Πολιτικη & Οικονομια

Αφήσαμε την κρίση να πάει χαμένη...

Αν δεν μάθουμε να συνεργαζόμαστε και αν δεν ενισχύσουμε τις δυνάμεις της μετριοπάθειας, θα το πληρώσουμε ακριβά

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Βουλή των Ελλήνων
© ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ/EUROKINISSI

Σχόλιο για το εκλογικό σύστημα της Ελλάδας, τη συγκυβέρνηση, την πόλωση μεταξύ των κομμάτων και την τοξική κληρονομιά της κρίσης.

Η Πορτογαλία πηγαίνει σε πρόωρες εκλογές και ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν, ή ενδεχομένως φοβούνται, ότι η χώρα βρίσκεται κοντά σε μια τεκτονική πολιτική ανατροπή. Ο λόγος είναι ένα δεξιό, ακραία εθνικιστικό και λαϊκίστικο κόμμα, το οποίο στις δημοσκοπήσεις φαίνεται να διεκδικεί την τρίτη θέση αφήνοντας πίσω την κομμουνιστική και ριζοσπαστική αριστερά. Η τελευταία χρεώνεται την πτώση της κυβέρνησης καταψηφίζοντας τον προϋπολογισμό.

Το νέο κόμμα ονομάζεται «Τσέγκα» που σημαίνει «Αρκετά» και ιδρυτής του είναι ένας καβγατζής σχολιαστής ποδοσφαίρου, ο οποίος έκανε καριέρα στο τηλεοπτικό κανάλι της Μπενφίκα. Η άνοδος του κόμματός του αποτελεί από μόνη της ένα είδος τέλους εποχής για την Πορτογαλία. Κι αυτό επειδή ως σήμερα στη χώρα δεν ευδοκιμούσε ο ακροδεξιός λαϊκισμός. Οι μνήμες της δικτατορίας λειτουργούσαν αποτρεπτικά. Υπάρχει ωστόσο και ένας πρόσθετος λόγος. Αν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις, τότε για να σχηματιστεί κυβέρνηση δύο λύσεις θα υπάρχουν. Είτε να συνεργαστούν τα δύο μεγάλα κόμματα μεταξύ τους είτε η κεντροδεξιά να σχηματίσει κυβέρνηση με την υποστήριξη του «Τσέγκα».

Η κατάσταση θυμίζει αρκετά Ελλάδα. Με βάση τις σημερινές δημοσκοπήσεις η επόμενη κυβέρνηση κατά πάσα πιθανότητα θα προκύψει είτε από την συγκυβέρνηση ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, είτε από την συνεργασία του πρώτου κόμματος με το ΚΙΝΑΛ ή την Ελληνική Λύση. Η διαφορά με την Πορτογαλία είναι ότι στην Ελλάδα όλοι οι πιθανοί συνδυασμοί απορρίπτονται από τον έναν ή και τους δύο πιθανούς συμμάχους. Κι αυτό κατ’ εξοχήν ισχύει για τα μικρότερα κόμματα. Αντιθέτως στην Πορτογαλία η πιθανότητα να χρειαστεί τη βοήθεια του «Τσέγκα» το κεντροδεξιό κόμμα της αντιπολίτευσης προβάλλεται ως στοιχείο δύναμης. Κι έτσι είναι. Ο αρχηγός του δήλωσε χαρακτηριστικά, σε πρόσφατη προεκλογική συγκέντρωση, ότι χωρίς το κόμμα του δεν θα μπορεί να σχηματιστεί κεντροδεξιά κυβέρνηση.

