Design & Αρχιτεκτονικη

Roadtrip στην Αθηναϊκή Ριβιέρα: ένα πείραμα σε εξέλιξη

Τρεις αρχιτεκτόνισσες κλήθηκαν να συνοψίσουν την εμπειρία τους

loukas-velidakis.jpg
Λουκάς Βελιδάκης
ΤΕΥΧΟΣ city lives
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Riviera Gallery

Με συντροφιά τη Σοφία Κριμίζη, τη Μάγδα Σγουρίδη και τη Μυρτώ Κιούρτη, ξεκινήσαμε τη βόλτα από το Φάληρο με προορισμό το Σούνιο.

Η αθηναϊκή Ριβιέρα είναι ένα ατελείωτο καλειδοσκόπιο αισθητικών αντιθέσεων, μια διαδρομή που αλλάζει πρόσωπο σε κάθε στροφή. Από τη βιομηχανική αύρα του Πειραιά μέχρι την ανοιχτή αγκαλιά του Σουνίου, το παραλιακό μέτωπο της Αθήνας είναι ένα εργαστήριο πολεοδομικής εξέλιξης, γεμάτο από σύγχρονα πειράματα και αναπόδραστες αναμνήσεις του παρελθόντος.

Roadtrip στην Αθηναϊκή Ριβιέρα: Τι είδαμε

Λίγο πριν από το μεσημέρι ενός κρύου Σαββάτου του Φεβρουαρίου, κάναμε ένα –τρόπον τινά– roadtrip 56,6 χιλιομέτρων στο σώμα και την ψυχή της αθηναϊκής Ριβιέρας, με τρεις καταξιωμένες αρχιτεκτόνισσες, με σκέψη ενδιαφέρουσα, πολύπλευρη κι ενίοτε αιρετική, σίγουρα εκτός πλαισίου. Με συντροφιά τη Σοφία Κριμίζη, τη Μάγδα Σγουρίδη και τη Μυρτώ Κιούρτη, ξεκινήσαμε τη βόλτα από το Φάληρο με προορισμό το Σούνιο. Δεν είχε σημασία μόνο το πού πηγαίναμε, αλλά το πώς θα νιώθαμε τη μετάβαση. Η αρχιτεκτονική δεν είναι στατική. Είναι μια συνεχής ροή, μια αφήγηση που διαμορφώνεται από την ίδια την κίνηση μέσα στον χώρο.

Οι αρχικές παρατηρήσεις είχαν να κάνουν με τους φραγμούς: φράχτες κι άλλα τινά που ορθώνονται, εμποδίζοντας την επαφή του βλέμματος με τη θάλασσα.Η πρώτη μεγάλη στάση ήταν στο Ελληνικό. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Το παλιό αεροδρόμιο είναι το σημείο μηδέν για το νέο παραλιακό μέτωπο. Η περιοχή που αλλάζει πιο ριζικά από οποιοδήποτε άλλο σημείο της διαδρομής. Ένα τεράστιο πείραμα, όπου το μέλλον της αθηναϊκής Ριβιέρας δοκιμάζεται στην πράξη. «Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να εκτιμήσω πώς θα λειτουργήσει πραγματικά», λέει η Μάγδα Σγουρίδη, κοιτάζοντας το εργοτάξιο μπροστά μας. Το ερώτημα είναι ανοιχτό: θα γίνει το Ελληνικό ένας ζωντανός κόμβος ή μια ελιτίστικη νησίδα χωρίς αληθινή ζωή;

«Όταν κατασκευάζονται πολύ γρήγορα μεγάλες εκτάσεις πόλης από λίγους, συνήθως αποτυγχάνουν», επισημαίνει η Μυρτώ Κιούρτη. «Το μεγάλο στοίχημα είναι να χτιστεί σταδιακά, να αποκτήσει ζωή οργανικά». Η Σοφία Κριμίζη εμφανίστηκε πιο αισιόδοξη: «Η ζωή θα έρθει. Θα είναι πολύπλοκη, θα περιλαμβάνει τους πάντες: από παιδιά με ποδήλατα μέχρι δρομείς και περιπατητές». Το ερώτημα είναι αν αυτή η ζωή θα μπορέσει να ριζώσει ή αν το περιβάλλον θα την αποθαρρύνει.

