Κινηματογραφος

Δουνκέρκη: Είναι αριστούργημα η καινούργια ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν;

10 σχόλια για μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
369552-763557.jpg

Η τελευταία ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν, του σκηνοθέτη της ανατρεπτικής τριλογίας του «Batman» και του «Inception» ανάμεσα σε 10 συνολικά ταινίες, είναι μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς και η παρουσία της στα Όσκαρ προδιαγράφεται λαμπρή. Μπορεί να χαρακτηριστεί αριστούργημα; Οι απόψεις κριτικών και κοινού διίστανται. Είναι η καλύτερή του ταινία ή υπολείπεται ευρηματικότητας, σεναριακά και σκηνοθετικά, αν τη συγκρίνουμε με προηγούμενες δουλειές του;

Αναμφίβολα από ένα σκηνοθέτη όπως ο Κρίστοφερ Νόλαν οι προσδοκίες είναι ιδιαίτερα υψηλές. Δεν υπήρξε ποτέ mainstream κινηματογραφιστής. Διευρύνοντας τα όρια του τι μπορεί να καταφέρει μια μεγάλης κλίμακας παραγωγή του Χόλιγουντ κατοχύρωσε τη θέση του στη σύγχρονη ιστορία του κινηματογράφου ως ένας από τους πιο εμπορικούς σκηνοθέτες και μαζί ένας δημιουργός οραματιστής, τεχνίτης ως προς τις αφηγηματικές του δεξιότητες (δεν είναι τυχαίο ότι οι σπουδές του ήταν στη λογοτεχνία) και την αισθητική αρτιότητα των ταινιών του. Στην τελευταία του ταινία το καλλιτεχνικό του δυναμικό αναπτύσσεται σε όλο του το μεγαλείο φτιάχνοντας μια ταινία καθηλωτική για το ευρύ κοινό. Είναι αριστούργημα; Ο καθένας ας δώσει τη δική του απάντηση, αφού δει την ταινία. Απαραίτητη προϋπόθεση να τη δει σε όσο το δυνατόν πιο σύγχρονη αίθουσα!

1) Η Δουνκέρκη είναι η εξιστόρηση ενός επεισοδίου του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο Κρίστοφερ Νόλαν διαλέγει μια κρίσιμη στιγμή του πολέμου στις αρχές του, μετά την κατάρρευση του γαλλικού μετώπου, όταν οι Γερμανοί προελαύνουν με τον αέρα του κατακτητή. Η εκκένωση της Δουνκέρκης, το σχέδιο διάσωσης των 400.000 περίπου Άγγλων, Γάλλων και Βέλγων στρατιωτών που παγιδεύτηκαν τον Μάιο του 1940 στις ακτές της βόρειας Γαλλίας, στην ομώνυμη γαλλική πόλη, είναι μια μεγαλόπνοη επιχείρηση απεγκλωβισμού. Πρόκειται για μια εξαιρετικά σημαντική στιγμή καθώς οι Γερμανοί είχαν την ευκαιρία να αποδεκατίσουν τις βρετανικές δυνάμεις ξηράς, γεγονός που –αν συνέβαινε– ενδεχομένως να είχε επιδράσει διαφορετικά στην πορεία του πολέμου. Το γιατί ο Χίτλερ επέτρεψε ουσιαστικά στις δυνάμεις των συμμάχων να διαφύγουν διχάζει τους ιστορικούς και θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα λάθη στρατηγικής των Γερμανών στο δυτικό μέτωπο. Η εκκένωση της Δουνκέρκης όχι μόνο επέτρεψε στην Αγγλία να διατηρήσει το πεζικό της, αλλά ο τρόπος που έγινε είχε μεγάλη επίπτωση στην αναπτέρωση του ηθικού των Άγγλων. Κι ενώ η μάχη που προηγήθηκε υπήρξε μια μεγάλη στρατιωτική ήττα, η Δουνκέρκη διδάσκεται σαν μια λαμπρή σελίδα πατριωτικού ηρωισμού της βρετανικής ιστορίας. Εκεί εστιάζει ο Νόλαν, και ήδη μόλις πέφτουν οι τίτλοι μάς λέει την ιστορία του σε δυο φράσεις.

