Θεατρο - Οπερα

Άννα Μάσχα: Επτάρχεια

Το Mistero Buffo στη Θεσσαλονίκη

32014-72458.jpg
A.V. Guest
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
40838-86771.jpg

Συνέντευξη: Γιάννης Μπούτσελης

Είναι εφτά ηθοποιοί και οι περισσότεροι μένουν στα Εξάρχεια - διάλεξαν, λοιπόν, να ονομάζονται «Επτάρχεια». «Το “Mistero Buffo” το ανεβάζουμε με μια ομάδα που έχουμε συστήσει για πρώτη φορά, μια εταιρία δικιά μας, ας πούμε, με άτομα με τα οποία συνεργαζόμαστε πάρα πολλά χρόνια, πάνω από 12. Ήμασταν μαζί στο Αμόρε και, όταν έκλεισε, είπαμε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας. Αφού μας αρέσει να δουλεύουμε μαζί, να μην περιμένουμε να έρθει κάποιος να μας προτείνει κάτι. Δουλεύουμε, και αναλόγως βλέπουμε. Είμαστε αυτοδιαχειριζόμενοι».

Ο Ντάριο Φο πρωτοπαρουσίασε τη σπονδυλωτή σάτιρα «Mistero Buffo» («κωμικό μυστήριο») το 1969. Αυτοτελείς σκηνές παρουσιάζονται στεγνά, χωρίς σκηνικά, ρούχα εποχής, περίτεχνους φωτισμούς και άλλα στολίδια. «Ουσιαστικά βλέπεις έναν άνθρωπο ντυμένο με τα ρούχα της ζωής του και είναι σαν να βλέπεις υπερπαραγωγή. Βλέπεις πρόσωπα, ιστορίες, χώρους». Όπως ακριβώς το είχε κάνει στην πρώτη παρουσίασή τους ο ίδιος ο ιταλός συγγραφέας. «Ο Ντάριο Φο ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 μια έρευνα για το λαϊκό μεσαιωνικό θέατρο, το ανεπίσημο. Ούτως ή άλλως επίσημο θέατρο δεν υπήρχε, η εκκλησία το είχε καταργήσει. Η ίδια η εκκλησία, βέβαια, μετά το ξαναζωντάνεψε. Παράλληλα με το επίσημο θέατρο όμως υπήρχαν γελωτοποιοί, μπουλουκτσήδες, που γυρνούσαν από δω κι από κει. Βέβαια, αυτό ανήκει στην προφορική παράδοση. Βρήκε όμως κομμάτια ή διάφορες παλιές περιλήψεις ιστοριών, από όλη την Ιταλία, γραμμένες σε διάλεκτο. Έκανε τρομερή έρευνα καμιά δεκαριά χρόνια».

«Επειδή ο ίδιος ήταν κομμουνιστής, πίστευε ότι το λαϊκό κοινό έχει ψωμί. Ότι δεν πρέπει να το σνομπάρουμε και ότι μπορεί να εκπαιδευτεί. Πήγαινε λοιπόν και το έπαιζε σε εργοστάσια, αλλά γινόντουσαν τρελά σκηνικά τότε. Δηλαδή σε ένα εργοστάσιο ερχόντουσαν τα αφεντικά και κατεβάζανε το ρεύμα για να μην υπάρχει φως να παίζει. Και οι εργάτες το βγάζανε έξω, ανάβανε τα φώτα των αυτοκινήτων για να βλέπουνε, τέτοια ιστορία ήταν. Και σιγά σιγά, διαμορφώθηκε, εμπλουτίστηκε - το έπαιζε πολλά χρόνια. Το “Mistero Buffo” ήταν ουσιαστικά η αφορμή για να του δώσουν το Νόμπελ, αν και πολύ αργότερα».

«Είναι πολύ τρυφερό αλλά είναι πολιτικό, βαθειά πολιτικό κείμενο. Έχει σαφέστατες αναφορές στο σήμερα. Η πολύ καλή μετάφραση του Θωμά Μοσχόπουλου είναι τόσο πολύ στα καθ’ ημάς ελληνικά, που είναι σαν να ακούς ένα κανονικό κείμενο. Και ο κόσμος ανταποκρίνεται σε αυτό. Κατ’ αρχάς γελάνε πολύ. Αλλά πολλές φορές κόβεται το γέλιο. Βασικά, ο κόσμος θέλει να ξεφύγει. Τώρα εκεί είναι η εξυπνάδα αυτού που το φτιάχνει να περάσει και αυτά που θέλει. Θα το πει με σατιρικό τρόπο, αλλά αυτό που έχει να πει δεν είναι ανάλαφρο».

