- CITY GUIDE
- PODCAST
-
17°
Όχι στα μονοπλάνα: Η ζωή είναι μοντάζ
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας


Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση
ΣΤΙΛ VS ΟΥΣΙΑΣ
Δεν έχω χειρότερο από τα έργα που γυρίζονται με μία συνεχόμενη λήψη — ή αυτά που είναι φτιαγμένα για να φαίνονται πως γυρίστηκαν με μία συνεχόμενη λήψη. Γιατί; ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΑΥΤΟ. Ή μάλλον υπάρχει ένας και ΜΟΝΟ ένας: για να φλεξάρει ο σκηνοθέτης, να βγει και να πει: «Σόρι, αλλά το είδατε αυτό; Δεν είμαι τελείως γάτος;»
Όχι, δεν είσαι. Και σόρι που το μαθαίνεις από μένα. Έτερος.
Στ’ αλήθεια: όχι απλώς δεν μπορώ να σκεφτώ κανέναν σοβαρό λόγο να κάνεις ένα one-shot φιλμ, αλλά και καμία συζήτηση όλα αυτά τα χρόνια δεν με έχει πείσει στο ελάχιστο για την… αναγκαιότητα μιας τέτοιας παλαβής απόφασης. Θα πεις, είναι μια καλλιτεχνική και αφηγηματική επιλογή, οπότε περί ορέξεως…
Σωστά. Αλλά είναι μόνο αυτό. Δεν δικαιολογείται από τίποτε άλλο. Το σινεμά ή είναι μοντάζ, ή δεν είναι τίποτε. Και ο σκηνοθέτης ή είναι αυτός που φωνάζει «Cut!» ή δεν είναι σκηνοθέτης, είναι διευθυντής σε κέντρο logistics.
Λένε, ας ’ούμε:
- Με ένα one-take έργο ο θεατής θα νιώσει ότι βρίσκεται ακριβώς εκεί, στη σκηνή, στο κέντρο της δράσης, θα βιώσει τα γεγονότα σε πραγματικό χρόνο, και όλα αυτά πολύ άμεσα και πολύ έντονα και πολύ δραματικά. Μπα, τι μου λέτε; Σοβαρά; Και τα άλλα δέκα εκατομμύρια ταινίες που είναι κανονικά μονταρισμένες ΔΕΝ το κάνουν αυτό; Κλείστε τον κύριο!
- Με ένα συνεχόμενο, χωρίς κοψίματα μονοπλάνο, δημιουργείται μια «αίσθηση επείγοντος»: είστε κλειδωμένοι στο ίδιο δωμάτιο με τους ήρωες, ο ψυχολογικός αντίκτυπος της ταινίας επάνω σας είναι πιο δυνατός, τα συναισθήματα χτυπάνε κόκκινο. Ο,ΤΙ ΝΑ ’ΝΑΙ. Λες και τα νορμάλ έργα τα βλέπουμε ρίχνοντας ματιές στο κινητό μας και χαζεύοντας reels.
- Σε συγκεκριμένες ιστορίες, στις οποίες ο χρόνος και ο χώρος είναι ζωτικής σημασίας (ένα ταξίδι, μια περιπλάνηση, το εναγώνιο ψάξιμο ενός φίλου, ενός εραστή, ενός κακού) το μονοπλάνο ταυτίζεται με τη δομή της ιστορίας, καθώς η αφηγηματική ροή καταλ— ΜΠΟΥΡΔΕΣ. Με το μοντάζ (υπάρχουν διακόσες σχολές μοντάζ, η μία καλύτερη από την άλλη) όλα αυτά γίνονται, όχι απλώς… αξιοπρεπώς, αλλά άψογα.
- Το one-take δίνει την αίσθηση ότι τα τεκταινόμενα παρουσιάζονται σε μια θεατρική σκηνή, η ροή και ο ρυθμός είναι πιο κοντά σε μια παράσταση παρά σε μια τυπική ταινία, οπότε το— ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΟΠΟΤΕ. Να πάτε να κάνετε θέατρο αν προτιμάτε να κάνετε θέατρο. Και να το βλέπετε με τη μαμά σας και τον μπαμπά σας. Και με τους θείους σας. Τελειώσαμε.
Όπως βλέπετε, τίποτε δεν πείθει έναν άνθρωπο που απλώς αναρωτήθηκε, «Μα… σόρι, αλλά… αλλά γιατί το κάνατε αυτό, χριστιανέ μου;»
Το είπαμε. Δεν υπάρχει ΚΑΝΕΝΑΣ λόγος για να το κάνουν· οι άνθρωποι απλώς φλεξάρουν: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» Και κάτι ακόμη (τους το δίνω): εξαιτίας της ανοησίας του μονοπλάνου, με τις τεχνικές δυσκολίες που συνεπάγεται και τα λοιπά και τα λοιπά, όλο το τένις αρχικώς συζητά ΓΙ’ ΑΥΤΑ και ΜΟΝΟ ΓΙ’ ΑΥΤΑ. Κι όταν τσιμπήσει το κοινό, τότε μιλάνε και για τα υπόλοιπα. Μην πάτε μακριά, το «Adolescence» κάνει ΑΚΡΙΒΩΣ αυτό το πράγμα που λέμε. Το είδαμε μπροστά στα μάτια μας. «Τέσσερα επεισόδια, τέσσερις λήψεις». «Έλα!» «Αμέ». «Και τι λέει, τι γίνεται;» «Άσε, είναι για ένα βλαμμένο που σκότωσε μια συμμαθήτριά του». «Πλάκα μού κάνεις!»