Καθώς κινούμαστε προς τη Γλυφάδα, η αλλαγή είναι αισθητή. Η Γλυφάδα είναι το παράδειγμα μιας πόλης που αγκαλιάζει το παλιό με το καινούργιο, χωρίς ωστόσο ιδιαίτερη έμπνευση ή διάθεση για λειτουργικότητα πιο φιλική προς τον πολίτη. Η Μάγδα Σγουρίδη, γέννημα θρέμμα της Γλυφάδας (η μητέρα της μεγάλωσε στην περιοχή όταν έμοιαζε με μακρινή επαρχία σε σχέση με το κλεινόν άστυ) μας περιέγραψε τις αλλαγές που έχουν επισυμβεί συν το χρόνω. Υπάρχει η αίσθηση του ωραίου, αλλά αιωρείται ένα «ναι μεν, αλλά…». Μετά τη Βούλα, το τοπίο αρχίζει να αποκτά πιο χαλαρούς ρυθμούς, ενώ το Καβούρι μοιάζει να κλείνει το μάτι σε μια πιο φυσική και αυθεντική εμπειρία. Στη Βουλιαγμένη, η αρχιτεκτονική ισορροπεί ανάμεσα στο μοντέρνο και στο διαχρονικό. «Εδώ υπήρχε μια αρχιτεκτονική μοντέρνα, αλλά βαθιά ελληνική», παρατήρησαν αναφερόμενες στον Αστέρα. «Αν κάτι θέλω να αισθάνομαι στο Ελληνικό, είναι ότι βρίσκομαι σε ένα αττικό τοπίο», προσθέτει η Μυρτώ.

Μετά τη Βάρκιζα, η πόλη αρχίζει να αποσύρεται. Οι δρόμοι ανοίγουν, τα κτίρια αραιώνουν, η θάλασσα αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο. Είναι το σημείο όπου το παραλιακό μέτωπο σταδιακά αφήνει πίσω του την αστική αισθητική και μεταμορφώνεται σε κάτι άλλο: σε μια ελεγχόμενη άγρια φύση, σε ένα τοπίο που μοιάζει περισσότερο με επαρχία παρά με προάστιο της Αθήνας. Η αρχιτεκτονική εδώ δεν επιβάλλεται, συνυπάρχει. Κάποια σπίτια στέκονται διακριτικά στις πλαγιές, ενώ η αίσθηση του αυθαίρετου τραμπαλίζεται δίπλα στην αντίληψη της ελευθερίας. Μια κατάσταση –ας την πούμε– «πολύ ελληνική». Τα κτίσματα δεν εντυπωσιάζουν τις συνοδοιπόρους, παρά μόνον ελάχιστες εξαιρέσεις.

Το ταξίδι τελειώνει στο Σούνιο, εκεί όπου η ανθρώπινη παρέμβαση συναντά το αιώνιο. Ο ναός του Ποσειδώνα στέκει ως σημείο αναφοράς, όχι μόνο ιστορικά, αλλά και συμβολικά. Εδώ, στην απόλυτη αντίθεση με την αστική εξάπλωση, η αίσθηση του τόπου είναι ξεκάθαρη. «Το ερώτημα είναι τι κρατάμε και τι πετάμε», λέει η Μυρτώ Κιούρτη, παρατηρώντας το τοπίο. «Δεν φτιάχνουμε πόλη από το μηδέν, όπως στο Ντουμπάι. Υπάρχει ήδη ένα παραλιακό μέτωπο με τη δική του ιστορία».

Η αθηναϊκή Ριβιέρα είναι ένα πείραμα σε εξέλιξη. Η ανάπτυξη της παραλιακής ζώνης δεν είναι μια απλή υπόθεση. Είναι ένα στοίχημα για το μέλλον της Αθήνας, για το αν η πόλη μπορεί να αγκαλιάσει τη θάλασσα χωρίς να χάσει τον εαυτό της. Το roadtrip που κάναμε δεν ήταν μόνο μια διαδρομή μέσα στον χώρο, αλλά και μέσα στον χρόνο – και η ιστορία αυτή γράφεται ακόμα.

Στο τέλος του roadtrip, οι τρεις αρχιτεκτόνισσες κλήθηκαν να συνοψίσουν την εμπειρία τους

Μάγδα Σγουρίδη, Μυρτώ Κιούρτη, Σοφία Κριμιζή
Μάγδα Σγουρίδη, Μυρτώ Κιούρτη, Σοφία Κριμιζή © Γιάννης Καλύβας

Μυρτώ Κιούρτη

Η παραλιακή ζώνη της Αθήνας αποτελεί έναν τόπο μοναδικής δυναμικής και αντιθέσεων. Για τη Μυρτώ Κιούρτη, το παραλιακό μέτωπο υποφέρει λόγω της αδυναμίας της ελληνικής κοινωνίας να διαχειριστεί το κενό και τον δημόσιο χώρο. «Έχουμε αντιφατική στάση απέναντι στη φύση», παρατηρεί, αναδεικνύοντας το παράδοξο μιας πόλης που από τη μία διαμαρτύρεται για την έλλειψη πρασίνου και από την άλλη επεκτείνει διαρκώς την οικοδομική της δραστηριότητα κατά μήκος της ακτογραμμής.

