Πολιτισμος

Ο Γιάννης Ευθυμιάδης και ο «Αλκίνοος», ένα συνθετικό ποίημα

«Η πρόθεσή μας θα πρέπει να είναι να πούμε στον άλλο μια όμορφη ιστορία που να ξαναλέει τον κόσμο με τρόπο μαγικό»

giorgos-florakis.jpg
Γιώργος Φλωράκης
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο συγγραφέας και ποιητής Γιάννης Ευθυμιάδης
© Θανάσης Καρατζάς

Συνέντευξη: Ο ποιητής Γιάννης Ευθυμιάδης μιλάει για τα κείμενα, τη μουσική και τη ζωή του με αφορμή την κυκλοφορία του «Αλκίνοου» από τις εκδόσεις Νεφέλη

Γνώρισα τον Γιάννη Ευθυμιάδη, το 2010, από τα «Γράμματα Στον Πρίγκηπα», που εξέδωσε εκείνη τη χρονιά στη Μικρή Άρκτο. Ο λόγος ήταν ότι παρέπεμπε ως τίτλος στις «Ωδές Στον Πρίγκηπα» του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, έκδοση που έχω αγαπήσει απεριόριστα. Και δεν ήταν μόνον ο τίτλος. «Φεύγεις την ώρα ακριβώς που σε σκέφτομαι. Γερνάμε μαζί αλλά θα πεθάνω μόνο εγώ, αγάπη μου» γράφει ο Ευθυμιάδης, απευθυνόμενος στον Πρίγκηπα με τον ίδιον τρόπο που το κάνει και ο Ασλάνογλου: «Γιατί η δίψα για το ατόφιο χρυσάφι είναι τα μάτια σου Και η πείνα για καθαρό αλουμίνιο τα χέρια σου». Δύο κείμενα σε συνεχή διάλογο. Ένα από τα πιο αγαπημένα μου κι ένα που έρχεται να μου συστήσει έναν νέο ποιητή. Από τότε, ο Ευθυμιάδης βρίσκεται σε μια συνεχή κίνηση, σε έναν διαρκή οίστρο. Ποιήματα, στίχοι που γίνονται τραγούδια, σχέδια, διαπλέκονται για να δημιουργήσουν το προφίλ ενός από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες της γενιάς του. Ο «Αλκίνοος» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Νεφέλη είναι ένα βαθιά ερωτικό και την ίδια στιγμή ένα απόλυτα ώριμο κείμενο.

Ο συγγραφέας και ποιητής Γιάννης Ευθυμιάδης
© Θανάσης Καρατζάς

Ξεκινώντας να διαβάζω τον «Αλκίνοο» είχα την αίσθηση μιας εσωτερικής-υπόγειας σχέσης με τα Σονέτα του Σαίξπηρ. Υπάρχει κάτι τέτοιο ή είναι εντελώς δική μου σκέψη;
Ο «Αλκίνοος» είναι ένα συνθετικό ποίημα που γραφόταν τα τελευταία επτά χρόνια. Το έργο αυτό το χαρακτηρίζω ως ένα μεγάλο ερωτικό τραγούδι, οπότε υπό την έννοια αυτή, πράγματι συνομιλεί με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των Σαιξπηρικών σονέτων. Ο λόγος είναι άλλοτε αβρός, έντονα λυρικός, άλλοτε δραματικός, υπάρχουν φορές που η ερωτική παραφορά γίνεται ξέσπασμα κι άλλοτε που το συναίσθημα κι η έκφραση του παίρνει τη μορφή εσωτερικού μονολόγου. Στο ποίημα αυτό θέλησα να υπάρχει μετρημένη δομή και έρρυθμος στίχος. Ναι, η παρατήρηση σου είναι πολύ ουσιαστική. Εργάστηκα, χωρίς να το έχω αντιληφθεί, με τα υλικά των σονέτων. Το υπαγορεύει η πρόθεση να εκφραστεί το  γλυκόπικρο ερωτικό συναίσθημα.