Είπαμε στην αρχή ότι μάς τη δίνουν και τα έργα που είναι φτιαγμένα για να φαίνονται πως γυρίστηκαν έτσι, με μία καλά ενορχηστρωμένη λήψη. Το παίρνουμε πίσω. Αυτοί καλά κάνουν: σου λέει, Δεν παίζει να γίνει χωρίς μοντάζ, αλλά θα το κάνω, σαν άλλος Χίτσκοκ, να μοιάζει τέτοιο, για να μου πούνε πόσο μάγκας είμαι. Σαπό. Βλέπε βέβαια τον «Birdman» του Ινιάριτου, το οποίο κυρίως αναφέρω για να πω (επιτέλους) πόσο παράλογο όνομα είναι αυτό: Ινιάριτου. Τρέχα-γύρευε. («Πώς σάς λένε;» «Ινιάριτου». «Ε;» «Ινιάριτου». «Θα σας ειδοποιήσουμε»). Θα βάζαμε και το «1917» του Μέντες εδώ, αλλά δεν είναι ένα έργο που θέλουμε να συζητήσουμε, μας εκνευρίζει ΤΟΣΟ πολύ το «1917» του Μέντες. Όπως επίσης δεν θέλουμε να μιλήσουμε και για το «Children of Men» του Αλφόνσο Κουαρόν, αν και αυτό τυχαίνει να το αγαπάμε. Επειδή όμως μιλήσαμε, γίνεται φανερό εδώ ότι αυτοί οι Μεξικάνοι, ξέρω γω τι είναι, έχουν την πετριά με τα φέικ μονοπλάνα. Οι Ισπανόφωνοι, πώς τούς λένε. Κουαρόν. Μέντες. Και ο ΙΝΙΑΡΙΤΟΥ. Κάτι τούς βάζουν στην τεκίλα, δεν εξηγείται αλλιώς.
Ας είμαστε ειλικρινείς: κάποιοι άνθρωποι απλώς θέλουν να τους βγάλεις το καπέλο, ΟΧΙ (μόνο) επειδή είπαν μια καλή ιστορία, αλλά γιατί κατάφεραν (μα πόσο τρομερό…) να στήσουν στη σειρά δέκα, είκοσι, πενήντα σκηνές. Αυτό, λέει, φανερώνει το όραμα του σκηνοθέτη (σαν αυτά που βλέπαν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης όταν πίνανε ποιος ξέρει τι κάτω από τον ήλιο της ερήμου), τις ταχυδακτυλουργικές ικανότητες του συνεργείου (απορώ τι κάνουν τα σωματεία τους), και την καλή θέληση των ηθοποιών (που μπορούν και γίνονται και ακροβάτες άμα λάχει).
Αν εξυπηρετεί όλο αυτό το ζογκλερικό την ιστορία; Όχι, σε καμία περίπτωση.
Αν έχουν γυριστεί ΑΠΟΛΥΤΩΣ παρόμοιες ταινίες (και συχνά απείρως καλύτερες) με δέκα κοψίματα στο μισό λεπτό; Ναι: εννοείται, όλος ο καλός σινεμάς το κάνει.
Αν είναι περιοριστικό εντέλει να γυρνάς ταινίες-μονοπλάνα; ΠΡΟΦΑΝΩΣ και είναι.
Και εδώ βρίσκεται κρυμμένη η μεγαλύτερη απατεωνιά ever: σου λένε «Κοίτα τι έκανα ο θεούλης», κι εσύ πράγματι το βλέπεις και λες, «Ρε τον κερατά, πράγματι…» Και δεν σκέφτεσαι, ΕΔΩ ΠΟΥ ΤΑ ΛΕΜΕ ΟΜΩΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΠΑΠΑΔΕΣ ΑΜΑ ΤΗ ΓΥΡΝΑΓΕΣ ΚΑΝΟΝΙΚΑ. Και δεν εννοούμε καν, μόνο, την αλλαγή τοποθεσιών, τα άλματα στον χρόνο, τις διαφορετικές οπτικές κλπ. Εννοούμε τα ΠΑΝΤΑ. Για να μη μιλήσουμε για την πίεση που ασκούν αυτοί οι τύποι στους ηθοποιούς, για τους μήνες προετοιμασίας που θα μπορούσαν να επενδυθούν σε χίλια δυο άλλα πράγματα (σε λύσιμο σταυρολέξων π.χ., ή σε γέμισμα λούτρινων με τζίβα), για τα άπειρα χρήματα που ξοδεύονται για να αγοραστούν ή να φτιαχτούν κάμερες, ράγες, ειδικά μηχανήματα κλπ. κλπ.
ΠΡΟΦΑΝΩΣ και είμαστε υπέρ των μεγάλων μονοπλάνων, των σκηνών που γυρίζονται χωρίς μοντάζ και έχουν (ΝΑΙ, ΤΙ ΑΛΛΟ) ξύλο, αίμα, βία, σφυριά αλά «Old Boy», ή κυνηγητά, σφαίρες, χειροβομβίδες όπως το βιντεογκεμίστικο «Hardcore Henry», ή κουκουρούκου ζόμπι σαν το θεϊκό «One Cut of the Dead» (το no-budget πρωτότυπο λέμε, όχι τη γαλλική μπαλαφάρα). Γιατί; Γιατί ΑΛΛΟ ΑΥΤΟ.
