Μουσικη

«Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε...» την πορεία σημαντικών Ελλήνων συνθετών

Από τον Βαμβακάρη και τον Μητρόπουλο στον Ξαρχάκο: μια διαδραστική περιήγηση για το έργο 11+1 εμβληματικών συνθετών στην Πινακοθήκη Γκίκα

Ιωάννα Γκομούζα
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε...» στην Πινακοθήκη Γκίκα: μια δράση από το Μουσείο Μπενάκη και το Ινστιτούτο Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς

Πώς έβλεπε ο Μάνος Χατζηδάκις το έργο του πρωτοπόρου συνθέτη και στοχαστή Ιάννη Ξενάκη; Τι «δάνεισε» ο Βασίλης Τσιτσάνης, η θρυλική μορφή του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, στον εμβληματικό δημιουργό της σύγχρονης κλασικής μουσικής Νίκο Σκαλκώτα; Πώς βοήθησε ο μουσουργός των περίφημων «36 ελληνικών χορών» τον ομότεχνό του του ελαφρού τραγουδιού Κώστα Γιαννίδη –ο οποίος υπηρέτησε και την συμφωνική μουσική με το πραγματικό του όνομα Γιάννης Κωνσταντινίδης; Τι συνδέει τον Γιώργο Σισιλιάνο, έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού μουσικού μοντερνισμού, με τον διάσημο μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο; Συναντά η λόγια, την λαϊκή και την έντεχνη δημιουργία; Τι θέση έχει ο Σταύρος Ξαρχάκος σ’ αυτό το σύμπαν; Και γιατί όλο αυτό το υλικό μας αφορά σήμερα;

Ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης στην Νέα Υόρκη. Δωρεά ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, αρχείο Μάριο Βίττι. Μουσείο Μπενάκη / Πινακοθήκη Γκίκα

«Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε...» από το Μουσείο Μπενάκη και το ΙΕΜΚ

Η δράση «Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε...», μια πρωτοβουλία του νεοσύστατου Ινστιτούτου Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς, έρχεται στην Πινακοθήκη Γκίκα για να αναδείξει με τη χρήση της τεχνολογίας και μέσα πιο θελκτικά σ’ ένα νεότερο κοινό (σύντομες προβολές, ηχητικά αρχεία και επαυξημένη πραγματικότητα) το έργο 11+1 εμβληματικών συνθετών που «κατοικούν» στο μουσείο. Ο λόγος για τους όσους ήδη προαναφέραμε αλλά και για τους Μάρκο Βαμβακάρη, Μίκη Θεοδωράκη, Αλέκο Ξένο, Γιάννη Α. Παπαϊωάννου, καλλιτέχνες που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην Ελλάδα του 20ού αιώνα από το δικό του μετερίζι ο καθένας, άλλοτε πατώντας στη βάρκα της λογιότητας κι άλλοτε στη ρίζα της παράδοσης.

Παράλληλα, όμως, αποκαλύπτει κι ένα πολυεπίπεδο πλέγμα δημιουργικών σχέσεων –την όσμωση, τη δικτύωση, τη συνεργασία– που τους συνδέει τόσο μεταξύ τους όσο και με άλλες προσωπικότητες της εγχώριας τέχνης και διανόησης (π.χ. με τους ποιητές Γιάννη Ρίτσο και Μανώλη Αναγνωστάκη, τις χορογράφους Ραλλού Μάνου και Κούλα Πράτσικα, τον ζωγράφο και σκηνογράφο Γιάννη Τσαρούχη) με τις οποίες συνυπάρχουν στις σάλες της Κριεζώτου 3.

«Η έκθεση μας καλεί να ανακαλύψουμε το αποτύπωμα ενός “οικοσυστήματος”, το οποίο, με τις καμιά φορά απροσδόκητες συγκλίσεις και τις αποκλίσεις κάθε συμμετέχοντος δημιουργού, είναι σήμερα, σχεδόν έναν αιώνα μετά, απολύτως παρόν στην ελληνική μας πραγματικότητα. Μετασχηματίζεται, μεταλαμπαδεύεται, επανερμηνεύεται, μα είναι πάντα εδώ», αναφέρει η Ερατώ Κουτσουδάκη που είχε την ιδέα και επιμελήθηκε αυτό το εγχείρημα.

Επιστολή του Δημήτρη Μητρόπουλου στον Αντώνη Μπενάκη, 20/12/1929. Μουσείο Μπενάκη / Πινακοθήκη Γκίκα

Αντλώντας τον τίτλο του από μια φράση του Μένη Κουμανταρέα που συνδέεται με τον Δημήτρη Μητρόπουλο και τον Κωνσταντίνο Καβάφη, μας δίνει την ευκαιρία να ιχνηλατήσουμε με επιπλέον ερεθίσματα τις διαδρομές των μουσικών-πρωταγωνιστών της έκθεσης και μάλιστα μέσα σε 50 ημέρες λειτουργίας, καθώς με αυτή την αφορμή το ωράριο του χώρου διευρύνεται.