Έχεις διαλέξει μια πολύ ιδιαίτερη φόρμα για τον «Αλκίνοο». Πώς προέκυψε μέσα σου;
Η φόρμα του κάθε ποιήματος είναι ένα ζήτημα που με απασχολεί πάντοτε πολύ. Κάποιες φορές -τις περισσότερες- ζυμώνεται μαζί με το περιεχόμενο. Άλλοτε υπαγορεύεται από τις αρχικές μου προθέσεις και ορίζει εξαρχής το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εργαστώ. Στον Αλκίνοο η φόρμα διαμορφώθηκε καθώς προχωρούσε η ποιητική σύνθεση. Το ποίημα χτίζεται πάνω σε εικοσιτέσσερις δεκάστιχες στροφές. Θέλησα να έχω ως μέσο έναν πλατύ σε αριθμό συλλαβών στίχο, σχεδόν αφηγηματικό, αλλά ταυτόχρονα έντονα έρρυθμο, σχεδόν να φλερτάρει με τον έμμετρο, για να εκφράσει «μουσικότερα» το ερωτικό συναίσθημα. Παρόλο που οι στίχοι έχουν μια ελευθερία, όσον αφορά στον αριθμό των συλλαβών, εντούτοις δεν υπάρχει μεγάλη απόκλιση έκτασης μεταξύ τους, για να οδηγηθώ σε μια ομαλή ροή λόγου. Όλα αυτά τα δομικά στοιχεία δεν αποτέλεσαν φραγμό για την αβίαστη επεξεργασία του έργου. Περισσότερο τα έθεσα ως κοίτη για να κυλήσει το ποτάμι της αρχικής έμπνευσης, της ερωτικής έξαρσης, που, αν αφεθεί ανεξέλεγκτη, μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνο και κάποιες φορές άτοπο αποτέλεσμα. Κι είμαι πολύ χαρούμενος, βαθιά ικανοποιημένος από το άρτιο εκδοτικό αποτέλεσμα που έδωσε στο βιβλίο ο Περικλής Δουβίτσας από τις εκδόσεις Νεφέλη. Είναι ο εκδοτικός οίκος από τον οποίο ξεκίνησα και τώρα, επιστρέφοντας με άλλη εμπειρία, ξανασυναντιέμαι με το εκδοτικό όραμα και την αισθητική του.

«Αλκή νοός», δύναμη νου. Πολύτιμη σήμερα, έτσι δεν είναι; Ποιες νιώθεις να είναι οι μεγάλες προκλήσεις που έχουμε να αντιμετωπίσουμε σ’ αυτή τη συγκυρία;
Αν και το ποίημα, με την ανάγνωση των πρώτων στίχων, χαρακτηρίζεται ως βαθιά ερωτικό, στην πραγματικότητα αφηγείται τον έρωτα προς τον άλλο, προς τους άλλους, προς τον ίδιο μας τον εαυτό, που μπορεί να μας οδηγήσει στην αυτογνωσία και την συνειδητοποίηση του κόσμου που μας περιβάλλει αλλά και του κόσμου που αναπτύσσεται μέσα μας. Έτσι κι αλλιώς ο έρωτας είναι, και θα είναι πάντα, μια ακατανίκητη δύναμη, ανάλογη με τη δύναμη του νου. Παλεύουν συχνά αυτές οι δυο δυνάμεις. Άλλες φορές σμίγουν. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαίες για να αντιμετωπίζουμε τις προκλήσεις και να πορευόμαστε. Με τις δυνάμεις αυτές έχει πορευτεί ο άνθρωπος και θα πορεύεται στο μέλλον. Και κάθε φορά που εμπλεκόμαστε σε μια δυσκολία, σε μια δυστοπία σαν τη σημερινή, είναι αυτές πάλι οι δυνάμεις που μας βοηθούν αρχικά να σταθούμε στα πόδια μας κι αργότερα να υπερβούμε την πραγματικότητα, την ανάγκη ως και τον ίδιο μας τον εαυτό. Η «δύναμη του νου» παίζει στον Αλκίνοο ένα παράτολμο, επικίνδυνο παιχνίδι που μέσα από την πυριτιδαποθήκη του έρωτα οδηγεί στην έκρηξη, την απόλυτη αποδόμηση και τη γέννηση μιας νέας επικράτειας, ολόγυρα κι εντός μας.