Πώς να το πούμε διαφορετικά;
Ή μάλλον ας το πούμε: το «Boiling Point» (ή μια οποιαδήποτε άλλη one-take ταινία δωματίου) μπορούσε να ήταν δέκα κλάσεις επάνω αν ήταν γυρισμένο ανθρώπινα, με μοντάζ. Ενώ οι σκηνές μάχης σε διάδρομο, με έναν εναντίον εκατό, όπως στην πρώτη σεζόν τού «Daredevil», θα ήταν δέκα κλάσεις ΚΑΤΩ αν ήταν μονταρισμένες: θα ήταν μία από τα ίδια.

Μας αρέσει να εντυπωσιαζόμαστε. Μας αρέσει να βλέπουμε μαγικά και να μην ξέρουμε πώς διάολο γίνονται, μας αρέσει να βλέπουμε ριψοκίνδυνα πράγματα, και πράγματα «αλλιώς». Μας αρέσει να θυμόμαστε ότι οι ταινίες έχουν να κάνουν με την κίνηση, ότι είναι motion pictures. Και, ναι, δεν υπάρχει πιο «κινούμενη κίνηση» από τη never stop κίνηση.
Αλλά να έχει και κάποιο λόγο για να γίνεται όλο αυτό, όχι μόνο την επίδειξη βιρτουοζιτέ σκηνοθέτη-συγκοινωνιολόγου.
ΥΓ1. Ένα κόλπο: σκεφτείτε όποια ταινία αγαπάτε πολύ — και μετά σκεφτείτε τη γυρισμένη σε μονοπλάνο. Γίνεται; Όχι. Αυτό ήταν το κόλπο.
ΥΓ2. Είχα πει να μη μιλήσω κι εγώ για την «Εφηβεία», αλλά μπα. Πάτησα και αυτόν τον όρκο.
* * *
ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΤΗΝ Ψ
Η κλινική ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια και ομαδική αναλύτρια Σουζάνα Παπαφάγου γράφει σήμερα για το μίσος και τον θυμό, αλλά από την καλή τους πλευρά! Την ευχαριστούμε πολύ. Ενώ έχει πλέον και τη δική της στήλη, κάθε εβδομάδα μιλά στο Ημερολόγιο για έναν φόβο μας, ένα πρόβλημα, κάτι που μας τρώει και μας ταλαιπωρεί — και πώς μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε.
Η Ρ. μεγάλωσε με την πεποίθηση πως πρέπει πάντα να βλέπει το καλό στους ανθρώπους, ακόμα και όταν την αδικούσαν. Από μικρή άκουγε τη φράση, «Πρέπει να βλέπουμε το καλό σε όλους, κι ας μας πατάνε κάτω». Αυτή η πεποίθηση τη συνόδευε σε κάθε μελλοντική σχέση και αλληλεπίδραση. Ωστόσο, υπήρξαν άνθρωποι που την πλήγωσαν και, παρά τις ειλικρινείς προσπάθειές της για καλοσύνη, ένιωθε να τους μισεί κρυφά. Φοβόταν ότι το μίσος ήταν αμαρτία και πως, αν το αναγνώριζε, θα τιμωρούνταν από τον Θεό… Η σύγκρουση αυτή τη βασάνιζε και τη γέμιζε με ενοχές.
Όμως, το μίσος και ο θυμός δεν είναι πάντα αρνητικά συναισθήματα. Η πραγματική πρόκληση δεν είναι να τα νιώθουμε, αλλά να τα διαχειριστούμε σωστά. Ενδέχεται, μάλιστα, αν τα καταπιέσουμε ή τα αγνοήσουμε, να έχει σοβαρές συνέπειες η ψυχική μας υγεία. Αν δεν αναγνωρίσουμε το μίσος, μπορεί να γίνουμε θύματα του εαυτού μας και να στραφούμε εναντίον μας με αρνητικά συναισθήματα αυτοκριτικής και επίκρισης. Αν, για παράδειγμα, δεν αναγνωρίσουμε ότι κάποιος μάς αδίκησε, μπορεί να καταλήξουμε να πιστεύουμε πως εμείς φταίμε για ό,τι μας συνέβη.

Το πρόβλημα δεν είναι να νιώθουμε θυμό ή μίσος, αλλά να μένουμε εγκλωβισμένοι σε αυτά για πολύ καιρό. Αν παραμείνουμε σε αυτή την κατάσταση, τα αρνητικά αυτά συναισθήματα μπορεί να μας «καταναλώσουν» και να εμποδίσουν την πορεία μας προς την εσωτερική γαλήνη. Η υπερβολική ανάγκη να είμαστε πάντα ευγενικοί και συγκαταβατικοί, ακόμη και όταν οι άλλοι μάς αδικούσαν ή μας εκμεταλλεύονταν, μπορεί τελικά να μας εξουθενώσει.
Προσοχή: η «τοξική καλοσύνη» συχνά οδηγεί σε αυτοθυσία και παραμέληση των προσωπικών μας ορίων. Όταν καταπνίγουμε τα συναισθήματα και τις πραγματικές μας ανάγκες για να φανούμε «καλοί» απέναντι στους άλλους, γεννιέται ένα ψυχικό βάρος μέσα μας που μας απομακρύνει από τη συναισθηματική μας ισορροπία.
* * *
ΣΥΜΒΟΛΗ ΙΑΤΡΟΥ
Ο Στέλιος Ιατρού, ιστορικός από τη Θεσσαλονίκη, γράφει στο Ημερολόγιο για να βρίσκει αφορμές να χρονοτριβεί και ν’ αναβάλλει την παράδοση των εργασιών του. Σήμερα: μια σαρκοφάγος, και η ενάρετη πολιτεία.