«Υποφέρουμε γιατί έχουμε δυσκολία να διαχειριστούμε το κενό. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε με τον δημόσιο χώρο, με τη φύση. Έχουμε μια αντιφατική στάση απέναντί της. Από τη μία λέμε ότι η Αθήνα είναι τσιμεντούπολη, ότι πρέπει να φέρουμε το πράσινο πίσω, κι από την άλλη χτίζουμε ασταμάτητα το παραλιακό μέτωπο. Θέλουμε πραγματικά φύση ή μήπως η φύση μάς τρομάζει;»

Οραματίζεται μια πόλη με υψηλή πυκνότητα, η οποία όμως θα διαθέτει την αυτοπειθαρχία να αφήνει ελεύθερους χώρους φύσης σε άμεση γειτνίαση. «Να είμαι μέσα στην πυκνότητα της κοινωνικής συνύπαρξης και σε τρία βήματα να βρίσκομαι στην άμμο, στα βράχια, στο νερό», περιγράφει, δίνοντας το σενάριο μιας εμπειρίας όπου η πόλη σταματά απότομα, χωρίς μάντρες, τσιμέντα ή τεχνητές παρεμβάσεις, επιτρέποντας στη φύση να παραμείνει ακατέργαστη.

Ένα από τα βασικά ζητήματα που αναδεικνύει είναι η ανάγκη για «κουλτούρα αφαίρεσης». Τα κρασπεδάκια, τα κάγκελα και τα διαχωριστικά που βρίσκονται παντού στην παραλιακή εμποδίζουν τόσο την ελεύθερη κίνηση όσο και την οπτική εμπειρία του τοπίου. «Ο κάθε δήμαρχος, ο κάθε καταστηματάρχης, ο κάθε πολίτης πρέπει να έχει την τάση να αφαιρεί και όχι να προσθέτει πράγματα», επισημαίνει, προτείνοντας μια νέα προσέγγιση στη διαχείριση του δημόσιου χώρου.

Η πολυμορφία είναι επίσης κομβικής σημασίας για την παραλιακή ζώνη. Η ίδια τονίζει τη σημασία της κοινωνικής ανάμειξης, υποστηρίζοντας ότι ένας ελεύθερος δημόσιος χώρος πρέπει να φέρνει σε επαφή διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, αποφεύγοντας τον κίνδυνο να αποκτήσει ένα ενιαίο, ομοιογενές προφίλ. «Είναι ο πλούτος της εμπειρίας της πόλης να συναντάς ανθρώπους διαφορετικούς από εσένα», σημειώνει, εκφράζοντας την ανησυχία ότι η υπερ-ανάπτυξη της παραλιακής θα μπορούσε να περιορίσει αυτή τη συνθήκη.

Αναφερόμενη στο μεγάλο project του Ελληνικού, υπογραμμίζει πως, όταν μια περιοχή κατασκευάζεται γρήγορα και από λίγους, υπάρχει ο κίνδυνος να καταλήξει αποστειρωμένη και άψυχη. «Ενώ στην αρχή μοιάζει κάτι πολύ ασφαλές και ελεγχόμενο, τελικά δημιουργεί την αίσθηση του ψεύτικου», επισημαίνει, τονίζοντας την ανάγκη για σταδιακή ανάπτυξη και μεγαλύτερη συμμετοχή διαφορετικών φορέων ώστε να δημιουργηθεί ένας πραγματικά ζωντανός και αυθεντικός αστικός χώρος.

Μάγδα Σγουρίδη

Η αθηναϊκή ακτογραμμή είναι ένας ζωντανός οργανισμός, μια αδιάκοπη εναλλαγή τοπίων και εμπειριών. Η Μάγδα Σγουρίδη, μετά το τέλος της διαδρομής, κοιτάζει πίσω και βλέπει τη μεγάλη εικόνα. «Πάντα μου έρχονται στο μυαλό τα λόγια του Άρη Κωνσταντινίδη, του ποιητή με λογισμό και όνειρο. “Όχι φαντασία, όνειρο”. Οπότε, δεν μ’ αρέσει να ακούω για “αρχιτεκτονική φαντασίωση”. Το ερώτημα είναι ποιο είναι το αρχιτεκτονικό όνειρο».