Όταν 400.000 στρατιώτες δεν μπορούν να γυρίσουν στην πατρίδα, η πατρίδα πηγαίνει σε αυτούς.

Αφήνοντας στην άκρη το γενικότερο πλάνο του πολέμου, η καρδιά της ιστορίας που επιλέγει να αφηγηθεί είναι η τεράστια επιχείρηση διάσωσης των βρετανών στρατιωτών με την τεράστια κινητοποίηση των απλών πολιτών που ρίχθηκαν με τα πλοιάριά τους στη Μάγχη, στη δίνη του πολέμου. Από αυτό το υλικό εκκινώντας συνθέτει ένα τολμηρό κινηματογραφικό υπερθέαμα γυρισμένο σχεδόν αποκλειστικά στις ακτές της Δουνκέρκης, χρησιμοποιώντας την πιο εξελιγμένη τεχνολογία κινηματογράφησης, καταφέρνοντας να περιγράψει με τον πιο εντυπωσιακό και ταυτόχρονα σιωπηλό τρόπο την αποτρόπαιη φρίκη του πολέμου.

2) Η μάχη για την επιβίωση είναι μια ιστορία που στηρίζεται στο σασπένς. Οι επιλογές που έχουν οι στρατιώτες είναι να παραδοθούν ή να εξολοθρευτούν, ή, αυτό που περιμένουμε μαζί τους, ένα θαύμα που θα τους διασώσει. Μόνη διέξοδος τα νερά της Μάγχης. Θα τα καταφέρουν; Η απειλή είναι διαρκής, η ατμόσφαιρα βαριά, ο θάνατος καραδοκεί. Η απελπισία περνάει από ασταμάτητες κορυφώσεις μέχρι να έρθει η σωτηρία, που μέχρι το τέλος φαντάζει αβέβαιη. Η ένταση ξεκινάει από την αρχή και μέσα σε μόλις 108 αγωνιώδη, βασανιστικά λεπτά συνεχώς κορυφώνεται σε ένα τέμπο που βασίζεται στον υπόκωφο χτύπο ενός ρολογιού που ποτέ δεν ησυχάζει, υπενθυμίζοντας πως ο χρόνος μετράει αντίστροφα... Οι μπουκαπόρτες των αντιτορπιλικών σηκώνονται, ο εχθρός πλησιάζει, τα καύσιμα τελειώνουν. Οι οβίδες των μαχητικών αεροσκαφών, που ο ήχος τους μας τρυπάει τα αυτιά, σκορπίζουν το θάνατο. Η φρίκη σε καμία στιγμή δεν εικονοποιείται με κομμένα μέλη και αιματοχυσίες, ο τρόμος είναι εγκατεστημένος στο βλέμμα των στρατιωτών: ο τρόμος της σύνθλιψης, της συντριβής, του ακρωτηριασμού, του πνιγμού, της φωτιάς, της ασφυξίας, της εγκατάλειψης, της απόγνωσης.

3) Η «Δουνκέρκη» μεταχειρίζεται κάθε στρατιώτη στην παραλία, στο αεροπλάνο και στα πλοία σαν μέρος ενός συνόλου, σχεδιάζοντας το πορτρέτο μιας κοινότητας ανθρώπων που πολεμάνε για τη ζωή τους. Τα άτομα δεν έχουν σημασία παρά μόνο στο βαθμό που προσπαθούν να σώσουν κάποιον ή να σωθούν. Δεν υπάρχουν χαρακτήρες με τους οποίους μπορείς να ταυτιστείς, δεν αναδεικνύονται τα χαρακτηριστικά των «ηρώων». Η κτηνώδης φύση του πολέμου δεν αφήνει χώρο για τίποτα από αυτά. Οι στρατιώτες δεν έχουν καν ονόματα. Τρέμουν από το κρύο, εγκλωβισμένοι σε μια αχανή παραλία που παρά το μέγεθός της δημιουργεί μία κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που σε αρπάζει από το σβέρκο και σου κλείνει το στόμα.