Μάχη Ρωμαίων και Γότθων στη «Σαρκοφάγο Ludovisi» από μάρμαρο Προκοννήσου, πολύ διαδεδομένο στους αυτοκρατορικούς χρόνους, άλλως γνωστή και ως «Σαρκοφάγος της Via Tiburtina» (250-260 μ.Χ.), αν και βρέθηκαν εκεί κι άλλες σαρκοφάγοι, εννοείται. Ανακαλύφθηκε κοντά στην Porta Tiburtina της Ρώμης το 1621, έλαβε δε τ’ όνομά της από τον πρώτο της συλλέκτη-ιδιοκτήτη, τον Καρδινάλιο Ludovico Ludovisi (1595-1632, πέθανε μόλις 37 ετών), κι εκτίθεται σήμερα στο Museo Nazionale di palazzo Altemps της Ρώμης.
Ο κακός χαμός που βλέπετε στη μπαρόκ σύνθεση της μάχης είναι τυπικός των μέσων του 3ου αι. μ.Χ., χρόνων της μεγάλης κρίσης της αυτοκρατορίας, και απέχει ασφαλώς από τακτοποιημένες συνθέσεις κλασικών προτύπων. Μας μεταφέρει, όμως, κάτι από το πνεύμα του καιρού της — όχι; Δεν μας λέει άραγε τίποτα για το πώς σκέφτονταν, ποιες ήσαν οι προτεραιότητες και οι ταχύτητες της σκέψης τους τότε; Δεν μας λένε άραγε τίποτα για τη δραματικότητα των νοερών συλλήψεων και των αντιλήψεων του καιρού εκείνου της ύστερης αρχαιότητας όλη αυτή η διάχυση των περιγραμμάτων, η αλληλοπεριχώρηση των μορφών, τούτο το αδόμητο χάος που δεν ξεκουράζει το μάτι μα θορυβεί την αισθητική μας πρόσληψη και προκαλεί αναστάτωση στην ψυχή μας;
Διαθέτουμε κι από νωρίτερα, βέβαια, πυκνές παραστάσεις με πλεγμένες μορφές να περιελίσσονται σε κίονες των Αντωνίνων του προηγούμενου αιώνα, λογουχάρη στον κίονα του Μάρκου Αυρηλίου που επηρέασε πολύ τη μεταγενέστερη τέχνη, όπως και σε άλλες είκοσι τέσσερις σαρκοφάγους που μαζί με τη Ludovisi συγκροτούν μιαν ομάδα (Antonine Group)· εκείνες είναι του τέλους της εποχής των Αντωνίνων κι έπειτα, 170-210 μ.Χ., που φιλοτεχνήθηκαν στη Ρώμη και την Αθήνα, όπως η ακόμα πλουσιότερη «Σαρκοφάγος Portonaccio» (περ. 180 μ.Χ.), η οποία παριστάνει μάχη του Μάρκου Αυρηλίου κατά τη γερμανο-σαρματική του εκστρατεία (172-175 μ.Χ.). Απώτερες ρίζες τέτοιων πυκνών συνθέσεων εντοπίζονται σε γλυπτές παραστάσεις του ελληνιστικού Βασιλείου της Περγάμου με νίκες των Ατταλιδών επί των Γαλατών.
Θα θυμάστε την εναρκτήρια σκηνή στον «Μονομάχο» του Ρίντλεϊ Σκοτ (2000, μάλλον meh το σίκουελ του Νοεμβρίου 2024), με τη μάχη των Ρωμαίων κόντρα στους Γότθους, παρόντος του Μάρκου Αυρηλίου. Απ’ τα χρόνια των Αντωνίνων πληθαίνουν πράγματι οι τέτοιας λογής, χαοτικά πυκνές συνθέσεις μαχών, όπου οι Ρωμαίοι υποτάσσουν Βαρβάρους, άλλοτε ανηλεώς, κι άλλοτε τους επιδεικνύουν έλεος σε κάποιο σημεία της παράστασης, όπως εδώ όπου ένας λεγεωνάριος κρατά χαμηλά με το ένα χέρι του το χέρι του γονατισμένου Βαρβάρου και με το άλλο το πιγούνι του, σκηνή που υπαινίσσεται πως εξετάζει εάν θα τον σκοτώσει ή θα τον ελεήσει. Σε άλλο σημείο, στο κάλυμμα της σαρκοφάγου, εικονίζεται μια σκηνή με «clementia», δηλαδή μια σκηνή «επιείκειας», όπου οι Βάρβαροι πατεράδες παραδίδουν τα παιδιά τους στους Ρωμαίους ως εγγύηση πως θα τηρήσουν τους όρους των σπονδών τους προς τους νικητές, οι οποίοι συνηθέστερα ανέτρεφαν κατόπιν αυτά τα τέκνα ως Ρωμαίους, αν κάτι σας θυμίζει αυτό, mutatis mutandis, από τις αρπαγές παιδιών σε πολέμους του καιρού μας, που συνιστούν, όπως και τότε, ομηρία με απώτερες σκοπιμότητες.
Πίσω στην παράσταση, στο μέσον και ψηλά ένας έφιππος Ρωμαίος με γαλήνιο πρόσωπο εκτείνει το δεξί του χέρι σε μια κάπως ανεξήγητη κίνηση που μοιάζει με χαιρετισμό ή σαν να μας δείχνει τι απλώνεται γύρω του, μα και πως δεν τον αφορά πια οτιδήποτε εκτυλίσσεται στη φονική μάχη γύρω του. Δεν κρατά όπλο, δεν φοράει κράνος, αυτή η μοναδικότητα γαλήνης μέσα στον μαινόμενο τυφώνα της μάχης δεν μοιάζει να τα έχει ανάγκη, γιατί μάλλον περιληπτικά συμβολίζει όλους τους ηρωικά πεσόντες.