Το έργο λέγεται «Μιστέρο Μπούφο», τονίζεται εκεί, στην παραλήγουσα. «Κι εμείς στην αρχή το λέγαμε “Μίστερο”, Μας έχουν πάρει τηλέφωνο και μας έχουν πει “το μίστερο μπάφο τι ώρα είναι;” ή “το μίστερο μπούφαλο”. Αρέσει στον κόσμο, πήρε πολύ καλές κριτικές. Εντάξει, δεν αρέσει και σε όλους. Και αυτό είναι επίσης πολύ σωστό, έτσι πρέπει να είναι, γιατί αλλιώς θα είχαμε πρόβλημα. Πρέπει κάποιους να θίγει. Αλλιώς είναι άσφαιρο».

n

Στην Άννα αρέσει να μιλά για μια συγκεκριμένη σκηνή του «Mistero Buffo». Νιώθει ότι είναι σαν να έχει γραφτεί για τη σημερινή κατάσταση. «Λέγεται η γέννηση του γελωτοποιού. Ένας αγρότης δουλεύει κάτω από ένα αφεντικό, και κάποια στιγμή βρίσκει μια δικιά του γη. Ρωτάει: “Ποιανού είναι αυτό το βουνό, ρε παιδιά;” “Κανενός”. Έχει χώμα καλό. Το σκάβει, το σκαλίζει, βρίσκει νερό, και ξαφνικά από εκεί που ήταν ένας ξερότοπος γίνεται ο κήπος της Εδέμ. Με τα χεράκια του. Και μια μέρα εμφανίζεται ο αφέντης και του λέει “το βουνό είναι δικό μου”. “Μα, δεν ήταν δικό σας, αφού ρώτησα”. “Τώρα άλλαξα γνώμη, είναι δικό μου”. Αυτός δεν το δίνει. Την πρώτη μέρα του στέλνει τον παπά να τον συνετίσει. Δίνει μια κλωτσιά στον γάιδαρο, φεύγει ο παπάς. Την άλλη μέρα του στέλνει τον συμβολαιογράφο. Όλες τις μορφές εξουσίας. Τέλος πάντων, τους διώχνει όλους κακήν κακώς: “Αυτή η γη είναι δικιά μου, δεν τη δίνω σε κανέναν”. Την τελευταία μέρα σκάει ο αφέντης με τους μπράβους. Του βιάζουν τη γυναίκα, καίνε το περιβόλι, καταστρέφεται η οικογένειά του, μένει μόνος και αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Με τη θηλιά στον λαιμό, κάνει μια φοβερή προσευχή προς τον Θεό, όπου του λέει: “Το αστείο που μου έπαιξες, Κύριε, ήταν πάρα πολύ κακό. Ήταν σαν να ήθελες να με στιγματίσεις με το πυρωμένο σίδερο για να πω σε όλο τον κόσμο ότι όποιος αρχινάει τη ζωή του δουλοπάροικος τέτοιος θα μείνει πάντοτε. Να μην κάνει όνειρα, να μην έχει ελπίδες και να μην παίρνουν τα μυαλά του αέρα”».

Για την Άννα Μάσχα αυτό είναι το μότο όλης της παράστασης. «Όπου “δουλοπάροικος” βάλε “μικροαστός” κλπ. Αυτός πίστεψε ότι μπορεί να τ’ αλλάξει. Βρήκε το βουνό, το έφτιαξε με τα χέρια του, βασίστηκε στον εαυτό του. Αλλά η εξουσία είναι πάντα πιο δυνατή. Έγινε μικροαφέντης, άθελά του, και τη γη δεν τη μοιράστηκε με κανέναν. Είναι η αυθόρμητη αντίδραση του ανθρώπου να πει “το δικό μου”. Αλλά υπάρχει πάντα κάποιος πιο δυνατός από σένα. Που έχει πάντα πιο πολλά από σένα. Έχει και το ποτάμι, έχει και την κοιλάδα, έχει και τους μπράβους και μπορεί να σε εξοντώσει, άμα θέλει. Με οποιονδήποτε τρόπο, με τον παπά, τον συμβολαιογράφο, με τον εκφοβισμό, την εξαγορά, την ωμή βία, η εξουσία θα σε ξεκάνει».

Πιστεύει στη συνεργασία και στην αλληλεγγύη. «Γενικά υπάρχουν τώρα πολλές συνεργασίες, ο κόσμος φαίνεται να συσπειρώνεται. Διάβαζα ένα άρθρο στην “Εφημερίδα των Συντακτών”, του Κοροβέση νομίζω. Ήταν σαν να διάβαζα τα λόγια του Ντάριο Φο. Ότι η εξουσία, ο καλύτερος τρόπος που έχει να μας απομονώνει και να μας κρατάει άσφαιρους είναι να μας κάνει τομάρια. Δηλαδή εαυτούληδες, παρτάκηδες. Όπως μας έκανε όλη τη δεκαετία του 1990, έτσι; Ο καθένας νόμιζε ότι τα καταφέρνει μόνος του, έχει τα δάνειά του, τα αυτοκίνητά του, τα βγάζει πέρα μόνος του, είναι μάγκας. Αυτό τελείωσε».

