Θεατρο - Οπερα

Xρυσόσκονη για την Ελλάδα από το μιούζικαλ «Απλή μετάβαση» των Καραμουρατίδη - Ευαγγελάτου

Στο Εθνικό Θέατρο - Κτίριο Τσίλλερ - Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»

335178-696166.jpg
Γιώργος Σαμπατακάκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Απλή μετάβαση» των Καραμουρατίδη - Ευαγγελάτου στο Εθνικό Θέατρο © Γιάννης Μπουρνιάς
© Γιάννης Μπουρνιάς

Η επιλογή του Εθνικού Θεάτρου να συμπεριλάβει ένα ελληνικό μιούζικαλ στο φετινό ρεπερτόριό του είναι μια σημαντική πολιτισμική δήλωση. Με την απόφαση αυτή το Εθνικό Θέατρο δίνει μια ποιοτική «απάντηση» στη βιοτεχνία των δευτεροκλασάτων παραγωγών μιούζικαλ, που με αποκριάτικα κοστούμια και «λαϊκά» είδωλα νομίζουν ότι θα φέρουν το Broadway στην Αθήνα. Από την άλλη μεριά, η Απλή μετάβαση γίνεται μια καλή ευκαιρία να προβληθεί η νέα μουσική αισθητική που αποτελεί το success story και το brand-name μιας γενιάς τριαντάρηδων, η οποία καθόλου δεν φτώχυνε μέσα στην κρίση. Όσο κι αν προσωπικά βλέπω την πολιτισμική μελαγχολία αυτής της γενιάς ως πολυτέλεια μιας αυτολύπησης πάνω από την οποία σωρεύονται ποτάμια δακρύων, οι καλλιτέχνες που την εκπροσωπούν είναι πραγματικά σημαντικοί.

Κάθε μιούζικαλ πρέπει να πει μια πειστική ιστορία με πειστικό τρόπο και η δέσμευσή του απέναντι στη συναισθηματική αλήθεια το αναγκάζει ειδολογικά να προωθεί την πλοκή και να δημιουργεί ανθρώπινους χαρακτήρες μέσω της μουσικής και του τραγουδιού. Γι' αυτό το λόγο, η μετάβαση από τον διάλογο στο τραγούδι πρέπει να δικαιολογείται από μια πραγματική ανάγκη εξέλιξης της δράσης και συναισθηματικής φωτοσκίασης των ηρώων. Χωρίς αμφιβολία, το «πρότυπο» της Απλής μετάβασης δεν ήταν φυσικά τα megamusicals  (π.χ. Φάντασμα της όπερας και Les Miserables), αλλά τα «φτωχότερα» και πιο ιδεολογικά μιούζικαλ, όπως το Rent. Αλλά για να γράψεις κάτι σαν το Rent χρειάζεται να υπάρχει κάτι σαν Jonathan Larson πολιτικά, ιδεολογικά και θανατολογικά.

Στην Απλή μετάβαση, οκτώ πρόσωπα στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου «Ελευθέριος Βενιζέλος» μοιράζονται τις ιστορίες, τους φόβους και την ανασφάλειά τους, αποφασισμένοι όλοι να εγκαταλείψουν την Ελλάδα για ένα αβέβαιο μέλλον στο Λονδίνο. Η πτήση τους καθυστερεί κι έτσι έχουν αρκετό χρόνο να εξομολογηθούν τις σκέψεις τους, να αναπολήσουν το παρελθόν και να επανεξετάσουν τις αποφάσεις τους. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, το Λονδίνο παραμένει ένα εθνικό όνειρο που σκιάζεται από σύννεφα συναισθηματικής κακοκαιρίας και αβεβαιότητας μακριά από τον ήλιο της Ελλάδας. Πέρα όμως από τα όμορφα τραγούδια, το αψεγάδιαστο cast και το ταλέντο  των δημιουργών της, η Απλή μετάβαση έμοιαζε με σπονδυλωτό μουσικό δράμα επάλληλων ιστοριών χωρίς πυρηνική πλοκή, πράγμα που αποδείχτηκε περίτρανα στο τέλος με τα οκτώ φινάλε. Πρόκειται για ένα ωραίο μιούζικαλ που σίγουρα δεν θα αφήσει το κοινό ασυγκίνητο, θα το αφήσει όμως αμετακίνητο πάνω στην ασφαλή ιδεολογία του για μια Ελλάδα, χώρα του φωτός.

