Κινηματογραφος

Ο Κάφκα στην Ιαπωνία

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
18’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Κάφκα στην Ιαπωνία

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Έτυχε και είδα πολλές από τις ταινίες του Κιγιόσι Κουροσάβα αυτή την εβδομάδα. Μέχρι τώρα, είχα δει μόνο μία από τις παλιές του. Εννοείται πως έπαθα σοκ, έβαζα τον ένα καφκικό εφιάλτη μετά τον άλλο, σε μια οικιακή ρετροσπεκτίβα που δεν ενδιαφερόταν καν για τη χρονική ακολουθία των φιλμ — τα έπαιξα όλα ανακατωμένα, κι ας μην ταιριάζει κάτι τέτοιο στον ψυχαναγκαστικό χαρακτήρα μου. Πώς να το πω; Τα ’χασα.

Αλλά δεν θα μιλήσω εδώ για τον Κουροσάβα (απροπό, δεν είναι συγγενής του γνωστού μας). Θα μιλήσω για κάτι άλλο: για το πόσο καφκικός είναι ο ιαπωνικός κινηματογράφος εν γένει — όχι λόγω του Κάφκα, όχι δηλαδή επειδή τούς επηρέασε και τον μιμήθηκαν· αλλά επειδή έτσι ήταν, και εξακολουθούν να είναι, οι Ιάπωνες.

Φραντς Κάφκα

Τα κείμενα του Κάφκα, αυτού τού ρονίν της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, είναι γεμάτα παράξενες καταστάσεις που για κάποιον λόγο μοιάζουν οικείες και ξένες ταυτόχρονα. Μιλά για ανθρώπους που από τη μια στιγμή στην άλλη βρίσκονται μέσα σε κόσμους ακατανόητους, σε περιβάλλοντα όπου δεν ισχύουν οι κανόνες που γνώριζαν, μα που βέβαια εκείνοι πρέπει να συνεχίσουν να ζουν, να περιμένουν, να υπομένουν, να υπακούν. Δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει κάποια σαφής απειλή· αρκεί και με το παραπάνω μια σταθερή αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι κάποιος ασφαλώς παρακολουθεί ή αποφασίζει για σένα χωρίς να σου το πει, ότι δεν είσαι μόνος, ότι δεν αποφασίζεις εσύ για τον εαυτό σου. Το άτομο δεν έχει πια έλεγχο — δεν ξέρει τι έκανε λάθος, δεν ξέρει πώς να διορθώσει την κατάσταση, και, τελικά, δεν ξέρει και πολλά για το ποιος είναι στ’ αλήθεια. Ο καφκικός κόσμος είναι ο κόσμος τού ενός, του ατόμου που βρίσκεται αντιμέτωπο με μια γιγαντιαία, απρόσωπη δύναμη που δεν μπορεί ούτε να τη νικήσει, μα ούτε καν και να την κατανοήσει. Είτε πρόκειται για μια δαιδαλώδη γραφειοκρατία, είτε για μια ακατανόητη κατηγορία, είτε για μια ανεξήγητη σωματική αλλαγή, ο ήρωας του Κάφκα βιώνει μια βαθιά υπαρξιακή αμηχανία, μια αίσθηση ότι οι κανόνες του παιχνιδιού είναι κρυφοί και ότι αλλάζουν, ερήμην του, διαρκώς. Παγιδεύεται έτσι σε μονότονες, εφιαλτικές καταστάσεις, σε έναν λαβύρινθο δύο διαστάσεων, χάνοντας σταδιακά την ταυτότητά του και υποχωρώντας μπροστά στο ανεξήγητο. Χάνει τα πάντα, χωρίς καν να γνωρίζει από ποιον και γιατί.

Μιλά για ανθρώπους που από τη μια στιγμή στην άλλη βρίσκονται μέσα σε κόσμους ακατανόητους, σε περιβάλλοντα όπου δεν ισχύουν οι κανόνες που γνώριζαν, μα που βέβαια εκείνοι πρέπει να συνεχίσουν να ζουν, να περιμένουν, να υπομένουν, να υπακούν.

Η Ιαπωνία ήταν έτοιμη από καιρό για να καταλάβει και να εκφράσει αυτό το σύμπαν. Πολύ πριν διαβαστεί ο Κάφκα στη χώρα, υπήρχε ήδη στην ιαπωνική κουλτούρα η αίσθηση ενός ελέγχου από δυνάμεις έξω από τον άνθρωπο, η βαριά σημασία της σιωπής, η αποδοχή ενός παραλόγου από το οποίο δεν ζητούνται ποτέ εξηγήσεις. Οι μύθοι, η ζωγραφική, το θέατρο —όμως ακόμα και η καθημερινή ζωή— έκρυβαν πάντα μια αόρατη τάξη πραγμάτων στην οποία έπρεπε να ενταχθείς χωρίς να τη ρωτήσεις «γιατί» υπάρχει. Η ατομική ταυτότητα, αντί να είναι κάτι σταθερό, μεταμορφωνόταν ανάλογα με τις περιστάσεις. Η υποταγή σε κανόνες χωρίς σαφή λογική, αλλά σε κανόνες μια φορά —είτε πρόκειται για την οικογένεια και τους στριφνούς δεσμούς της, είτε για την κοινωνία, το σχολείο ή το κράτος—, ήταν ήδη κάτι παραπάνω από γνώριμη: ήταν σταμπαρισμένη επάνω τους σαν τατουάζ. Η παραδοσιακή έμφαση στην αρμονία της ομάδας έναντι τής (κρυφής, αφανέρωτης) επιθυμίας του ατόμου, η έντονη αίσθηση του καθήκοντος και των προκαθορισμένων κοινωνικών ρόλων, κάτι βαρύ, σκληρό, πομπώδες και αρχέγονο, δημιουργούσαν ήδη ένα πλαίσιο όπου το άτομο ένιωθε συχνά σαν ένα μικρό γρανάζι σε μια τεράστια, ακατανόητη μηχανή που είχε χαλάσει ή που εξαρχής δεν λειτουργούσε προς όφελός του. Η ραγδαία και συχνά βίαιη μετάβαση στη σύγχρονη εποχή μετά τον πόλεμο, και το τραύμα της συλλογικής μνήμης, απλώς ενίσχυσαν αυτή την αίσθηση αδυναμίας και υπαρξιακού κενού.

