Εικαστικα

Δήμος Σκουλάκης 1939-2014

Πέθανε στις 10/12, η ζωή του ήταν γεμάτη πινελιές και λέξεις

unnamed.jpg
Γιάννης Κωνσταντινίδης
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
83125-167437.jpg

Στο νοσοκομείο «Υγεία» όπου νοσηλευόταν τις τελευταίες ημέρες απεβίωσε τις πρωινές ώρες της Τετάρτης 10 Δεκεμβρίου ο ζωγράφος Δήμος Σκουλάκης. Ήταν 79 ετών. Αναδημοσιεύουμε μια παλιότερη συνέντευξή του στο περιοδικό SOUL.

Τα αντιμετωπίζετε πάντα όλα με χιούμορ ή εκνευρίζεστε; Πάντα με χιούμορ. Υπήρξα για πολλά χρόνια και για λόγους καθαρά βιοποριστικούς γελοιογράφος. Στην αρχή έκανα ελεύθερες γελοιογραφίες στον «Ταχυδρόμο» και πολιτικές σε διάφορες εφημερίδες, κυρίως της αριστεράς. Το χιούμορ, φαίνεται, το είχα μέσα μου. Είναι μια ειδική ανθρώπινη συνθήκη. Ο μέσος Έλληνας δεν έχει χιούμορ. Κάνει πλάκα. Εγώ δεν κάνω πλάκα, κάνω χιούμορ, που πολλές φορές στρέφεται εναντίον μου. Αυτοσαρκάζομαι και αυτό μου δίνει αρκετές διεξόδους, σε στιγμές που θα έπρεπε να εκραγώ.

Πώς ξεκινήσατε με τις γελοιογραφίες; Καθαρά για βιοποριστικούς λόγους. Στη σχολή είχε φανεί ότι είχα ένα ιδιαίτερο ταλέντο, που έχουν λίγοι, το σκίτσο, κι αυτό με βοήθησε να μπω στις εφημερίδες. Ξεκίνησα όσο ήμουν ακόμα φοιτητής. Έβγαζα τα προς το ζην πάρα πολύ καλά. Δούλεψα από το ’59 μέχρι το ’84. Μετά δεν μπορούσα να πάω άλλο και σταμάτησα. Ήθελα να δώσω όλο το βάρος στη ζωγραφική και μπήκα σε αυτό… με πολλή δυσκολία. Δεν μπορούσα, όμως, να κάνω αλλιώς. Ήταν λόγος ύπαρξης. Ξεκίνησα με πολλή υπομονή, πολύ πείσμα και βοήθεια φίλων. Έκανα μια έκθεση το ’81, που θα τη θεωρούσα μεταβατική ανάμεσα στην παλιά μου ζωγραφική και κάτι καινούργιο που έψαχνα. Μετά έκανα μια έκθεση το ’86 με τα πορτρέτα, όπου και καθιερώνομαι. Ο προσωπικός μου αγώνας ολοκληρωτικής αφοσίωσης στη ζωγραφική ξεκινά το ’79 και ο πρώτος κύκλος του κλείνει το ’86. Δεν ήταν εύκολος αυτός ο πρώτος κύκλος, αλλά πια είχα ένα δρόμο να προχωρήσω. Από κει και πέρα τα πράγματα πήραν τη σειρά τους. Έκανα ένα αφιέρωμα στον Τσαρούχη και στους άλλους δασκάλους και φίλους μου ζωγράφους. Μετά ήρθε η περίοδος του υπόγειου σιδηροδρόμου της Αθήνας. Ύστερα φτάσαμε στο 2000, με τις «μεταγραφές» γνωστών έργων που εξέθεσα στο κέντρο Μελίνα, στο Γκάζι. Και τώρα είμαστε στην αναδρομική (σ.σ. έκθεση του 2010 στο Μουσείο Φρυσίρα).

Athens Voice / SOUL Magazine / Δήμος Σκουλάκης

Πριν από όλα αυτά, όμως, βρεθήκατε στο Παρίσι σε ηλικία 18 ετών. Ναι, ήταν η πρώτη φορά που πήγα στο Παρίσι, επειδή συνέτρεχαν ορισμένοι οικογενειακοί λόγοι και συγκεκριμένα το ότι ο πατέρας μου ήθελε να γίνω στρατιωτικός. Αναγκάστηκα να δώσω εξετάσεις, γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, αλλά με διάθεση να το υπονομεύσω. Το πράγμα, όμως, ήταν έτσι στημένο, που και λευκή κόλλα να έδινα, θα πέρναγα.

