- CITY GUIDE
- PODCAST
-
14°
Άγγελος Ραζής: Ο παιδικός μου φίλος ο Διονύσης Σαββόπουλος
Ο παιδικός φίλος του Άγγελος Ραζής, γράφει για όσα έζησαν μεγαλώνοντας μαζί, αποχαιρετώντας τον άνθρωπο που έκανε παρέα σχεδόν 70 χρόνια
Στο μεγάλο αφιέρωμα της ATHENS VOICE για τον Διονύση Σαββόπουλο
Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσω για έναν άνθρωπο που ήταν φίλος μου σχεδόν 70 χρόνια και που από τα 13 μας σταθήκαμε κοντά ο ένας στον άλλο και μοιραστήκαμε μια κοινή ζωή. Πώς γνωριστήκαμε; Με τον Διονύση Σαββόπουλο πηγαίναμε στο ίδιο φροντιστήριο αγγλικών, στο Ανατόλια. Μια μέρα με πλησίασε: «Παρέα Ραζή, ποιος είναι ο εθνικός ύμνος των Ολυμπιακών Αγώνων;». Μου έκανε εντύπωση· τι μου λέει αυτός τώρα; Ήταν ένα παιδί περίεργο, με έξυπνα μάτια.
Τον επόμενο χρόνο ήμασταν μαζί πια στο λύκειο – τετάρτη τάξη στο Πέμπτο Γυμνάσιο Αρρένων. Διαλέξαμε το κλασικό, γιατί ήμασταν και οι δυο καλοί στα φιλολογικά. Επιστρέφοντας μια μέρα σπίτι, στην οδό Μπιζανίου, ξαφνικά πέφτω πάνω του στον διάδρομο. «Τι γυρεύεις εσύ εδώ;» ρωτάω τον Σαββόπουλο. «Νοικιάσαμε τον αποπάνω όροφο με την οικογένειά μου!» μου απάντησε. Εκείνοι έμεναν στον τρίτο, εμείς στον πρώτο. Ήταν ένα υπέροχο τριώροφο μέγαρο, που όμως κατέρρευσε με τους σεισμούς του ’78. Εβραίικο σπίτι – μετά την Κατοχή ο εβραϊκός πληθυσμός είχε αφανιστεί στο Άουσβιτς και τα σπίτια αυτά περιήλθαν σε Έλληνες νόμιμα ή παράνομα. Το δικό μας ανήκε σε έναν Κωνσταντινουπολίτη νοικοκύρη, έναν πολύ κακό άνθρωπο.
Οι γονείς του Διονύση ήταν μεσοαστοί. Η μητέρα του καταγόταν από τη Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας, το Πλόβντιβ. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών με τους Τούρκους, η οικογένεια της κυρίας Σαββοπούλου, της Νίνας, εγκαταστάθηκε στο Ασβεστοχώρι, ένα χωριό έξω από τη Θεσσαλονίκη. Ο παππούς του Διονύση δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα – λέγεται ότι δημιούργησε νέα οικογένεια εκεί. Η μητέρα του έγινε δασκάλα στο Διδασκαλείο της Θεσσαλονίκης, όπως και η δική μου, αλλά ποτέ δεν εργάστηκε, και παντρεύτηκε τον Γεώργιο Σαββόπουλο, πρόσφυγα από την Κωνσταντινούπολη, έναν μορφωμένο άνθρωπο από φαναριώτικη οικογένεια, που σπούδασε λογιστής και βρήκε δουλειά στα πολυκαταστήματα Μέλισσα. Ο πατέρας του ήταν αυστηρός και απόμακρος, η μητέρα του πιο λαϊκή αλλά εύστροφη – μιλούσε με βαριά μακεδονική προφορά. Από εκείνη, πιστεύω, ο Διονύσης πήρε την ευστροφία του.