Ως σήμερα θεωρούμε ότι ένα βασικό πρόβλημα του εκλογικού συστήματος της ενισχυμένης αναλογικής είναι ότι συνθλίβει τα μικρότερα κόμματα καθώς δεν έχουν προοπτική εξουσίας. Οι ψηφοφόροι επιλέγουν κυβέρνηση και γι’ αυτό συνήθως γυρνάνε την πλάτη στο τρίτο καθώς και στα μικρότερα κόμματα. Αυτά επιβιώνουν απευθυνόμενα σε ένα στενό κύκλο πιστών. Να λοιπόν που για πρώτη φορά το επιχείρημα αυτό μοιάζει να ακυρώνεται. Και τι κάνουν τα μικρότερα κόμματα; Αρνούνται κάθε συνεργασία! Σαν να λένε στους ψηφοφόρους τους, ευχαριστούμε πολύ αλλά δεν μας ενδιαφέρει η κυβέρνηση. Αν ενδιαφέρεστε για το ποιοι θα αναλάβουν την διαχείριση της χώρας, ψηφίστε κάποιον άλλο. Έτσι ο μεν Βελόπουλος απέκλεισε κάθε συνεργασία με τη ΝΔ ενώ ο Ανδρουλάκης συνέστησε στον Μητσοτάκη να ζητήσει τη στήριξη του Βελόπουλου. Θα μπορούσε να θεωρηθεί και ο ορισμός του παραλογισμού. Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι στην πολιτική κουλτούρα της Ελλάδας, οι έννοιες συμβιβασμός και συνεργασία θεωρούνται συνώνυμα της προδοσίας. Η απλή φράση «δεν θα αφήσουμε τη χώρα να μπει στην περιπέτεια της ακυβερνησίας» αποτελεί ταμπού. Ο μικρός γίνεται εξ ορισμού το «δεκανίκι» του μεγάλου, κατά την τρέχουσα πολιτική ορολογία. Είδαμε μια μικρή έκφανση του φαινομένου και στη χθεσινή πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ. Τόσο φοβάται ο Ανδρουλάκης μην τον κατηγορήσουν ότι στηρίζει τη δεξιά ώστε ψηφίζει την πρόταση. Την ίδια στιγμή όμως λέει ότι είναι εναντίον των πρόωρων εκλογών. Οι οποίες θα γίνουν υποχρεωτικές αν περάσει η πρόταση που ο ίδιος στηρίζει. Ο ορισμός της αντίφασης που θυμίζει τερτίπια φοιτητικών συνελεύσεων. Δεν αποκτάς έτσι σοβαρότητα και κύρος.

Δεν είναι η μόνη αντίφαση στο πολιτικό μας σύστημα. Πόλωση είχαμε και στο παρελθόν. Το 1989 μάλιστα είχε πάρει τον χαρακτήρα προσωπικής αντιπαράθεσης Ανδρέα Παπανδρέου- Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Η αντιπαράθεση ΠΑΣΟΚ - Νέας Δημοκρατίας όμως είχε και έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά, τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική. Παρότι με τον χρόνο οι διαφορές αμβλύνθηκαν, υπήρχαν δύο διαφορετικές προτάσεις για την πορεία της χώρας. Σήμερα αντιθέτως έχει φανεί ότι όλα τα κόμματα, πέραν των άκρων, στις γενικές πολιτικές κατευθύνσεις συμφωνούν. Αναγκάστηκαν να συμφωνήσουν, για να είμαστε ακριβείς, από την αδήριτη πραγματικότητα. Έτσι και τα τρία κόμματα έχουν σχεδόν ταυτόσημη προσέγγιση στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής ενώ, τουλάχιστον στα λόγια, και τα τρία κόμματα αναγνωρίζουν την ανάγκη δημοσιονομικής πειθαρχίας, παραγωγικής ανασυγκρότησης και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Ακόμα και στο ζήτημα του κατώτατου μισθού ο οποίος τελευταία βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής σύγκρουσης, η διαδικασία προσδιορισμού του μέσα από διαβούλευση και οικονομική τεκμηρίωση από επιστημονικούς φορείς, θεσμοθετήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, όχι τη ΝΔ. Οι περισσότερες διαφωνίες είναι προσχηματικές ή κινούνται σε ένα αφηρημένο ιδεολογικό πεδίο, βλέπε νεοφιλελευθερισμό, που έχει μικρή σχέση με την πραγματικότητα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι μεγαλύτερες συγκρούσεις αφορούν την ικανότητα διακυβέρνησης και την διαφθορά. Ζητήματα δηλαδή στα οποία επί της αρχής συμφωνούν. Η εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ υποστήριζε ότι οι αριστεροί Δήμαρχοι μαζεύουν διαφορετικά τα σκουπίδια έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

