Πολιτικη & Οικονομια

Η ξεχασμένη εξωτερική πολιτική της προεδρίας Τραμπ

Η διεθνής συμπεριφορά του Τραμπ βασίστηκε σε ένα μεγαλοϊδεατισμό που συνέχιζε την παράδοση της αμερικανικής υπεραισιοδοξίας

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 820
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Ντόναλντ Τραμπ στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ
© EUROKINISSI / NATO

Η εξωτερική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ, οι διαφορές από εκείνη των προηγούμενων προέδρων, η περιφρόνηση των διεθνών θεσμών και οι σχέσεις με τη Ρωσία.

Η εξωτερική πολιτική της προεδρίας Τραμπ πήρε ευρεία δημοσιότητα και ακούστηκαν διάφορες υπερβολές περί απομονωτισμού. Τώρα, μέσα στον στρόβιλο των γεγονότων, φαίνεται σαν να την έχουμε ξεχάσει. Πιστεύουμε γενικά ότι αν και ο Ντόναλντ Τραμπ είχε διαφορετικό ύφος διακυβέρνησης –ήταν, μεταξύ άλλων, ανάγωγος, αμετροεπής και θρασύς– δεν άλλαξε, ούτε θα μπορούσε να αλλάξει, την πορεία της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Πράγματι, οι γεωπολιτικές, θεσμικές και συνταγματικές δυνάμεις που περιορίζουν όλους τους προέδρους περιόρισαν και τον Ντόναλντ Τραμπ· δεν μπορώ να φανταστώ τι θα έκανε αν ήταν ελεύθερος: θα γινόταν ντουέτο με τον Πούτιν; Τρίο με τον Ερντογάν; Κουαρτέτο με κάποιον άλλο δικτάτορα;

Αλλά, αν και για λόγους ισορροπίας του διεθνούς συστήματος, ο κάθε καινούργιος πρόεδρος συνεχίζει λίγο-πολύ την εξωτερική πολιτική του προκατόχου του, ο Τραμπ επιδείνωσε το διεθνές κλίμα: πρόβαλε στον διεθνή χώρο μια άκρως αντιπαθητική εικόνα των ΗΠΑ, αδιαφόρησε για την ήπια ισχύ της χώρας του και δυσφήμισε τον δυτικό κόσμο. Ο Ομπάμα είχε κάνει το αντίθετο μολονότι, παρά τις επικρίσεις του στην εξωτερική πολιτική του Τζορτζ Γ. Μπους, και τις δεσμεύσεις του να τερματίσει τους πολέμους στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, να κλείσει το Γκουαντάναμο, «να πιέσει το κουμπί επανεκκίνησης» με τη Ρωσία και να στραφεί προς την Ασία, δεν πήρε ριζικές αποφάσεις. Ο Ομπάμα είχε κληρονομήσει τις χρόνιες αντιπαραθέσεις στη χερσόνησο της Κορέας, μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων, στο εσωτερικό της Υεμένης, με τη Σαουδική Αραβία και με το Ιράν – όλες τις cold cases και μερικές θερμότερες, όπως τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία, τις οποίες κληροδότησε στον Ντόναλντ Τραμπ. Με τη σειρά του, ο Ντόναλντ Τραμπ πέταξε στην αγκαλιά του Τζο Μπάιντεν διάφορες εκκρεμότητες και αμφισημίες: την απόσυρση από το Αφγανιστάν –που εκτυλισσόταν επί μια πενταετία–, τις σχέσεις με την Τουρκία και τους Κούρδους, τις σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία μετά τη δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι και προπάντων τις σχέσεις με τη Ρωσία που παρέμεναν αμφίθυμες για να διαταραχθούν σήμερα σε σημείο τρίτου παγκοσμίου πολέμου.

