Μουσικη

Άρης Δαβαράκης: Τα πηγαινέλα ενός αυτόγραφου του Σαββόπουλου

Ο δημοσιογράφος και στιχουργός Άρης Δαβαράκης, θυμάται ένα αυτόγραφο που έγινε καδράκι και μια γνωριμία που έγινε φιλία ζωής

A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 975
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στο μεγάλο αφιέρωμα της ATHENS VOICE για τον Διονύση Σαββόπουλο

Το 1966, που κυκλοφόρησε το «Φορτηγό» του Διονύση Σαββόπουλου, ήμουν 13 χρόνων και η καλύτερή μου φίλη ήταν η Φώφη, επίσης δεκατριών. Έμενα με τους γονείς μου στην οδό Αλωπεκής, στο 33, γωνία με Πλουτάρχου. Στο ίδιο πεζοδρόμιο, γωνία με Λουκιανού, ξέραμε ότι ζούσε ο 22χρονος τότε Διονύσης. Ξέραμε τα τραγούδια του απέξω και τον μετρούσαμε για τεράστιο σταρ, οπότε θέλαμε να του ζητήσουμε ένα αυτόγραφο – αλλά ντρεπόμασταν φριχτά.

Η μητέρα μου μας άκουσε να το κουβεντιάζουμε και μας είπε «Να πάτε». Μα πώς; Τι θα του πούμε; Θα μας ανοίξει; Κι αν μας κοροϊδέψει; Η μαμά Ιωάννα μάς έδωσε λευκό χαρτί και bic και μας έσπρωξε στην Αλωπεκής. «Θα πάτε, θα χτυπήσετε το κουδούνι, θα πείτε ευγενικά πως θέλετε ένα αυτόγραφο απ’ τον κύριο Σαββόπουλο, θα ρωτήσει τα ονόματά σας, θα το υπογράψει, θα πείτε ευχαριστώ κι αυτό ήταν».

Πράγματι, αυτό ήταν. Το δυαράκι ήταν ημιυπόγειο και, όπως ο ίδιος ο Σαββόπουλος μας άνοιξε την πόρτα, είδαμε μια παρέα, πέντ’ έξι αγόρια και κορίτσια, που κάθονταν σε μαξιλάρες στο πάτωμα. Δεν μπήκαμε μέσα, έφτιαξε ένα σκιτσάκι μονοκοντυλιά, έγραψε «στην Φώφη και τον Άρη με πολλή αγάπη» και μας το έδωσε. Γυρίσαμε σπίτι πετώντας. Η Ιωάννα βρήκε ένα γυαλί κι ένα χαρτόνι και με τέσσερις πενσούλες σκάρωσε ένα καδράκι. Τέλεια. Ήμασταν ενθουσιασμένοι, και η Φώφη (που τώρα τη φωνάζουμε Φρόσω και είναι γνωστή τηλεοπτική παραγωγός) κι εγώ (που ό,τι θυμάμαι χαίρομαι στα 72 μου).

Το θέμα όμως είναι πως με τη δημιουργία του κάδρου γεννήθηκε ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα. Η Φώφη πήγαινε Αηδονοπούλου, ενώ εγώ Μωραΐτη. Ποιος απ’ τους δύο θα έπαιρνε το κάδρο με το αυτόγραφο να το δείξει στο σχολείο; Μας έπιασε απελπισία. Η Ιωάννα όμως βρήκε τη λύση: «Δευτέρα - Τετάρτη - Παρασκευή ο ένας, Τρίτη - Πέμπτη - Σάββατο ο άλλος». Ενθουσιαστήκαμε (εγώ περισσότερο, γιατί αυτό σήμαινε πως θα μπορούσα να βλέπω τη Φώφη κάθε μέρα για να της δίνω ή να παίρνω το αυτόγραφο). Τη λάτρευα. Καλύτερη λύση δεν θα μπορούσε να βρει η μαμά μου (που ήξερε πως τη λάτρευα, αλλιώς θα είχε πει «Δευτέρα - Τρίτη - Τετάρτη η Φώφη, Πέμπτη - Παρασκευή - Σάββατο εσύ»). Μας χάζευε όμως που αγαπιόμασταν τόσο πολύ και διευκόλυνε έτσι το καθημερινό πηγαινέλα μας ο ένας στο σπίτι του άλλου.