Διονύσης Σαββόπουλος: Οι δάσκαλοι, ο κινηματογράφος, η Θεσσαλονίκη
Το Πέμπτο Γυμνάσιο Αρρένων Θεσσαλονίκης ήταν ένα σχολείο πρότυπο, και είχαμε την τύχη να έχουμε τον φιλόλογο Γεώργιο Βαφειάδη, τον οποίο τιμά και ο ίδιος στο βιβλίο του και στο οπισθόφυλλο των «Αχαρνέων». Ήταν εξαίρετος, πολύ καλλιεργημένος – μας μιλούσε για αρχαία τραγωδία και ποίηση και συχνά δάκρυζε. Υπερέβαινε τον διδακτικό του ρόλο και το σχολικό πρόγραμμα· ήταν ένας συγκλονιστικός άνθρωπος. Μας παρότρυνε να διαβάζουμε, και πράγματι διαβάζαμε από μικροί.
Στην τελευταία τάξη γνωρίσαμε και τον σπουδαίο ποιητή Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, ο οποίος έγινε για εμάς ουσιαστικά ένα σχολείο. Στο διαμέρισμά του, όπου περνούσαμε τα βράδια, μας μιλούσε για τον Μποντλέρ, τον Ρεμπό και τον Βερλέν – μας κινούσε τη φαντασία. Ο Ασλάνογλου, εκ πεποιθήσεως εκπεσών αστός, είχε κληρονομήσει μια νηματουργία από τον πατέρα του, που όμως δεν πήγε καλά –ήταν ποιητής, όχι επιχειρηματίας–, αλλά ο αστικός τρόπος παρέμενε μέσα του.
Πηγαίναμε να τον βρούμε μαζί με τον Σαββόπουλο και τον Βέλτσο, μέσω της Μιμίκας Ελεφάντη, που μας τον είχε συστήσει. Περπατούσαμε μαζί του στην παραλία πέρα δώθε, μας συνόδευε μέχρι το σπίτι και μετά γυρίζαμε μαζί του πίσω και τον συνοδεύαμε εμείς. Τρώγοντας πασατέμπο στον δρόμο, συζητούσαμε για ποίηση και λογοτεχνία – ήμασταν σε μια τρυφερή ηλικία, που διψούσαμε για τέτοια πράγματα. Οι γονείς μας ανησυχούσαν, φοβούνταν ότι μας παρέσερνε. Ουσιαστικά, για εμάς ήταν ο εξωσχολικός μας δάσκαλος. Μας μιλούσε για μέρη μακρινά και μας μάθαινε να αγαπάμε κάτι περισσότερο απ’ αυτό που ήμασταν κι από ό,τι είχαμε – να ανακαλύπτουμε ότι υπάρχει κι ένας άλλος κόσμος πέρα από τον δικό μας.
Με τον Διονύση ξεκινήσαμε μαζί τα πάρτι και τους πρώτους έρωτες, και απολαμβάναμε να μιλάμε για λογοτεχνία και σινεμά. Θυμάμαι ένα βράδυ, βγαίνοντας από το σινεμά Απόλλων, επί της Βασ. Όλγας και έχοντας δει δύο ταινίες, όπως συνηθιζόταν, βρήκαμε την πόλη χιονισμένη, το χιόνι έβγαζε ένα λευκό φως και η νύχτα έλαμπε. Θέλοντας να συνεχίσουμε την ωραία αυτή βραδιά, πήγαμε στο απέναντι ζαχαροπλαστείο και φάγαμε τουλούμπες με καϊμάκι και χαζεύαμε την όμορφη κόρη του ζαχαροπλάστη με τα σκιστά, σαν κινέζικα μάτια. Μας άρεσε πολύ το σινεμά, βλέπαμε μετά μανίας το καινούργιο, κυρίως γαλλικό σινεμά, τις ταινίες του Τριφό, του Φελίνι και των άλλων μεγάλων, θέλαμε κι εμείς να είμαστε κοινωνοί αυτού του κόσμου που γνωρίζαμε.
Ο δρόμος για τη φυγή στην Αθήνα είχε ανοίξει. Ήδη από έφηβοι ήμασταν ανήσυχα πνεύματα, αισθανόμασταν ότι μας έπνιγε η μεταπολεμική, μετεμφυλιακή Θεσσαλονίκη. Θέλαμε κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό. Η Θεσσαλονίκη μπορεί να είναι όμορφη πόλη, αλλά ήταν περίκλειστη, δεν υπήρχε τίποτα το καλλιτεχνικό, ούτε μια γκαλερί – μόνο το Βασιλικό Θέατρο, όπου έρχονταν αθηναϊκοί θίασοι. Η μόνη μας παρηγοριά ήταν οι λογοτέχνες και οι ποιητές της –ο Πεντζίκης, ο Ασλάνογλου, ο Χριστανόπουλος– και φυσικά ο κινηματογράφος.
Τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα
Ο Διονύσης μπήκε στη Νομική, εγώ βρήκα μια δουλειά και κατέβηκα στην Αθήνα. Νοίκιασα ένα διαμέρισμα στην οδό Σκουφά, και δύο μήνες αργότερα ήρθε κι εκείνος με το περίφημο φορτηγό. Έμενε σπίτι μου – εγώ κοιμόμουν στο σομιέ με μια κουβέρτα κι εκείνος στο στρώμα κάτω. Αλλάξαμε δυο τρία σπίτια, στην Κυψέλη και μετά στην Πλατεία Αμερικής. Πάντα έγραφε τραγουδάκια, και πολύ γρήγορα συνέθεσε το «Βιετνάμ γιε γιε», τη «Συννεφούλα» και κάποια ακόμα. Θυμάμαι να επιστρέφει σπίτι χαρούμενος μετά το πρώτο ραντεβού με τον Πατσιφά στη Λύρα – ήταν δύσκολος άνθρωπος αλλά δίκαιος, και είδε το ταλέντο του.
Έτσι προέκυψε το πρώτο δισκάκι, ένα σαρανταπεντάρι, και στη συνέχεια το «Φορτηγό». Άρχισε τις εμφανίσεις του σε μια μπουάτ με χαμηλό φωτισμό στην Πλάκα, το Συμπόσιο, με μεγάλη επιτυχία. Οι θαμώνες κάθονταν στο πάτωμα πάνω σε μαξιλάρες, πίνοντας κρασί σε χάλκινα ποτήρια, ακούγοντας την ιδιόρρυθμη φωνή και τους παράξενους στίχους του. Η μπουάτ ανήκε στον Γιώργο Μπουκουβάλα, έναν πολύ συμπαθητικό και καλλιεργημένο άνθρωπο, και ερχόταν όλο το ανφάν γκατέ της αριστεράς και της διανόησης – άνθρωποι με ανοιχτά μυαλά και περίεργη εμφάνιση. Τότε η αριστερά είχε ενδιαφέρον: ήταν διανοούμενοι και σήμαινε κάτι το να είσαι αριστερός τότε, αν και προερχόμασταν από συντηρητικές οικογένειες.
Από την αρχή στην Αθήνα, ο στόχος του Διονύση ήταν να γράφει τραγούδια και να παίζει μουσική για βιοπορισμό. Βρίσκοντας κάποια μεροκάματα δεξιά και αριστερά, πολύ γρήγορα δημιούργησε ένα κοινό αποκλειστικά δικό του. Πάντα έλεγε ότι θα γίνει μουσικός, κι οι γονείς του έλεγαν: «Τι θες να γίνεις εσύ, μουσικάντης;». Θυμάμαι σε μια 10ήμερη σχολική εκδρομή στην Κέρκυρα, στην τελευταία τάξη του σχολείου, είδαμε τον σπουδαίο Βρετανό ηθοποιό Άλμπερτ Φίνεϊ σ’ ένα καφενείο. Έχοντας δει μια ταινία του που μας είχε ενθουσιάσει, πήγαμε με τα λίγα αγγλικά που ξέραμε να του ζητήσουμε αυτόγραφα. Μας ρώτησε τι δουλειά κάνουμε. «Είμαστε μαθητές!» Συνεχίζοντας είπε: «Και τι θα κάνετε όταν μεγαλώσετε;». Εγώ είχα πει ζωγράφος, ο Βέλτσος φιλόσοφος και ο Σαββόπουλος μουσικός.
Στην Αθήνα γράφτηκα στη Σχολή Δοξιάδη, αλλά διέκοψα την αναβολή και στρατεύτηκα, κι έτσι ο Διονύσης έχασε το σπίτι. Υπηρέτησα στο Τρίτο Σώμα Στρατού Θεσσαλονίκης, κι όταν μεταφέρθηκα στο Κέντρο Νεοσυλλέκτων στην Κόρινθο, με συνόδευσε με το ΚΤΕΛ μέχρι την πύλη του στρατοπέδου – μια συγκινητική στιγμή.