Η υποταγή σε κανόνες χωρίς σαφή λογική, αλλά σε κανόνες μια φορά —είτε πρόκειται για την οικογένεια και τους στριφνούς δεσμούς της, είτε για την κοινωνία, το σχολείο ή το κράτος—, ήταν ήδη κάτι παραπάνω από γνώριμη: ήταν σταμπαρισμένη επάνω τους σαν τατουάζ

Γι’ αυτό και ο ιαπωνικός κινηματογράφος —είτε μιλάμε για δραματικές ταινίες, είτε για θρίλερ, τρόμο, επιστημονική φαντασία, αλλά ακόμη-ακόμη και για οικογενειακές ιστορίες— κατάφερε συχνά να αποδώσει με μοναδικό τρόπο το «καφκικό» αίσθημα: γιατί ήταν εκεί από πάντα. Πολλοί Ιάπωνες σκηνοθέτες έφτιαξαν χαρακτήρες που εγκλωβίζονται σε χώρους χωρίς έξοδο, που κυνηγιούνται από νόμους που δεν τους καταλαβαίνουν, που χάνουν την ταυτότητά τους μέσα στην καθημερινότητα, λίγο-λίγο: ανεπαισθήτως. Η βία δεν είναι πάντα σωματική — αν και, όταν είναι σωματική, «παραείναι» βίαιη. Μπορεί όμως να είναι μια βουβή, αόρατη πίεση που σε παραλύει. Συχνά δεν καταλαβαίνουμε τι ακριβώς απειλεί τον ήρωα. Μα ούτε και ο ίδιος το ξέρει. Όμως συνεχίζει, παγιδευμένος σαν τον Γκρέγκορ Σάμσα που ξυπνά ένα πρωί χωρίς να είναι πια άνθρωπος, μα δεν σταματά να νοιάζεται για τη δουλειά του.

Οι εικόνες στους ιαπωνικούς κινηματογραφικούς κόσμους μοιάζουν συχνά απλές, ήσυχες, μονότονες, υπνωτιστικές. Κι όμως, μέσα σ’ αυτή την ηρεμία υπάρχει ένταση — ένα «κάτι» που δεν λέγεται. Η κάμερα μένει ακίνητη, καρφωμένη στο χώμα ή στο πάτωμα —όταν δεν κινείται αργά, σαν ανάσα—, οι πρωταγωνιστές βαδίζουν αργά, και ο χρόνος ρέει επίσης αργά, σαν να περιμένει να φανερωθεί η αλήθεια· μια αλήθεια που φυσικά δεν φανερώνεται. Οι πόρτες είναι κλειστές, τα πρόσωπα ουδέτερα, οι σχέσεις διαλυμένες ή γεμάτες από εκκωφαντικά λόγια που δεν λέγονται ποτέ. Κάθε προσπάθεια του ατόμου να αντισταθεί είτε αποτυγχάνει, είτε απλώς… ξεχνιέται, σαν να μην έγινε ποτέ.

Συχνά δεν καταλαβαίνουμε τι ακριβώς απειλεί τον ήρωα. Μα ούτε και ο ίδιος το ξέρει. Όμως συνεχίζει, παγιδευμένος σαν τον Γκρέγκορ Σάμσα που ξυπνά ένα πρωί χωρίς να είναι πια άνθρωπος, μα δεν σταματά να νοιάζεται για τη δουλειά του.

Η καφκική «εντύπωση», η καφκική κατάσταση, δεν είναι μόνο θέμα υπόθεσης ή χαρακτήρων. Είναι μια αίσθηση. Και αυτή η αίσθηση βρίσκεται διάχυτη σε πολλές ιαπωνικές ταινίες, ανεξάρτητα —ξαναλέμε— από το είδος τους. Μπορεί να κρύβεται σ’ έναν άντρα που χάνει τη δουλειά του και ντρέπεται να το πει στην οικογένειά του, σε μια κοπέλα που παγιδεύεται σ’ έναν παρανοϊκό έρωτα, σε κάποιον που δεν καταλαβαίνει αν τρελαίνεται, ή αν είναι ήδη φάντασμα· ή και τα δύο. Η καφκική αίσθηση μπορεί ακόμη να είναι κυριολεκτική: ένας άντρας, αίφνης, βρίσκεται στ’ αλήθεια παγιδευμένος σε έναν λάκκο στην άμμο, καταδικασμένος σε μια παράλογη, επαναλαμβανόμενη εργασία για να επιβιώσει. Σε σύγχρονες ταινίες τρόμου, αυτή η απρόσωπη δύναμη μπορεί να λάβει τη μορφή μιας κατάρας που μεταδίδεται μέσω της τεχνολογίας, απομονώνοντας και αφανίζοντας σιωπηλά τούς ανίκανους να αντιδράσουν ανθρώπους. Στον κόσμο της επιστημονικής φαντασίας και του cyberpunk, το σώμα των ηρώων μπορεί να μεταστοιχειωθεί βίαια σε μέταλλο, μια εξέγερση της σάρκας που το άτομο αδυνατεί να ελέγξει. Ακόμα και στα anime και τα ψυχολογικά θρίλερ, η μάχη δίνεται στο μυαλό, εκεί όπου η πραγματικότητα, η μνήμη και η ταυτότητα γίνονται ρευστές κάτω από την πίεση ενός αδυσώπητου εσωτερικού τραύματος.

Είτε μιλάμε για ιστορικά έπη που δείχνουν τη συντριβή του ανθρώπου από την πολεμική μηχανή, είτε για μινιμαλιστικές ταινίες που περιστρέφονται γύρω από την καθημερινή ρουτίνα, ο ιαπωνικός κινηματογράφος αποδεικνύεται το ιδανικό πεδίο για να εξερευνηθεί αυτή η (παγκόσμια, πάγκοινη) ανθρώπινη εμπειρία: η αίσθηση ότι είμαστε μικροί και ανίσχυροι μπροστά σε κάτι τεράστιο και ακατανόητο. Κάτι που δεν χρειάζεται να το πολεμήσεις, γιατί αυτή σου η μάχη έχει δοθεί παλιά, και την έχεις χάσει.

Ακόμα και στα anime και τα ψυχολογικά θρίλερ, η μάχη δίνεται στο μυαλό, εκεί όπου η πραγματικότητα, η μνήμη και η ταυτότητα γίνονται ρευστές κάτω από την πίεση ενός αδυσώπητου εσωτερικού τραύματος

Με δυο λέξεις: η Ιαπωνία δεν αντέγραψε τον Κάφκα. Τον αναγνώρισε. Τον βρήκε ήδη μέσα της.

