Κινηματογραφος

Γιατί ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν μισούσε τις ταινίες του Ζαν - Λυκ Γκοντάρ

Δυο σκηνοθέτες με εντελώς διαφορετική ιδιοσυγκρασία και καλλιτεχνική ευαισθησία

114824-667199.jpg
Νατάσσα Καρυστινού
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Γιατί ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν μισούσε τις ταινίες του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ

Τι πίστευε ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν για τις ταινίες του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ: Οι δύο μεγάλοι σκηνοθέτες με τις διαφορετικές ευαισθησίες.

Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (1918-2007) και ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ (1930-2022) ήταν δυο από τους κινηματογραφιστές που σημάδεψαν την ιστορία της Έβδομης τέχνης. Αναπόφευκτα, τα έργα τους βρίσκονταν σε διάλογο μεταξύ τους: επρόκειτο σίγουρα για δημιουργούς με πολύ διαφορετική ιδιοσυγκρασία· με σχεδόν αντιθετικές καλλιτεχνικές και πολιτικές ευαισθησίες. Στις συνεντεύξεις του, ο Μπέργκμαν επαινούσε μερικούς συναδέλφους του: τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, τον οποίο θεωρούσε «εξαίρετο τεχνίτη», τον Φεντερίκο Φελίνι και την «ευφάνταστη δημιουργικότητά του» ή τον Φρανσουά Τρυφό για τον τρόπο με τον οποίον δημιουργούσε μια σχέση με το κοινό. Πάνω από όλους έβαζε τον Αντρέι Ταρκόφσκι, ίσως επειδή είχε κάποια κοινά σημεία με τη δική του αισθητική. Για άλλους, ο μεγάλος Σουηδός σκηνοθέτης αδιαφορούσε: ο Μικελάντζελο Αντονιόνι τού φαινόταν υπερβολικά «εστέτ», ενώ απέρριπτε τον σουρεαλισμό του Λουίς Μπουνιουέλ. Όσο για τον Γκοντάρ δεν μπορούσε να τον ανεχθεί: του φαινόταν απαράδεκτος ο τίτλος του «τρομερού παιδιού» για κάποιον που έκανε το ντεμπούτο του σε ηλικία 28 ετών με δήθεν επαναστατικές ταινίες οι οποίες ανακύκλωναν νεανικούς μύθους και καταργούσαν κινηματογραφικές συμβάσεις. Η ιδέα του Γκοντάρ ότι το κινηματογραφικό μέσο έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για να στρέψει την προσοχή του κοινού στην απατηλή φύση του θεάματος μιας ταινίας ήταν, στα μάτια του Μπέργκμαν, εντελώς ακατανόητη. Έβλεπε τα κινηματογραφικά πειράματα του Γκοντάρ και τη μεταμοντέρνα του αυτοαναστοχαστικότητα ως μια μορφή ομφαλοσκόπησης: «Οι ταινίες του Γκοντάρ,» έλεγε, «είναι επηρεασμένες πνευματικά και εμμονικά από τον εαυτό του.»

Σε μια σειρά από καυστικές κριτικές για τις ταινίες του Γάλλου σκηνοθέτη, ο Μπέργκμαν έλεγε ότι είναι τεχνητά κατασκευάσματα, ψευτοδιανοουμενίστικα και άψυχα: «Ο Γκοντάρ είναι βαρετός. Έκανε ταινίες για τους κριτικούς, όχι για το κοινό. […] Το 1966, όταν προβλήθηκε το "Αρσενικό, θηλυκό" εδώ στη Σουηδία λίγο έλειψε να με πάρει ο ύπνος.» Σε μια συνέντευξη του 1971, ο Μπέργκμαν εξηγούσε περισσότερο γιατί δεν του άρεσε ο Γκοντάρ: «Αν και σε αυτό το επάγγελμα θαυμάζω τους ανθρώπους που έχουν μια ιδέα και προσπαθούν να την εφαρμόσουν όσο τρελή κι αν είναι […] δεν μπορώ να δω τις ταινίες του Γκοντάρ. Μετά από είκοσι πέντε ή τριάντα λεπτά πρέπει να φύγω: έχω την αίσθηση ότι θέλει να μου πει πράγματα αλλά δεν καταλαβαίνω τι είναι αυτά τα πράγματα, και μερικές φορές υποπτεύομαι ότι μπλοφάρει, ότι με κοροϊδεύει.»

Αν και Μπέργκμαν πίστευε ότι το Γαλλικό Νέο Κύμα ήταν υπερεκτιμημένο, από την πλευρά τους πολλοί Γάλλοι κινηματογραφιστές ανέφεραν τον Σουηδό μετρ ως μια από τις επιρροές τους. Σε ένα άρθρο του 1958, όταν ο Γκοντάρ εργαζόταν ακόμα ως κριτικός κινηματογράφου, έγραφε: «Ο Μπέργκμαν είναι ο σκηνοθέτης του στιγμιαίου. Κάθε ταινία του γεννιέται από τον στοχασμό του ήρωα για την παρούσα στιγμή και εμβαθύνει αυτόν τον προβληματισμό με ένα είδος μετατόπισης του χρόνου: θυμίζει τη ροή του χρόνου στον Μαρσέλ Προυστ. Αλλά με ακόμα περισσότερη δύναμη, σαν να πολλαπλασιάζεται ο Προυστ με τον Τζόις και με τον Ρουσό, για να γίνει ένας τεράστιος, απεριόριστος διαλογισμός στο στιγμιαίο. Μια ταινία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν είναι, ένα εικοστό τέταρτο του δευτερολέπτου μεταμορφωμένη και εκτεταμένη σε μιάμιση ώρα. Είναι ο κόσμος ανάμεσα σε δύο βλεφαρίσματα, η θλίψη ανάμεσα σε δύο χτύπους της καρδιάς, η ευθυμία ανάμεσα σε δύο χειροκροτήματα.» Σ’ αυτή την κριτική, ο Μπέργκμαν απάντησε πως δεν καταλάβαινε τίποτα.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