Συνάμα, ένα ελαφρά χαραγμένο Χ στο μέτωπό του υπαινίσσεται πως ανήκε στη λατρεία του Μίθρα, ευρέως διαδεδομένη μεταξύ των λεγεώνων του 3ου αι. μ.Χ., και μάλιστα ο άνδρας αυτός μοιάζει σαν να έχει ήδη θριαμβεύσει όχι μονάχα επί των Βαρβάρων μα κι επί του ιδίου τού θανάτου, ενσαρκώνοντας το μιθραϊκό αρχέτυπο του σωτήρα της ανθρωπότητας από την ταραχή που διαχέεται παντού μέσα στον κόσμο, και του ήρωα που εγγυάται πως η τάξη και το φως θα επικρατήσουν αιώνια, όπως όχι σπάνια ερμηνεύουμε στο ταφικό αυτό μοτίβο έφιππων πολεμικών ηρώων.
Περαιτέρω, έτσι άοπλος που ρίχνεται στη μάχη και με το Χ στο μέτωπο εκδηλώνει τη «virtus», που πλησιάζει την κλασική ελληνική «αρετή», κι εκτός από θεότητα (Virtus) ήταν μια συγκεκριμένη πολεμική αρετή στον κόσμο των Ρωμαίων που συνέπλεκε μαζί κάμποσες αξιέπαινες όψεις της ανδρικής ταυτότητας και συμπεριφοράς: την ανδρεία και την τόλμη στη μάχη ενώπιον του κινδύνου και του θανάτου, την αρρενωπή δύναμη, την υπεροχή, το κουράγιο παρά τις αντιξοότητες, την ψυχοπνευματική αντοχή, το υψηλό φρόνημα, και τη μεγαλοσύνη μπροστά στον ηττημένο.
Όμως, όπως συνέπλεκε επιμέρους αρετές σε μία, έτσι και αναλυόταν σε τέσσερις καρδινάλιες αρετές-εκδηλώσεις, καρδινάλιες από τον cardo, που είναι ο κόμβος ή ο μεντεσές γύρω απ’ τον οποίον περιστρέφονται όλα τ’ άλλα, και Cardea ήταν η θεά των μεντεσέδων, όμως γι’ αυτήν θα γράψω μιαν άλλη φορά.
Αυτές οι καρδινάλιες αρετές ήσαν η «prudentia» (σύνεση), η «iustitia» (δικαιοσύνη), η «temperantia» (εγκράτεια), και η «fortitudo» (σθένος), που ασφαλώς απέδωσα στα ελληνικά μονολεκτικά για οικονομία, μα χωράνε για την καθεμία τους κάμποσες ακόμα λέξεις, λογουχάρη διάκριση, σοφή στάθμιση, αυτοκυριαρχία, αυτοσυγκράτηση, ανδρεία, δύναμη, ανθεκτικότητα, θάρρος κ.ά., που εξετάζουμε στην ιστορία των ιδεών, των παθών, και των συναισθημάτων, και θ’ ανατρίχιασαν οι συνάδελφοι με την απλοποιητική μου απόδοση, μα τούτο εδώ δεν είναι ένα επιστημονικό άρθρο. Δεν εξαντλώ κανένα θέμα εδώ, απλά προσφέρω ένα ανάγνωσμα πλάι στα ρηχά νερά της Κυριακής.
Το σημασιολογικό περιεχόμενο της virtus εξελίχθηκε μέσα στη Ρώμη που κι εκείνη εξελισσόταν από τη res publica σε principatus, κατόπιν σε dominatus, για να καταλήξει στο imperium που γνώρισε θριάμβους και κρίσεις, και ξέρετε, οι κρίσεις τού έξω κόσμου, όπως και η μακαριότητα της νίκης που τελικά μάς νικάει, έτσι όπως νομίζουμε πως ποτέ ξανά δεν θα κληθούμε να κατέλθουμε σε μάχη, μας υποχρεώνουν καμιά φορά να διερωτηθούμε για τις βεβαιότητές μας, και να επανεξετάσουμε τα δομικά υλικά της ψυχοπνευματικής μας και ηθικής συγκρότησης, αφενός όπως αυτές εκφράζονται δημόσια, μιας και η virtus ήταν μια δημόσια αρετή, αφετέρου δε και ιδιωτικά, καταπώς επιδοκιμάζει ή αποδοκιμάζει η κοινότητα που μας εκπαιδεύει σ’ αυτά τα πράγματα με άδηλο τρόπο.
Έτσι η virtus που συγκεφαλαίωνε ένα μικρό σωρό από ηθικά ιδεώδη και αρετές της ρωμαϊκής ανδρικής ταυτότητας και της πολεμικής αρετής που έδινε νόημα στη ρωμαϊκή αρρενωπότητα, ειδάλλως τέτοια δεν υπήρχε, διαστελλόταν σημασιολογικά διαρκώς μαζί με την ωρίμανση της ρωμαϊκής κοινωνίας μέσα από τις ιστορικές της εμπειρίες και τους ιστορικούς της μετασχηματισμούς, ώσπου κάποια στιγμή έφτασε να περιγράφει την ιδανική αρρενωπότητα, την ιδανική ταυτότητα του γενναίου ή αντρειωμένου πολεμιστή.