Νά μερικοί σκηνοθέτες που είτε το έργο τους —αν μπορούμε να το πούμε έτσι— ταυτίζεται σχεδόν απόλυτα με τον Κάφκα, είτε ενσωματώνουν σε αυτό πολλά καφκικά στοιχεία, συχνά συνδυάζοντάς τα με είδη όπως το αστυνομικό θρίλερ, το body horror, το ψυχολογικό δράμα ή ακόμη και το ντοκιμαντέρ. Κάποιοι ανάμεσά τους, φυσικά, είναι σκηνοθέτες άνιμε. Όλοι τους πάντως μιλούν για τη διάλυση της ταυτότητας, την αβεβαιότητα της ύπαρξης, την εξωγενή απρόσωπη απειλή, τη γραφειοκρατική/θεσμική αλλοτρίωση, την παράλογη εμπειρία του κόσμου, την αδυναμία ελέγχου του εαυτού, τη σύγχυση μεταξύ προσωπικής επιθυμίας και συλλογικού πλαισίου, την εσωτερική απομόνωση, τις παράλογες κοινωνίες, την παράνοια, την ταυτότητα σε κρίση, την αίσθηση του εγκλωβισμού και της αδυναμίας ελέγχου, την αμηχανία, την απορία, το τραύμα, την αδυναμία επικοινωνίας, τη σιωπή, την εσωτερική αποξένωση, την απορρύθμιση της κοινωνικής πραγματικότητας, την υπαρξιακή αναστάτωση —ή και παράλυση— μπροστά σε απρόσωπες δυνάμεις:

  • Κιγιόσι Κουροσάβα. Ό,τι και να πούμε, θα είναι λίγο. Ο μετρ του υπαρξιακού τρόμου. Οι ταινίες του συχνά απεικονίζουν μια κοινωνία που διαβρώνεται από μια αόρατη, απρόσωπη και ακατανόητη δύναμη, είτε αυτή είναι τεχνολογική, είτε ψυχολογική, είτε μεταφυσική. Αποξένωση, πνεύματα, κρατική αδράνεια, προσωπική αδράνεια, και ανεξήγητες δυνάμεις που οδηγούν το άτομο στην αβεβαιότητα. Κορυφαία Ταινία: «Pulse» (2001). Τα φαντάσματα εισβάλλουν στον κόσμο των ζωντανών μέσω του διαδικτύου, προκαλώντας μια επιδημία μοναξιάς, απελπισίας και αυτοκτονιών. Το άτομο είναι απολύτως ανήμπορο να αντισταθεί σε αυτή την αόρατη απειλή, που οδηγεί στην πλήρη κατάρρευση του κοινωνικού ιστού. Η αισθητική τής πιο γκρίζας μονοτονίας και η απόγνωση είναι διάχυτες. Άλλες Ταινίες: «Cure» (1997): ένας ντετέκτιβ κυνηγά έναν ύποπτο που δεν σκοτώνει ο ίδιος, αλλά με την απλή παρουσία του ωθεί τους άλλους σε ανεξήγητες δολοφονίες, εξερευνώντας τη ρευστότητα της ταυτότητας και την υποβολή. «Tokyo Sonata» (2008): η κατάρρευση της οικογένειας και η απώλεια της κοινωνικής ταυτότητας μοιάζουν με σύγχρονο καφκικό εφιάλτη. «Cloud» (2024): ένα σκοτεινά βίαιο αριστούργημα, που αν το έβλεπε ο εικοσάχρονος Ταραντίνο θα είχαμε διαφορετικό σινεμά σήμερα. Τη σεκάνς στην αποθήκη δεν θα την ξεχάσουμε ποτέ. Ίσως και να τον κλέψουμε, μάλιστα.
Κιγιόσι Κουροσάβα
  • Χιρόσι Τεσιγκαχάρα. Είναι ίσως η πιο εμβληματική περίπτωση γι’ αυτά που συζητάμε εδώ. Η συνεργασία του με τον συγγραφέα Κόμπο Άμπε γέννησε ταινίες που αποτελούν την πεμπτουσία του καφκικού κινηματογράφου. Κορυφαία Ταινία: «Η Γυναίκα της Άμμου» (1964). Ένας άντρας παγιδεύεται σε έναν λάκκο στην άμμο με μια γυναίκα και αναγκάζεται να εκτελεί μια μονότονη, παράλογη εργασία για να επιβιώσει. Μια αριστουργηματική αλληγορία για την αδυναμία αντίστασης σε μια ανεξήγητη εξουσία, την υπαρξιακή αμηχανία και την προσαρμογή σε μια ακραία κατάσταση που σταδιακά καταντά να γίνει κανονικότητα. Μια χαμηλότονη συμφωνία της υποταγής, της αποξένωσης και του παραλόγου. Pure Κάφκα.
Χιρόσι Τεσιγκαχάρα
  • Σίνια Τσουκαμότο. Το έργο του εξερευνά τη βίαιη μεταμόρφωση και την απώλεια ελέγχου του ατόμου πάνω στο ίδιο του το σώμα, μέσα σε ένα αστικό τοπίο που συνθλίβει. Κορυφαία Ταινία: «Tetsuo: The Iron Man» (1989). Ένας συνηθισμένος υπάλληλος αρχίζει να μεταμορφώνεται ανεξέλεγκτα σε μια μηχανή από μέταλλο. Η απόλυτη έκφραση της μεταβαλλόμενης ταυτότητας και της αδυναμίας αντίστασης σε μια εσωτερική, ακατανόητη δύναμη που καταστρέφει τον παλιό εαυτό. Το σώμα χάνει τη σταθερότητά του και παραμορφώνεται, o εσωτερικός εφιάλτης γίνεται υλικός. Δεν χρειάζεται να πούμε πως η αποξένωση από το ίδιο το σώμα και η αδυναμία ελέγχου των μεταμορφώσεων παραπέμπουν ευθέως στην καφκική «Μεταμόρφωση».
Σίνια Τσουκαμότο
  • Σατόσι Κον. Μέσα από τα anime του, ο Κον εξερεύνησε την ψυχολογική διάσταση του καφκικού τρόπου, όπου η εξωτερική δύναμη είναι συχνά η ίδια η αντίληψη της πραγματικότητας, η δημόσια εικόνα και η ψυχική πίεση. Κορυφαία Ταινία: «Perfect Blue» (1997). Μια ποπ σταρ βυθίζεται στην παράνοια, καθώς η ταυτότητά της διασπάται και αδυνατεί να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από την ψευδαίσθηση και τον ρόλο της. Η πίεση της φήμης λειτουργεί σαν μια απρόσωπη δύναμη που τη συνθλίβει.
Σατόσι Κον
  • Σοχέι Ιμαμούρα. Αν και περισσότερο γνωστός για τον κοινωνικό του ρεαλισμό, ο Ιμαμούρα άγγιξε καφκικές θεματικές μέσα από την παρατήρηση του παραλόγου της ανθρώπινης ύπαρξης, παρουσιάζοντας άτομα παρασυρμένα από ακατανόητες δυνάμεις, κοινωνικές, ψυχολογικές ή σεξουαλικές. Κορυφαία Ταινία: «A Man Vanishes» (1967). Μια ταινία που ξεκινά σαν ντοκιμαντέρ για την αναζήτηση ενός εξαφανισμένου άντρα και σταδιακά θολώνει τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας, οδηγώντας σε μια υπαρξιακή απορία για τη φύση της αλήθειας και της ταυτότητας. Η ίδια η διαδικασία της ταινίας γίνεται μια ανεξήγητη, ακατανόητη δύναμη.
Σοχέι Ιμαμούρα
  • Μασάκι Κομπαγιάσι. Το έργο του συχνά εστιάζει στην πάλη του ατόμου ενάντια σε άκαμπτα, απάνθρωπα συστήματα. Κορυφαία Ταινία: Η τριλογία «The Human Condition» (1959-61). Αφηγείται την ιστορία ενός Ιάπωνα πασιφιστή που προσπαθεί να διατηρήσει την ανθρωπιά του μέσα στη φρίκη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, απλώς και μόνο για να συντριβεί ξανά και ξανά από την απρόσωπη και ανελέητη πολεμική μηχανή. Είναι το απόλυτο παράδειγμα της αδυναμίας του ατόμου να αντισταθεί σε μια γιγαντιαία εξωτερική δύναμη, η εξουθενωτική εμπειρία που βιώνει κανείς μέσα στους μεταλλικούς μηχανισμούς της εξουσίας.
Μασάκι Κομπαγιάσι
  • Ναγκίσα Όσιμα. Τον αφήσαμε τελευταίο γιατί χρονικά είναι ο πρώτος μας αγαπημένος (με τις «Αυτοκρατορίες» του), και ένα πολύ ιδιαίτερο σύμπαν από μόνος του. Σε κάθε περίπτωση, Όσιμα και Κάφκα παρουσιάζουν αξιοσημείωτες ομοιότητες στο έργο τους, ιδιαίτερα σχετικά με τη σχέση του ατόμου με την εξουσία, ομοιότητες που εκτείνονται πέραν των επιφανειακών αφηγηματικών παραλληλιών, καθώς αγγίζουν βαθύτερες φιλοσοφικές και πολιτικές περιοχές. Και οι δύο εξερευνούν τη σχέση του ατόμου με την εξουσία, τους μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου, και αυτό που λέμε «ανθρώπινη κατάσταση» απέναντι στις κρατικές και κοινωνικές δομές κυριαρχίας. Κορυφαία Ταινία: Δεν υποστηρίζουμε ότι είναι ο «Απαγχονισμός» (1968), μολονότι πρόκειται περί αριστουργήματος, αλλά οφείλουμε να τον αναφέρουμε γιατί παρουσιάζει κολοσσιαίες παραλληλίες με τη «Δίκη» (1925). Και στα δύο έργα, ο πρωταγωνιστής βρίσκεται αντιμέτωπος με τους νομικούς μηχανισμούς του κράτους καθώς σκοντάφτει σε μια σειρά παραλόγων και θεατρικών καταστάσεων, ενώ ο κεντρικός χαρακτήρας, ο καταδικασμένος, αναφέρεται μόνο με το αρχικό του ονόματός του: Ρ. Όπως ο Κ. τού Κάφκα.
Ναγκίσα Όσιμα