Κλειδί στις διαδρομές μας το πράσινο, αφού αυτό το χρώμα ορίζει τους σταθμούς της δράσης στους τέσσερις ορόφους του μουσείου. Κείμενα, αρχειακά τεκμήρια, αποσπάσματα από τραγούδια και συνεντεύξεις αναδύονται μέσα από οθόνες και ηχογραφήσεις· ειδικές σημάνσεις στο δάπεδο αποκαλύπτουν σκέψεις των δημιουργών για την τέχνη τους· επιπλέον οπτικοακουστικό περιεχόμενο ενεργοποιείται με τη συνδρομή μιας (δωρεάν) ψηφιακής εφαρμογής ενώ σε τρεις στήλες-«πυκνωτές», οι «Χοροί» του Σκαλκώτα, η «Αραπιά» του Τσιτσάνη και οι «Όρνιθες» του Καρόλου Κουν γίνονται αφετηρία για να ξετυλιχθούν συνομιλίες, τάσεις και πειραματισμοί που συναντάμε στον μακρύ 20ό αιώνα.

Έτσι, απολαμβάνουμε αποσπάσματα από χαρακτηριστικές μελωδίες (π.χ. τον Επιτάφιο του Ρίτσου στις διαφορετικής αντίληψης ενορχηστρώσεις του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη)· βλέπουμε στην οθόνη ή ακούμε τον λόγο τους (π.χ. τον μετρ του πόντιουμ Μητρόπουλο να παρουσιάζει το πρόγραμμα της συναυλίας της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης στο Ηρώδειο το 1955 και τον Αλέκο Ξένο να εκφράζει τη θέση του για το ρεμπέτικο)· θυμόμαστε δημιουργικές και φιλικές σχέσεις που τους ένωναν (π.χ. αντικρύζοντας τον Τσιτσάνη στο Χάραμα να καλεί τον Γιάννη Τσαρούχη να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο ή τον Θεοδωράκη να προλογίζει τον Τσιτσάνη σε μια συναυλία στη Νίκαια το 1983 «ενθρονίζοντάς» τον στην καρδιά του λαού).

«Μας επιτρέπει ακόμα να παρατηρήσουμε πώς και πόσο διαφορετικά, συνεχίζουν να αποτελούν σήμερα, πηγή έμπνευσης νέων δημιουργών», συμπληρώνει η δραστήρια μουσειολόγος και επιμελήτρια, όταν η περφόρμερ Νίνα Νάι εμφανίζεται να τραγουδά Κώστα Γιαννίδη σε μαγνητοσκοπημένα αποσπάσματα από το drag ορατόριο «Τραγούδια του ελληνικού λαού» της bijoux de kant και ο Θανάσης Παπαγεωργίου στη σκηνή του θεάτρου Στοά ως Μάρκος Βαμβακάρης ή ακούμε την Nalyssa Green να διασκευάζει το «Αστέρι του βοριά» και τους Locomondo να τραγουδούν την «Φραγκοσυριανή».

«Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε...»: Στιγμιότυπο από πρωτότυπο βίντεοκλιπ που δημιουργήθηκε για τις ανάγκες της μουσειακής παρέμβασης του ΙΕΜΚ στις μόνιμες συλλογές της Πινακοθήκης Γκίκα

Ο Σταύρος Ξαρχάκος στην Πινακοθήκη Γκίκα

Τι ρόλο παίζει, όμως, σ’ αυτή τη συντροφιά ο Σταύρος Ξαρχάκος; Συνομιλητής και συνοδοιπόρος κάποιων από τους σημαντικότερους της λεγόμενης «γενιάς του ‘30», ο αειθαλής, πολύτροπος συνθέτης έχει καταπιαστεί σχεδόν με όλα τα είδη στην ιστορία της ελληνικής μουσικής: από το λαϊκό, το ρεμπέτικο και το «έντεχνο λαϊκό», στη λόγια, τη θεατρική και την κινηματογραφική.

Η βιντεοπροβολή που δεσπόζει στην αίθουσα των περιοδικών εκθέσεων στο ισόγειο του μουσείου μας δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσουμε καλύτερα λιγότερο προβεβλημένες όψεις του, ενώ ακούγονται και σημαντικά έργα του. Να ανακαλύψουμε τον συνθέτη κλασικής μουσικής, τον μαθητή της θρυλικής Σχολής Tζούλιαρντ της Νέας Υόρκης, τον συνομιλητή του Λέοναρντ Μπερνστάιν και του Ντέιβιντ Ντάιαμοντ, να μάθουμε για την γνωριμία του με την Μελίνα Μερκούρη και τους «ενοίκους» της Πινακοθήκης Γκίκα, όπως και ποιο είναι το πιο αγαπημένο από τα έργα του και πάνω σε τι δουλεύει αυτή την εποχή – τραγούδια σε ποίηση του Ευγένιου Τριβιζά, η οποία βασίζεται σε μια ιστορία που σκαρφίστηκε η 8χρονη κόρη του συνθέτη, Ιζόλδη Ξαρχάκου.

