Πολιτικη & Οικονομια

Οι άνθρωποι που φεύγουν πλήρεις ημερών

Πώς θα πορευτούμε μονάχοι μας σε τούτην εδώ την παράξενη εποχή;

35183-103893.jpg
Γιώργος Παναγιωτάκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κολάζ με φωτογραφίες ανθρώπων και ατομικά έγγραφα
© Γιώργος Παναγιωτάκης

Ο Γιώργος Παναγιωτάκης γράφει με αφορμή τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη και μερικών ακόμη για την ιστορική περίοδο που έφυγε και το άλμα των προηγούμενων γενεών.

Όταν ένας άνθρωπος φεύγει σε πολύ μεγάλη ηλικία, παίρνει μαζί του και μια ολόκληρη εποχή. Αν, μάλιστα, το αποτύπωμά του είναι βαθύ και μεγάλο όπως του Μίκη Θεοδωράκη, εμείς οι νεότεροι είναι λογικό να αισθανόμαστε μέσα μας ενός είδους ορφάνια. Ειδικά όσοι έχουμε καβατζάρει την κρίσιμη κορύφωση του βίου μας και κατηφορίζουμε, ελαφρώς έκπληκτοι, προς την άλλη μεριά.

Δεν είναι απαραίτητα ο πασίγνωστος εκλιπών εκείνος που μας λείπει. Ίσως να μας λείπει περισσότερο η ιστορική περίοδος που έφυγε οριστικά. Βλέπουμε για μια στιγμή το σήμερα μέσα από τα μάτια του και μας φαίνεται αλλόκοτο. «Και τώρα;» λέμε μέσα μας. Πώς θα πορευτούμε μονάχοι μας σε τούτην εδώ την παράξενη εποχή που έχει μάσκες ΚΝ-95 και αλγόριθμους και τραπ και άλλα ακόμη πιο ακατανόητα; Ποιος θα φωτίζει τον δρόμο μας; Ποιος θα απλώνει το χέρι του για να μας τραβήξει προς μια κατεύθυνση, ακόμα και όταν εμείς αντιδρούμε και συνεχίζουμε να τραβάμε προς την άλλη;

Μάλλον όμως δε χρειάζεται να είναι το αποτύπωμα θεοδωρακικής πληθωρικότητας για να αισθανθείς έτσι. Αρκεί να μπεις στο σπίτι δύο συνηθισμένων ηλικιωμένων ανθρώπων που έφυγαν πρόσφατα και να ψαχουλέψεις στα αμέτρητα αντικείμενα που είχαν συγκεντρώσει στη διάρκεια της ζωής τους. Και μάζευαν πράγματα οι άνθρωποι των προηγούμενων γενεών. Μάζευαν διαρκώς πράγματα και δεν πετούσαν το παραμικρό. Ίσως γιατί οι περισσότεροι μεγάλωσαν σε μια Ελλάδα που δεν είχε τίποτα, σε μια κοινωνία που έπρεπε να δημιουργεί το καθετί με βάσανα και ιδρώτα. Σε έναν κόσμο με ελάχιστους σκουπιδοτενεκέδες. Μάζευαν, λοιπόν, αντικείμενα και έφτιαχναν όλο και πιο πολλές ντουλάπες για να τα αποθηκεύουν.

Ανοίγεις ένα συρτάρι και κάνεις μια βουτιά στο παρελθόν. Ρίχνεις μια ματιά στη βιβλιοθήκη, στο πατάρι, ακόμη και στον τοίχο και ταξιδεύεις σε μια χώρα με αξιοθέατα που μοιάζουν ευτελή, όμως έχουν όλα τους μια σπαραξικάρδια ιστορία να αφηγηθούν. Δεκάδες τα τραπεζομάντιλα, εκατοντάδες τα ρούχα και τα βιβλία, χιλιάδες οι φωτογραφίες και τα αναμνηστικά, μυριάδες τα μικροπραγματάκια, τα κουμπιά, οι κουβαρίστρες, τα εργαλεία, τα καρφάκια, οι παραμάνες, τα μπιμπελό, τα καδράκια, τα ποτηράκια, τα πιατάκια, τα σεμεδάκια, τα μαντηλάκια, οι προσφορές από τις εφημερίδες, οι βιντεοκασέτες VHS,  τα δισκάκια.