Για εκείνη, η ακτογραμμή δεν μπορεί να εξετάζεται αποσπασματικά. «Ξεκινά από το Πέραμα και φτάνει στο Σούνιο. Είναι μία ενιαία, συνεχής γραμμή που πρέπει να την αντιμετωπίσουμε ως σύνολο, από τη Δραπετσώνα, το Κερατσίνι, τον Πειραιά, το Φάληρο, μέχρι τις γνωστές παραλίες των νοτίων προαστίων. Δεν μπορούμε να βλέπουμε μόνο τις βιτρίνες της, πρέπει να συνδέσουμε τις διαφορετικές όψεις της».

Η εναλλαγή των τοπίων είναι γοητευτική. «Δεν θέλω ομοιομορφία. Το κενό, το ανεμπόδιστο είναι αυτό που ενώνει όλες αυτές τις ζώνες, όχι κάποια αυστηρή οριοθέτηση. Και μέσα σε αυτό, ναι, μπορώ να δω το μπετόν να υπάρχει. Αλλά το μπετόν που μιλάει με τον τόπο. Όχι γρήγορη οικοδόμηση, αλλά ένα υλικό που έχει έγχρωμα αδρανή, που αντανακλά το νερό, που λαμποκοπάει όπως τα βότσαλα της θάλασσας».

Το στοίχημα του Ελληνικού δεν είναι η δόμηση καθαυτή, αλλά η ταυτότητα που θα αφήσει πίσω του. «Για μένα, το κρίσιμο δεν είναι αν θα υπάρχουν βίλες ή ουρανοξύστες, αν θα είναι ο αιγιαλός ελεύθερος ή όχι. Είναι να καταλαβαίνει κανείς τον τόπο. Να νιώθεις ότι είσαι στην Αθήνα, στην Αττική, σε ένα μεσογειακό τοπίο. Όπως χτίσανε οι Δεκαβάλλας και Βουρέκας σε αυτό το παραθαλάσσιο τοπίο και το στίγμα τους είναι αναγνωρίσιμο, έτσι πρέπει να υπάρχει και το αρχιτεκτονικό επίτευγμα του 2025, όχι μια αναβίωση του ’50».

Η αρχιτεκτονική δεν μπορεί να επιβάλει τη ζωή. «Η αρχιτεκτονική δίνει μορφή σε μια ήδη υπάρχουσα λειτουργία της ζωής. Δεν τη δημιουργεί, τη μορφοποιεί. Το ζήτημα είναι να έχουμε ανοιχτά μάτια και αυτιά, να ανακαλύπτουμε τα ίχνη που έχουν αφήσει πριν από εμάς και να τα εξελίσσουμε, να τα προσφέρουμε βελτιωμένα στις επόμενες γενιές».

Καθώς ολοκληρώνουμε τη συζήτηση, η ματιά της επιστρέφει στη θάλασσα. «Η Αθήνα δεν ανήκει μόνο στους Αθηναίους και τους Έλληνες. Είναι ένα παγκόσμιο τοπίο. Το θέμα είναι πώς διατηρούμε τη μοναδικότητά του. Και αυτό μόνο μέσα από τη λειτουργία της ζωής θα φανεί».

Κτίριο σε ανέγερση στα Νότια Προάστια

Σοφία Κριμίζη

«Το θαλάσσιο μέτωπο της Αθήνας είναι ένα ψηφιδωτό από χαρακτήρες και πρόσωπα». Η Σοφία Κριμίζη, κοιτάζοντας τη διαδρομή που μόλις ολοκληρώσαμε, βλέπει ένα βασικό νήμα που πρέπει να ενώνει τα κομμάτια αυτού του τοπίου: «Η διαπερατότητα. Η συνέχεια. Το να μπορείς να το διασχίσεις ως πεζός, ως ποδηλάτης, ως πολίτης. Να μη σε πετάει κάθε τόσο μέσα στην παραλιακή σαν να είσαι αυτοκίνητο».