Παρά την πολιτική σύγκλιση ωστόσο, η πόλωση μεταξύ των κομμάτων παραμένει στα ύψη. Υπάρχουν προφανώς πολλοί παράγοντες που το εξηγούν. Ένας είναι σίγουρα το Σύνταγμα και η διαδικασία παραπομπής πολιτικών προσώπων στην δικαιοσύνη. Όπως και το 1989 έτσι και σήμερα οδηγεί σε έναν παροξυσμό της έντασης, καθώς η πολιτική αντιπαράθεση γίνεται ζήτημα ζωής και (πολιτικού) θανάτου. Ενώ το 1993 όμως ο Αντρέας δεν έδωσε συνέχεια, σήμερα είναι φανερό ότι η πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ να παραπέμψει 10 κορυφαία στελέχη από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ έχει προκαλέσει μια πολιτικο - δικαστική βεντέτα χωρίς τέλος.

Ένας δεύτερος παράγοντας είναι η πολιτική κουλτούρα της μεταπολίτευσης στον χώρο της αριστεράς, όπως διαμορφώθηκε κυρίως στα πανεπιστήμια. Ο Τσίπρας και όλη η νέα γενιά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ έμαθαν την πολιτική μέσα από τα δεκαπενταμελή και τις φοιτητικές οργανώσεις. Ήταν μια πολιτική χωρίς επίδικο, πέρα από την επίδειξη του ιδεολογικού τσαμπουκά. Έτσι συνεχίζουν να την αντιλαμβάνονται σήμερα σαν ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος με μόνο και αποκλειστικό στόχο την κατάκτηση της εξουσίας. Οι μεγάλες συναινέσεις που κάποτε πρέσβευε η ανανεωτική αριστερά αποτελούν άγνωστες λέξεις για την Κουμουνδούρου.

Ο κυριότερος λόγος όμως είναι η τοξική κληρονομιά της κρίσης. Αντίθετα από την Πορτογαλία όπου τα Μνημόνια οδήγησαν στην διαμόρφωση ενός κλίματος συναίνεσης μεταξύ των κομμάτων, εδώ στάθηκαν το εργαλείο για την ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών. Φυσικά μέσα από την ανάδειξη του λαϊκισμού σε κυρίαρχο ρεύμα την περίοδο της κρίσης. Τα όποια πολιτικά χαρακτηριστικά του έχουν ουσιαστικά ακυρωθεί, οι δύο κόσμοι ωστόσο που συγκρούστηκαν ανοιχτά στο δημοψήφισμα, παραμένουν το ίδιο μακριά όπως και τότε. Αυτοί δίνουν τον τόνο στην πολιτική των κομμάτων, ακόμα και στον χώρο του κέντρου.

Στους πρώτους μήνες του Μνημονίου μια προσφιλής διατύπωση ήταν το «ποτέ μην αφήνεις μια κρίση να πάει χαμένη». Όσοι το πίστευαν εννοούσαν φυσικά ότι ήταν μια ευκαιρία για να αντιμετωπίσουμε χρόνιες παθογένειες στην πολιτική, την κοινωνία και την οικονομία. Δέκα χρόνια μετά, η οικονομία έχει την ευκαιρία να σταθεί ξανά στα πόδια της, ακόμα και να κάνει ένα άλμα στις νέες τεχνολογίες. Το μεγάλο πρόβλημα ωστόσο κινδυνεύει να αποδειχθεί η πολιτική. Εκεί σίγουρα μπορούμε να πούμε ότι αφήσαμε την κρίση να πάει χαμένη. Αν δεν μάθουμε να συνεργαζόμαστε και αν δεν ενισχύσουμε τις δυνάμεις της μετριοπάθειας, θα το πληρώσουμε ακριβά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