Ήταν η γενιά που έλαμψε εκεί γύρω στα 60s. Οι άνθρωποι που πάσχισαν πολύ, μα παράλληλα έμαθαν να χαίρονται τη νιότη και τη ζωή και τελικά έκαναν ένα άλμα δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τις προηγούμενες. Τόσο μεγάλο που εμείς οι σημερινοί μεσήλικες, ακόμη και όσοι μεγαλώσαμε σε σπίτια μικροαστικά και εργατικά, δεν πήραμε χαμπάρι τον κόπο που απαιτήθηκε για να ζούμε όπως ζούσαμε. Κάποιοι -όπως οι άνθρωποι στο σπίτι των οποίων ψάχνω εγώ τώρα- επένδυσαν επιπλέον στη μόρφωση και στην καλλιέργεια. Σε εκείνα δηλαδή που για τον έναν ή τον άλλο λόγο στερήθηκαν. Βρίσκεις, ας πούμε, εκατοντάδες δερματόδετα βιβλία τα οποία σήμερα δύσκολα θα τα άνοιγε κανείς: «Η ιστορία της ανθρωπότητας» από την UNESCO (καμιά δεκαριά ασήκωτοι τόμοι), η εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς», τα άπαντα του Ντοστογιέφσκι και του Τολστόι (σε μάλλον μέτριες μεταφράσεις της δεκαετίας του 1960), «Η Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου» από το Υπουργείο Αμύνης της ΕΣΣΔ (ήταν κάπως αριστερό το σπίτι), η «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως» του Σπυρίδωνος Τρικούπη (ήταν και πατριωτικό), τα άπαντα σχεδόν του Ψαθά και του Τσιφόρου (αγαπούσε και το χιούμορ), «Η εγκυκλοπαίδεια της σύγχρονης γυναίκας» (έπρεπε να στήσουν και το σπιτικό σύμφωνα με τις νόρμες της εποχής), «Η γερμανική άνευ διδασκάλου» (υπάρχει και σε δίσκους των 45 στροφών της Linguaphone), «Τα Μεγάλα Μουσεία του κόσμου» (ήταν και φιλότεχνοι) και άλλα, αμέτρητα άλλα.

Πέτα τα, σου λένε. Τι θα τα κάνεις; Ή έστω πούλα μερικά. Βάλ’ τα στο market του Facebook και ό,τι πιάσεις. Όχι ότι θα πιάσεις τίποτα, δηλαδή… Γιατί ποιος θέλει σήμερα ένα κομολί-κρεβάτι; Ποιος χρειάζεται ένα 80s σύνθετο ή μια βαριά 60s βιβλιοθήκη; Ποιος θέλει τις ντουλάπες που στα σωθικά τους κρύβουν τη γερασμένη ψυχή μιας άλλης εποχής;

Τι να κάνεις, λοιπόν, ενδίδεις. Κρατάς, βέβαια, μπόλικα για να τα αποθηκεύσεις και εσύ και τα άλλα τα δίνεις. Τα δωρίζεις σε συλλόγους, στο βιβλιοπωλείο των αστέγων, σε ιδρύματα για ηλικιωμένους και πρόσφυγες. Βάζεις και μερικά στο market του Facebook σε πολύ χαμηλή τιμή και φεύγουν εντυπωσιακά γρήγορα. Τοποθετείς τις σακουλάρες με τα ρούχα στους κόκκινους κάδους ανακύκλωσης και σπρώχνεις βιαστικά τη λαβή για να εξαφανιστούν. Και κάποια τα κατεβάζεις απλά στον δρόμο, δίπλα στους σκουπιδοτενεκέδες –που είναι πολλοί πια, κάθε δύο πολυκατοικίες και από ένας. Και μετά στέκεσαι για λίγο στο μπαλκόνι, στο ίδιο μπαλκόνι από το οποίο έβλεπαν την αυγή οι ιδιοκτήτες του διαμερίσματος και βλέπεις κάποιους να έρχονται και να τα παίρνουν. Να τα φορτώνουν σε στραπατσαρισμένα τρίκυκλα και καρότσια και να φεύγουν προς άγνωστη κατεύθυνση. Και τους ευγνωμονείς, ελπίζοντας ότι κάποιοι θα συνεχίσουν να τους δίνουν ζωή.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