Πώς δημιούργησε τον κόσμο του «Magic Lights», το λαμπερό μονοπάτι στο χριστουγεννιάτικο χωριό
Κtismata: Ο Γιάννης Τσιούνης εικονογραφεί τα κτίρια της Αθήνας
Η Αθήνα μέσα από τo project Ktismata του εικονογράφου Γιάννη Τσιούνη
O Γιάννης Τσιούνης λατρεύει την Αθήνα. Γι΄αυτόν, οι παλιές πολυκατοικακίες, οι στοές, οι μικρές πλατείες και τα συνοικιακά μαγαζάκια, δεν συνθέτουν απλώς την πόλη καταγωγής του, αλλά αποτελούν πηγή έμπνευσης για το πρότζεκτ του "Ktismata", μέσα από τα οποία βλέπει την Αθήνα με νέα ματιά. Ο ίδιος περιγράφει όλα όσα αγαπά-ή δεν αγαπά- στην πόλη αλλά και το πως τον εμπνέει η αρχιτεκτονική και το design για να δημιουργεί.
Ποιο είναι ένα πράγμα που αγαπάς και ένα που σιχαίνεσαι στην Αθήνα;
Η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια πόλη με τον δικό της ιδιοσυγκρασιακό χαρακτήρα. Δεν είναι το “νέο Βερολίνο” ούτε η “νέα Βαρκελώνη”. Αν και φαινομενικά μοιάζει χαώδης, στην πραγματικότητα είναι αρκετά φιλική, οικεία και μπορεί να σε εκπλήξει ανα πάσα στιγμή, τις περισσότερες φορές ευχάριστα. Αυτό που με εκνευρίζει είναι η αδιαφορία για τα σημεία-σύμβολα της πόλης, όπως τα διατηρητέα κτίρια, τα βιβλιοπωλεία ή οι παλιοί κινηματογράφοι, που αποκτούν αξία μόνο όταν προκύψει τουριστικό ενδιαφέρον ή οικονομικό όφελος. Είναι σαν ο τελευταίος που υπολογίζεται πάντα να είναι ο ίδιος ο Αθηναίος. Και φυσικά, η έλλειψη πρασίνου και μικρών κήπων είναι κάτι που δεν συνηθίζεται εύκολα.
Ποιο είναι το πιο ποπ αθηναϊκό μνημείο της πόλης, που θα ήθελες να μεταμορφώσεις σε έργο;
Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να θεωρηθεί «μνημείο», αλλά ένα από τα σχέδιά μου είναι να εικονογραφήσω το ιστορικό πλέον, κτίριο του Club Decadence στον λόφο του Στρέφη. Για μένα, πέρα από σύμβολο του αθηναϊκού youth των ‘90s και των ‘00s, είναι και σύμβολο μιας Αθήνας που έχει σχεδόν χαθεί. Ο «Δρομέας» επίσης, μαζί με το Hilton, έχει κάτι το αναλλοίωτο. Κάθε φορά που τον πετυχαίνω, νιώθω αυτή την αθηναϊκή αύρα, ένα μυστικό μήνυμα που, νομίζω, μόνο αν είσαι Αθηναίος μπορείς πραγματικά να το καταλάβεις.
Μία «μόνο στην Αθήνα» ιστορία που σου έχει συμβεί;
Να έχουμε καταλήξει στο τέταρτο μπαρ της βραδιάς, κάπου στο Παγκράτι, να τσακώνομαι για πολιτικά με φίλους και να συνειδητοποιώ ότι το μπαρ βρίσκεται στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας, όταν φεύγοντας βλέπω κόσμο να βγαίνει για να πάει στη δουλειά. Ένας συνδυασμός τύψεων και ντροπής για το πόσο στον κοσμο μας ήμασταν, αλλά και μιας περίεργης ευγνωμοσύνης και αίσθησης αλληλεγγύης που κανείς δεν παραπονέθηκε.
