- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γεώργιος Γεωργιάδης: Ένας αειθαλής καλλιτέχνης
Ο Γεώργιος Γεωργιάδης παρουσιάζει τον κόσμο της γλυπτικής, μέσα από πιθηκανθρωπάκια, μοτοσικλέτες και διαβάζοντας «Τη Μυθολογία Ανάποδα»
Όλα ξεκίνησαν από μια παλιά μοτοσικλέτα που ο γλύπτης Γεώργιος Γεωργιάδης βρήκε τυχαία σ’ ένα παλαιοπωλείο. Τότε σκέφτηκε να βάλει πάνω της πιθηκανθρωπάκια, σε διάφορες φάσεις της ζωής τους αλλά και της καθημερινότητάς τους, επηρεασμένα από την εκάστοτε περιρρέουσα ατμόσφαιρα, σχολιάζοντάς τη με τον δικό τους τρόπο και με όχημα την τέχνη. Ο λόγος για τα γλυπτά πιθηκανθρωπάκια της έκθεσης «Επαναφορά 72 αιώνες μ.Χ.», που φιλοξενήθηκε πρόσφατα στον Εικαστικό Κύκλο Sianti.
«Γι’ αυτή τη δουλειά, δούλεψα με πάθος 10 χρόνια, μέχρι να την ολοκληρώσω», λέει ο Γεώργιος Γεωργιάδης. «Όλο αυτό που βλέπετε συνθέτει ένα παραμύθι. Όπως ακούς στα παραμύθια που λένε “μια φορά και έναν καιρό” και αναφέρονται στο παρελθόν, αυτό είναι “μια φορά και έναν καιρό” που αναφέρεται στο μέλλον. Πρόκειται για απομεινάρια ανθρώπων που έχουν μετατραπεί σε πιθήκους. Έχουν επανέλθει, σε βάθος χρόνου, εκεί που τους έφτιαξε ο Κάρολος Δαρβίνος. Μετά από πυρηνικές καταστροφές και εκρήξεις ηφαιστείων, η γη έχει σχεδόν καταστραφεί και αυτά βρήκαν ένα σημείο όπου μπορούν να ζήσουν, κουβαλώντας συνήθειες από τη νοήμονα ζωή τους ως Homo Sapiens. Διατηρούν τη δίποδη όρθια στάση, καθώς και κάποιες ενδυματολογικές προτιμήσεις, αλλά κυρίως λατρεύουν την τεχνολογία και τις μηχανές. Αυτό είναι το αφήγημα. Γενικώς, είναι απαισιόδοξη και θλιβερή σκέψη, όμως το αποτέλεσμα μετράει».
Ακούγοντάς τον να μιλάει για τα έργα του, με μια φωνή γεμάτη πάθος και ζωντάνια, νομίζεις ότι έχεις μπροστά σου έναν νεαρό καλλιτέχνη. Ο Γεωργιάδης γεννήθηκε το 1934 στο Μαρούσι. Οι γονείς του επιθυμούσαν να τον δουν αρχιτέκτονα, αλλά, όταν έφτασε η ώρα των σπουδών του, αυτός είχε ένα μόνο δίλημμα ν’ αντιμετωπίσει: γλύπτης ή ζωγράφος. Ως πρότυπο είχε τον πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία πατέρα του, έναν βιοπαλαιστή με καλλιτεχνική φλέβα, ο οποίος έπαιζε βιολί και ζωγράφιζε πολύ ωραία.
Την αγάπη του για τον κόσμο της γλυπτικής την απέκτησε από μικρή ηλικία, όπως τον ακούμε να λέει σ’ ένα βίντεο με θέμα βιογραφίες από τον χώρο της γλυπτικής.
«Το ότι είχα την τύχη να γεννηθώ στο Μαρούσι, που ήταν και είναι ακόμη ένα κέντρο κεραμικής, επηρέασε σημαντικά τη μετέπειτα εξέλιξή μου. Από μικρός είχα μανία να χρησιμοποιώ τον πηλό για να πλάσω διάφορα μικρά αντικείμενα. Πήγαινα στους αγγειοπλάστες του Αμαρουσίου και ζητούσα πηλό, υλικό που ήταν δυσεύρετο τότε, γιατί οι κεραμίστες τον έφτιαχναν μόνοι τους. Οι περισσότεροι ήταν φίλοι με τον πατέρα μου κι έτσι μου έδιναν μια μικρή ποσότητα. Το σπίτι μου ήταν κοντά στα Κανατάδικα, έτσι λεγόταν η περιοχή όπου υπήρχαν οι αγγειοπλάστες. Έπλαθα ζωάκια, ανθρώπινες φιγούρες, και τα δώριζα στους φίλους μου. Σιγά σιγά άρχισα να μεταχειρίζομαι και πιο δύσκολα υλικά. Στην ηλικία των 9 ετών χρησιμοποιούσα τα οξυγόνα που είχε ο πατέρας μου στο μαγαζί του στο Μαρούσι, κι όταν εκείνος έλειπε, έπλαθα αντικείμενα με διάφορα σίδερα και γυαλιά».
Εκτός από το ταλέντο, θαυμάζεις την οξύνοιά του, το χιούμορ του αλλά κυρίως, το κέφι και την απίστευτη ενέργειά του για δημιουργία: «Η δουλειά φέρνει καινούργια δουλειά, και η συγκεκριμένη δουλειά μού δίνει την ευκαιρία να κάνω κάτι πιο πέρα. Το πιστεύω αυτό! Μόνο με τη δουλειά εξελίσσεσαι. Όσο δουλεύεις εξελίσσεσαι», μου λέει.
Ο Γ. Γεωργιάδης σπούδασε στην ΑΣΚΤ. Μαθητής στο εργαστήριο του Μιχάλη Τόμπρου και του Γιάννη Παππά για τη γλυπτική, ενώ στου Γιάννη Μόραλη για τη ζωγραφική. Το 1958, με υποτροφία εσωτερικού, μελέτησε και αποτύπωσε έργα λαϊκής τέχνης στη Λέσβο. Έναν χρόνο αργότερα, με υποτροφία του Ιδρύματος Ευγενίδη, πήγε στη Φλωρεντία για να μάθει την τεχνική του μετάλλου και χαλκοχυτική από τον Μπρούνο Μπεάρτσι.
Ενώ τα πρώτα γλυπτά του ήταν παραστατικά, μια σειρά από συμπτώσεις, όπως εξομολογείται, τον οδήγησε στη γνωστή, τυλιγμένη με ύφασμα, καθιστή, εύσαρκη, ακρωτηριασμένη γυναικεία μορφή, η οποία αποτέλεσε για πολλά χρόνια βασικό θέμα της γλυπτικής του.
«Πιστεύω ότι στη γλυπτική και στην τέχνη γενικότερα, πολλά πράγματα γίνονται τυχαία, συμπτωματικά. Τα εργαστήριά μου πάντα ήταν χαμηλοτάβανα. Ειδικά τα πρώτα εργαστήρια ήταν πολύ μικρά. Έτσι, όσο αστείο και να φανεί, σκέφτηκα να κάνω καθιστές τις φιγούρες που έφτιαχνα –πάντα η δουλειά μου ήταν ανθρωποκεντρική–, γιατί δεν μ’ έπαιρνε το ύψος! Αυτό ήταν καθοριστικό, γιατί είδα ότι η καθιστή φιγούρα μού έδινε όλα τα στοιχεία που ήθελα για να κάνω μια σύνθεση μέσα στον χώρο. Ένα μεσημέρι σκέπασα μια φιγούρα μ’ ένα βρεγμένο πανί και πήγα να ξεκουραστώ λιγάκι. Όταν γύρισα στο εργαστήριο είδα ότι το βρεγμένο πανί έδινε κάποια άλλα νοήματα και προεκτάσεις στο θέμα που είχα επιλέξει. Έτσι, άρχισα να χρησιμοποιώ τις πτυχές και το δίπλωμα του πανιού για να δώσω διάφορους συμβολισμούς σε κάθε σύνθεση που δούλευα».
Το γλυπτό εκείνο το έστειλε στην Μπιενάλε Νέων στο Παρίσι και απέσπασε πολύ καλές κριτικές. Σήμερα, ένα γλυπτό του υπάρχει σε ιδιωτική συλλογή στο Παρίσι και ένα άλλο, στο Υπουργείο Πολιτισμού της Ελλάδας. Αυτή ήταν η αρχή της συλλογής που ονόμασε «Επινίκια», μια σειρά βασισμένη σε πολλούς συμβολισμούς.
Το 1986 παρουσίασε, στην Αίθουσα Τέχνης Νέες Μορφές, το «Homo Sapiens 20 αιώνες μ.Χ.», μια συγκλονιστική έκθεση με θέμα την αδιαφορία για το δράμα του 3ου κόσμου, με αγάλματα (σε φυσικό μέγεθος) σκελετωμένων από την πείνα παιδιών, από την Μπιάφρα και την Αιθιοπία, τοποθετημένα πάνω ή δίπλα σε πολυτελή έπιπλα. Με τη σειρά «Μυθολογία Ανάποδα» (2023) παρουσίασε τη μυθολογία όχι όπως γράφεται, όπως είπε χαρακτηριστικά, αλλά μ’ έναν υπερβατικό τρόπο που κάποιος άλλος δεν θα μπορούσε να φανταστεί.