Δηλαδή παρουσιαστήκατε στη σχολή Ευελπίδων; Όχι. Πέρασα στις εξετάσεις τον Ιούνιο και έπρεπε να παρουσιαστώ Σεπτέμβριο. Ο πατέρας μου είχε ησυχάσει κι έφυγε. Έδειξε μια ελαφρά αφέλεια, κατά τη γνώμη μου. Εγώ, με τη βοήθεια μιας θείας μου, που ήταν μοδίστρα και γούσταρε ότι ήθελα να γίνω ζωγράφος, έβγαλα ένα διαβατήριο, το οποίο ακόμα δεν ξέρω πώς βγήκε, διότι τότε δε σου έδιναν διαβατήριο αν δεν είχες συμπληρώσει τα 21 χρόνια, κι έφτασα στο Παρίσι το ’58. Βρέθηκα στο Montparnasse, γνωρίστηκα με την παρέα του Τσίγκου και τους άλλους Έλληνες του Παρισιού. Τότε γνωρίστηκα και με το μακαρίτη τον Αλέξη τον Ακριθάκη, με τον οποίο ήμασταν ακριβώς συνομήλικοι. Αλλά… δεν έκανα τίποτα! Γύριζα από δω κι από κει με γκόμενες, έπινα, χαβαλέδιαζα, πήγαινα καμιά φορά στο Λούβρο -έτσι για να δούμε και κανένα ζωγράφο, να δικαιολογούμε δηλαδή την παρουσία μας. Είχα γραφτεί στη σχολή Καλών Τεχνών για να παίρνω συνάλλαγμα, αλλά δεν πάταγα ποτέ.

Athens Voice / SOUL Magazine / Δήμος Σκουλάκης

1967, Εθνικό λαχείο.

Υπάρχει μια φήμη ότι υπήρξατε ο πιο καλοντυμένος Έλληνας φοιτητής στο Παρίσι εκείνη την εποχή. Ναι, βέβαια. Η θεια μου ήταν πολύ φίλη του Dior και είχε σκεφτεί να με προωθήσει ως σχεδιαστή μόδας. Εγώ δεν είχα καμία τέτοια προσδοκία, αυτό, όμως, δεν εμπόδιζε να μπαινοβγαίνω στον οίκο και να παίρνω κάποια χρήματα, που εκείνη μου έστελνε μέσω του Dior. Εκεί γνωρίστηκα με διάφορους, μεταξύ των οποίων και με τον Pierre Cardin, που ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερός μου. Ήταν το αστέρι που προοριζόταν να πάρει στα χέρια του τον οίκο, επειδή ο Dior ήταν πια γέρος. Επίσης, είχε πείσει τον Dior να ανοίξουν ένα μαγαζί με ανδρική μόδα, κοντά στο St. Germain des Près, το οποίο ανέλαβε προσωπικά ο ίδιος (τότε, οι μεγάλοι οίκοι δεν έκαναν ανδρικά). Μια μέρα είδα εκεί ένα κοστούμι από γκρι κοτλέ που μου άρεσε πάρα πολύ. Αλλά, απλησίαστο! Λέω, όμως, πόσο θα ήθελα να το έχω κι ο Cardin λέει: «Παρ’ το, σου το χαρίζω!». Με έντυσε ξανά, άλλες δυο-τρεις φορές. Μου πρότεινε επίσης να δουλέψω σαν μανεκέν, επειδή ήμουν ψηλός κι αδύνατος. Δε δέχτηκα, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει να μου χαρίζει ρούχα. Ήταν μια εποχή που δεν είχα ούτε φράγκο, αλλά γύριζα λόρδος! Μια μπλόφα! Κατά τα άλλα, οι Έλληνες φοιτητές κάναμε πολλή παρέα μεταξύ μας. Ήταν και το ζήτημα της γλώσσας. Πολλοί δεν ήξεραν γαλλικά και δεν έμαθαν ποτέ. Σπουδαίοι έλληνες ζωγράφοι που βρέθηκαν στο Παρίσι εκείνη την εποχή δεν κατάλαβαν τίποτα από το τι συνέβαινε. Βλάχοι έφταναν, στούρνοι γύριζαν. Αυτός ήταν ένας φόβος που είχα πάντοτε: μη γίνω σαν κι αυτούς! Μην τυχόν και μείνω πίσω, μην τυχόν και δεν ακολουθήσω την εποχή μου, μην τυχόν και δεν είμαι μέσα στο ευρωπαϊκό πνεύμα. Ωστόσο, ποτέ δεν έκανα αφηρημένη ζωγραφική. Προσπάθησα, για να είμαι ειλικρινής. Ήθελα να είμαι στη μόδα. Αλλά δεν τα κατάφερα. Ήταν κάτι που δεν πίστευα και, από τη στιγμή που δεν το πίστευα, δεν μπορούσα να το κάνω. Αυτό, ο Τσίγκος, που ήταν φίλος, το καταλάβαινε και το εκτιμούσε περισσότερο από ό,τι αν έκανα κακές μιμήσεις. Τελικά, όμως, ανακάλυψα ότι μπορούσα να είμαι μέσα στο ευρωπαϊκό πνεύμα χωρίς να είμαι αφηρημένος.