Ο συγγραφέας και ποιητής Γιάννης Ευθυμιάδης
© Θανάσης Καρατζάς

Δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργάζεσαι με τον Γιώργο Καγιαλίκο. Πώς συναντηθήκατε και πώς προχώρησε η συνεργασία σας;
Τον Γιώργο τον γνώρισα μέσα από τις πρώτες κιόλας δισκογραφικές δουλειές που είχε κάνει. Με εντυπωσίασε εξαρχής η αισθαντικότητα της σύνθεσής του, ο τρόπος με τον οποίο καταδύεται στον ποιητικό λόγο, οι εμπνευσμένες μελωδίες του. Συνεργαστήκαμε στο Κρύσταλλο του κόσμου, έναν κύκλο τραγουδιών που διαπραγματεύονται γυναίκες-μύθους μέσα από μια ανατροπή, κάποιες φορές, της εικόνας που έχουμε γι’ αυτές, και οπωσδήποτε με έναν λόγο που θα μπορούσε να αρθρωθεί από μια σημερινή γυναίκα και να εκφράσει την ζωή της. Ήταν ευλογημένη συνεργασία και οδήγησε αβίαστα στην μελοποίηση αποσπασμάτων από τον Αλκίνοο, με ακόμη μεγαλύτερη, θεωρώ, συνταύτιση ποίησης και μουσικής.

Τι θα ζητούσες από τον τραγουδιστή του «Αλκίνοου»; Τι βρήκες στον Βασίλη Γισδάκη;
Το ζήτημα του ερμηνευτή μας απασχόλησε, τον Γιώργο κι εμένα, από πολύ νωρίς. Ο πήχης είχε στηθεί ψηλά εξαρχής. Ένας ποιητικός ερωτικός και συνάμα υπαρξιακός λόγος, απαιτητικές μελωδικές γραμμές, ένα ενιαίο κλίμα που διέτρεχε το σύνολο του έργου. Ο ερμηνευτής, όπως κι ο ήρωας του έργου θα έπρεπε να είναι άντρας, ώριμος, τόσο ηλικιακά όσο κυρίως ερμηνευτικά. Θα έπρεπε να ισορροπεί ανάμεσα στον λυρισμό και στη ερμηνευτική ένταση. Τα τραγούδια αποτελούν στο σύνολο τους μια εκ βαθέων εξομολόγηση, συνεπώς η ερμηνεία θα έπρεπε να έχει και δραματικότητα. Ο Βασίλης ήταν, θεωρώ, ιδανική επιλογή και για έναν ακόμη λόγο. Γοητεύτηκε από το έργο αμέσως μόλις το διάβασε κι άκουσε τις μελοποιήσεις, και αποδύθηκε στον αγώνα να το υπηρετήσει με όλες του τις δυνάμεις. Θέλω να πιστεύω ότι οι ερμηνείες του αυτές θα αφήσουν ένα σημαντικό και πάντως ιδιαίτερο στίγμα.

Ποιες είναι οι διαφορές ανάμεσα στον ποιητικό και τον στιχουργικό σου εαυτό;
Θα αποτολμήσω να πω… καμιά! Είναι πολλά χρόνια τώρα που έχω ξεκαθαρίσει μέσα μου ότι ο ποιητικός λόγος, ο λόγος του πηγαίου συναισθήματος, του έρρυθμου στίχου είναι ένας. Δεν μπορώ, ειλικρινά, να ξεχωρίσω ανάμεσα στην ποιητικότητα του Ελύτη, που αγαπώ τόσο πολύ, του Σεφέρη, του Καβάφη από τη μια και του Γκάτσου από την άλλη. Και για να πάω παραπέρα. Δεν είναι μεγάλη ποιήτρια η Παπαγιαννοπούλου, δεν είναι σημαντικοί ποιητές ο Παπαδόπουλος, η Νικολακοπούλου ή ακόμη ο Γκανάς κι ο Γκόνης και στους μελοποιημένους στίχους τους; Είναι διαφορετική ίσως κάποιες φορές η διαδρομή, διαφορετικά τα μέσα που μετέρχεται κανείς. Αλλά ο στόχος είναι ένας: το συναίσθημα. Δεν διαχωρίζω, λοιπόν, τους ποιητές από τους στιχουργούς αλλά τους καλούς ποιητές ή/και στιχουργούς από τους λιγότερο καλούς. Άλλωστε η ποιητική παράδοση έχει δείξει πως το τραγούδι κρατά συχνά τον ποιητικό πήχη πολύ ψηλά, ξεκινώντας από το δημοτικό μας τραγούδι ακόμα.