Δεν είναι και μικρό το κατόρθωμα του σκηνοθέτη. Ο Νόλαν, που έγραψε και το σενάριο, έκανε κάποιες επιλογές. Όπως αναφέρει ο ίδιος δεν θέλησε να πει μια ιστορία που οι θεατές να την παρακολουθούν, αλλά να την φτιάξει έτσι ώστε οι θεατές να τη βιώσουν. Και αυτό κάνει. Σε πετάει στη μέση της δράσης από την αρχή και κάθε φορά που βλέπεις την ανησυχία στα βλέμματα των στρατιωτών ανησυχείς κι εσύ, ψάχνεις να δεις από πού έρχεται ο ήχος που δυναμώνει σιγά-σιγά και όταν αρχίζουν να πέφτουν οι οβίδες μαζεύεσαι στο κάθισμα καθώς τα σώματα των στρατιωτών πέφτουν στη γη για να προστατευτούν. Μετά ψάχνεις να δεις ποιοι θα σηκωθούν. Κλείνεις κι εσύ τα αυτιά μαζί τους, κι όταν τα πλάνα ανοίγουν, πάντα εκκινώντας από το βλέμμα κάποιου από όσους βρίσκονται εκεί, ψάχνεις πού να εστιάσεις και τι να διακρίνεις. Οι σκηνές κάποιες φορές για αρκετά λεπτά δεν έχουν καθόλου διαλόγους. Η ταινία δεν «λέει», μόνο «δείχνει», και οι σκηνές διαρκούν τόσο ώστε σε αφήνουν να περιπλανηθείς στις άπειρες λεπτομέρειες των μεγάλων κάδρων και να διαλέξεις εσύ πού θα σταματήσεις.

Μπορεί να εκκληφθεί ως μειονέκτημα το ότι δεν μπορείς να ταυτιστείς με τους ήρωες, αλλά από μια άλλη σκοπιά, που είναι και αυτή του σκηνοθέτη, αυτό συνιστά ακριβώς μία από τις αρετές της ταινίας: Όταν μια εμπειρία του βλέμματος γίνεται βιωματική δεν προλαβαίνεις ταυτιστείς. Η ιδέα του Νόλαν, που την πετυχαίνει υποδειγματικά, είναι να έχεις την εμπειρία του τι σημαίνει να προσπαθείς απεγνωσμένα να σωθείς.

4) Αφηγηματικά υπάρχει συνέπεια ως προς αυτό. Δεν υπάρχει κανενός είδους εξωτερική αφήγηση της ιστορίας, π.χ. κάποιοι που συζητούν ή έχουν ένα χάρτη στο τραπέζι και σχεδιάζουν τις κινήσεις του πολέμου. Η ερώτηση που κάνει ο σκηνοθέτης είναι: Τι θα ήξερες αν ήσουν πράγματι κολλημένος σε εκείνη την ακτή;

Σε καμία στιγμή δεν γνωρίζουμε περισσότερα από ό,τι οι στρατιώτες. Ήδη στην αρχή πληροφορούμαστε τι συμβαίνει όταν κάποιοι στρατιώτες που πηγαίνουν προς την ακτή διαβάζουν τα απειλητικά φυλλάδια των εχθρών που πέφτουν από τον αέρα και χαρτογραφούν την κατάσταση. «We surround you». Στην παραλία φτάνουμε με τον μοναδικό στρατιώτη που καταφέρνει να επιζήσει από την επίθεση στους άδειους δρόμους της Δουνκέρκης. Βλέπουμε ό,τι κι αυτός. Μια αχανή ακτή όπου βρίσκονται χιλιάδες στρατιώτες. Τα συμμαχικά στρατεύματα είναι περικυκλωμένα στις ακτές της Βόρειας Γαλλίας και σφυροκοπούνται από τα γερμανικά βομβαρδιστικά. Όσοι βρίσκονται εκεί το μόνο που θέλουν είναι να μπουν σε κάποιο πλοίο. Ο κλοιός είναι ασφυκτικός. Απεγνωσμένοι στρατιώτες προσπαθούν με κάθε τρόπο να εισέλθουν σε αντιτορπιλικά που την αμέσως επόμενη στιγμή βυθίζονται. Προσπαθούν ξανά και ξανά, σε μια τυφλή σχεδόν μάχη για την επιβίωση.

5) Η εστίαση είναι πάντα εσωτερική και χωρίζεται σε τρία μέρη που διαρκούν τρεις αφηγηματικούς χρόνους και τόπους: ξηρά, θάλασσα και αέρας.

Το ένα κομμάτι της δράσης, που διαρκεί κάποιες μέρες, διεξάγεται στην ακτή. Στην τεράστια ακτή, με έντονο το φαινόμενο της παλοίριας, κυριαρχεί το αίσθημα της ασφυξίας. 400.000 άνθρωποι, ο πληθυσμός μιας μικρής πόλης σε μια παραλία. Δύσκολες αποφάσεις και επιλογές παντού. Πώς το οργανώνεις; Παίρνεις τους τραυματίες; Τους παίρνεις όλους; Χιλιάδες άντρες στη σειρά, σε μια στενή αποβάθρα μήκους ενός χιλιομέτρου, βομβαρδίζονται χωρίς να μπορούν να πάνε πουθενά, χωρίς να γνωρίζουν αν στο τέλος της γραμμής υπάρχει κάποιος να τους περιμένει, αν θα φτάσει η σειρά τους. Στέκονται περιμένοντας την επιβίβασή τους, που φαντάζει σαν θαύμα. Μια σχεδόν γραφειοκρατικού τύπου οργάνωση ενός τεράστιου αριθμού ανθρώπου, που γεμίζει κάθε στιγμή με διλήμματα ζωής και θανάτου.

Από την άλλη πλευρά της Μάγχης ξεκινάει μια επιχείρηση διάσωσης, που κι αυτή μοιάζει με θαύμα. Οι άνθρωποι που έρχονται από εκεί φαντάζουν σαν από άλλο κόσμο. Η δική τους δράση θα κρατήσει μια μέρα.

Στον αέρα δύο βρετανοί πιλότοι προσπαθούν να αναχαιτίσουν τα μαχητικά των εχθρών για να μη σφυροκοπήσουν τα πλοία στα οποία προσπαθούν να επιβιβαστούν οι στρατιώτες. Η δική τους δράση διαρκεί κάποιες ώρες.

Η κάμερα κινείται σε αυτά τρία επίπεδα δράσης παρακολουθώντας τα ίδια γεγονότα από τις τρεις αυτές γωνίες εστίασης, επικαλύπτοντας τα κενά με μπρος-πίσω στο χρόνο, παρουσιάζοντας την ιστορία στο σύνολό της χωρίς να βγαίνει ποτέ έξω για να την εξηγήσει.

6) Το πιο συναρπαστικό μέρος του φιλμ από πλευράς δράσης είναι αυτό που εκτυλίσσεται στον αέρα, με αερομαχίες που κόβουν την ανάσα. Ωστόσο η ταινία –και αυτό που παίρνεις φεύγοντας– δεν καθορίζεται από τις σκηνές της δράσης, αλλά από την ησυχία του ανθρώπου που αφήνει τον οπλισμό του και προχωράει προς τη θάλασσα και χάνεται, από τις εκφράσεις των προσώπων, από το βλέμμα ενός οδυνηρά νέου στρατιώτη που παρακολουθούμε από την αρχή μέχρι το τέλος τη μάχη που δίνει για να παραμείνει ζωντανός. Και από αυτό το συνεχόμενο υπόκωφο βουητό της θάλασσας που μπερδεύεται με τους ήχους από τις εκρήξεις.