Athens Voice / SOUL Magazine / Δήμος Σκουλάκης

1998, AndyMarilyn, Δήμος Σκουλάκης.

Από την μποέμ ζωή του Παρισιού τι αποκομίσατε; Πολύ ποτό.

Θα μπορούσατε να υπολογίσετε πόσα λίτρα ήπιατε; Λέω χαριτολογώντας ότι με έδιωξαν, επειδή τους ήπια όλο το κονιάκ και δεν είχαν να κάνουν εξαγωγές. (γέλια)

Τίποτα άλλο δεν σας έμεινε; Τα Gauloises… Απλώς πια καπνίζω φίλτρο. Πάντως, να σου πω κάτι, και για να θυμηθώ και τον Ακριθάκη: Το παίζαμε Μοντιλιάνι. Αυτό σήμαινε γκόμενες και ποτό. Κάπου είχαμε συνδέσει ότι καλή ζωγραφική χωρίς ποτό και χωρίς να ξεπερνάς τις λεγόμενες συμβάσεις δε γίνεται. Αυτό είναι λάθος. Η Μπίλι Χόλιντεϊ είχε πει κάποτε: «Τα ωραιότερά μου τραγούδια τα έχω πει στεγνή, ξεμέθυστη». Κι εγώ μπορώ να πω ότι τους ωραιότερους πίνακες τους έχω ζωγραφίσει ξεμέθυστος. Και μεταξύ μας, έχω να πιω από το ’84. Κόντεψα να καταστραφώ από το αλκοόλ. Ο Ακριθάκης δεν τα κατάφερε.

Πώς πήρατε την απόφαση να επιστρέψετε από το Παρίσι; Με έπεισε ο Θανάσης Τσίγκος, που με αγαπούσε πολύ, να μη χαραμίζομαι. Γύρισα στην Αθήνα, πήγα σε ένα φροντιστήριο για την Καλών Τεχνών, δούλεψα ένα χειμώνα, έδωσα εξετάσεις και μπήκα στη σχολή. Τότε, ζούσα με τη βοήθεια της θείας μου, της μάνας μου -στη ζούλα- και παράλληλα δούλεψα με τον Τσαρούχη σαν βοηθός σκηνικών. Δηλαδή, τι βοηθός; Μπογιατζής σκηνικών! Βέβαια, το θέατρο μου άρεσε. Μέχρι τη δικτατορία, δούλεψα ακόμα και στο Εθνικό. Με τον Χαρατσίδη (εκείνος σκηνικά, εγώ κοστούμια) στον «Ερρίκο» του Πιραντέλο, με τον Χορν. Έκανα επίσης την «Εκτέλεση» της Κωστούλας Μητροπούλου. Συνεργάστηκα με τον Βασιλειάδη, ως βοηθός του, στην «Ιωάννα της Λορένης» με τη Λαμπέτη. Με τη δικτατορία, βέβαια, δεν είχα το θράσος και την απαίτηση να με αφήσουν να κάνω σκηνικά στο Εθνικό Θέατρο.

Athens Voice / SOUL Magazine / Δήμος Σκουλάκης

1999, Gilbert & George in the shit.