Δεν θυμάμαι τι έγινε μετά και πότε χάθηκε ή ξεχάστηκε το πολύτιμο αυτόγραφο. Περάσανε τα χρόνια και πέρασε κι αυτό σε κάποιο χαρτοκιβώτιο, μέχρι που κάπως, κάπου, κάποτε πετάχτηκε σε κάποια μετακόμιση. Με τη Φώφη (Φρόσω πια) είμαστε ακόμα σαν αδέρφια, αλλά πολλά μεσολάβησαν από το 1966 μέχρι το 2025 – μιλάμε για 59 ολόκληρα χρόνια, μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει.

Εγώ πάντως, που λέτε, το ’77, βρέθηκα να συνεργάζομαι με το Τρίτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι, κάνοντας, μεταξύ άλλων, και μια εκπομπή, τα «Καθημερινά». Ο Τάσος Μελετόπουλος διάλεγε τις μουσικές και τα τραγούδια, η Μαρίκα Τζιραλίδου, ο Γιώργος Ευσταθίου κι εγώ παίρναμε συνεντεύξεις, κάναμε σχόλια, διαβάζαμε από τις εφημερίδες και ενημερώναμε τους ακροατές για τα καλλιτεχνικά δρώμενα – με άποψη όμως, παρακαλώ πολύ. Βιβλία, παραστάσεις, συναυλίες, δίσκους, εκθέσεις και τα λοιπά.

Τότε, το 1978, ο Σαββόπουλος βγάζει το 20λεπτο τραγούδι του «Το μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», που εκνευρίζει πάρα πολύ την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή – ο οποίος όμως στηρίζει τον Χατζιδάκι και το Τρίτο Πρόγραμμα. Ο αρμόδιος υπουργός απαγορεύει ρητά το τραγούδι (υπήρχε ακόμα λογοκρισία), αλλά εμείς στα «Καθημερινά» (όπως και ο Γιώργος Μητρόπουλος στο «Ελληνικό τραγούδι στο Τρίτο») ενθουσιαζόμαστε και, με εντολή και κάλυψη του Χατζιδάκι, το παίζουμε κάθε μέρα, κάθε μέρα, κάθε μέρα, και σπάμε την απαγόρευση.

Όπως είναι φυσικό, ακολουθεί η γνωριμία μου και η πρώτη μου συνέντευξη με τον Διονύση Σαββόπουλο, που κοντεύει πια τα 35, ενώ εγώ προχωράω στα 25. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες, αλλά αγαπηθήκαμε και με τον Διονύση και με την Άσπα. Μετά πήγα στον «Ταχυδρόμο», όπου κάναμε κι εκεί ωραίες, μεγάλες συνεντεύξεις, ενώ συχνά τον ακολουθούσα σε περιοδείες του στην Ελλάδα και την Κύπρο. Όταν αργότερα έκανε στην ΕΡΤ τη μνημειώδη εκπομπή του «Ζητω το ελληνικό τραγούδι» (χωρίς τόνο το «Ζητω», για να είναι και «Ζήτω» και «Ζητώ») με συμπεριέλαβε. (Φορούσα και μαύρα γυαλιά μάλιστα, που ήταν πολύ προχώ τότε.) Πήγαμε μαζί και στην Αλεξάνδρεια για την εκπομπή και περάσαμε υπέροχα στη γενέθλια πόλη μου. Πήγαινα σπίτι τους στο Πήλιο, ήμουν εκεί στους γάμους των παιδιών του, μπαινόβγαινα στο σπίτι τους στην Αθήνα.

Το 1989 μπήκα με οξεία αιμορραγική παγκρεατίτιδα στον Ευαγγελισμό, όπου έμεινα τρεις μήνες, και κόντεψα να πάω στον τάφο στα 36 μου. Ερχόταν στα δύσκολα, κυριολεκτικά κάθε μέρα, και είχε ζαλίσει τους γιατρούς, που άκουγαν «Σαββόπουλος» και κρύβονταν. Ο Σπύρος Δρακόπουλος, μέγας χειρουργός, τον αγαπούσε πολύ τον Διονύση, αλλά μέχρι κι αυτός τα ’χε παίξει με τις καθημερινές επισκέψεις και τις λεπτομέρειες που επέμενε να μάθει για την εξέλιξη της υγείας μου.

