Κινηματογραφος

Το «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» 50 χρόνια μετά

Τι έχει να πει στην εποχή του MeToo μια ταινία που συνδυάζει λυρισμό με σεξουαλική βαναυσότητα;

karathanos.jpg
Δημήτρης Καραθάνος
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι»: Αναδρομή στην πολυσυζητημένη ταινία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών από την κυκλοφορία της.
Μαρία Σνάιντερ και Μάρλον Μπράντο στα γυρίσματα του «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» © Sunset Boulevard/Corbis via Getty Images

«Το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι»: Αναδρομή στην πολυσυζητημένη ταινία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών από την κυκλοφορία της

Η επανεξέταση ταινιών με την ευκαιρία σημαντικών επετείων λειτουργεί διττά: Μπορεί να είναι μια καλή αφορμή για νοσταλγία, όσο και μια υπενθύμιση του αιφνίδιου περάσματος του χρόνου: Πώς πέρασαν οι καιροί; Είναι δηλαδή πλέον η τάδε ή η δείνα ταινία σαράντα ή πενήντα ετών παλιά; Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο;

Σε άλλες περιπτώσεις ωστόσο, η ταινία αποκαλύπτει την ηλικία της με τρόπο που βγάζει νόημα, πράγμα που συμβαίνει με το «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι», το οποίο κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους το 1973, αλλά ποτέ δεν θα μπορούσε να έχει δοκιμάσει την έξοδό της στις αίθουσες υπό τις συνθήκες του σήμερα.

Πράγματι, οποιαδήποτε αναφορά στο διάσημο όσο και προβοκατόρικο φιλμ του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι σήμερα, σπάνια απαντάται με επιδοκιμασίες, ιδιαίτερα στους σινεφίλ κύκλους που λαμβάνουν σοβαρά υπόψη την πολιτική φύλου στην τέχνη μετά την εδραίωση του κινήματος MeToo.

Πολύ συχνά, η όποια συζήτηση εστιάζει στην πιο διαβόητη σκηνή της: Εκείνη όπου ο Μάρλον Μπράντο, βιάζει πρωκτικά τη Μαρία Σνάιντερ χρησιμοποιώντας μια δόση βούτυρο από το ψυγείο ως λιπαντικό.

Last Tango in Paris 1972 Trailer | Marlon Brando | Maria Schneider

Ενώ η ταινία προκάλεσε αίσθηση στις αίθουσες και πέτυχε σημαντικές εισπράξεις αποφέροντας επιπλέον δόξα και βραβεία στον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι και τον Μάρλον Μπράντο, με υποψηφιότητες για Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου και Καλύτερης Σκηνοθεσίας, η Μαρία Σνάιντερ, όπως αναφέρεται σε μια ανακοίνωση της παραγωγού εταιρείας CBS «έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης και γελοιοποίησης για τη συμμετοχή της στην ταινία, που την οδήγησε σε έναν δρόμο εθισμού και πάλης με προβλήματα ψυχικής υγείας. Η μόνη αποζημίωση που έλαβε ποτέ για τον ρόλο της ήταν 4.000 δολάρια».

Δεκαετίες αργότερα, ο Μπερτολούτσι δήλωνε ότι ένιωθε ενοχές, αλλά δεν είχε μετανιώσει που η επίμαχη σκηνή γυρίστηκε έπειτα από συνεννόηση του σκηνοθέτη με τον Μάρλον Μπράντο χωρίς τη συγκατάθεση της Μαρία Σνάιντερ, υποστηρίζοντας ότι ήθελε να προσδώσει ρεαλιστικότητα στη σκηνή, καθώς στόχος του ήταν να φανεί η αντίδραση μιας ταπεινωμένης γυναίκας και όχι μιας ηθοποιού που υποδύεται έναν ρόλο.

«Ένιωσα λίγο βιασμένη, τόσο από τον Μάρλον όσο και από τον Μπερτολούτσι», είπε η πρωταγωνίστρια της σκηνής το 2007, τέσσερα χρόνια πριν πεθάνει σε ηλικία 58 ετών. Όσο για τον ίδιο τον Μπερτολούτσι; «Αισθάνομαι ένοχος, αλλά δεν το μετανιώνω».