Ο συγγραφέας και ποιητής Γιάννης Ευθυμιάδης
© Θανάσης Καρατζάς

Υπάρχουν διαφορές ως προς τον τρόπο δουλειάς σου ως ποιητής και ως στιχουργός;
Θα πω πως, πράγματι η λειτουργία, όταν γράφεις για να μελοποιηθεί ο λόγος σου, είναι διαφορετική. Επιστρατεύεις άλλα μέσα από την ίδια όμως δεξαμενή. Κι αυτό γιατί στο τραγούδι έχεις την ευλογία, αλλά και τη μεγάλη δυσκολία να πρέπει να χωρέσεις ό,τι θες να πεις μέσα σε λίγες στροφές, σε μια κλειστή φόρμα που πάει να σφιχταγκαλιαστεί με τη μουσική. Κι ο λόγος πρέπει να είναι απόλυτα ευθύβολος. Να χτυπήσει κατευθείαν το μυαλό και την καρδιά του ακροατή. Ενώ με ένα ποίημα μπορούμε να αναπτύξουμε μια προσωπική σχέση διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας το, να παραμείνουμε στις σιωπές ανάμεσα στις λέξεις, να «ακούσουμε» τη δική μας μουσική, στο τραγούδι όλα πρέπει να γίνουν μέσα σε λίγα λεπτά, χωρίς ωστόσο από την πλευρά του λόγου να χαθεί η ποιητική μαγεία. Η Άρνηση του Σεφέρη, για παράδειγμα, θεωρώ ότι άγγιξε τόσο πολύ το πλατύ κοινό, όχι μόνο γιατί έσμιξε με την καίρια μελοποίηση του Θεοδωράκη αλλά κυρίως γιατί «χτύπησε» το ανεξάντλητο κοίτασμα του λαϊκού μας αισθήματος.

Πώς προέκυψε η εικαστική σου πλευρά;
Η αγάπη για τα εικαστικά έρχεται από πολύ παλιά, από τα παιδικά μου κιόλας χρόνια. Με θυμάμαι από παιδί πάντα να ζωγραφίζω, να φτιάχνω εικόνες του κόσμου όπως ίσως θα ήθελα να τον δω. Αυτό που κάνει, δηλαδή, κάθε παιδί. Αργότερα οι σπουδές, η ζωή με έφεραν σε άλλους δρόμους. Κι όταν ξανασυναντηθήκαμε πριν από κάποια χρόνια, ο σπινθήρας ήταν ικανός να ξαναφουντώσει τη φλόγα. Στην πραγματικότητα αυτό που πιστεύω για μένα είναι πως όλες οι διαφορετικές καλλιτεχνικές μου ενασχολήσεις δεν είναι παρά εκφάνσεις του ίδιου προσωπικού οράματος. Αγαπώ να εκφράζομαι με λέξεις, κι εκεί που τελειώνουν οι λέξεις παίρνουν τη σκυτάλη οι εικόνες. Και το αντίστροφο.

