Κινηματογραφος

Καύση: Η νέα μαύρη κωμωδία του Στράτου Τζίτζη

Ο γνωστός σκηνοθέτης μιλάει για τη νέα του ταινία και μια Αθήνα που καίγεται

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 559
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
321006-630414.jpg

Ένας νεκρός στα χέρια των δικών του ανθρώπων μέσα σε ένα διαμέρισμα στη μέση του καλοκαιριού, ενώ έξω η Αθήνα φλέγεται, μοιάζει να είναι ο τέλειος εφιάλτης.

Τι ήταν αυτό που οδήγησε την έμπνευσή σας σε αυτή τη συνθήκη;

Αυτό που με «ενέπνευσε» στην «Καύση» ήταν το αίσθημα της διάλυσης που υπάρχει στη χώρα και ειδικά στην Αθήνα, που είναι μια ασφυκτική τσιμεντούπολη, χωρίς διεξόδους. Έτσι μου γεννήθηκε η ιδέα του εγκλωβισμού κάποιων σε ένα σπίτι, ενώ το «κέντρο καίγεται». Όταν κάηκε η Μαρφίν και πέθαναν άνθρωποι, ταράχτηκα τόσο που άφησα το σενάριο που έγραφα τότε, στο Βερολίνο, για να σκεφτώ την κατάσταση στην Ελλάδα κι αυτό οδήγησε στην «Καύση». Η αδυναμία συνεννόησης για τον τρόπο ταφής του νεκρού της ιστορίας και το γενικότερο θέμα της καύσης των νεκρών με απασχολούσε από πριν, μαζί με άλλα «εκκλησιαστικά ζητήματα». Θεωρώ κομβικό γεγονός για την εξήγηση της ελληνικής κρίσης τον υποκριτικό εκκλησιασμό των νεο-Ελλήνων στις τελετές βάπτισης, γάμου και κηδείας, ενώ, στην ουσία, οι περισσότεροι δεν πιστεύουν (γι’ αυτό δεν πατάνε στην εκκλησία άλλες φορές, εκτός από ελάχιστους, κυρίως ηλικιωμένους). Το κάνουν για το θεαθήναι. Ο ελληνο-χριστιανισμός είναι μια φούσκα, σαν αυτή που «έσκασε» με το ξέσπασμα της κρίσης. Μόνο που αυτή δεν σκάει. Παραμένει κοκαλωμένη, τυλίγοντας τα πράγματα με μια βαλσαμωμένη πίστη, νεκρή, χωρίς ουσία. Αυτό εξηγεί και γιατί αδυνατούν οι Έλληνες να διαπραγματευτούν τα αίτια της κρίσης, διότι ψεύδονται σε βασικές αρχές εννόησης του κόσμου, αφού κοροϊδεύονται σε αυτό που πιστεύουν. Όσον αφορά για τη ζέστη που επικρατεί στην ταινία, αυτή μοιάζει σαν να είναι στη μέση του καλοκαιριού, αλλά στο σενάριο είναι Πρωτομαγιά (εξού και οι ταραχές). Είναι μια αφύσικη ζέστη, που έχει γίνει φυσική στην αφύσικη εποχή που ζούμε.

Περιγράψτε μας με δυο λόγια τους πέντε ήρωες της ταινίας σας.

Πρόκειται για πέντε χαρακτηριστικούς τύπους που έπαιξαν ρόλο στην εξέλιξη του μεταπολιτευτικού τοπίου, μετά την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ. Οι τρεις εξ αυτών είναι φίλοι (Νίκος Γεωργάκης, Γιώργος Χρανιώτης, Γωγώ Μπρέμπου), γύρω στα 40κάτι, της γενιάς των πρώτων καταλήψεων στα λύκεια. Μετά, είναι η αδερφή του νεκρού (Ιωάννα Μαυρέα), που έχει ένα κατάστημα παιδικών ενδυμάτων έτοιμο να κλείσει, η οποία εκπροσωπεί τη μικρομεσαία τάξη. Οι ξένοι που ήρθαν στη χώρα αντιπροσωπεύονται από τη Λίλα (Βασιλική Τρουφάκου), την αγαπημένη του νεκρού, νεαρή Ουκρανή που μεγάλωσε στην Ελλάδα.

Και για το νεκρό; Τι ξέρουμε για αυτόν; Ποιος είναι ο ρόλος του σε αυτό το παιχνίδι;

Ο νεκρός έχει ένα συμβολικό ρόλο. Είναι το ηττημένο ροκ εντ ρολ, η χαμένη άνοιξη μιας τρελής νιότης που ματαιώθηκε στα ναρκωτικά. Ξέρουμε λίγα πράγματα για αυτόν, όπως ότι ήταν μουσικός, γοητευτικός, αλλά και αυτοκαταστροφικός. Ο θάνατός του ήταν αναμενόμενος.

image

Είσαστε υπέρ της καύσης νεκρών;

Είμαι υπέρ της καύσης, αν και εγώ προσωπικά θα προτιμούσα να θαφτώ «στον κήπο», όπως προτείνει ο Χρανιώτης στην ταινία. Μου φαίνεται αδιανόητο το μονοπώλιο της χριστιανικής ταφής που έχει επιβληθεί στη νεκροφόρα αγορά από το εκκλησιαστικό κατεστημένο. Είναι ένα από τα στεγανά που κρατούν τη χώρα υπανάπτυκτη και τριτοκοσμική.