Αν ο Τραμπ άφησε κάποιο αποτύπωμα στην εξωτερική πολιτική ήταν εξαιτίας της προσωπικότητάς του: εκτός του ότι, όπως είπα, οι Αμερικανοί πρόεδροι έχουν μικρό περιθώριο κινήσεων στην εξωτερική πολιτική –μοιράζονται τις ευθύνες της εξωτερικής πολιτικής με το Κογκρέσο, ελέγχονται πολύ στενά από τα μέσα ενημέρωσης και πιέζονται από τις ομάδες συμφερόντων– προστίθεται ο παράγοντας της συνήθειας και της τάσης να διατηρείται το status quo. Έτσι, η εξωτερική πολιτική μοιάζει με άμορφη μάζα από καριερίστες της εξωτερικής πολιτικής, εμπειρογνώμονες, think tanks και ακαδημαϊκούς που ενισχύουν το status quo με τρεις τρόπους: κατ’ αρχάς, οι ελίτ των διεθνών σχέσεων και της εθνικής ασφάλειας συλλέγουν πληροφορίες τις οποίες συνήθως προσλαμβάνουν και επεξεργάζονται ώστε να επιβεβαιώνεται η πρότερη άποψή τους. Κατά δεύτερο λόγο, συναναστρέφονται ο ένας τον άλλον δημιουργώντας ένα είδος groupthink που αποκλείει εναλλακτικές επιλογές και ανατροπές. Τρίτον, καθώς αυτοί οι άνθρωποι κυριαρχούν στον δημόσιο λόγο χωρίς να αφήνουν περιθώριο για άλλους και καθώς επικοινωνούν με ομοϊδεάτες τους, οι ίδιες απόψεις ανακυκλώνονται ξανά και ξανά: συνήθως, το Υπουργείο Άμυνας, οι αρχηγοί Επιτελείων, η Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας, ο Οργανισμός Ελέγχου και Αφοπλισμού Όπλων, ο Οργανισμός Διεθνούς Ανάπτυξης και η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών συμφωνούν σε όλα – όποιος διαφωνεί μοιάζει με φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Από την άλλη πλευρά, το αμερικανικό Σύνταγμα και το έθος που έχει δημιουργηθεί θέτουν όρια που κανείς πρόεδρος δεν μπορεί, και δεν θέλει, να υπερβεί. Σε έναν κόσμο με πυρηνικές ικανότητες και διεθνή τρομοκρατία, ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, ένας πρόεδρος με την προσωπικότητα του Ντόναλντ Τραμπ θα ήταν ακόμα πιο επικίνδυνος, υπό την έννοια ότι θα μπορούσε να προκαλέσει πολεμικές συρράξεις και ανωμαλίες στο εμπόριο. Αναφέρω τον Τραμπ για να υπογραμμίσω πόσο επικίνδυνος μπορεί να είναι ένας εξίσου παράφρων ηγέτης σε χώρα χωρίς checks and balances, όπως είναι ο Βλαντιμίρ Πούτιν στη Ρωσία.

Επιστρέφω στον Τραμπ. Ως υποψήφιος το 2016, έδωσε πολλές υποσχέσεις για την εξωτερική πολιτική: το παλιό σύνθημα America First σήμαινε «είμαστε η μοναδική υπερδύναμη», με μια λίγο πιο φανερή διάσταση επιχειρηματικού και εμπορικού πνεύματος. Αλλά, αν και ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν φονταμενταλιστής της αγοράς, αυτό δεν σήμαινε πολλά πράγματα για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στον 21ο αιώνα: όταν εξελέγη, η μονοπολική στιγμή είχε περάσει, η σύγκρουση των πολιτισμών είχε προ πολλού αντικαταστήσει τον Ψυχρό πόλεμο μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού, ενώ η Κίνα είχε γίνει οικονομικός γίγαντας. Όλα τα δεδομένα είχαν αλλάξει, πλην όμως οι ΗΠΑ –παρά τα τεράστια οικονομικά τους προβλήματα: εξωτερικό χρέος, εσωτερικές ανισότητες– επαναπαύονταν στο ότι είναι η κυρίαρχη και μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο· ζήτημα υπερηφάνειας και μαζί ένας τρόπος επιρροής και μόχλευσης στις διεθνείς υποθέσεις. Νομίζω ότι, παρά την ψυχική του έλξη προς τον Πούτιν, και πιθανώς τη ρωσική ανάμειξη στις εκλογές του 2016, η προεδρία Τραμπ αγνόησε εντελώς τη ρωσική επιθετικότητα.