Ο Διονύσης έγινε διάσημος στα 20 του, κι αυτό ήταν και καλό και κακό. Όσο ήμουν φαντάρος δεν παρακολούθησα τη ζωή του: στη Χούντα τον συνέλαβε η Ασφάλεια, μετά πήγαν με την Άσπα στο Παρίσι και στο Μιλάνο. Εγώ μπήκα Καλών Τεχνών μετά τον στρατό, εκείνος έκανε καριέρα και βιοποριζόταν από τη μουσική του. Δεν ήταν εύκολο να τον ακολουθήσει κανείς τότε – ήταν αριστερός, ενεργός σε παρέες και πολιτικά κινήματα. Εγώ, αν και αντιχουντικός, δεν ήμουν πολιτικοποιημένος όπως εκείνος. Ξαναβρεθήκαμε μερικά χρόνια αργότερα, ώριμοι πλέον, με γυναίκες και παιδιά – εκείνος με τις υπέροχες μουσικές του, κι εγώ με τις ζωγραφιές μου. Και παραμείναμε φίλοι καρδιακοί μέχρι το τέλος.
Η ώριμη ζωή
Μοιραστήκαμε μια υπέροχη καθημερινότητα: εργασία, ανατροφή των παιδιών, στιγμές έμπνευσης, τα ωραία και τα δύσκολα. Τα βράδια κάναμε εξόδους σε ταβερνάκια, μπαρ και εστιατόρια, όπως στη Ράτκα, κάναμε νέους φίλους, τα παιδιά μας μεγάλωναν παρέα, πηγαίναμε στο Πήλιο τα καλοκαίρια, μαζί Χριστούγεννα, Πάσχα και οικογενειακές γιορτές, και τραπέζια με τα υπέροχα φαγητά της Άσπας. Περάσαμε μια συναρπαστική ζωή μαζί.
Ο Σαββόπουλος στην παρέα ήταν πολύ δοτικός, με χιούμορ, έλεγε ωραίες ιστορίες, έπαιρνε την κιθάρα και τραγουδούσε, χορεύαμε και γλεντούσαμε μέχρι το πρωί. Δεν υπάρχει σημαντικός άνθρωπος που να μη γνώρισα στο σπίτι του Διονύση: τον Τσαρούχη, τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, τον Βολονάκη, τον Κηλαηδόνη, τον Ταχτσή, τον Ιωάννου – πρώτα στο Ψυχικό κι αργότερα στη Φιλοθέη. Με τον Χατζιδάκι ήμασταν κάθε βράδυ στο Πάρτι, ένα μαγαζί στην Παυσανίου, στο Παγκράτι, που το είχε η Ελένη Ζιώγα. Υπήρχε έξω ένα στρογγυλό τραπέζι κι εκεί κάθονταν μόνο οι φίλοι του Χατζιδάκι και δεν σ’ αφήναν να πληρώνεις. Ήταν εξαιρετικός άνθρωπος, λιγομίλητος, με πηγαία ευγένεια, και ο Σαββόπουλος του είχε μεγάλη αγάπη και σεβασμό – είχαν και οι δύο την ίδια αίσθηση της ελευθερίας στην τέχνη και στον λόγο τους.
Τη δεκαετία του ’80 ο Διονύσης ήταν πια πολύ διάσημος. Έκανε τη μεγάλη συναυλία στο ΟΑΚΑ, κυκλοφόρησε τα «Τραπεζάκια έξω» και παρουσίασε το «ΖΗΤΩ το ελληνικό τραγούδι». Το «Κούρεμα» ήταν για εκείνον πολύ δύσκολη περίοδος – ήταν το «βρόμικο ’89» και πήρε το μέρος του Μητσοτάκη, κάτι που του στοίχισε πολύ. Έπαιζε στην Πλάκα, στο Ζουμ, σε 10 άτομα, του πετούσαν στραγάλια και τον ξεφώνιζαν όταν τραγουδούσε το «Κωλοέλληνες». Δεν είχε δουλειά και χρήματα, κι έφυγε στην Αμερική. Μιλούσαμε γι’ αυτή την περίοδο, τον είχε στενοχωρήσει πολύ, αλλά δεν μετάνιωνε ποτέ για ό,τι έκανε.