Αν αυτό που ζούνε οι ήρωές σας είναι η κόλαση, υπάρχει κάτι που οδηγεί σε κάθαρση; Ή δεν υπάρχει ελπίδα;

Αυτό που ζούνε οι ήρωες (και εμείς) δεν είναι ακριβώς κόλαση με την έννοια του ζόφου, αλλά είναι «κόλαση» με την έννοια του χαμού. Στην Ελλάδα της κρίσης «γίνεται χαμός», σαν να λέμε «χάθηκε η μπάλα» και «έγινε κόλαση». Η κατάσταση αγγίζει τα όρια της κωμωδίας του παραλόγου, γι’ αυτό στην ταινία υπάρχει αυτό το στοιχείο. Πραγματική κόλαση ζούνε στη Συρία. Ακόμη, όμως, και γι’ αυτούς υπάρχει ελπίδα. Γι’ αυτή την ελπίδα ρισκάρουν τη ζωή τους στα παγωμένα νερά, για να περάσουν απέναντι. «Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία», διότι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτήν.

image

Το μήνυμα της ταινίας είναι αισιόδοξο; Κι αν όχι, ποιο είναι;

Η ταινία τελειώνει με την υπόσχεση της ελπίδας, αφού τελειώσουν τα «ψέματα που είπαμε ως εδώ». Τότε, μπορεί και να διαφανεί φως, αρκεί να βρούμε μέσα μας μια αληθινή πίστη ή τουλάχιστον να την αναζητήσουμε στην αλήθεια.

Υπήρχε πραγματικός καύσωνας στα γυρίσματα. Ήταν βολικό αυτό;

Τα γυρίσματα έγιναν κατακαλόκαιρο και ήταν, στο μεγαλύτερο μέρος, μέσα σε ένα παλιό νεοκλασικό της Κυψέλης, που διαμορφώθηκε ειδικά για τις ανάγκες της ταινίας. Έπρεπε να έχουμε τα παράθυρα κλειστά, για το θόρυβο, και τα φώτα αναμμένα, για τις λήψεις. Μόλις τέλειωνε μια λήψη τρέχαμε στους ανεμιστήρες. Η κατάσταση ήταν λίγο σάουνα, κατάλληλη για την ατμόσφαιρα της ταινίας. Το διασκεδάσαμε, πάντως, όσο μπορούσαμε. Είμαστε καλή παρέα και οι ηθοποιοί έκαναν αστεία που κρατούσαν την ομάδα σε ευθυμία.

Μιλήστε μας λίγο για τη μουσική της ταινίας. Πώς επιλέξατε τους Last Drive και τον Θάνο Αμοργινό;

Με τον Θάνο Αμοργινό και τον Αλέξη Καλοφωλιά (που ήταν μαζί στους Last Drive) είμαστε συνεργάτες από παλιά, από τo «Σώσε με», όπου έκαναν το soundtrack της ταινίας (και τη μεγάλη επιτυχία του remix «Ας ερχόσουν για λίγο»). Η μουσική των Last Drive και ειδικά το κομμάτι «Glass of broken dreams» ταίριαζε πάρα πολύ στη νυχτερινή σκηνή της «Καύσης» και έτσι αυτό έγινε «το τραγούδι του νεκρού».

image

Πόσο αγαπάτε την Αθήνα όπως είναι τώρα; Ποια σημεία της απεχθάνεστε; Υπάρχει κάποιο στοιχείο ή σημείο σε αυτή την πόλη που να σας κάνει να νιώθετε καλύτερα;

Το μόνο μέρος της Αθήνας που είναι αντικειμενικά όμορφο είναι η Πλάκα και η περιοχή γύρω από την Ακρόπολη. Από εκεί και πέρα μπαίνουν υποκειμενικά κριτήρια που μπορεί να σε κάνουν να αγαπήσεις τη Δροσοπούλου, ας πούμε, γιατί εκεί μένει κάποιος έρωτάς σου. Πρέπει, πάντως, να είσαι πολύ ερωτευμένος για να αγνοήσεις την ασχήμια αυτής της πόλης.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το Βερολίνο είναι η δεύτερη πόλη σας. Αν εμπνεόσασταν την «Καύση» σε συνθήκες Βερολίνου, ποιες θα ήταν οι διαφορές σε σχέση με την αθηναϊκή;

Το Βερολίνο έχει καεί ολοσχερώς στο παρελθόν και ξαναγεννήθηκε μέσα από τις στάχτες του παγκόσμιου πολέμου που προκάλεσε ο ναζιστικός παραλογισμός. Μετά την επανένωσή του, προσπαθεί να γίνει ένα μητροπολιτικό κέντρο γεμάτο ζωντάνια και νέες ιδέες, χωρίς πάντα να τα καταφέρνει. Είναι, όμως μια πόλη ανοιχτή, που σε αγκαλιάζει και σε αποδέχεται, όποιος και να ’σαι. Αυτή η «ανοιχτοσύνη» δεν υπάρχει πια στην Αθήνα, γιατί ο κόσμος είναι ζορισμένος και γίνεται ζόρικος. Θα μου ήταν δύσκολο να φανταστώ κάτι ανάλογο της Καύσης στο Βερολίνο. Αν υπάρχει κάτι που έχει στοιχεία δυσφορίας σε αυτή την πόλη είναι το πρόβλημα της στέγης, καθώς αυξάνεται η ζήτηση και οι τιμές ανεβαίνουν. Δεν είναι όμως υψηλές σε βαθμό απαράδεκτο, όπως στο Λονδίνο, στο Παρίσι ή στη Νέα Υόρκη. Γι’ αυτό παραμένει πόλος έλξης νέων από όλο τον κόσμο.

image

image

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