7) Ενώ πρόκειται για πιστή μεταφορά ενός ιστορικού γεγονότος του Β΄Παγκόσμιου πολέμου, στην ταινία δεν κατονομάζεται ο εχθρός, δεν γίνεται αναφορά σε ναζί, ούτε καν σε γερμανικά στρατεύματα. Και εδώ πρόκειται για επιλογή του σκηνοθέτη. Κάνει μια αφαίρεση που δίνει στην ιστορία του μια διαχρονικότητα. Η ιδέα στοιβαγμένων ανθρώπων σε ακτές που προσπαθούν να επιβιβαστούν σε πλοία προκειμένου να διασχίσουν επικίνδυνες θάλασσες δεν είναι μια εικόνα που μας πάει μόνο στο 1940. Η αγγλική πλευρά είναι υπερτονισμένη με έναν παλιομοδίτικο πατριωτισμό, αλλά ο αντίπαλος κατονομάζεται ως ο εχθρός. Οι στρατιώτες είναι Βρετανοί, ο τρόπος όμως που τους κινηματογραφεί αφαιρώντας τους ταυτότητες και ατομικά χαρακτηριστικά τους καθιστά απλά στρατιώτες, κι ακόμα πιο πέρα ανθρώπους που πασχίζουν με όλη τη σημασία της λέξης να σωθούν.

8) Κι αν η ταινία έχει πράγματι μερικά κλισέ, ή έναν ξεπερασμένο ρομαντισμό, είναι ακριβώς επειδή εστιάζει σε έννοιες όπως ο ηρωισμός και ο πατριωτισμός. Όπως λέει ο ίδιος ο Νόλαν «η ταινία είναι πολύ συναισθηματική για μένα γιατί μιλάει για κάτι που έχει χαθεί... Η ιδέα της κοινωνικής ευθύνης και του κοινωνικού ηρωισμού είναι ντεμοντέ». Κάποιος που θυσιάζεται για να σωθούν άλλοι, ή κάποιοι που βάζουν σε κίνδυνο τη ζωή τους όταν η πατρίδα το ζητάει. Είναι ντεμοντέ, αλλά έτσι συνέβη τότε και ο Νόλαν το μεταφέρει πιστά. Ενδεχομένως δεν θέλει να το μεταφέρει καν σαν πρόταγμα, αλλά απλά να πει την ιστορία.

9) Αν τελικά η καινούργια ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν μπορεί να χαρακτηριστεί αριστούργημα το οφείλει στη συνδρομή των δύο βασικών του συνεργατών. Του διευθυντή φωτογραφίας Χόιτε βαν Χόιτεμα, που εικονογραφεί με τον πιο υποβλητικό τρόπο το εφιαλτικό σκηνικό, με την κάμερα να εποπτεύει τα πάντα με έναν τρόπο που αποδίδει όσο πιο ρεαλιστικά το τι συμβαίνει. Το μεγαλειώδες θαλασσινό τοπίο με τα ηλιοβασιλέματα δίνεται με μια ιμπρεσιονιστική εικονοποιία που θυμίζει ζωγραφική του Turner, η παραλία αποδίδεται τρομακτικά ρεαλιστική, όπως και τα πλάνα στην ακτή του θανάτου με τα πτώματα που ξεβράζει η θάλασσα και τα παραταγμένα σώματα των στρατιωτών στην προβλήτα, οι πτήσεις που σε βάζουν μέσα στο αεροπλάνο τη στιγμή της αερομαχίας, όλα δίνουν σάρκα και οστά με αριστοτεχνικό τρόπο στις εικόνες που οραματίστηκε ο σκηνοθέτης.

10) Και βέβαια δεν μπορεί να μη σημειωθεί η αξεπέραστη συνδρομή του Χανς Ζίμερ. Ο μεγάλος κινηματογραφικός συνθέτης φτιάχνει ένα ακόμα υποβλητικό soundtrack που φωτίζει τον τρόμο, αυτή τη φορά με ραχοκοκαλιά του τον απειλητικό χτύπο του ρολογιού που επιτείνει την αγωνία. Μαζί του οι υπόκωφοι ήχοι των κρουστών που δονούνται ασταμάτητα μαζί με συγχορδίες εγχόρδων, άλλοτε δυνατά και άλλοτε στο μπαγκράουντ, ακόμα και όταν παρεμβάλλεται η ησυχία που ακολουθείται από τον εκκωφαντικό ήχο του πολέμου.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