Βρεθήκατε, λοιπόν, σε έναν κύκλο νέων καλλιτεχνών, που δεν ακολουθούσαν τη μοντέρνα ζωγραφική της δεκαετίας του ’60. Στη δεκαετία του ’60, εντός των συνόρων και στο χώρο της αριστεράς, υπάρχει ο λεγόμενος ελληνικός σοσιαλιστικός ρεαλισμός, με τον Σικελιώτη, τον Τάσσο, την Κατράκη, τον Σεμερτζίδη, τον Κανέλλη κ.ά. Τότε εμφανιστήκαμε κι εμείς, που είχαμε αποκτήσει μια επαφή με την ποπ-αρτ μέσω βιβλίων και είχαμε αρχίσει να προβληματιζόμαστε προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά και πάλι με τρόπο ελληνικό. Διότι στην Αμερική η ποπ-αρτ ασχολείται με την κατανάλωση. Την κατακρίνει, στο τέλος τη διαφημίζει… Στην Ελλάδα, όμως, δεν είχαμε κατανάλωση. Το πρώτο σουπερμάρκετ ξέρεις πότε έγινε στην Ελλάδα; Το ’66, του «Βασιλόπουλου» στην Κυψέλη, στη Φωκίωνος Νέγρη. Και μάλιστα έκλεισε. Ήταν και μια εποχή πολύ έντονη πολιτικά. Ανήκαμε όλοι στην Αριστερά. Μια άτυπη ομάδα, μια παρέα: ο Μπότσογλου, ο Ψυχοπαίδης, ο Βαλαβανίδης, ο Γιαννουλόπουλος, ο Θεοφυλακτόπουλος, ο Κυριάκος Κατζουράκης, εγώ και μερικοί άλλοι. Δουλεύαμε όλοι σε μια κατεύθυνση, επηρεασμένη από τα στοιχεία της ποπ-αρτ, και νιώσαμε μια αντίδραση από την Αριστερά, που ήθελε να μας ποδηγετήσει, να μας καθοδηγήσει με διάφορους τρόπους. Μας κοίταζαν με μισό μάτι. Αναρωτιόντουσαν γι’ αυτά τα «ακατέργαστα», όπως θα έλεγε και ο Τάσσος. Ενώ δεν ήταν καθόλου ακατέργαστα. Μια χαρά ζωγραφική ήταν και προχωρούσε προς μια έκρηξη η ιστορία. Αλλά έγινε η δικτατορία κι, επειδή η θεματολογία μας ήταν κυρίως πολιτική, δεν είχαμε πού να την εκθέσουμε. Όσοι παρουσίαζαν, το έκαναν στο ατελιέ τους ή στο εξωτερικό. Εγώ ήμουν από αυτούς που έφυγαν στο εξωτερικό. Επειδή με κυνηγούσαν λόγω ΕΔΑ και ΠΑΚ. Όταν πια γυρίσαμε στην Ελλάδα, όσα κάναμε πριν ήταν πια αποδεκτά. Οπότε προχωρήσαμε προς άλλους δρόμους. Άλλωστε, επειδή όλοι λίγο-πολύ είχαμε φύγει στο εξωτερικό, ήρθαμε σε επαφή με άλλα πράγματα: το νεορεαλισμό, το φωτορεαλισμό…

Βρεθήκατε στη Γαλλία τον Μάη του ’68, ενταχτήκατε πολιτικά και ιδεολογικά και μετά υπήρξε μια σημαντική καμπή. Πώς όλα αυτά αντικατοπτρίζονται στο έργο σας; Κοιτάξτε, εκείνη την εποχή είχα απορροφηθεί τόσο πολύ από την πολιτική, που η ζωγραφική μου παρουσία ήταν ελλειπτική. Είχα βρεθεί προ του διλήμματος και έπρεπε να διαλέξω: πολιτική ή ζωγραφική; Και διάλεξα πολιτική. Δεν είχα ανάγκη να εκφραστώ μέσω της ζωγραφικής. Θα μπορούσα να πασαλείβω θαυμάσια και να κοροϊδεύω, αλλά υπήρχε μια δικτατορία στην Ελλάδα και μια κατάσταση διεθνής. Με τη ζωγραφική δεν μπορούσες να την πολεμήσεις. Καμία ζωγραφική και καμία ποίηση δεν έχει κάνει επανάσταση. Σήμερα, όσοι πιστεύουν ότι μπορούν μέσα από την τέχνη να μπήξουν τις φωνές και να αντισταθούν σε ορισμένα κατεστημένα, ίσως δεν έχουν μελετήσει καλά την ιστορία. Δεν μπορείς να κατακρίνεις μια κοινωνία ολόκληρη, έτσι διά της τέχνης, ειδικά όταν είσαι αναγκασμένος να έρχεσαι σε επαφή με τα κατεστημένα. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Μεταξύ ’68 και ’75 τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Ή από δω ή από κει. Η ζωγραφική δε χρειαζόταν. Τουλάχιστον δε χρειαζόταν εμένα. Έκανα κανονική ιεράρχηση και διάλεξα την πολιτική.