Και το 2005, που η ελληνική Δικαιοσύνη έδειξε όλη την «ανεξαρτησία» της στο κεφάλι του Τάσου και το δικό μου, πήγε και κατέθεσε στην ανακρίτρια κυρία Χονδρορίζου, για να της εξηγήσει πως μας ξέρει «από παιδιά» και δεν έχουμε καμιία σχέση με τις κατηγορίες που μας απέδιδαν. Και, ακόμα πιο πρόσφατα, όταν ανέλαβε την καλλιτεχνική επιμέλεια του χειμερινού «Άλσους» στο Πεδίον του Άρεως, μου έδωσε τις Δευτέρες για να φτιάξω ένα πρόγραμμα με τα τραγούδια μου ως στιχουργού. Με αγαπούσε, το ξέρω. Και τον αγάπησα κι εγώ πολύ.

Στη Μαλακάσα, στο Rockwave, τον θαύμασα όσο ποτέ. Ξεχείλιζε τέχνη και φως, αγάπη, καλοσύνη και ευγνωμοσύνη. Σπουδαίος. Μοναδικός. Κορυφαίος. Μετά την κηδεία του, θα σας πω τι σκέφτομαι – και πείτε ό,τι θέλετε: Δεν πέθανε. Βέβαια, το σώμα έμεινε εδώ όπου πάντα ανήκε, στο τρισδιάστατο, για να διαλυθεί «εις τα εξ ων συνετέθη» και να επιστραφεί το «δάνειο». Από το ’44 του 20ού μέχρι το ’25 του 21ου υπέστη πολλές φθορές το μηχάνημα – έπρεπε πια ν’ αποσυρθεί. Αυτές είναι οι εργοστασιακές ρυθμίσεις: 80, άντε 90, άντε και 100 χρόνια (με πολλά ζόρια και συντήρηση). Κανείς μας όμως δεν είναι μόνο γη· είμαστε όλοι και ουρανός. Από εκεί ήρθαμε, εκεί θα επιστρέψουμε όλοι. Τώρα, ο Διονύσης ειδικά, κουβαλούσε και πολύ άυλο μαζί με το υλικό του κομμάτι εδώ χάμω, οπότε και χωρίς σώμα δεν θα δυσκολευτεί να εκφράζεται.

Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (μην αρχίσετε τα πολιτικά, σας ικετεύω) στην «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» γράφει πως η μεγαλύτερη κοινωνία είναι η κοινωνία των πνευμάτων. Λογικό. Άνθρωποι που δεν έχουν σώμα εδώ και χιλιετίες (ο Σωκράτης, ας πούμε) είναι πανταχού παρόντες στην κοινωνία των πνευμάτων, αφού χρόνος εκτός πλανήτη δεν υφίσταται. Έτσι μπορεί και γίνεται κουβέντα μεταξύ Γης και Ουρανού, και ορκίζονται οι γιατροί τον όρκο του Ιπποκράτη (ένα πολύ πρόχειρο παράδειγμα).

Το εννοούσε λοιπόν ο ποιητής μας το «δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη». Το ’πε και το ’κανε. Κι εμείς εδώ, η επίγεια πατρίδα που τόσο αγάπησε, του επιφυλάξαμε μεγάλες τιμές στην έξοδό του μέσω Μητροπόλεως, με τον πρωθυπουργό και τον αρχιεπίσκοπο επικεφαλής της τελετής. Προσωπικά, περισσότερο με άγγιξε η ομιλία του μεγάλου γιου του, του Κορνήλιου. Τη βρήκα πιο ουσιαστική απ’ όλες τις άλλες, αφού αφορούσε τις δύο υποστάσεις του πατέρα του (και όλων των ανθρώπων), την υλική και την πνευματική, που πάνε μαζί όσο υπάρχει βαρύτητα και πατάμε στη Γη. Το «μετά» δεν το ξέρει κανείς· έχουμε όμως σοβαρές ενδείξεις πως η επικοινωνία μαζί του (όπως και με το «πριν») είναι ανοιχτή, μέσω αυτού που εδώ το λέμε υποσυνείδητο ή συλλογικό ασυνείδητο ή –αν είμαστε χριστιανοί– «ενότητα του σύμπαντος κόσμου», δηλαδή Θεό.

Διονύσης Σαββόπουλος © Αλέξης Κυριτσόπουλος