Από εκεί και πέρα, και καθώς αρχίσαμε αυτό το παιχνίδι που ξεπερνά κατά πολύ τις δυνάμεις μας, είναι πλέον κάτι παραπάνω από σαφές ότι —παρά τις διαφορές ύφους και πολιτισμικού πλαισίου— μπορούμε να διακρίνουμε αναλογίες ανάμεσα στον Κάφκα και στο έργο των τριών μεγάλων του ιαπωνικού κινηματογράφου: τόσο ο Γιασουτζίρο Όζου όσο και ο Ακίρα Κουροσάβα και ο Κέντσι Μιζογκούτσι συγκλίνουν ως προς την εστίασή τους στη μοναξιά, την αποξένωση και τη βουβή πάλη του ατόμου απέναντι σε δυνάμεις πέρα από τον έλεγχό του, στην αίσθηση της αποξένωσης, του υπαρξιακού αγώνα, της μοίρας και του παραλόγου, και στη βαθύτερη αδυναμία επικοινωνίας οποιουδήποτε με οποιονδήποτε. Και οι τέσσερις δημιουργοί πραγματεύονται, με διαφορετικούς τρόπους και μέσα ο καθένας, τη θέση του ανίσχυρου ατόμου απέναντι σε δυνάμεις πέρα από τον έλεγχό του. Και όλοι τους μιλούν με τη σπαστή φωνή μας.

* * *

SURFIN BIRD

Κάθε εβδομάδα, η Σαπφώ Καρδιακού γράφει στο Ημερολόγιο για ένα ή δύο πράγματα από όσα σκέφτεται, ή από όσα διαβάζει, βλέπει, ακούει και μαθαίνει στο ίντερνετ. Πράγματα… διαφορετικά. Καλή ανάγνωση!