Είναι άραγε «Το Τανγκό…» η φιλμική απεικόνιση της ιστορίας δύο ανδρών που κακοποιούν μια νεαρή γυναίκα, όχι για το σεξ, αλλά για χάρη της τέχνης; Και γιατί μια τέτοιου είδους ταινία καταξιώθηκε σε τέτοιο βαθμό από τους κριτικούς και το κοινό; Προπάντων, τι έχει να πει «Το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» σήμερα πάνω στο ζήτημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης και της ηθικής της τέχνης;

«Το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι»: Μια ταινία που συνεχίζει να σκανδαλίζει και η ιστορία πίσω από το φιλμ

«Το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι»: Αναδρομή στην πολυσυζητημένη ταινία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών από την κυκλοφορία της.

«Το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» έκανε πρεμιέρα στις 14 Οκτωβρίου 1972. Σε έναν από τους κορυφαίους ρόλους της περίλαμπρης καριέρας του, ο Μάρλον Μπράντο υποδύεται έναν μεσόκοπο Αμερικανό στο Παρίσι, του οποίου η γυναίκα μόλις αυτοκτόνησε. Γνωρίζει μια νεαρή κοπέλα και ξεκινά μια καθαρά σεξουαλική σχέση μαζί της. Χωρίς ονόματα, χωρίς διευθύνσεις, χωρίς παρελθόν – αυτοί είναι οι βασικοί του κανόνες. Το ζευγάρι συναντάται μόνο στο διαμέρισμα και δεν μιλά ποτέ για την κανονική του ζωή. Το κορίτσι στην αρχή καταπολεμά την ιδέα, αλλά σταδιακά υποχωρεί. Η ανατροπή, έγκειται στο ότι όσο περνάει ο καιρός, είναι ο Μπράντο εκείνος που δυσαρεστείται με τη διευθέτηση. Όσο για τη δική της αντίδραση, είναι τόσο απρόβλεπτη και αναπόφευκτη.

Η ταινία βασίζεται σε σενάριο των Μπερτολούτσι και Κιμ Αρκαλί, μοντέρ του Ιταλού δημιουργού στις τρεις προηγούμενες ταινίες του, ενώ οι αρχικές επιλογές του σκηνοθέτη για τους δύο βασικούς ρόλους ήταν ο Ζαν Λουί Τρεντινιάν και η Ντομινίκ Σαντά. Αντλώντας από τη φιλμογραφία του Ρενουάρ, ο Μπερτολούτσι τροποποιεί τους κινηματογραφικούς κανόνες φέρνοντας τη μέθοδο του ντοκιμαντέρ στη δημιουργία ταινιών μυθοπλασίας, σε ένα είδος σινεμά βεριτέ, στο οποίο η ταινία συνιστά σχεδόν τόσο ένα ντοκιμαντέρ για τους ίδιους τους ηθοποιούς όσο και μια αυτόνομη ιστορία.

Το «Τανγκό» είναι επίσης μια ταινία για τον Μάρλον Μπράντο και την αποκαθήλωση του προτύπου του Αμερικανού μάτσο άνδρα, που τόσο εμβληματικά είχε ενσαρκώσει τα προηγούμενα χρόνια. Όταν ο πρωταγωνιστής Πολ αρχίζει να μιλάει για τα παιδικά του χρόνια, ο Μπερτολούτσι αφήνει κατά μέρους το σενάριό του και στρέφει την κάμερά του στον Μπράντο, που αρχίζει να αυτοσχεδιάζει και να διηγείται τα δικά του παιδικά χρόνια.

Oι αντιπαραθέσεις και οι διαμάχες του κοινού γύρω από την ταινία ξεκίνησαν αμέσως μετά την πρώτη προβολή της. Παρόλα αυτά, το «Τελευταίο Τανγκό…» απέφερε καθαρό κέρδος 36 εκατ. δολαρίων (186 εκατ. σημερινά δολάρια) και αναδείχθηκε τρίτη ξένη ταινία με τις μεγαλύτερες εισπράξεις μέχρι σήμερα στις ΗΠΑ, ενώ ο Μπράντο και ο Μπερτολούτσι μπορεί να δέχτηκαν μεν έντονη κριτική, αλλά βγήκαν επιπλέον κερδισμένοι, αφού ήταν υποψήφιοι για Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου και Σκηνοθεσίας, αντίστοιχα.