Το χαρακτηριστικό σκετσάκι διασκευής του «Εθνικού Ύμνου», όπου παρέλασαν χλαμύδες, πλαστικές σούβλες, περικεφαλαίες και ψεύτικες Καρυάτιδες, όσο κι αν ήθελε να ασκήσει κριτική στο «ευσυνείδητο σφουγγάρισμα των εθνικών μνημείων» και να συναντήσει μια queer ειρωνεία για τις ηθικές ελληνικότητες, στο τέλος «συγχωρούσε» την Ελλάδα με μια κωμική ελαφρότητα που ήθελε να αποτάξει από πάνω της την ιστορία της χώρας-γύφτισσας μαϊμούς. Στο ίδιο πνεύμα, η τόση πίστη στο φως της Ελλάδας και η τελική διεκδίκηση μιας αισιοδοξίας υπέρ της ασφαλούς πατρίδας κατέστησαν τους ήρωες τυπικούς Νεοέλληνες που φοβούνται κάθε μετάβαση στο Άλλο.

Η σκηνοθεσία της παράστασης εξαντλήθηκε σε μια απλή σκηνοθετική μέριμνα χωροταξίας, χρησιμοποιώντας κάποια απλοϊκά τρικ θεατρικού παιχνιδιού (κουτιά-καρέκλες σαν συρόμενες βαλίτσες, άδεια κάδρα, πολυλειτουργικές ντουλάπες κρεμαστά φαναράκια, πεταμένα ρούχα στη σκηνή) για να καλύψει την «εκτυφλωτική» κενότητα της σκηνής (όσο κι αν οι φωτισμοί του Σ. Μπιρμπίλη προσπαθούσαν να σώσουν τη σκηνική αμηχανία, δημιουργώντας δραματικούς χώρους με αυτά τα κόκκινα φώτα που λατρεύουν τα μιούζικαλ). Η τύπου Dogville-με-χαρτοταινία χωροθέτηση έδινε μια ανεπίτρεπτη αίσθηση σκηνικής «ένδειας», η οποία επιδεινωνόταν από το «πολυτραυματισμένο» πάτωμα και την επιλογή να φαίνονται τα κοστούμια λες και τα έφεραν οι ηθοποιοί από το σπίτι τους.

Η εξαιρετική μουσική του Θέμη Καραμουρατίδη κινήθηκε μέσα στην ασφαλή «συνταγή» των μιούζικαλ (με σάλσα, τάνγκο, ροκ εκρήξεις και πολλές «καραμουρατιδικές» μπαλάντες να χρωματίζουν την ψυχολογία των ηρώων και τη συναισθηματική ηλικία τους) και ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος έχει διαμορφώσει μια ισχυρή γλωσσική και υφολογική «προσωπικότητα» που τον καθιστά γνήσιο επίγονο των μεγάλων αιρετικών στιχουργών.

Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης, λιγότερο εκρηκτικός μέσα στο σύνολο, έδωσε με ακρίβεια την ήττα ενός γνήσιου ελληνικού αρσενικού και ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς στο ρόλο του πιο συνειδητοποιημένου ήρωα αποδείχτηκε λεπτά συναισθηματικός και εκφραστικότατος φωνητικά. Η Χαρά Κεφαλά μέσα στην ιδιοσυγκρασιακή υπερβολή μιας «ντίβας», αποτύπωσε με ανατριχιαστική ακρίβεια την έξαψη και τον ψυχαναγκασμό της μάνας Βορείων Προαστίων. Η Μαρία Διακοπαναγιώτου ανέδιδε μια υπέροχη ροκ ποιότητα ελευθερίας και ερωτικότητας, και η νεαρή Νάνσυ Σιδέρη ερχόταν με δυναμικότητα από μια αισθητική τύπου Glee.

H Μαρίζα Ρίζου άλωσε τη σκηνή με μια συναρπαστική «ανταποδοτικότητα» απέναντι στον ρόλο, πλάθοντας μια εικόνα γυναίκας δυναμικά σαγηνευτικής με στιγμές κωμικού ελέγχου και δραματικής ακρίβειας.

Το γκέι ζευγάρι (Νίκος Λεκάκης και Φοίβος Ριμένας) έζησαν με μέτρο και απλότητα μια ρομαντική κομεντί μεταξύ Επιχείρησης Απόλλων και Sleepless in Seattle.

Το μόνο τρομακτικό «πρόβλημα» ήταν ο ιδεολογικός εφησυχασμός του έργου πάνω στην αστική ευωχία των ηρώων του, οι οποίοι υποτίθεται ότι στο τέλος μεταβήκανε στην αυτογνωσία και την κάθαρση, ενώ στην πραγματικότητα έμειναν πίσω στην ήσυχη ελληνικότητά τους, ακόμη κι αν αποφάσισαν να αλλάξουν λίγο τη ζωή τους, κάνοντας απλώς το αυτονόητο.


Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταστη στο Guide της Athens Voice

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