Ακούει κανείς;

David Duchovny, why dont you love me?” Έτσι σιγοτραγουδούσαμε οι Ντουκοβνίτσες στον απόηχο των 90s, όταν ξεπήδησε το τραγούδι της πρωτοεμφανιζόμενης Μπρι Σαρπ. Έμελλε να γίνει το εξόδιο άσμα, όπως φάνηκε, μια και ο πρωταγωνιστής των X-Files, της σειράς που καθιέρωσε τον ίδιο και την Τζίλιαν Άντερσον, αποχώρησε εκείνη περίπου την περίοδο από την παραγωγή. Προσπερνάμε όσα συνέβησαν στον ίδιο και σε εμάς έκτοτε, γιατί σήμερα, ωριμότεροι και ομορφότεροι, βρισκόμαστε ξανά σε άλλο μέσο. Στο παρελθόν συναντιόμασταν σποραδικά στις κινηματογραφικές αίθουσες, μπροστά στην τηλεόραση καμιά φορά, στις σελίδες των βιβλίων του επίσης. Γιατί, ναι, ο Ντουκόβνι δεν είναι μόνο ηθοποιός: κατέχει Bachelor of Arts και Master of Arts στην Αγγλική Λογοτεχνία από το Πρίνστον και το Γέιλ αντίστοιχα. Είναι συγγραφέας έξι βιβλίων μυθοπλασίας —δυστυχώς, κανένα δεν κυκλοφορεί στα ελληνικά προς το παρόν—, είναι μουσικός και έχει δική του μπάντα με την οποία κάνει δίσκους και περιοδείες.

Από τον Μάιο τού 2024 έγινε οικοδεσπότης στο πρώτο του podcast με τίτλο «Fail Better». Ο τίτλος είναι λογοτεχνική αναφορά, φυσικά, από το Worstward Ho τού Μπέκετ, «Ever tried. Ever failed. No matter. Try again. Fail again. Fail better», δηλαδή «Πάντα προσπάθεια. Πάντα αποτυχία. Δεν πειράζει. Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα».

Γιατί, ναι, ο Ντουκόβνι δεν είναι μόνο ηθοποιός: κατέχει Bachelor of Arts και Master of Arts στην Αγγλική Λογοτεχνία από το Πρίνστον και το Γέιλ αντίστοιχα

Σε κάθε ωριαίο επεισόδιο με προσκεκλημένους από την υποκριτική (ας αναφέρουμε τους Άλεκ Μπάλντουιν, Σον Πεν, Τζίλιαν Άντερσον και Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ), από τον ακαδημαϊκό χώρο (η συζήτηση με τον καθηγητή Τζακ Χάλμπερσταμ είναι πέρα για πέρα διαφωτιστική σχετικά με τη φιλοσοφία στην pop culture και την απεικόνιση της αποτυχίας στα καρτούν), την Ιατρική, τη δημοσιογραφία, ο Ντουκόβνι εξερευνά την ιδέα και την εμπειρία της αποτυχίας με αφετηρία τις δικές του αποτυχίες τόσο στα επαγγελματικά όσο στην προσωπική ζωή. Οι συζητήσεις είναι χορταστικές και αποκαλυπτικές. Πέρα από τη σοφία των καλεσμένων, ερχόμαστε σε επαφή με τις πτυχές της προσωπικότητας του Ντουκόβνι. Μέσα από τη μόρφωση και την καλλιέργειά του, αναλύει απόψεις και προχωρά στις ερωτήσεις με σεβασμό και περίσκεψη, αναδεικνύεται μάλιστα ενθουσιώδης συζητητής όποτε οι καλεσμένοι του προέρχονται από την academia, ξυπνώντας τον παραλίγο καθηγητή που λαγοκοιμάται μέσα του.

Ιδανικό podcast αν προτιμάτε ενδιαφέρουσες και διεγερτικές συζητήσεις σε ήπιους τόνους με συναρπαστικούς ανθρώπους.

Ντέιβιντ Ντουκόβνι

Αν τώρα ζητάτε κάτι πιο σκοτεινό, μια βουτιά στο παράξενο, στο αλλόκοτο, αν σας ενθουσιάζουν οι αστικοί θρύλοι και η Ιστορία παράλληλα, πρέπει να ακούσετε τη σειρά podcast «After Dark: Myths, Misdeeds and the Paranormal». Δύο ιστορικοί στη Μεγάλη Βρετανία —ο Anthony Delaney και η Maddy Pelling— εξετάζουν θρύλους και μύθους για λυκανθρώπους, θεότητες τής θάλασσας και ζόμπι, ανατέμνουν θεωρίες συνωμοσίας, κάνουν αναδρομές στις τελευταίες ημέρες τής Άννας Μπολέιν και των Ρομανόφ, και απαριθμούν τις πιο θανατηφόρες πανούκλες και τους πιο φρικιαστικούς θανάτους από κατά συρροή δολοφόνους. Επεισόδια πασπαλισμένα με πνευματώδη λογοπαίγνια και εκλεπτυσμένο χιούμορ, σε ένα podcast που κρατάει από το 2023.

* * *

ΠΟΤΕ ΠΕΡΑΣΕ ΚΙΟΛΑΣ Ο ΙΟΥΛΙΟΣ;

Ο χρόνος είναι μια από τις πιο παράξενες πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας. Καθώς μεγαλώνουμε —όλοι το παρατηρούν αυτό, δεν είναι κάτι σπάνιο—, η πάροδός του φαίνεται να επιταχύνεται δραματικά. Τα παιδικά μας καλοκαίρια έμοιαζαν ατέλειωτα, ενώ σήμερα οι μήνες περνούν σαν εβδομάδες και τα χρόνια περνούν με μια ταχύτητα τέτοια που σου προκαλεί θλίψη: «Σαν χθες μού φαίνεται ότι είχαμε Χριστούγεννα».

Το έψαξα λιγάκι, γιατί μαζί με τη θλίψη (που ήδη είναι αρκετή) έρχεται και ο τρόμος. Έμαθα λοιπόν πως όλο αυτό δεν είναι μια υποκειμενική εντύπωση· είναι έτσι ακριβώς. Και το όλο φαινόμενο έχει βαθιές ρίζες στη νευρολογία του εγκεφάλου.

ΠΟΤΕ ΠΕΡΑΣΕ ΚΙΟΛΑΣ Ο ΙΟΥΛΙΟΣ;

Σε κάθε περίπτωση, η αντίληψη του χρόνου είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο φαινόμενο κατά το οποίο συνεργάζονται πολλαπλά νευρικά δίκτυα, με ταχύτητες που ξεπερνούν την αντιληπτική μας ικανότητα — μιλάμε για χιλιοστά του δευτερολέπτου. Και ένας από τους κύριους λόγους που ο χρόνος επιταχύνεται καθώς μεγαλώνουμε σχετίζεται ακριβώς με την ταχύτητα επεξεργασίας των αισθητηριακών πληροφοριών στον εγκέφαλό μας.