Τελικά, όμως, στη φάση της παρακμής και πτώσης, έφτασε να σημαίνει απλώς τον καλό άνδρα και τον καλό άνθρωπο [πρβλ. τον «Lincoln Lawyer» έναντι του απλού lawyer], εκείνον που γνωρίζει να δίνει μικρές και μεγάλες μάχες στη ζωή του, ακόμα κι αν δεν πρόκειται πια για μάχες θερμού πολέμου, μα για άχαρη πάλη με τις αντιξοότητες της ειρήνης. Εκείνον που γνωρίζει να επιλέγει με σύνεση το καλό, το σωστό, το δίκαιο, αυτοσυγκρατούμενος όχι από εξωτερικό καταναγκασμό ή από περιορισμό αλυσίδων, μα επειδή το θέλει, κι ας ξέρει πως μπορεί να λευτερώσει από μέσα του ένα παράτολμο κι αγριεμένο θεριό, ναι, πως είναι ικανός για κάτι τέτοιο, πως δεν είναι άγιος στερούμενος επιλογές βίας, και πως το μεν θεριό θα του έδινε την υπεροχή επί των εχθρών του, μα επιλέγει να παραμείνει ενάρετος και έτσι σθεναρά δυνατός.
Θα μου πείτε, μα δεν υπάρχει τίποτ’ απλό σ’ αυτό, τίποτ’ απλό σε μια θυελλώδη δύναμη που επιλέγει να συγκρατείται, να μην φονέψει αμέτρητους βαρβάρους μονάχα για να επιβεβαιωθεί, μα να θυσιαστεί μέσα στα βάσανα και την ταλαιπώρια, να υποτιμηθεί και να ταπεινωθεί από κομπορρήμονες πορτοκαλί νταήδες, και θα σας απαντήσω πως πράγματι, έχετε διδαχθεί από τις υπαρξιακές ψυχοθεραπευτικές μεθόδους.
Και επειδή ήταν εμπορικό προϊόν η σαρκοφάγος, δηλαδή κάποιος πολύ πλούσιος Ρωμαίος την παρήγγειλε στους τεχνίτες της για τον ίδιο ή κάποιον συγγενή του, οι Γότθοι παριστάνονται γενικότροπα, χωρίς εθνοτικά ή φυλετικά χαρακτηριστικά ιδιαίτερα και διακριτικά των Γότθων, αλλ’ ως ζενερίκ Βάρβαροι, μουσάτοι —θυμηθείτε εδώ τη barba που είναι η γενειάδα— και αναμαλλιασμένοι, γιατί κουβαλάνε στα μαλλιά τους τους ανέμους του χάους που αλωνίζουν έξω από το οργανωμένο σε θεσμική ευταξία imperium romanum.
Κι όλη αυτή η κινηματογραφική ταινία της εποχής η σκαλισμένη πάνω στο μάρμαρο Προκοννήσου από τη Θάλασσα του Μαρμαρά μιλούσε για τις δόξες των Ρωμαίων εναντίον κάθε εχθρού, δεν μιλούσε για τους Βαρβάρους, δεν ταυτιζόταν με τους Βαρβάρους ο παραγγελιοδότης που ζήτησε μια παράσταση που θα μιλούσε για τον έφιππο θριαμβευτή της μάχης, της κάθε μάχης, της μάχης ενάντια στον θάνατο, για τον άνθρωπο που αφηρωίζεται και δοξάζεται ακόμα και χωρίς όπλο στο χέρι ή κράνος στην κεφαλή του.
Ο παραγγελιοδότης μάλλον έφτασε να γίνει τόσο πλούσιος, ώστε να μπορεί να παραγγείλει μια τόσο σπουδαία σαρκοφάγο, γιατί έφτασε να ζήσει παραπάνω από τον μέσο λεγεωνάριο, επειδή ποτέ του δεν ρίχτηκε στη φονικότατη μάχη του πολέμου, επειδή δεν είχε δει ποτέ του οπλισμένους Γότθους από κοντά να πολεμάνε μανιασμένα για ποιος ξέρει τι λογής δικές τους προτεραιότητες και πιεσμένοι από ποιες ανάγκες, δεν είχε δει ποτέ του ένα τέτοιο χάος από οπλίτες, άλογα, ξίφη, άρματα, και μηχανές βλημάτων ν’ απλώνεται σαν τρικυμία γύρω του, κι όμως επιθυμούσε να συσχετίσει τ’ όνομά του με την πολεμική αρετή της Ρώμης, με κείνο το μεγάλο και σπουδαίο που ήταν από παλιά η Ρώμη στο συλλογικό φαντασιακό, υπαινισσόμενος πως και ο ίδιος προκόβοντας στα ειρηνικά έργα του την υπηρέτησε απ’ το δικό του μετερίζι, που είναι κι αυτή μια λέξη του πολέμου, κι έτσι να διατρανώσει στα όψιμα ρωμαϊκά χρόνια της μεγάλης κρίσης πως η virtus δεν εξαρτάται μοναχά από την ένοπλη συμμετοχή στη μάχη, μα από κάθε τολμηρό εγχείρημα έντιμων ανθρώπων που συμβάλλουν στην πολεμική μηχανή και στη δόξα της Ρώμης, η οποία κουβαλούσε στους ώμους της το ευγενές κι ενάρετο πεπρωμένο να διατηρήσει την ευταξία του πολιτισμού ενάντια στις σφεντόνες και τα βέλη εξωφρενικής μοίρας που έσκαγαν πάνω της ορμητικά ερχόμενα από τους απέραντους τόπους των Βαρβάρων, που έχουν όλοι τους το ίδιο πρόσωπο, εκείνο του συλλογικού Βαρβάρου.