Επιστολή του Γιάννη Ρίτσου προς τον Μίκη Θεοδωράκη, 23 Ιουνίου 1957. Αρχείο Μίκη Θεοδωράκη, Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη».

Στις προθήκες, τεκμήρια από τη διαδρομή του, που θα αντίκρυζε κανείς στο γραφείο του, πριν αυτά πάρουν το δρόμο προς τη δημιουργία ενός αρχείου. Το εξώφυλλο του δίσκου Θεμιστοκλέους 43 που απεικονίζει το σπίτι όπου γεννήθηκε και δεν υπάρχει πια· ένα δείγμα από τις μπαγκέτες και τις (αναρίθμητες) πίπες καπνίσματος που χρησιμοποιούσε· στίχοι του Γκάτσου και του Ρίτσου που μελοποίησε γραμμένοι από το χέρι των ποιητών· το πρωτότυπο έργο του Γιάννη Μόραλη για το εξώφυλλο του δίσκου «Νυν και αεί»· μια επιστολή του Μίκη Θεοδωράκη με την οποία τον συγχαίρει για την εκδοχή του στον «Επιτάφιο»· το φωτογραφικό πορτρέτο του Δημήτρη Μητρόπουλου που ο Έλληνας διάσημος αρχιμουσικός χάρισε με ιδιόχειρη αφιέρωση στον Ντέιβιντ Ντάιαμοντ και ο Αμερικανός συνθέτης παρέδωσε με δικό του σημείωμα στον Έλληνα μαθητή του· στιγμιότυπα από μια συναυλία συμφωνικής μουσικής στη Νέα Υόρκη που, όπως αποκαλύπτει, τον ζόρισε πάρα πολύ.

«Η έκθεση δεν έχει καμία φιλοδοξία να εξαντλήσει το θέμα. Είναι ένα μικρό σκούντημα στον ώμο του επισκέπτη –“δες αυτό”, “θυμήσου εκείνο”– για να κεντρίσει επαρκώς την περιέργειά μας ώστε μετά να ανατρέξουμε σε μία πλατφόρμα μουσικής, στη βιβλιοθήκη και τη δισκοθήκη μας και να ξαναέρθουμε στο Μουσείο Μπενάκη για να ανακαλύψουμε όλους τους υπόλοιπους δημιουργούς που φιλοξενούνται εδώ» επισημαίνει η Ερατώ Κουτσουδάκη.

«Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε...»: Στιγμιότυπο από πρωτότυπο βίντεοκλιπ που δημιουργήθηκε για τις ανάγκες της μουσειακής παρέμβασης του ΙΕΜΚ στις μόνιμες συλλογές της Πινακοθήκης Γκίκα

«Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε...»: μια πρωτοβουλία του Ινστιτούτου Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς

Την επιμελήτρια συνέδραμαν οι μουσικολόγοι Αλέξανδρος Χαρκιολάκης (διευθυντής του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής»), Στεφανία Μεράκου (διευθύντρια της Μουσικής Βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη») και Βάλια Βράκα (υπεύθυνη του Αρχείου Ελληνικής Μουσικής του ίδιου φορέα), ενώ για την έρευνα και τεκμηρίωση του αρχειακού υλικού συνεργάστηκε η μουσειολόγος Ευγενία Ευθυμιάδου. Επιστημονική υπεύθυνη του συνόλου της δράσης ως επιστημονική διευθύντρια του ΙΕΜΚ είναι η αναπληρώτρια καθηγήτρια Μουσικής και Οπτικο-ακουστικού Πολιτισμού στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Ρενάτα Δαλιανούδη.

Αποσκοπώντας στη συλλογή, αρχειοθέτηση και ψηφιοποίηση μουσικών τεκμηρίων που αφορούν τη μουσική ως τέχνη και ως επιστήμη, το ΙΕΜΚ υπογράφει με αυτή την έκθεση την τρίτη δημόσια ενέργειά του. Στους στόχους του ιεραρχεί τη δημιουργία μιας βάσης δεδομένων, ένα ενιαίο ηλεκτρονικό μητρώο αρχείων ελεύθερης πρόσβασης, που θα φιλοξενεί πληροφοριακό υλικό για όλα τα είδη της ελληνικής μουσικής αλλά και για τη σχέση της με άλλες παραστατικές τέχνες και τον κινηματογράφο.

Επιστολή του Νίκου Σκαλκώτα στον Γιάννη Κωνσταντινίδη, 17/8/1929. Δωρεά Λάμπρου Λιάβα, Μουσείο Μπενάκη / Πινακοθήκη Γκίκα

INFO:
«Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε...»
Μουσείο Μπενάκη – Πινακοθήκη Γκίκα, Κριεζώτου 3, Σύνταγμα, 210 361 5702
Διάρκεια έκθεσης: 25 Απριλίου έως 21 Ιουλίου 2024
Ημέρες & ώρες λειτουργίας: Πέμπτη 10:00-22:00, Παρασκευή, Σαββάτο, Κυριακή 10:00-18:00 Τιμή εισιτηρίου έκθεσης: € 9, μειωμένο € 7.