Όταν είμαστε νέοι, ο εγκέφαλός μας επεξεργάζεται τις εικόνες με ιλιγγιώδη ταχύτητα· έτσι κάθε στιγμή μοιάζει να είναι (και, βασικά, πράγματι είναι) γεμάτη λεπτομέρειες. Καθώς μεγαλώνουμε, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των νευρωνικών δικτύων αυξάνεται, αναγκάζοντας τα ηλεκτρικά σήματα να διανύουν μεγαλύτερες αποστάσεις. Το αποτέλεσμα είναι μια σταδιακή επιβράδυνση στην επεξεργασία των οικείων σημάτων, πράγμα που σημαίνει —ας μας επιτραπεί η αναλογία— ότι αντιλαμβανόμαστε λιγότερα «καρέ ανά δευτερόλεπτο» από τον κόσμο γύρω μας.

Όταν είμαστε νέοι, ο εγκέφαλός μας επεξεργάζεται τις εικόνες με ιλιγγιώδη ταχύτητα· έτσι κάθε στιγμή μοιάζει να είναι (και, βασικά, πράγματι είναι) γεμάτη λεπτομέρειες

Όμως και η μνήμη παίζει εξίσου κρίσιμο ρόλο στην αντίληψη του χρόνου. Στην παιδική ηλικία, σχεδόν κάθε εμπειρία είναι νέα και αξιοσημείωτη. Η συνεχής μας έκθεση σε πράγματα άγνωστα, νέα, καινοφανή, δημιουργεί πυκνές και άκρως λεπτομερείς αναμνήσεις που κάνουν τις περιόδους να φαίνονται μακρύτερες όταν τις ανακαλούμε στη μνήμη μας. Αντίθετα, οι ενήλικες ζουν καταστάσεις συχνά επαναλαμβανόμενες, γνωστές, κάτι παραπάνω από απλώς οικείες. Όταν κάθε μέρα μοιάζει με την προηγούμενη (σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι), όλες αρχίζουν να συγχωνεύονται σε μια θολή μάζα. Χωρίς να διαθέτει ξεκάθαρα ορόσημα για να χωρίσει τις μέρες, ο εγκέφαλός μας αδυνατεί να διαχωρίσει τη μία από την άλλη: πολλές μέρες μαζί… τείνουν να μοιάζουν με μία. «Πάει πέρασε κιόλας ο μήνας».

Η αντίληψή μας για τον χρόνο επηρεάζεται επίσης και από την αναλογία μιας συγκεκριμένης περιόδου σε σχέση με τη συνολική διάρκεια της ζωής μας. Για ένα παιδί δέκα ετών, επί παραδείγματι, ένας χρόνος αντιπροσωπεύει το 10% της ύπαρξής του — ένα τεράστιο κομμάτι της εμπειρίας του. Για έναν πενηντάχρονο, όμως, ένας χρόνος είναι μόλις το 2% της ζωής του. Κάτι λίγο. Κάτι που περνά, και χάνεται, γρήγορα.

Και πάλι, όμως, το πράγμα δεν τελειώνει εδώ. Ενώ τα μικρά παιδιά παραμένουν πιο προσκολλημένα από εμάς στην παρούσα στιγμή επειδή πρέπει συνεχώς να αναδιαμορφώνουν τα νοητικά μοντέλα που διαρκώς κατασκευάζουν για τον κόσμο, η νευροχημεία του εγκεφάλου προσθέτει ένα ακόμη επίπεδο πολυπλοκότητας στο φαινόμενο: η ντοπαμίνη, ένας νευροδιαβιβαστής που συνδέεται με την ανταμοιβή, το κίνητρο και τη μάθηση, επηρεάζει άμεσα την αντίληψη του χρόνου, ενώ η ακρίβεια του κεντρικού μηχανισμού χρονομέτρησης, που υποστηρίζεται από αλληλεπιδράσεις ντοπαμίνης-γλουταμίνης σε συγκεκριμένα εγκεφαλικά κυκλώματα, μειώνεται με την ηλικία. Αυτά όμως είναι πράγματα που δεν τα καταλαβαίνω, γι’ αυτό και θα τα σταματήσω εδώ.

Για ένα παιδί δέκα ετών, επί παραδείγματι, ένας χρόνος αντιπροσωπεύει το 10% της ύπαρξής του — ένα τεράστιο κομμάτι της εμπειρίας του. Για έναν πενηντάχρονο, όμως, ένας χρόνος είναι μόλις το 2% της ζωής του.

Ένα άλλο παράδοξο στην αντίληψη του χρόνου —παράδοξο μεν, τρομερά ενδιαφέρον δε— είναι η διαφορά μεταξύ της βιωμένης εμπειρίας και της αναδρομικής της αντίληψης. Όταν γεμίζουμε τον χρόνο μας με νέες και ενδιαφέρουσες εμπειρίες, οι ώρες περνούν μεν στο φτερό, αλλά στη μνήμη μας μένουν σαν κάτι που κράτησε αιώνες. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει όταν ζούμε μέσα στη ρουτίνα: οι ώρες δεν περνούν με τίποτε μεν, αν όμως θέλουμε να τις ανακαλέσουμε, αυτό που θα ανασύρουμε από τη μνήμη μας είναι το αντίστοιχο μιας παλιάς αρβύλας που ψαρέψαμε στη λίμνη: τζίφος.

Από εξελικτική άποψη, λένε αυτοί που ξέρουν, όλες αυτές οι αλλαγές εξυπηρετούν προσαρμοστικούς σκοπούς. Τα νεαρά άτομα επωφελούνται από έναν πιο αργό, πιο λεπτομερή τρόπο αντίληψης, που τους επιτρέπει να μάθουν γρήγορα και να προσαρμοστούν ακόμη γρηγορότερα στο περιβάλλον τους. Καθώς αποκτούμε εμπειρία, όμως, και έχοντας ολοένα και λιγότερες ανάγκες για λεπτομερή ανάλυση κάθε αισθητηριακής εισόδου —μιας και έχουμε ήδη χτίσει εκτεταμένες βάσεις γνώσεων—, χρειαζόμαστε πιο απλούς και άρα πιο αποδοτικούς τρόπους επεξεργασίας. Μόνο που η αποδοτικότητα πάει χέρι-χέρι με ένα κόστος: το κόστος της ταχύτερης παρόδου του χρόνου. Έστω: της αίσθησης ότι ο χρόνος κυλά γρηγορότερα.