Η αρχιτεκτονική μπορεί να στηριχτεί πάνω σε αυτή τη συνθήκη και να αναδείξει ένα παραλιακό μέτωπο που αλλάζει πρόσωπα ανά χιλιόμετρο, αλλά εξακολουθεί να είναι ενιαίο στην εμπειρία του. «Το ανεμπόδιστο», όπως το αποκαλεί. Μια κίνηση που δεν σταματά, που δεν διακόπτεται από μάντρες, φράχτες, εμπόδια.

Η παραλία δεν είναι ένα μονοδιάστατο τοπίο. «Έχει αλλάξει η κουλτούρα της χρήσης της. Είναι πλέον ένας τόπος απόλαυσης, πολύ πιο περιπλεγμένος από την παλιά παραγωγική του διάσταση. Ακόμα και οι μαρίνες δεν είναι παραγωγικές. Είναι καθαρά ψυχαγωγικές. Και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Η ψυχαγωγία, η επαφή με τη θάλασσα εξακολουθεί να είναι αυτό που τα ενώνει όλα».

Αλλά υπάρχει ένα κρίσιμο ζήτημα: η προσβασιμότητα. «Δεν είναι προφανές πώς να κινηθείς εδώ. Στα στενά του Καβουρίου, για παράδειγμα, βλέπεις ότι είτε υπάρχει μια μάντρα, είτε υπονοείται κάποια μάντρα. Η κίνηση κατά μήκος της θάλασσας δεν είναι ανεμπόδιστη. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να αλλάξει».

Η δική της αρχιτεκτονική φαντασίωση είναι απλή αλλά ισχυρή: «Να υπάρξει ένα ανεμπόδιστο διάνυσμα κίνησης, παράλληλα με τη θάλασσα. Ένα μονοπάτι ελευθερίας, που να διατηρεί την ποικιλομορφία του. Που να επιτρέπει διαφορετικές αρχιτεκτονικές εκφράσεις, διαφορετικά κοινωνικά προφίλ. Αλλά πάντα με έναν ανοιχτό ορίζοντα μπροστά».

Η αθηναϊκή Ριβιέρα μπορεί να παραμείνει ζωντανή και πολυδιάστατη. Αρκεί να ξέρει κανείς πώς να την αφήσει να αναπνεύσει.

Ελληνικό: Το σημείο κλειδί

Η μεταμόρφωση του Ελληνικού είναι από τις μεγαλύτερες και πιο φιλόδοξες παρεμβάσεις στον αστικό ιστό της Αθήνας. Δεν πρόκειται απλώς για αναδιαμόρφωση, αλλά για μια ριζοσπαστική αλλαγή που θέτει ερωτήματα: Πώς θα ζωντανέψει ο χώρος; Θα καταφέρει να διατηρήσει την αθηναϊκή του ταυτότητα ή θα μετατραπεί σε ένα αποστειρωμένο διεθνές τοπίο;

Ανάπλαση του Ελληνικού
© Γιάννης Καλύβας

Η Μάγδα Σγουρίδη το διατυπώνει ξεκάθαρα: «Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να έχω εκτίμηση. Αυτό που θέλω όμως πάρα πολύ να δω είναι πώς θα λειτουργήσει πραγματικά». Η κλίμακα της αλλαγής είναι τόσο μεγάλη, που δυσκολεύεται κανείς να την εντάξει σε μια γνώριμη αφήγηση. Κάποια στοιχεία της πρότασης έχουν αξία: «Ο δρόμος που συνδέει τον σταθμό του Ελληνικού με τη θάλασσα είναι μια εξαιρετική ιδέα, αν και η κλίση είναι λίγο απότομη». Παράλληλα, όμως, η συνολική αίσθηση είναι αμφίθυμη: «Υπάρχουν πράγματα που μου αρέσουν, αλλά και κάποια που μου δημιουργούν ένα σφίξιμο στην καρδιά».

Η Μυρτώ Κιούρτη το βλέπει από μια άλλη σκοπιά, εντοπίζοντας τον κίνδυνο των fast-track κατασκευών. «Όταν κατασκευάζονται πολύ γρήγορα μεγάλες εκτάσεις πόλης από λίγους, συνήθως αποτυγχάνουν. Δημιουργείται ένα σκηνικό χωρίς ζωή, χωρίς τα επίπεδα και την πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζουν τις πόλεις που αγαπάμε». Για εκείνη, η αργοπορία του έργου δεν είναι απαραίτητα αρνητική: «Όσο πιο πολλοί εμπλακούν, όσο πιο πολύπλοκο γίνει το σχέδιο, τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα να αποκτήσει πραγματική ζωή».