Ήταν ένας Ρωμαίος που καταγινόταν με τα έργα της ειρήνης μέσα στην αβεβαιότητα της απειλούμενης Ρώμης του 3ου αιώνα, όταν πια είχε παρέλθει ο καιρός των βέβαιων θριάμβων, μα εκείνος εξακολουθούσε να θερμαίνει μέσα στην ψυχή του την ανάμνηση της ενάρετης Ρώμης, όπως εκείνη είχε υπάρξει κάποτε στις καλύτερες στιγμές της, τότε που, όπως είπε αιώνες αργότερα ο Τσώρτσιλ για τους Αμερικάνους, μπορούσες να την εμπιστευθείς πως στο τέλος θα κάνει το καλό, αφού πρώτα δοκιμάσει όλα τ’ άλλα.
Είχα ξεκινήσει να γράφω για τη Σαρκοφάγο Grande Ludovisi των μέσων του 3ου αι. μ.Χ., και νά που το ’να έφερε τ’ άλλο.
* * *
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Stephen King, «Πιο σκοτεινό κι απ’ το σκοτάδι» (μετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος, Εκδόσεις Κλειδάριθμος)
Θεωρούμε τον Κινγκ τον #1 εν ζωή συγγραφέα, και το λέμε χωρίς φόβο και πάθος μπόλικο καιρό τώρα. Πιστεύουμε επίσης, εδώ και κάμποσες δεκαετίες, ότι, αν τα μυθιστορήματά του είναι ένα από τα κυρίως πιάτα στο λογοτεχνικό μενού της ζωής μας, τα διηγήματά του είναι το αλάτι τους. Είναι πελώριος διηγηματογράφος ο Κινγκ. Αν δεν έγραφε λογοτεχνία είδους, που λέμε, θα τον είχαν περί πολλού και σε όλα τα literary σαλόνια, όπου γης. Αλλά, δόξα τω Θεώ, τέτοια λογοτεχνία γράφει.
Το «Πιο σκοτεινό κι απ’ το σκοτάδι» είναι εφάμιλλο των κλασικών του συλλογών με ιστορίες για ανθρώπους στα άκρα. Εν πολλοίς, λειτουργεί και σαν εισαγωγή στο έργο του — για τους τυχερούς, δηλαδή, που δεν έχουν ζήσει ακόμη στο αρχοντικό του.
Ένας ακόμη θρίαμβος.

- Διαβάστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:
Αποφασίζει να κάνει τα βήματα. 3.240 — μπόλικα! Ξεκινάει από το 80 και μετράει αντίστροφα. Τα βήματα τον οδηγούν έξω, στη μικρή πίσω αυλή της αγροικίας του, και πάλι μέσα. Βλέπει ότι οι προηγούμενες διαδρομές του έχουν χαράξει ένα μονοπάτι στο γρασίδι: μια αυλακιά, για την ακρίβεια. Συνειδητοποιεί ότι το μέτρημα των βημάτων —και οι γύροι από καρέκλα σε καρέκλα— έχει γίνει ακόμα πιο ανεξέλεγκτο μετά την αποτυχία του να συλλάβει τον Ντάνι Κάφλιν. Η Ντέιβις το αποκάλεσε αριθμομανία. Ενώ τα βήματα συνδέονται με το παζλ του, σκέφτεται συχνά ότι είναι σαν χάμστερ που τρέχει ασταμάτητα στη ρόδα χέζοντας ενόσω πηγαίνει και πηγαίνει χωρίς ποτέ να φτάνει πουθενά. Αλλά δεν πειράζει. Αυτό που δεν μπορούσε να καταλάβει η Ντέιβις είναι ότι αυτή η μικρή τρέλα τον προφυλάσσει από τη μεγαλύτερη τρέλα της ενατένισης ενός μέλλοντος χωρίς τη δουλειά του. Πόσα παζλ μπορεί να φτιάξει προτού αντιμετωπίσει το άσκοπο της συνέχισης της ζωής του και βάλει βαθιά στο στόμα του το υπηρεσιακό του όπλο; Μπαμ, κι αντίο. Ένας Θεός ξέρει αν θα ήταν ο πρώτος. Ένας Θεός ξέρει αν δεν το ’χει σκεφτεί. Αν δεν το σκέφτεται τώρα.
- Νά και το οπισθόφυλλο:
«Σας αρέσει λοιπόν το βαθύ σκοτάδι; Ωραία, και σ’ εμένα», γράφει ο Στίβεν Κινγκ στον επίλογο αυτής της νέας θαυμάσιας συλλογής δώδεκα διηγημάτων που εμβαθύνουν στη σκοτεινή πλευρά της ζωής — μεταφορικά και κυριολεκτικά. Για μισό αιώνα ο King είναι κορυφαίος στο είδος, κι αυτά τα διηγήματα με θέμα τη μοίρα, τη θνητότητα, την τύχη και τη ζωή, όπου οτιδήποτε μπορεί να συμβεί, είναι τόσο πλήρη και καθηλωτικά όσο τα μυθιστορήματά του, γεμάτα νοήματα κι απολαυστικά στην ανάγνωσή τους. Ο Κινγκ γράφει με στόχο να αισθανθεί «την ευφορία πως αφήνει πίσω την καθημερινότητα», και στο βιβλίο αυτό οι αναγνώστες θα αισθανθούν τούτη την ευφορία επίσης, ξανά και ξανά. Το «Δύο ταλαντούχοι μπάσταρδοι» εξερευνά το επί μακρόν κρυμμένο μυστικό για το πώς αυτοί οι δύο άνδρες απόκτησαν τα ταλέντα τους. Στον «Εφιάλτη του Ντάνι Κάφλιν», μια πρωτόγνωρη μεταφυσική αναλαμπή ανατρέπει δεκάδες ζωές, και με πιο ολέθριο τρόπο αυτήν του Ντάνι. Στους «Κροταλίες», συνέχεια του εμβληματικού Κούτζο, ένας χήρος βυθισμένος ακόμα στο πένθος πηγαίνει στη Φλόριντα αποζητώντας πρόσκαιρη ανακούφιση, αλλά αυτό που βρίσκει είναι μια αναπάντεχη κληρονομιά — με βαριές δεσμεύσεις. Στο διήγημα «Αυτοί που βλέπουν όνειρα», ένας λιγομίλητος βετεράνος του Βιετνάμ απαντά σε μια αγγελία για δουλειά και μαθαίνει ότι μερικές γωνιές του σύμπαντος καλό είναι να μένουν ανεξερεύνητες. Το διήγημα «Ο Άνθρωπος Απάντηση» θέτει το ερώτημα αν το να γνωρίζεις το μέλλον είναι καλό ή κακό και μας θυμίζει ότι μια ζωή σημαδεμένη από μια αβάσταχτη τραγωδία μπορεί παρ’ όλα αυτά να έχει νόημα. Η ικανότητα του Κινγκ να ξαφνιάζει, να καταπλήσσει και ταυτόχρονα να μας γεννά τρόμο και να μας χαρίζει παρηγοριά παραμένει αξεπέραστη. Καθένα απ’ αυτά τα διηγήματα κρύβει αγωνίες, χαρές και μυστήρια, κι όλα μοιάζουν εμβληματικά. Σας αρέσει το βαθύ σκοτάδι; Να το λοιπόν.
- Και ένα λιλιπούτειο βιογραφικό του:
Ο Στίβεν Κινγκ είναι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της εποχής μας. Έχει γράψει πάνω από 65 μυθιστορήματα, 200 διηγήματα και δοκίμια, με πωλήσεις άνω των 350.000.000 αντιτύπων. Έχει τιμηθεί με τα βραβεία Bram Stoker και Locus, από τη Βρετανική, Αμερικανική και Διεθνή Ένωση Συγγραφέων Τρόμου, με το Μετάλλιο Διακεκριμένης Συνεισφοράς στα Αμερικανικά Γράμματα και το Εθνικό Μετάλλιο των Τεχνών των ΗΠΑ, ενώ το 2016 τιμήθηκε από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου για το Σύνολο του Έργου του και το 2018 του απονεμήθηκε το σπουδαίο λογοτεχνικό βραβείο PEN. Ο Κινγκ ζει στο Μπάνγκορ του Μέιν με τη σύζυγό του, τη μυθιστοριογράφο Τάμπιθα Κινγκ.
Βρείτε το στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.
* * *
Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Πρόκειται να σταλεί σε μεγάλους οργανισμούς και τον ΟΗΕ - Το βασικό μήνυμα
Ο διαφορετικός εορτασμός της Πρωτομαγιάς στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη
Η ιστορία των Ελληνικών Ταχυδρομείων ψάχνει τον χώρο που της αξίζει
Το Orange Red Yellow (1961) του Ρόθκο πωλήθηκε για 86,8 εκατομμύρια δολάρια στον οίκο Christie's στη Νέα Υόρκη το 2012
O Απρίλιος μέσα από την ποίηση, την αρχαιότητα και τη σύγχρονη λαογραφία
Η Υπουργός έδωσε οδηγίες για την άμεση αξιοποίηση των δύο αμφιθεάτρων
Η ποίηση μέσα από μια διαφορετική ματιά
Ο Sanuki αποκαλύπτει την anime πλευρά της Τέχνης
Με προϋπολογισμό άνω των 12 εκατ. ευρώ - Τι προβλέπει η μελέτη
Μια ωδή στην τέχνη, στις επτά δεκαετίες αδιάλειπτης παρουσίας και προσφοράς του Φεστιβάλ στον Πολιτισμό της χώρας και στο μέλλον που έρχεται
Τη Μεγάλη Εβδομάδα ο χρόνος μοιάζει να περνάει πιο αργά, έχουμε επομένως λίγο περισσότερο για να ακούσουμε και να διαβάσουμε κάτι
Ο καλλιτέχνης μιλάει για την έκθεση «Απόηχοι της ιστορίας, σκιές της προόδου» στο ΕΜΣΤ και το αποικιοκρατικό σύστημα στη χώρα του
«Δεν υφίσταται ζήτημα μη επαναφοράς των έργων του Χριστόφορου Κατσαδιώτη»
Θερμή υποδοχή στην πρωτοβουλία του World Human Forum
Το πολιτιστικό τοπόσημο της Νέας Υόρκης με τα δύο εκατομμύρια έργα τέχνης
Ελάχιστη εισαγωγή στο έργο του σπουδαίου συνθέτη, που έφυγε στις 10 Απριλίου του 1979
Ενίσχυση των πολιτιστικών δεσμών Ελλάδας-Πολωνίας - Στη Βαρσοβία η Λίνα Μενδώνη
Επέτειος φέτος για τα 70 χρόνια του θεσμού, με πάνω από 100 δράσεις και 3000 καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο
Συζητώντας με τους ζωγράφους Στέφανο Δασκαλάκη, Γιώργο Ρόρρη και Λήδα Κοντογιαννοπούλου για τη βαθιά, αγνή και προσωπική σχέση του Λάκη Παπαστάθη με τη διαδικασία της εικαστικής δημιουργίας.
Ανασυστάθηκε από το εργαστήριο ψηφιοποίησης και αποκατάστασης κινηματογραφικών ταινιών της Διεύθυνσης Αρχείου της ΕΡΤ και προβάλλεται, μετά από 50 χρόνια, στο Μουσείο Μπενάκη
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.