Όσο για τη Μαρία Σνάιντερ, παρά το γεγονός ότι στη συνέχεια έπαιξε σε ταινίες όπως το «Επάγγελμα ρεπόρτερ» του Αντονιόνι, πάλεψε με την προκατάληψη και τη «ρετσινιά» του ότι είναι σεξουαλικό σύμβολο και όχι σοβαρή ηθοποιός. Αποφάσισε να μην ξαναδουλέψει γυμνή και έχει περιγράψει την περίοδο μετά την ταινία ως αρχή της μάχης της με την κατάθλιψη, τον εθισμό της στα ναρκωτικά και τις αρκετές απόπειρες αυτοκτονίας της.

Αργότερα έγινε υπέρμαχος των δικαιωμάτων των γυναικών, παλεύοντας ιδιαίτερα για να συμπεριλαμβάνονται περισσότερες γυναίκες σκηνοθέτες, να υπάρχει μεγαλύτερος σεβασμός στις γυναίκες ηθοποιούς και καλύτερη εκπροσώπηση των γυναικών στον κινηματογράφο και στα μέσα ενημέρωσης.

«Το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι»: Αναδρομή στην πολυσυζητημένη ταινία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών από την κυκλοφορία της.
To Pont de Bir-Hakeim στο Παρίσι, όπου γυρίστηκαν πολλές σκηνές της ταινίας © Wikimedia Commons

«Το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» και η θέση του στον «κανόνα» του σινεμά

«“Το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι” θα πρέπει να γίνει ορόσημο στην ιστορία του κινηματογράφου συγκρίσιμο με τις 29 Μαΐου 1913 –τη νύχτα που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά “Η τελετουργία της άνοιξης” του Στραβίνσκι– στη μουσική ιστορία», έγραφε την επαύριον της πρεμιέρας η Πολίν Κάελ, διαπρεπής σινεκριτικός του New Yorker από το 1968 έως το 1991. Και παρότι η ίδια παραδέχτηκε ότι «δεν υπήρξε ταραχή, και κανείς δεν πέταξε τίποτα στην οθόνη, νομίζω ότι είναι δίκαιο να πούμε ότι το κοινό ήταν σε κατάσταση σοκ, επειδή η ταινία έχει τον ίδιο υπνωτικό ενθουσιασμό, την ίδια πρωτόγονη δύναμη και τον ίδιο ερωτισμό. To μέλλον του σινεμά επιτέλους ήρθε».

Παρά τον κριτικό διθύραμβο του New Yorker, η ταινία δεν κατόρθωσε να γίνει ορόσημο. Όπως απέδειξαν τα επόμενα βήματα της βιομηχανίας του σινεμά, το «Τανγκό…» δεν ήταν η αρχή για κάτι καινούργιο, αλλά ο θρίαμβος του παλιού, του σινεμά τέχνης, εκείνου που σύντομα επρόκειτο να αντικατασταθεί από την απόλυτη επικράτηση των μαζικά προσανατολισμένων ταινιών blockbuster.  

Last tango in Paris (1972) - Paul's Dramatic Monologue (starring Marlon Brando)

Η σεξουαλική ενέργεια του «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι», η τόλμη του Μάρλον Μπράντο και της άγνωστης Μαρίας Σνάιντερ δεν οδήγησαν σε έναν κινηματογράφο τέχνης ενηλίκων, όπως ήλπισαν πολλοί. Η ταινία φόβισε τους μιμητές και αντί να είναι η πρώτη από τις πολλές ταινίες με σήμανση ακαταλληλότητας που ασχολούνται ειλικρινά με τη σεξουαλικότητα, έγινε σχεδόν η τελευταία.

Μετά το «Τανγκό…», το Χόλιγουντ έκανε μια ακαριαία μεταστροφή σε ταινίες για εφήβους, ήρωες δράσης και ειδικά εφέ. Και με εξαίρεση μερικές μεμονωμένες ταινίες όπως τα «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» και «Η αυτοκρατορία των αισθήσεων», η χρήση της σεξουαλικότητας ως αφηγηματικής πρώτης ύλης σχεδόν εξαφανίστηκε από την οθόνη.

Όσο για την ηθική θύελλα που προκάλεσε και τα μοντέλα της πατριαρχικής εκμετάλλευσης που πολλοί διακρίνουν στα καρέ του, μπορεί τουλάχιστον να του αναγνωριστεί το εξής: Ξεκλείδωσε την μπουκαπόρτα της μανιώδους οργής από πολλές, ενίοτε ανόμοιες πηγές: Ήταν η σπάνια ταινία που θα μπορούσε να ενώσει συντηρητικούς ηθικούς θύλακες και φεμινίστριες ενάντια σε έναν κοινό στόχο: «Το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι».  

(Mε πληροφορίες του Guardian)

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