Και τώρα τι; «Συνεργασία. Αλληλεγγύη και συνεργασία. Είναι λύση ανάγκης, αλλά η ανάγκη σε κάνει πιο άνθρωπο. Λες να μας αλλάξει τα μυαλά για τα καλά; Δεν ξέρω. Κρατάω τις προσδοκίες μου μικρές».

n

Φωτογραφία: Ani Jo

Είναι θυμωμένη, το παραδέχεται. «Με θυμώνει, με εξοργίζει και περισσότερο θυμώνω με τον εαυτό μου, γιατί δεν ξέρω τι μπορώ να κάνω. Σκύβω το κεφάλι και κάνω αυτά που μου λένε. Δουλοπάροικος είναι, βέβαια, βαριά κουβέντα, αλλά κάποιες φορές νομίζω ότι αισθάνομαι έτσι. Είναι μια εξουσία της οποίας δεν ξέρουμε το πρόσωπο. Σίγουρα δεν είναι ο Βενιζέλος, δεν είναι ο Σαμαράς. Θεωρώ ότι δεν είναι καν η Μέρκελ, πώς να σου πω, υπάρχει μια εξουσία απρόσωπη, κρυμμένη κάπου. Τα μεγάλα κεφάλια, οι λίγοι που έχουν τα πολλά. Πολύ λίγοι όμως. Και ξαφνικά αποφασίζουν να κάνουν ένα άλλο παιχνίδι. Όλα αυτά, ας πούμε, τα κεκτημένα, τα δικαιώματα του πολίτη, πού είναι τώρα; Τίποτα - τραπουλόχαρτα. Σκύψε το κεφάλι και πλήρωνε. Πλήρωνε, πλήρωνε, πλήρωνε. Τι, δεν έχεις; Θα σου πάρουμε το σπίτι. Δεν είσαι λοιπόν δουλοπάροικος;»

«Δεν τα λέω εγώ τώρα, αυτά τα έχουν πει άλλοι και από τη δεκαετία του 1960. Ε λοιπόν όλοι εμείς είμαστε οι σύγχρονοι δούλοι. Και μάλιστα, έτσι όπως είναι, βολεύει πάρα πολύ τα αφεντικά, διότι οι δούλοι τώρα τα κάνουν όλα μόνοι τους. Τουλάχιστον τότε ο αφέντης είχε μια υποχρέωση απέναντι στους δούλους του. Τώρα δεν έχει. Τότε ο αφέντης τον προστάτευε τον δούλο. Ήταν δικός του. Δεν θα άφηνε να τον σκοτώσει, να τον πειράξει κάποιος άλλος. Τον τάιζε. Γι’ αυτό τώρα είμαστε χειρότερα από δουλοπάροικοι. Πλανεμένοι εντελώς».

Τον Δεκέμβρη του 2008 βρέθηκε στις πορείες. «Δεν δούλευα τότε, δεν είχα θέατρο και πρόβες, και ήμουνα σε όλες, μα όλες, τις πορείες. Κι έλεγα “άμα δεν πάω κι εγώ, ποιος θα πάει; Οι άλλοι έχουν δικαιολογία, δουλεύουν”. Τώρα, κυρίως λόγω του παιδιού, δεν πάω. Ένας τρόπος είναι ο καθένας μας να πει κάτι - όσο μπορεί. Η δουλειά του ηθοποιού, το θέατρο, προσφέρεται για επικοινωνία τέτοιου τύπου με τον κόσμο».

«Όχι, δεν θέλω να πω ότι κάνουμε αντίσταση. Για όνομα του Θεού, θα ήταν πολύ υπεροπτικό εκ μέρους μας. Αλλά αν έχουμε να πούμε ένα-δυο πράματα, τα λέμε, αυτό. Ούτε τα επιβάλλουμε σε κανέναν ούτε τίποτα. Τα λέμε. Όχι πως ο άλλος δεν το έχει σκεφτεί. Αλλά το ακούει. Στην παράσταση ακούω τις αντιδράσεις. Ξέρεις, γέλιο, γέλιο, γέλιο και, ξαφνικά, ακούω μια σιωπή... Δεν το περιμένει κανείς. Ωχ, σοβάρεψε το πράμα. Δεν περιμένουν αυτή την εξέλιξη».

«Για να αλλάξει κάτι, πραγματικά δεν ξέρω σε τι άκρα πρέπει να μας εξωθήσουν για να αντιδράσουμε. Κι αν θα γίνει κάτι. Άλλωστε, όταν η κατάσταση φτάσει στα άκρα, δεν κερδίζουν συνήθως οι καλοί. Όπως μας έχουν διδάξει όλες οι επαναστάσεις, κάτι στραβώνει. Κάτι γίνεται με την εξουσία. Δεν ξέρω. Όταν βρεθείς στη θέση αυτή να εξουσιάζεις, κάτι σου συμβαίνει».

*Η συνέντευξη της Άννας Μάσχα δημοσιεύτηκε στο τεύχος 71 του περιοδικού SOUL

Info: Η παράσταση “Mistero Buffo» παίζεται στο θέατρο Αυλαία. Παίζουν οι ηθοποιοί Άννα Καλαϊτζίδου, Άννα Μάσχα, Κώστας Μπερικόπουλος, Αργύρης Ξάφης, Θάνος Τοκάκης, Γιώργος Χρυσοστόμου. Σκηνοθετεί ο Θωμάς Μοσχόπουλος

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