Τι κάνει κάποιον Αθηναίο;
Η προσαρμοστικότητα και η ικανότητα να ισορροπείς ανάμεσα στο «θέλω να φύγω» και στο «κάτι με κρατάει εδώ». Το πρωί μπορεί να αγανακτείς κολλημένος στην κίνηση στην Κατεχάκη ή να τσακώνεσαι στην ουρά της εφορίας, αλλά λίγες ώρες μετά βγάζεις το παιδί σου στην πλατεία και πίνεις την μπύρα σου σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ζώντας και μεγαλώνοντας ένα παιδί στο Λονδίνο έχω εκτιμήσει ιδιαίτερα το πόσο προνομιούχο είναι αυτό το αίσθημα.
Πώς επιλέγεις τα κτίρια που απεικονίζεις στα Ktismata; Υπάρχουν κριτήρια σαν αίσθηση, θέση, αρχιτεκτονική αξία;
Η επιλογή γίνεται αρκετά αυθόρμητα. Είναι σημεία ή κτίρια που συναντάω και για κάποιο λόγο, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, μου φαίνονται ενδιαφέροντα. Μπορεί να φταίει το φως της ημέρας, η γωνία που έτυχε να τα παρατηρήσω ή η διάθεση εκείνης της ώρας. Σίγουρα πάντως δεν επιλέγω με κριτήριο μόνο την αρχιτεκτονική τους αξία.
Ποια είναι η διαδικασία για να γίνει ένα έργο;
Το πρώτο στάδιο είναι προφανώς η πηγή έμπνευσης. Έχω ένα τεράστιο αρχείο με φωτογραφίες, από τις οποίες ξεχωρίζω εκείνες που μου κάνουν εντύπωση. Αφού επιλέξω μία, ξεκινάω να σχεδιάζω το κτίσμα στο χέρι, για να το κατανοήσω καλύτερα και να το «αποκωδικοποιήσω». Στη συνέχεια το επεξεργάζομαι ψηφιακά και όταν φτάσω σε ένα αποτέλεσμα που με ικανοποιεί αισθητικά, περνάω στο τελευταίο και πιο σημαντικό στάδιο: τον συνδυασμό χρωμάτων και υφών.
Υπάρχει κάποια ιστορία πίσω από ένα print - ένα συγκεκριμένο κτίριο με ιδιαίτερη ιστορία ή μνήμη για σένα;
Η «Σταδίου» ήταν η πρώτη εικονογράφηση της σειράς και ουσιαστικά η αφορμή για να σκεφτώ το concept των Κτισμάτων, οπότε έχει μια ξεχωριστή θέση για μένα. Συμβολίζει τη «βόλτα στο κέντρο», αυτό το οικείο και ζεστό συναίσθημα που μπορεί να σε πιάσει ένα απόγευμα, όταν περπατάς χωρίς σκοπό στη Σταδίου, χαζεύεις τα κτίρια και κάπου μέσα σου λες: «Είναι ωραία η Αθήνα».
Η καραντίνα αλλά και η ζωή στο Λονδίνο, πώς άλλαξαν την οπτική σου και τον τρόπο που βλέπεις την Αθήνα;
Η καραντίνα ήρθε στον όγδοο χρόνο μου στο Λονδίνο, σε μια φάση που πραγματικά χρειαζόμουν ένα διάλειμμα. Οπότε, το γεγονός ότι τα πάντα αναγκαστικά σταμάτησαν σε μια πόλη που βρίσκεται σχεδόν μόνιμα σε κατάσταση άγχους, ήταν κάπως απελευθερωτικό. Μου δόθηκε η ευκαιρία να έρθω στην Ελλάδα, να περάσω πολύ χρόνο στην Αθήνα, να την περπατήσω και να την παρατηρήσω αλλιώς. Οι ακραίες συνθήκες της πανδημίας λειτούργησαν σαν ένα restart στη σχέση μου με την πόλη και με βοήθησαν να ξεπεράσω, έστω και σε συμβολικό επίπεδο, την τραυματική περίοδο της κρίσης από την οποία είχα «ξεφύγει» μετακομίζοντας στο Λονδίνο.