Athens Voice / SOUL Magazine / Δήμος Σκουλάκης

1999, Αμερικανικό γοτθικό.

Και το μποέμ πνεύμα; Όταν κάνεις επανάσταση, το μποέμ τελειώνει. Το μποέμ είναι μόνο καλοπέραση. Έχει μια ανευθυνότητα. Η επανάσταση θέλει υπευθυνότητα. Όταν, κάποια στιγμή επί δικτατορίας, βρέθηκα στο Λονδίνο με καναδέζικο διαβατήριο, γνωρίστηκα με έναν ατζέντη που του άρεσε πολύ το έργο μου. Ξεκίνησα να δουλεύω για εκείνον και υπήρχαν πλάνα για έκθεση στη Νέα Υόρκη και πολλά άλλα μεγαλεπήβολα. Όμως, ένα τηλέφωνο μόνο από τους συντρόφους μου ήταν αρκετό για να μου ξυπνήσει τις πολιτικές μου ενοχές και να αφήσω για άλλους καιρούς τη ζωγραφική. Πήρα δυο-τρία έργα που μου άρεσαν κι έφυγα. Εξαφανίστηκα κάπου Γερμανία. Είχα περάσει στην παρανομία. Δεν ήξερε κανείς πού είμαι. Ακόμα και οι φίλοι μου έμαθαν πού βρισκόμουν μετά τη μεταπολίτευση. Μέχρι το ’74, που έπεσε η χούντα, δούλεψα μέσα από τις γραμμές του ΕΚΚΕ, μιας οργάνωσης που είχε καθαρά επαναστατικό χαρακτήρα. Το ’75, όμως, συνειδητοποίησα ότι δεν είχαμε πια λόγο ύπαρξης. Κινδυνεύαμε να γίνουμε μια σέχτα -και έτσι κατάντησε τελικά το ΕΚΚΕ. Κατέθεσα μια πρόταση αυτοδιάλυσης κι έφυγα. Οι άλλοι έμειναν άλλο ένα χρόνο ακόμα, πριν το διαλύσουν.

Athens Voice / SOUL Magazine / Δήμος Σκουλάκης

1996, Περίπτερον - ΙΟΝ.

Το ’84 είναι μια σημαντική χρονιά για σας και το έργο σας. Εγκαταλείπετε τη δουλειά στην εφημερίδα, είστε καθαρός από το ποτό και ξεκινάτε μια νέα ενότητα με προσωπογραφίες. Η αλήθεια είναι ότι μέσα από ένα πορτρέτο που φτιάχνεις κατά βάθος ψάχνεις μόνο το δικό σου εαυτό. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην υπάρχουν στοιχεία δικά σου εκεί μέσα. Γι' αυτό και ξεκίνησα να κάνω πορτρέτα ανθρώπων που ξέρω.

Και κατά κάποιο τρόπο τους απεικονίζετε όλους με αναλογίες που μοιάζουν σε εκείνες του δικού σας προσώπου. Συμφωνώ. Είναι πορτρέτα που σε κοιτάζουν κατάματα, που έχουν ένα μαύρο φόντο και βγαίνουν μέσα από αυτό, λες και βγαίνουν από τον Άδη. Ήμουν κάπως, σαν τον Οδυσσέα που κατέβηκε στον Άδη, ψάχνοντας να βρει τους συντρόφους του. Στην ουσία έψαχνα τον εαυτό μου σε αυτά τα σκούρα, σχεδόν μονόχρωμα έργα. Τώρα που τα συγκέντρωσα για την έκθεση και τα είδα όλα μαζί στη σειρά, τα κοίταζα με τρόμο. Έχει αλλάξει πολύ ο ψυχισμός μου από τότε. Έχει αλλάξει η διάθεσή μου. Παράλληλα, αλλάζουν και άλλα πράγματα. Παλιότερα είχα ονειρευτεί την επανάσταση, αλλά σιγά-σιγά έβλεπα ότι όλα αυτά τα πράγματα δεν οδηγούσαν πουθενά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