Οι εκθέσεις του, ατομικές και ομαδικές, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, δεν σταμάτησαν ποτέ όλα αυτά τα χρόνια. Το δε διάστημα 1960-1980 δίδαξε σχέδιο σε νέους στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο Δοξιάδη. Η δουλειά του συνεχώς εξελισσόταν και ταυτόχρονα εναλλάσσονταν τα νοήματα που περνούσε μέσω αυτής, με τρόπο υπερβατικό και ύφος εξπρεσιονιστικό. Τα έργα του ήταν ένα μέσο έκφρασης άλλοτε μιας κριτικής ή διαμαρτυρίας σε επίκαιρες κοινωνικές ή πολιτικές καταστάσεις, άλλοτε μιας αισιόδοξης διάθεσης που μετέφερε ένα μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας.
Σε αυτό το πνεύμα εντάσσονται και οι χαριτωμένοι πιθηκάνθρωποι της έκθεσης, που με τα καμώματά τους, τις στάσεις και τις εκφράσεις τους, προκαλούν πολλά χαμόγελα αλλά και τον θαυμασμό του θεατή για τη σχεδιαστική ποικιλότητα, την απίστευτη λεπτομέρεια στην εκτέλεση, τη γλυπτική δεινότητα, το σαρωτικό χιούμορ, την ευρηματικότητα, τη φαντασία του καλλιτέχνη. Όπως σημειώνει και η επιμελήτρια Ίρις Κρητικού, «έχουν ασύγκριτο στιλ και ακτινοβόλα vintage γοητεία. Ποζάρουν με αυταρέσκεια, στολισμένοι με γυαλιά ηλίου και ανεμιζόμενα κασκόλ. Ερωτοτροπούν και ερωτεύονται. Γεννοβολούν, αγορεύουν, πολιτικολογούν και φωνασκούν, τσακώνονται και παρεκτρέπονται. Ως γνήσια μιμητικά όντα, κλέβουν ρόλους και αναγνωρίσιμες ανθρώπινες συμπεριφορές. Κλέβουν ό,τι τραβά την προσοχή τους και ό,τι γυαλίζει. Κλέβουν γενικώς την παράσταση». Σε αυτά τα γλυπτά ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε ένα ειδικό κεραμικό.
«Εδώ, βάζω ένα πραγματικό αντικείμενο –τη μοτοσικλέτα– που σ’ αυτή την περίπτωση αποτελεί ένα αιώνιο σύμβολο της μηχανικής εξέλιξης από τον άνθρωπο, μαζί μ’ ένα κεραμικό που το φτιάχνω, αφού προηγουμένως αυτό υπόκειται σε πολλές μειώσεις, ώστε να τοποθετηθεί πάνω στο προϋπάρχον αντικείμενο. Χρησιμοποιώ ένα υλικό εύπλαστο και ανθεκτικό, το δίπυρο χυτευμένο κεραμικό stoneware».
Ήταν η αγαπημένη του Μάρω, η καταξιωμένη γλύπτρια και επί 39 χρόνια σύντροφος της ζωής του, που τον παρότρυνε ν’ αρχίσει να χρησιμοποιεί κεραμικό αντί για μέταλλο, η χύτευση του οποίου είχε γίνει πλέον ασύμφορη και ο καλλιτέχνης δεν μπορούσε, όπως ο ίδιος ομολογεί, «να ξοδεύει τόσο χρήμα για να βγάλει ένα έργο που μπορεί να μην πουληθεί και ποτέ». Έτσι, άρχισε να δουλεύει το stoneware, με το οποίο σμίλευσε όλα τα έργα της έκθεσης.
Ο Γ. Γεωργιάδης, έχοντας ήδη συμπληρώσει τα 91 του χρόνια, έχει δει και έχει ζήσει πολλά. Σαν παιδάκι, τα σκληρά χρόνια της Κατοχής, βλέποντας ανθρώπους να πεθαίνουν από την πείνα ή από το κρύο και αδέλφια να σκοτώνονται μεταξύ τους κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Σαν ενήλικας, τα πέτρινα χρόνια της χούντας, γενοκτονίες, πολέμους στη Μέση Ανατολή αλλά και την κρίση, οικονομική και κοινωνική. Οι μνήμες από τα προσωπικά του βιώματα και οι επιρροές από το περιβάλλον, άφησαν μέσα του έντονο το αποτύπωμά τους, διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα του, την αισθητική του και κατ’ επέκταση την τέχνη του.
«Ο Θανάσης Απάρτης, δάσκαλος και φίλος μου, μού έλεγε ότι η τέχνη είναι σαν τη μαγειρική. Έχεις διάφορα υλικά που πρέπει να τα συνθέσεις ώστε να’ χεις ένα ωραίο τελικό προϊόν. Η μουσική έχει τις νότες, ο χορός την κίνηση, η ζωγραφική τα χρώματα, η γλυπτική τα σχήματα, τους όγκους, τους άξονες αλλά και την απαίτηση να είναι περίοπτη».
This browser does not support the video element.
Βίντεο: Κώστας Ζαρόκωστας