Πώς βλέπεις την εξέλιξη του πρότζεκτ — έχεις στο μυαλό να δημιουργήσεις ένα χάρτη της Αθήνας μέσα από τα έργα σου;
Θα ήθελα το πρότζεκτ να αποκτήσει περισσότερο context. Ιδανικά, θα ήθελα να γίνει κάποιο newsletter που θα δίνει περισσότερες πληροφορίες για όλα αυτά τα σημεία. Και ναι, θα μου άρεσε πολύ να εξελιχθεί σε έναν ιδιοσυγκρασιακό, εικονογραφημένο αθηναϊκό χάρτη, με διαδρομές, βόλτες και μικρές, ενδιαφέρουσες ιστορίες για κάθε περιοχή.
Τι σημαίνουν για σένα τα Κτίσματα; Είναι αρχιτεκτονικές μορφές, εσωτερικά τοπία ή κάτι πιο συμβολικό; Υπάρχει κάποια προσωπική εμπειρία ή συναίσθημα ή κάποιο φιλοσοφικό υπόβαθρο που πυροδότησε τη δημιουργία αυτής της σειράς;
Όσο ήμουν Ελλάδα στα χρόνια της καραντίνας, ο πατέρας μου αρρώστησε. Πέρναγα πολύ χρόνο μαζί του. Του άρεσε να κάθεται στην ταράτσα όπου είχε το μποστάνι του και να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων. Οταν άρχισε να χειροτερεύει, προσπαθούσα να σκεφτώ τρόπους να του αποσπάσω την προσοχή από τον πόνο. Η δουλεία του ήταν ελαιοχρωματιστής και πάντα πίστευα πως είχε καλλιτεχνική φύση. Του πήρα ένα μικρό μπλοκ και ένα απόγευμα του ζήτησα να ζωγραφίσει με το μέλανι ό,τι ήθελε χρησιμοποιώντας τα παλιά του πινέλα. Γέμισε όλες τις σελίδες με τις πινελιές του. Η σκουριά, η σκόνη και το μελάνι δημιούργησαν κατι περίεργες μπλε και κόκκινες υφές. Λίγους μήνες μετά τον θάνατό του ξεκίνησα να δουλεύω τα Κτίσματα. Όλα τα σχέδια περιλαμβάνουν αυτές τις πινελιές και υφες. Για μένα είναι ένας τρόπος να κρατάω ζωντανή τη μνήμη του μέσα από κάτι που αγαπάω.
Τα Ktismata είναι και ένα σχόλιο για την ελληνική πραγματικότητα (την αστική ανάπτυξη, την κρίση, την εγκατάλειψη, κάτι άλλο);
Πολλές φορές έχω σκεφτεί πόσο θα ήθελα να είχα μια μάνικα και να αρχίσω να ξεπλένω, να καθαρίζω, να ξεσκονίζω την Αθήνα.
Οπότε, υποσυνείδητα, τα Κτίσματα ίσως είναι μια απόπειρα να δω την πόλη με καθαρή ματιά, χωρίς να πέφτω στην παγίδα του να την εξιδανικεύω ή να τη ρομαντικοποιω.
Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια;
Θα ήθελα να ολοκληρώσω τουλάχιστον 12 αθηναϊκά Κτίσματα, ένα για κάθε μήνα του χρόνου, και να τα συγκεντρώσω σε ένα ημερολόγιο. Μου αρέσει η ιδέα το κάθε σχέδιο να συνδέεται με μια εποχή, μια διάθεση ή μια διαδρομή στην πόλη. Αφού ολοκληρώσω αυτή τη σειρά, σκέφτομαι να συνεχίσω με έναν διαφορετικό προορισμό, ίσως κάποιο ελληνικό νησί ή και γιατι όχι, κάποια άλλη χώρα.
Δειτε περισσοτερα
Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
Ο διάσημος Ελληνο-αμερικανός καλλιτέχνης μιλά για τη σειρά «Portraits», την τεχνική superdots, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση του με τη μαγειρική
Η τρυφερή ματιά ενός αρχιτέκτονα στην πέτρα, τους ανθρώπους και τα δέντρα του τόπου
Οι θεματικές συζήτησης και οι προσωπικότητες που θα συμμετέχουν Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών