελιχθούν, να έχουν μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Αν αυτό έχει και θεραπευτικά αποτελέσματα, ακόμα καλύτερα!

INFO
«Φάλσταφ» του Τζουζέππε Βέρντι στην ΕΛΣ Όπερα
Διάρκεια: '

  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στήβεν Λάνγκριτζ
  • ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Δημήτρης Πλατανιάς, Τάσης Χριστογιαννόπουλος, Βασίλης Καβάγιας, Νίκος Στεφάνου, Γιάννης Καλύβας, Γιάννης Γιαννίσης, Τσέλια Κοστέα, Μαριλένα Στριφτόμπολα, Άννα Αγάθωνος, Χρυσάνθη Σπιτάδη
  • ΘΕΑΤΡΟ: Εθνική Λυρική Σκηνή
Δες αναλυτικά