Ποιο είναι το κέντρο του εικαστικού σου έργου;
Πάντα με γοητεύει ο άνθρωπος. Στη ζωγραφική και τη χαρακτική, που σπούδασα, η ανθρώπινη φιγούρα επανέρχεται εμμονικά στα έργα μου. Όχι τόσο ως αποτύπωση της σωματικότητας αλλά της συνολικής ανθρώπινης υπόστασης. Στο πορτρέτο, για παράδειγμα, που αγαπώ πολύ, επιχειρώ να «δω» βαθύτερα κι αν μπορέσω να αποτυπώσω την προσωπικότητα, τη μοναδικότητα, να πω καλύτερα, του ανθρώπου που βρίσκεται αντίκρυ μου. Με ενδιαφέρει η ελευθερία στην αποτύπωση, η χειρονομία στη δική μου εικαστική πράξη. Θα τολμούσα να πω ότι κάθε έργο μου είναι μια συνομιλία ανάμεσα σε μένα, ως υποκείμενο δημιουργίας, και στον άλλο ως αντικείμενο που όχι μόνο αποτυπώνεται στο χαρτί αλλά συνδημιουργεί.

Μπορούμε να μιλάμε για ενιαίο κέντρο στο καλλιτεχνικό σου έργο συνολικά;
Ναι, πράγματι τα ίδια πάνω κάτω θέματα, οι ίδιες λειτουργίες επανέρχονται και στην ποίηση μου. Είναι κι αυτή -κυρίως αυτή- μια συνομιλία με τον άλλο. Η ποίηση, η τέχνη γενικότερα σημαίνει για μένα πρωτίστως πράξη επικοινωνίας. Γι’ αυτό και χωρίς να περιορίζει ο αποδέκτης το έργο μου, πάντως το ορίζει σε μεγάλο βαθμό. Θέλω να πω μ’ αυτό ότι αισθάνομαι την ανάσα του αναγνώστη την ώρα που γράφω, την ανάγκη του, το συναίσθημά του. Είναι σαν να μου ζητά να του αφηγηθώ όσα τον γοητεύουν, όσα έχει ανάγκη να ακούσει, γλυκά ή και πικρά. Γιατί κάθε ποίημα, πιστεύω, δεν μπορεί παρά να αφηγείται μια ιστορία. Δεν έχει σημασία με ποιον τρόπο και ποια μέσα. Δεν έχει σημασία αν η ιστορία αυτή είναι αμέσως διακριτή ή όχι. Η πρόθεσή μας θα πρέπει να είναι να πούμε στον άλλο μια όμορφη ιστορία που να ξαναλέει τον κόσμο με τρόπο μαγικό.

Μένεις στον Πειραιά, έτσι δεν είναι; Γεννήθηκες εκεί;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Νίκαια. Ο Πειραιάς ήταν από μικρό παιδί η πόλη που καθόρισε τις αισθήσεις, τη σκέψη, το βήμα μου. Δεν ξέρω αν είναι η ανοιχτωσιά της θάλασσας, το ενδεχόμενο της… πέρα γης, η ζεστασιά κι η αυθεντικότητα των ανθρώπων. Σίγουρα όμως ο τόπος καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη σκέψη και τον λόγο μου.

Ποιες είναι οι πιο συνηθισμένες σου διαδρομές στην πόλη;
Αγαπώ να περπατώ πλάι στη θάλασσα από την Καστέλλα, όπου μένω τα τελευταία χρόνια, ως την Πειραϊκή. Είναι στιγμές βαθιάς ενδοσκόπησης. Είναι στιγμές συνάντησης με τον εαυτό μου. Αγαπώ όμως εξίσου κι άλλες γειτονιές του Πειραιά. Το κέντρο, τις συνοικίες στις παρυφές της πόλης. Είναι εκεί που ξανασυναντιέμαι με την παιδική μου ηλικία, δηλαδή εντέλει με την πιο «δική μου» πατρίδα.

Ο συγγραφέας και ποιητής Γιάννης Ευθυμιάδης
© Θανάσης Καρατζάς

Ποια είναι τα σημεία της Αθήνας και του Πειραιά με τα οποία νιώθεις πιο συνδεδεμένος;
Έχουν κι η Αθήνα κι ο Πειραιάς γωνιές με μεγάλη ενέργεια. Όμορφες γειτονιές, σαν κήποι μυστικοί, που έχουν κρατήσει την αυθεντικότητα τους. Διαδρομές που σε βοηθούν να βγεις για λίγο από την ταχύτητα και την ένταση της κάθε μέρας σου. Μέσα στο γκρίζο που μας περιβάλλει υπάρχουν κάποια σημεία που διατηρούν ακόμη χρώματα, αρώματα και γι’ αυτό το λόγο είναι εκεί που τα βλέμματα κρατάνε την ένταση που αγαπώ.

Ποιο βιβλίο είναι αυτή τη στιγμή δίπλα στο κρεβάτι σου;
Ξαναδουλεύω τις μεταφράσεις των ποιημάτων του, ενός πολύ σημαντικού Άγγλου ποιητή. Πρωτοσυναντήθηκα με το έργο του κάποια χρόνια πριν κι από τότε η σχέση μου με την ποίησή του, η αναμέτρησή μου μαζί του μέσα από τη μετάφραση με συντροφεύει αδιάλειπτα. Διαβάζω όμως με μεγάλη, θα πω, συγκίνηση και την τελευταία ποιητική συλλογή του Δημήτρη Ελευθεράκη, ενός ποιητή της γενιάς μου που τόσο εκτιμούσα και που δυστυχώς μας άφησε τόσο νωρίς και τόσο άδικα.

Ποια κείμενα ξεχώρισες το τελευταίο διάστημα;
Με γοήτευσε η αμεσότητα της γραφής του Γιάννη Παλαβού στη συλλογή διηγημάτων Το παιδί. Με τάραξε, όπως με ταράζει πάντα, η γραφή του Παντελή Μπουκάλα στο πρόσφατο ποιητικό του βιβλίο «Μηλιά μου αμίλητη». Απόλαυσα το φιλοσοφικό δοκίμιο «Αυθεντικότητα κι αυτονομία» του φίλου ποιητή Νίκου Ερηνάκη.

Ποιες μουσικές παίζουν πιο συχνά στα ακουστικά σου; Τι σου άρεσε τελευταία;
Ακούω τα πάντα με την απόλυτη σημασία της λέξης. Η μουσική με γοητεύει, με συναρπάζει. Γι’ αυτό και θεωρώ τους μουσικούς ευλογημένα πλάσματα, γιατί εισβάλλουν κατευθείαν και αδιαπραγμάτευτα στα μύχια της ψυχής μας. Εδώ και καιρό ακούω ξανά και ξανά τις μουσικές του Αλκίνοου και θαυμάζω πάλι και πάλι τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε ο Γιώργος Καγιαλίκος να ανασύρει μέσα από τις μελωδίες του την ένταση και τον παλμό του ποιητικού μου λόγου. Με εντυπωσίασε επίσης η πρόσφατη δισκογραφική δουλειά του Αλέξανδρου Δράκου Κτιστάκη. Και για το ταλέντο του δημιουργού και για την άρτια παραγωγή.

Ο συγγραφέας και ποιητής Γιάννης Ευθυμιάδης
© Θανάσης Καρατζάς

Τι θα ήθελες να κάνεις και δεν έχεις κάνει ακόμα;
Να ζήσω μόνιμα στην εξοχή. Με τα βιβλία, τις μουσικές και τα μολύβια μου.

Τι ετοιμάζεις για το επόμενο διάστημα;
Η έκδοση του Αλκίνοου έγινε εμβόλιμα για να προηγηθεί της δισκογράφησης του μελοποιημένου έργου. Ετοιμάζω σιγά-σιγά την έκδοση του επόμενου ποιητικού μου βιβλίου με τίτλο Το οικείο σκοτάδι, που θα κυκλοφορήσει περί τα τέλη της χρονιάς από τις εκδόσεις Νεφέλη. Είναι μια συλλογή από ποιήματα γραμμένα με πρόθεση να εξομολογηθώ βαθύτερες προσωπικές αλήθειες και να απεκδυθώ όσο μπορώ περισσότερο τα πιο σύνθετα εκφραστικά μέσα. Όσο περνούν τα χρόνια τόσο και περισσότερο με ενδιαφέρουν η απλότητα, η αλήθεια κι η ομορφιά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