Ο Τραμπ παρέμεινε προσκολλημένος στις αμερικανικές βασικές αρχές της οικονομικής και στρατιωτικής ανωτερότητας, αλλά όχι της προώθησης των φιλελεύθερων δημοκρατικών αξιών. Κι αν κάτι διέκρινε την εξωτερική του πολιτική από εκείνη των προκατόχων του ήταν η απομάκρυνσή του από τις αμερικανικές πηγές πληροφοριών και συμβουλών, καθώς και από τους διεθνείς οργανισμούς και θεσμούς. Αυτή η στάση δεν στοιχειοθετεί «εξωτερική πολιτική»: η άρνηση και η παράβλεψη των γεγονότων και των συστάσεων που του δίνονταν από το προσωπικό του Λευκού Οίκου, οι αλλεπάλληλες απολύσεις συνεργατών και οι προσωπικές συγκρούσεις με κυβερνητικά στελέχη είναι μέρος του προεδρικού αποτυπώματος αλλά δεν είναι «πολιτική». Η διεθνής συμπεριφορά του Τραμπ βασίστηκε σε ένα μεγαλοϊδεατισμό που συνέχιζε την παράδοση της αμερικανικής υπεραισιοδοξίας – η οποία, με τη σειρά της, βασίζεται στην υπεροψία και στην ψυχολογία του control freak, σε μια ψευδαίσθηση παντοδυναμίας. Για παράδειγμα, αποσύροντας τα στρατεύματα από τη Συρία και μειώνοντας το στρατιωτικό προσωπικό στο Αφγανιστάν, ανακοίνωνε την ήττα του ISIS: δεν έλεγε ακριβώς ψέματα, απλούστατα δεν καταλάβαινε τίποτα. Νομίζω ότι δεν καταλάβαινε τίποτα και για όσα ετοιμαζόταν να κάνει ο Πούτιν.

Οι διαφορές στην εξωτερική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ από εκείνη των προηγούμενων προέδρων, καθώς και από την προεδρία του Τζο Μπάιντεν, ήταν τρεις, όλες ποσοτικού, όχι ποιοτικού χαρακτήρα: η εντονότερη τάση να συγκεντρώνει τις πρωτοβουλίες αντί να τις μοιράζεται με τα όργανα χάραξης πολιτικής, η περιφρόνηση των διεθνών θεσμών συμπεριλαμβανομένου του ΝΑΤΟ και η διάσπαση του δυτικού κόσμου με αντι-ευρωπαϊκή ρητορική και διεκδίκηση του America First στο πλαίσιο της Δύσης. Στο μεταξύ, παρά την αντι-ισλαμική του ρητορική, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου για την αναχαίτιση του ριζοσπαστικού Ισλάμ, αλλά επικεντρώθηκε δυσανάλογα στην αντιμεταναστευτική πολιτική έναντι των Μεξικανών. Αν και υιοθέτησε μια πιο εθνικιστική, απομονωτική, μονομερή, διμερή και αντι-μεταναστευτική προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική από τους προηγούμενους προέδρους, το χαρακτηριστικό του γνώρισμα ήταν το ότι η εξωτερική του πολιτική δεν ήταν έργο της διοίκησης αλλά δικό του: αντί για προϊόν θεσμικής ή οργανωτικής σκέψης, η πολιτική έγινε μια υπόθεση σχέσεων με διάφορους ηγέτες, όχι με χώρες. Έβλεπε το εθνικό συμφέρον των ΗΠΑ στις προσωπικές του επαφές και κάθε κατάσταση όπου μια χώρα έχει θετικό εμπορικό ισοζύγιο με τις ΗΠΑ ως άδικη και απαράδεκτη. Επίσης, καθώς πίστευε ότι όλες οι χώρες, συμπεριλαμβανομένων των δυτικών, εκμεταλλεύονται τις ΗΠΑ, δεν έκανε διάκριση μεταξύ Βόρειας Κορέας και Ευρώπης: για τον Τραμπ οι ΗΠΑ έπρεπε να πάψουν να είναι «τα κορόιδα του κόσμου». Έτσι, επί τέσσερα χρόνια οι ΗΠΑ απέτυχαν να ακούσουν τον υπόκωφο θόρυβο που έκανε η Ρωσία του Πούτιν: το βλέμμα της προεδρίας Τραμπ ήταν στραμμένο στα εμπορικά ισοζύγια – όμως οι διεθνείς σχέσεις είναι πιο σύνθετες από τη διαλεκτική εμπορικού ελλείμματος-εμπορικού πλεονάσματος κι από τα οικονομικά παιχνίδια μηδενικού αθροίσματος.

Θέλω να πω ότι οι ευκαιριακές συναλλαγές χωρίς καμιά δέσμευση μακροπρόθεσμων σχέσεων δημιούργησαν την εικόνα της διάσπασης στον δυτικό κόσμο και ενίσχυσαν τις ρωσικές φιλοδοξίες. Γενικά, αν συνοψίσουμε την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ σε μια τυχοδιωκτική, εθνικιστική τάση με την πρόθεση βραχυπρόθεσμων οικονομικών κερδών και απαξίωση της Ευρώπης, θα καταλάβουμε πώς και γιατί συνέβαλε σε ένα διεθνές περιβάλλον που οδεύει σε όλο και μεγαλύτερη εντροπία. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