Όταν γεμίζουμε τον χρόνο μας με νέες και ενδιαφέρουσες εμπειρίες, οι ώρες περνούν μεν στο φτερό, αλλά στη μνήμη μας μένουν σαν κάτι που κράτησε αιώνες.

Και νά τώρα τι συμβαίνει με τα σόσιαλ, ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ ηλικία: η διαρκής ενασχόλησή μας μαζί τους, αυτή η βουτιά με το κεφάλι στον πολφό των ΜΚΔ, παίρνει πελώριες περιόδους χρόνου και τις κάνει να φαίνονται ανύπαρκτες. Είναι λογικό: η ψηφιακή διάσπαση, ήτοι οι επαναληπτικές, λιγότερο ουσιαστικές δραστηριότητες, δεν αφήνουν διακριτές αναμνήσεις. Αφήνουν μόνο θόρυβο, ένα κουραστικό χάος που δεν μας ενδιαφέρει να επαναφέρουμε στη μνήμη μας.

Υπάρχουν λύσεις; Φυσικά και υπάρχουν. Είναι οι νέες εμπειρίες, η αποφυγή της ρουτίνας, η κοινωνική εμπλοκή, τα βιβλία, τα χόμπι, ο εθελοντισμός. Αυτά είναι θέματα που τα έχει λύσει η ζωή πολλά-πολλά χρόνια τώρα — δεν περίμενε εμάς. Όποιος είναι δραστήριος και αφήνεται σε μεγάλες, ποικίλες αφηγήσεις, κερδίζει και μεγάλες, άφθονες ποσότητες χρόνου.

Είναι λογικό: η ψηφιακή διάσπαση, ήτοι οι επαναληπτικές, λιγότερο ουσιαστικές δραστηριότητες, δεν αφήνουν διακριτές αναμνήσεις. Αφήνουν μόνο θόρυβο, ένα κουραστικό χάος που δεν μας ενδιαφέρει να επαναφέρουμε στη μνήμη μας.

Δεν μπορούμε να σταματήσουμε το ρολόι, αλλά μπορούμε να γεμίσουμε τις μέρες μας με σκοπό, περιέργεια και χαρά. Όπως κάνουν τα παιδιά.

* * *

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Ben Macintyre, «Η πολιορκία» (μετάφραση Γεωργία Οικονομοπούλου, Εκδόσεις Κλειδάριθμος)

Άλλη μία σπουδαία προσθήκη στη βιβλιογραφία ενός εκ των κορυφαίων συγγραφέων non fiction βιβλίων —όλων των εποχών— στον χώρο της κατασκοπείας και των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Ο Μακιντάιρ είναι μοναδικός, εξ ου και έχει από πίσω του ένα ορκισμένο κοινό, που δεν χάνει ποτέ κανένα βιβλίο του.

Ο Μακιντάιρ, που βασίζεται σε αποκλειστικές συνεντεύξεις και σε έναν πλούτο αρχείων που δεν είχαν δει ποτέ πριν το φως της δημοσιότητας, χτίζει την ένταση σταδιακά: η ατμόσφαιρα γίνεται όλο και πιο εκρηκτική, ενώ οι σχέσεις μεταξύ τρομοκρατών και ομήρων εξελίσσονται με απρόβλεπτους τρόπους.

Η «Πολιορκία» είναι μια χρονομηχανή που μας μεταφέρει στην καρδιά ενός από τα πιο δραματικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας: στο Λονδίνο του 1980, όταν έξι ένοπλοι εισέβαλαν στην ιρανική πρεσβεία και κράτησαν 26 ανθρώπους ομήρους επί έξι ολόκληρες ημέρες. Θα μας επιτραπεί να πούμε πως δύσκολα ένα μυθιστόρημα με το ίδιο θέμα, αλλά ούτε καν μια κινηματογραφική ταινία, δεν θα είχαν περισσότερη αγωνία, περισσότερο σασπένς, ή πιο ολοκληρωμένους χαρακτήρες: οι ένοπλοι, η αστυνομία, οι διαπραγματευτές, οι διαδηλωτές, η MI6, η CIA, οι ειδικές δυνάμεις της Βρετανίας, ο SAS, και βέβαια οι όμηροι, είναι εκεί, ζωντανοί, και αναπνέουν σε ένα βιβλίο 560 σελίδων που διαβάζεται απνευστί — και μόνο τρώγοντας τα νύχια σου. Εκπληκτικό.

Ο Μακιντάιρ, που βασίζεται σε αποκλειστικές συνεντεύξεις και σε έναν πλούτο αρχείων που δεν είχαν δει ποτέ πριν το φως της δημοσιότητας, χτίζει την ένταση σταδιακά: η ατμόσφαιρα γίνεται όλο και πιο εκρηκτική, ενώ οι σχέσεις μεταξύ τρομοκρατών και ομήρων εξελίσσονται με απρόβλεπτους τρόπους. Μια επιχείρηση λαμπρά σχεδιασμένη τόσο ως προς την εκτέλεσή της όσο και ως προς τη λύση της, που βαδίζει επί ξυρού ακμής και ανά πάσα στιγμή μπορεί να καταλήξει σε Κόλαση. Κάτι πολύ, πολύ παραπάνω από την περιγραφή μιας τρομοκρατικής επίθεσης και της εξουδετέρωσής της: μια μελέτη της συμπεριφοράς μας υπό ακραία πίεση, μια ανθρώπινη ιστορία που δείχνει πώς συνηθισμένοι άνθρωποι μπορούν να γίνουν ήρωες όταν οι περιστάσεις το απαιτούν. Θα μας θυμηθείτε.

  • Διαβάστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:
Ben Macintyre, «Η πολιορκία» (μετάφραση Γεωργία Οικονομοπούλου, Εκδόσεις Κλειδάριθμος)

Ο αρχηγός τον ενόπλων μπορεί να έλεγε ψέματα ή να έλεγε την αλήθεια για τα εκρηκτικά με τα οποία απειλούσε να ανατινάξει την πρεσβεία από λεπτό σε λεπτό. Ακόμα και οι αστυνομικοί απέκρυπταν ηθελημένα κάποια στοιχεία από συναδέλφους τους. Σύμφωνα με το επίσημο πρωτόκολλο, ο πυρήνας των διαπραγματευτών ήταν «προστατευμένος» για την υπόλοιπη επιχείρηση, λάμβανε μόνο τις απολύτως απαραίτητες για τη διαπραγμάτευση πληροφορίες και τίποτα παραπάνω. Αυτό διασφάλιζε ότι όσοι βρίσκονταν σε άμεση επαφή με τους ενόπλους δεν θα αποκάλυπταν, χωρίς να το θέλουν, πληροφορίες εν τη ρύμη του λόγου τους, από απροσεξία ή ακόμα και μέσω μιας αλλαγής στον τόνο της φωνής τους. Αν, για παράδειγμα, ο διαπραγματευτής φανέρωνε κατά λάθος ότι ήξερε τι λεγόταν μέσα στο κτίριο, οι δράστες θα υποπτεύονταν αμέσως ότι παρακολουθούνταν· στην καλύτερη περίπτωση, θα σταματούσαν να μιλούν· στη χειρότερη, θα έσπερναν τον όλεθρο. Οι διαπραγματευτές δεν ήξεραν ότι η πρεσβεία ήταν περικυκλωμένη με κοριούς, ούτε ότι μια βαριά οπλισμένη στρατιωτική μονάδα βρισκόταν σε επιφυλακή στο διπλανό κτίριο, έτοιμη να επιτεθεί. Ο Λαφ δεν σταματούσε να διαβεβαιώνει τον Τοφίκ ότι τα αιτήματά του εξετάζονταν, ότι οι Αρχές κατέβαλλαν κάθε δυνατή προσπάθεια, ότι δεν σχεδιαζόταν επίθεση. Τίποτα από αυτά δεν ίσχυε. Ωστόσο ο Λαφ δεν ήξερε ότι τον παραπλανούσε· από την πλευρά του δεν του έλεγε ψέματα.

  • Νά και το οπισθόφυλλο:

Στις 30 Απριλίου του 1980, έξι οπλισμένοι άντρες εισέβαλαν στην Ιρανική Πρεσβεία στο Λονδίνο και κράτησαν είκοσι έξι ομήρους, ανάμεσά τους διπλωμάτες, επισκέπτες και Βρετανούς πολίτες. Ακολούθησε εξαήμερη πολιορκία, κατά την οποία επιστρατεύθηκαν διαπραγματευτές της αστυνομίας και ψυχίατροι, ώστε να λήξει αναίμακτα. Παράλληλα, η SAS, επίλεκτη ομάδα των Ειδικών Δυνάμεων, προετοίμαζε με άκρα μυστικότητα μια παράτολμη αποστολή διάσωσης: την Επιχείρηση Νεμρώδ. Η πολιορκία αποτέλεσε κομβικό σημείο στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας διεθνώς. H Βρετανία είχε διαχειριστεί περιστατικά τρομοκρατίας του IRA, όμως ποτέ άλλοτε τρομοκρατική ενέργεια διεθνούς κλίμακας. Καθώς το δράμα κλιμακωνόταν, εκατομμύρια τηλεθεατές παρακολουθούσαν τις εξελίξεις σε ζωντανή μετάδοση, τη μεγαλύτερη στην ιστορία της βρετανικής τηλεόρασης.

Αντλώντας στοιχεία από αδημοσίευτο υλικό, αποκλειστικές πληροφορίες και διηγήσεις από αυτόπτες μάρτυρες, ο συγγραφέας και ιστορικός Μπεν Μακιντάιρ προσφέρει στους αναγνώστες ένα συναρπαστικό ταξίδι και στις δύο πλευρές της πολιορκίας. Παρακολουθεί τα γεγονότα λεπτό το λεπτό, ενώ ανατρέχει στις ιστορικές αποφάσεις που οδήγησαν στη δραματική κατάληξη της υπόθεσης. Ένα έξοχο χρονικό, με δράση και αγωνία που κόβουν την ανάσα.

Η «Πολιορκία» είναι η αληθινή ιστορία όσων συνέβησαν στην Ιρανική Πρεσβεία, ειπωμένη από εκείνους που την έζησαν. Έξι ημέρες που άλλαξαν για πάντα τον τρόπο που ένας ολόκληρος λαός έβλεπε τις Ειδικές Δυνάμεις SAS, αλλά και την ίδια του την εθνική ταυτότητα…

  • Και ένα μικρό βιογραφικό του συγγραφέα:

Ο Μπεν Μακιντάιρ είναι συγγραφέας πολλών ιστορικών μυθιστορημάτων που έγιναν μπεστ σέλερ, αρθρογράφος και συνεργάτης των Times του Λονδίνου. Έχει εργαστεί ως ανταποκριτής Τύπου στη Νέα Υόρκη, το Παρίσι και την Ουάσιγκτον, ενώ παρουσιάζει τακτικά στο BBC σειρές που βασίζονται στα σπουδαία έργα του. Ζει στο Λονδίνο με τη σύζυγό του και τα τρία παιδιά τους. Το 2019 το βιβλίο «Ο κατάσκοπος και ο προδότης» (Κλειδάριθμος), που αφηγείται την ιστορία του διπλού πράκτορα της Κα Γκε Μπε Όλεγκ Γκορντιέφσκι, ήταν πρώτο στη λίστα των Sunday Times, ενώ συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα για το Βραβείο Baillie Gifford και το National Book Awards. Το 2020 στο βιβλίο «Πράκτορας Σόνυα» (Κλειδάριθμος) διαβάσαμε το χρονικό της Ούρσουλα Κουτσίνσκι —κωδική ονομασία Σόνυα—, της μεγαλύτερης κατασκόπου του εικοστού αιώνα. Το βιβλίο του «Αιχμάλωτοι στο Κόλντιτς» (Κλειδάριθμος) καταγράφει το εκπληκτικό αληθινό χρονικό της πιο διαβόητης φυλακής στον κόσμο, και έγινε το ιστορικό βιβλίο με τις περισσότερες πωλήσεις για το 2022 και νούμερο ένα στη λίστα των μπεστ σέλερ των Sunday Times.

Βρείτε το στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Die my love
Πέθανε αγάπη μου: Η Τζένιφερ Λόρενς σε ψυχική κατάρρευση

Μια κατασκότεινη αλληγορία για τη μητρότητα, τον γάμο και την εύθραυστη ψυχική υγεία που μόνο κατά διαστήματα γίνεται ουσιώδες ή αποτελεσματικό ως προς τους στόχους που θέτει.

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY