Θεατρο - Οπερα

Ο πλούτος της αφαίρεσης

Είδαμε την Μαντάμα Μπαττερφλάι του Τζάκομο Πουτσίνι στο Μέγαρο Μουσικής

53155-117261.jpg
Λένα Ιωαννίδου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
317834-626130.jpg

Μια «Γιαπωνέζικη τραγωδία». Η σύγκρουση δύο κόσμων, μέσα από την αφήγηση ενός προδομένου έρωτα. Στη νέα παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, το αριστούργημα του ιταλικού βερισμού, αποβάλλει τα περιττά και απογειώνεται με τη μινιμαλιστική σκηνοθεσία, «δια χειρός» Νίκου Πετρόπουλου.

“Μελετώντας σε βάθος την όπερα του Πουτσίνι προκειμένου να σκηνοθετήσω το έργο για την Εθνική Λυρική Σκηνή, μια σημαντική λεπτομέρεια έγινε απόλυτα σαφής στο μυαλό μου: Η όπερα αυτή δεν θέλει μια «γιαπωνέζικη» προσέγγιση, στο ύφος του Θεάτρου Νο, αλλά μια καθαρά «δυτική» αντιμετώπιση, γιατί το έργο αυτό είναι ουσιαστικά η δυτική ματιά σε μια ιστορία που εκτυλίσσεται στην Ιαπωνία στις αρχές του 20ού αιώνα”.

Τα λόγια του Νίκου Πετρόπουλου που διάβασα μέρες πριν την πρεμιέρα, ήταν ο πρώτος καλός οιωνός για την νέα παραγωγή της Λυρικής, που επαληθεύτηκε με το πρώτο άνοιγμα της σκηνής. Είναι αλήθεια ότι η Μαντάμα Μπαττερφλάι, χαρακτηριστικό δείγμα βερισμού, του καλλιτεχνικού ρεύματος που κυριάρχησε στην όπερα των αρχών του 20ου αιώνα –δεν έχει δράση και εντυπωσιακές σκηνές πλήθους– η χορωδία εμφανίζεται σε μια μόνο σκηνή της πρώτης πράξης. Είναι η δραματική ιστορία μιας μικρής Γιαπωνέζας που πεθαίνει από αγάπη – ο βερισμός εστιάζει στη ρεαλιστική αποτύπωση της πραγματικότητας και έχει για ήρωες καθημερινούς ανθρώπους. Υπάρχει όμως η Άπω Ανατολή, το στοιχείο που λύνει τα χέρια των σκηνοθετών. Η απουσία δράσης αναπληρώνεται με μια ισχυρή δόση «ιαπωνικότητας», που δυστυχώς, πολύ συχνά, μετατρέπεται σε φολκλόρ, με πολύχρωμα φαναράκια, παγόδες και φορτωμένα κοστούμια γκέισας.

image

image

Αντίθετα, το αφαιρετικό σκηνικό του Πετρόπουλου, παρότι θυμίζει Ιαπωνία, δεν αποσπά με μπιχλιμπίδια την προσοχή του θεατή-ακροατή αλλά τον βοηθά να καταδυθεί στην ουσία αυτής της φαινομενικά απλοϊκής «Γιαπωνέζικης τραγωδίας». Η πρώτη πράξη εκτυλίσσεται σε μια σχεδόν άδεια σκηνή ντυμένη με ξύλο με τη γκριζωπή, μελαγχολική εικόνα του Ναγκασάκι των αρχών του 20ου αιώνα, στο φόντο. Το λευκό φως –χρώμα πένθους για τους Ιάπωνες– κυριαρχεί. Όταν πια ο γάμος έχει συντελεστεί, ένα χάρτινο γιαπωνέζικο σπίτι κατεβαίνει από ψηλά –σαν απειλή– για να στεγάσει τον έρωτα της Τσο-Τσο-Σαν και το πάθος του Πίνκερτον. Στην άχρωμη «εστία» αυτή, η Μπαττερφλάι θα παραμείνει φυλακισμένη –σαν τα δεσμά του ψεύτικου γάμου της– αποξενωμένη από την οικογένεια και την κουλτούρα της, θα περιμένει, θα ελπίζει, θα απελπίζεται. Πίσω από τους χάρτινους τοίχους της θα γράψει και το τραγικό της φινάλε. Και τότε μόνο το σπίτι θα λουστεί με κόκκινο φως...

Τα καλαίσθητα κοστούμια, τόσο τα παραδοσιακά όσο και τα σύγχρονα, των Δυτικών, κινούνται σε τόνους του μπεζ, του γκρι και του καφέ. Μοναδικές εξαιρέσεις, το λευκό στο νυφικό φόρεμα της Μπαττερφλάι και το κόκκινο κιμονό του τέλους. Η αντιπαράθεση των δύο κόσμων γίνεται ακόμα πιο εμφανής με το λευκό μακιγιάζ που καλύπτει –εν είδει μάσκας– τα πρόσωπα των «Ιαπώνων».

image

Η λιτή εικαστική ματιά του Πετρόπουλου και βέβαια οι σκηνοθετικές του οδηγίες προς στους πρωταγωνιστές, αισθάνθηκα ότι συνέβαλαν να αποκαλυφθεί το αιχμηρό σχόλιο πάνω στην αποικιοκρατική στάση των Δυτικών απέναντι στον πολιτισμό και τις παραδόσεις των «πρωτόγονων», που κρύβεται στο ποιητικό κείμενο των Τζουζέπε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα αλλά και στη μουσική έμπνευση του Πουτσίνι – π.χ. η επιλογή του να εντάξει τον εθνικό ύμνο των ΗΠΑ στα μουσικά θέματα των «Αμερικανών» χαρακτήρων. Για πρώτη φορά –και έχω δει ουκ ολίγες παραστάσεις της Μπαττερφλάι– αντιλήφθηκα ότι η όπερα αυτή δεν μιλά μόνο για έναν μοιραίο έρωτα και τη ματαίωσή του, αλλά για μια σύγκρουση πολιτισμών, φύλων, αντίληψης για τη ζωή.

Οι ερμηνείες: Η Μαντάμα Μπαττερφλάι είναι μια όπερα γραμμένη ουσιαστικά για ένα ρόλο. Της κεντρικής ηρωίδας. Στην πρώτη διανομή, της πρεμιέρας, είχα την τύχη να απολαύσω ξανά την Ρουμάνα υψίφωνο –αλλά πολιτογραφημένη Ελληνίδα–Τσέλια Κοστέα, σε μια από τις πιο συγκινητικές Μπαττερφλάι που έχω ακούσει. Δεν είναι μόνο η φωνή της που ταιριάζει γάντι στον απαιτητικό αυτό ρόλο, με τις ψηλές νότες και τη συνεχή παρουσία επί σκηνής, είναι και η υποδειγματική ερμηνεία της. Κατορθώνει να πείσει στην πρώτη πράξη ως χαριτωμένη, τρυφερή, άδολη έφηβη – παρόλο που το παρουσιαστικό της δεν τη βοηθάει– και να μεταμορφωθεί στη δεύτερη, σε μια τραγική ηρωίδα με συνεχείς ψυχολογικές μεταπτώσεις, από την αισιοδοξία που γεννά η ψευδαίσθηση ότι ο Πίνκερτον θα επιστρέψει, σύμφωνα με την υπόσχεσή του «όταν οι κοκκινολαίμηδες φτιάξουν τη φωλιά τους», στο σοκ της αποκάλυψης για την ύπαρξη μιας άλλης συζύγου κι από την απόγνωση και το βουβό θρήνο για τη ματαίωση των ονείρων της στη λύτρωση με την αυτοκτονία της.

image

Δίπλα της ο Ιταλός τενόρος Ντάριο ντι Βιέτρι στο ρόλο του υποπλοίαρχου του Ναυτικού των ΗΠΑ, Πίνκερτον. Με τη δυνατή, καθαρή φωνή και τη λίγο μονοκόμματη ερμηνεία του κατόρθωσε να μας δώσει ένα Πίνκερτον ελάχιστα συμπαθή – όπως ακριβώς πρέπει…

Η Σουζούκι της Ινές Ζήκου ένα αληθινό κέντημα! Με υπέροχο ηχόχρωμα της φωνής της, ανέβασε τον έτσι κι αλλιώς σημαντικό ρόλο της, ένα σκαλί πιο πάνω!

Στους υπόλοιπους, δευτερεύοντες ρόλους, ξεχώρισα την απολαυστική ερμηνεία του προξενητή Γκόρο- Άλεξ Τσιλογιάννη. Αντίθετα, η ερμηνεία του Διονύση Σούρμπη στο ρόλο του πρόξενου Σάρπλες, αν και ολόσωστη φωνητικά, μου φάνηκε λίγο ξεπερασμένη.

image

Η ακριβέστατη καθοδήγηση της ορχήστρας της ΕΛΣ από τον Βραζιλιάνο αρχιμουσικό, Λουίς Φερνάντο Μαλέιρο, «κούρδισε» τους σολίστ, τους βοήθησε να φωτίσουν όλες τις πτυχές της σύνθετης μουσικής γλώσσας του Πουτσίνι και να μας χαρίσουν μια Μπαττερφλάι ευαίσθητη, γεμάτη λυρισμό αλλά και δραματική ένταση.

Με μια κουβέντα: Αν έχετε εξασφαλίσει τα εισιτήριά σας σε μια από τις επόμενες sold out παραστάσεις της Μαντάμα Μπαττερφλάι, θα απολαύσετε μια λεπτοδουλεμένη παράσταση που επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά την «άνοιξη» της Λυρικής μας Σκηνής.

image

image

Πληροφορίες για την παράσταση εδώ.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