Για μένα, ο Διονύσης δεν ήταν μόνο ο σπουδαίος καλλιτέχνης που αγάπησε όλη η Ελλάδα, που δίδαξε με το έργο του γενιές και μίλησε στις καρδιές τόσων ανθρώπων με τα τραγούδια του. Ήταν ο επιστήθιος φίλος μου, που στάθηκε δίπλα μου σε δυσκολίες, κοινές ανησυχίες και όνειρα. Την ημέρα που έφυγε του μίλησα στο τηλέφωνο μέσω του γιου του, Ρωμανού.
Εκείνος, με τα σωληνάκια, δεν μπορούσε να αποκριθεί, του είπα ότι τον αγαπώ κι έκανε νόημα πως κι εκείνος μ’ αγαπάει. Ήταν η τελευταία μας επαφή. Την τελευταία φορά που τον είδα διά ζώσης, στην παρουσίαση του βιβλίου του στο Μέγαρο Μουσικής, στο καμαρίνι, ήταν πολύ καταβεβλημένος – τα μάτια του είχαν μπει μέσα, η φωνή του είχε αλλοιωθεί… σκεφτόμουν: πόσο θα αντέξει; Αλλά στο τέλος κατάφερε να κάνει όλα όσα τον γέμιζαν χαρά. Με είχε πάρει τηλέφωνο μετά τη Μαλακάσα και τη Θεσσαλονίκη και μου έλεγε πόσο χαρούμενος ήταν. Νομίζω ότι έφυγε ευχαριστημένος, πλήρης, συμφιλιωμένος με την ιδέα του θανάτου. Ήταν ένας εξαιρετικά σημαντικός άνθρωπος για την Ελλάδα, αλλά και για τη δική μου ζωή υπήρξε καθοριστικός – εκείνος έφυγε, εγώ μένω.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Το μουσικό σύνολο Les Arts Florissants ερμηνεύει Μπαχ με όργανα εποχής
Το ανδρόγυνο στιλ και οι πυρετικές κραυγές του ενσάρκωσαν το πνεύμα και τον ήχο της ροκ κοσμογονίας
Ο διαγωνισμός τραγουδιού θα πραγματοποιηθεί στην Αυστρία τον Μάιο
Ο πρόεδρος Χέρτσογκ χαιρετίζει την απόφαση της EBU
Υπήρξε βασικό μέλος των Blues Brothers, του συγκροτήματος των Τζον Μπελούσι και Νταν Ακρόιντ
Η σπουδαία καλλιτέχνιδα επιστρέφει στη χώρα μας
Ποιες χώρες ανακοίνωσαν ότι θα απέχουν από τον διαγωνισμό
Με το νέο του άλμπουμ «Ανάμεσα» ανανεώνει το ελληνικό τραγούδι. Πριν βρεθεί «Ανάμεσα σε φίλους» στο Παλλάς, ταξιδέψαμε μαζί του ακούγοντας και μιλώντας
Ένα από τα σημαντικότερα ονόματα του σύγχρονου metal ήχου
Οι παραγωγοί του Voice 102.5 μιλούν για το ραδιόφωνο
Σχέδιο με το σύνθημα «Another Prick in the Wall» μετά τις προσβλητικές δηλώσεις
Το βίντεο φαινόταν να προωθεί τη καμπάνια του κατά της παράνομης μετανάστευσης
Το πρόγραμμα της εορταστικής μουσικής βραδιάς - Με έργα από την Αναγέννηση έως τον 20ό αιώνα
Η ποπ σταρ μοιράστηκε το επίσημο τρέιλερ του φιλμ «The Eras Tour: The Final Show»
Μια ονειρική βραδιά για τους νοσταλγούς του πανκ ροκ των 90s
Ο Ασάφ Αβιντάν μιλάει στην Athens Voice για τον νέο του δίσκο, τις δυσκολίες και όσα του έλειψαν από τις ζωντανές εμφανίσεις, λίγο πριν ανέβει στη σκηνή του Floyd
Η θέση των διαχειριστών των πνευματικών δικαιωμάτων του Μίκη με αφορμή το ζήτημα της περιοδείας
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.