Από την πλευρά της, η Σοφία Κριμίζη σημειώνει: «Η ζωή θα έρθει. Θα είναι πολύπλοκη, θα περιλαμβάνει τους πάντες: τα παιδιά με τα ποδήλατα, τους περιπατητές, ακόμα και τους πιτσιρικάδες που θα κάθονται στις γωνιές». Ωστόσο, αναγνωρίζει πως η ταχύτητα της αλλαγής είναι καθοριστική. «Το πώς και το πότε θα γίνει η μετάβαση είναι πιο κρίσιμο από την ίδια την αλλαγή».

Η μεγάλη πρόκληση είναι η αυθεντικότητα. Όπως σημειώνει η Μυρτώ Κιούρτη, «το ερώτημα δεν είναι μόνο πώς θα το πολεοδομήσουμε, αλλά αν θα είναι αυθεντικό». Το Ελληνικό δεν είναι λευκός καμβάς. Έχει μνήμη, έχει εμπειρίες. «Δεν φτιάχνουμε πόλη από το μηδέν, όπως στο Ντουμπάι. Υπάρχει ήδη ένα παραλιακό μέτωπο με τη δική του ιστορία. Το θέμα είναι τι κρατάμε και τι πετάμε».

Ένα βασικό σημείο τριβής είναι η αρχιτεκτονική. Η Σοφία Κριμίζη φέρνει ως παράδειγμα τον Αστέρα Βουλιαγμένης: «Εκεί υπήρχε μια αρχιτεκτονική μοντέρνα, αλλά βαθιά ελληνική. Αν κάτι θέλω να αισθάνομαι στο Ελληνικό είναι ότι βρίσκομαι σε ένα αττικό τοπίο, όχι σε ένα generic διεθνές project».

Πέρα από την αρχιτεκτονική, τίθεται το ζήτημα της λειτουργίας. Ποιοι χώροι θα είναι πραγματικά ανοιχτοί στο κοινό και ποιοι θα είναι προσβάσιμοι μόνο στους λίγους; Πώς θα εξασφαλιστεί η ισορροπία ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, στην ελεύθερη χρήση και στην εμπορευματοποίηση;

Η αντίφαση είναι εμφανής. «Αυτή την ώρα γίνεται μια μεγάλη συζήτηση για την πυκνότητα της πόλης και την έλλειψη πρασίνου. Και ταυτόχρονα, δίπλα στο ήδη πυκνό, χτίζουμε ξανά. Είναι σαν να επαναλαμβάνουμε αυτό που έγινε τη δεκαετία του ’60».

Η Μάγδα Σγουρίδη εξηγεί ότι «οι Έλληνες λένε ότι αγαπούν τη φύση, αλλά δεν έχουν πραγματική σχέση μαζί της. Αν όντως θέλαμε πάρκα, θα τα φροντίζαμε. Στην πραγματικότητα, προτιμάμε την πυκνότητα και την αστική ζωή. Το ζήτημα είναι να το παραδεχτούμε και να δούμε πώς μπορούμε να το κάνουμε σωστά».

Εντέλει, το μεγάλο ερώτημα είναι αν το Ελληνικό θα αποκτήσει αυθεντική ταυτότητα ή θα γίνει μια ακόμα αποστειρωμένη αστική επέκταση. Η αρχιτεκτονική μπορεί να δημιουργήσει δομές, αλλά δεν μπορεί να εγγυηθεί τη ζωή μέσα τους. Ο κόσμος θα καθορίσει αν αυτός ο χώρος θα έχει σημασία ή θα είναι μία ακόμη χαμένη ευκαιρία, συμφωνούν οι τρεις.

Το Ελληνικό είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από ένα εργοτάξιο. Είναι ένα στοίχημα για το μέλλον της Αθηναϊκής Ριβιέρας, για το αν η ανάπτυξη μπορεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη λειτουργικότητα, την αισθητική και τη ζωή. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτή η συζήτηση δεν τελειώνει εδώ. Η αλλαγή έχει ξεκινήσει. Το ερώτημα είναι ποια θα είναι η ταυτότητα που θα επικρατήσει.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

R-FORM space: Εξοχική κατοικία - Χαλκιδική
R-FORM space: Το αρχιτεκτονικό γραφείο που μετατρέπει χώρους σε εμπειρίες

«Το σημαντικότερο είναι να παραμένουμε πιστοί σε μια αρχιτεκτονική που βελτιώνει την καθημερινότητα και αφήνει θετικό αποτύπωμα στο περιβάλλον», τονίζει ο Πάνος Ευστρατίου.

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY