Πολιτικη & Οικονομια

Λογικοκτονία και το λάθος να απορρίψουμε τη λέξη «γυναικοκτονία»

Γυναικοκτονίες έχουμε πολλές και ακόμα περισσότερες επιθέσεις σε γυναίκες που συχνά από τύχη επιζούν για να διηγηθούν τα μαρτύριά τους

41586-784579.jpg
Μάνος Βουλαρίνος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
oppression-458621_1280.jpg

Γυναικοκτονία: εγκλήματα σε βάρος των γυναικών τα οποία γίνονται μόνο και μόνο επειδή στο μυαλό των δραστών η γυναίκα είναι ον αναλώσιμο.

Ομολογώ ότι κι εγώ πριν από καιρό είχα τσινίσει όταν διάβασα τον όρο γυναικοκτονία. Έκανα όμως λάθος γιατί ο λόγος για τον οποίο τσίνισα ήταν οι άνθρωποι που τον χρησιμοποιούσαν ως εργαλείο για την εξυπηρέτηση της κομματικής τους ατζέντας ή για την αναζήτηση διεξόδου στα προσωπικά τους αδιέξοδα. Όμως η λέξη δεν ειναι υπεύθυνη για τους χρήστες της, όπως δεν φταίει καμία από τις λέξεις που χρησιμοποιούν οι συγκεκριμένοι συμπολίτες. Δεν θα καταργήσουμε τη λέξη «χούντα» επειδή αυτοί που τη χρησιμοποιούν καταγγελτικά είναι στην πραγματικότητα λάτρεις δικτατόρων και δικτατοριών. Δεν θα καταργήσουμε τη λέξη «βία» επειδή την καταγγέλουν υποστηρικτές τραμπούκων και κατά συρροή δολοφόνων. Δεν θα πάψουμε να μιλάμε για «σεξουαλική παρενόχληση» επειδή κάποιοι δήθεν πολέμιοι της μπορεί να τη συγκαλύψουν για κομματικούς λόγους.

Αντιστοίχως είναι λάθος να απορρίψουμε τη λέξη «γυναικοκτονία» επειδή τη χρησιμοποιούν ως εργαλείο αυτοί οι αδίστακτοι άνθρωποι. Είναι μια μάλλον παιδική και κενή λογικής αντίδραση. Είναι μια κλασική περίπτωση λογικοκτονίας.

Και είναι λογικοκτονία γιατί αυτό που περιγράφει ο όρος «γυναικοκτονία» υφίσταται. Και δεν θα πάψει να υφίσταται αν δεν το ονομάσουμε ή αν το ονομάσουμε κάπως αλλιώς. Υπάρχουν όντως εγκλήματα σε βάρος των γυναικών τα οποία γίνονται μόνο και μόνο επειδή στο μυαλό των δραστών η γυναίκα είναι ον αναλώσιμο που υπάρχει μόνο μέσω της ικανοποίησης των επιθυμιών των ανδρών. Έτσι, μια γυναίκα που επιτίθεται στον ληστή που μπαίνει σπίτι της κι εκείνος τη σκοτώνει δεν είναι θύμα γυναικοκτονίας (ο λήστής μάλλον θα σκότωνε οποιονδήποτε του επιτίθετο ανεξαρτήτως φύλου) ενώ μια γυναίκα που δολοφονείται επειδή δεν υποκύπτει στις ερωτικές ορέξεις ενός άνδρα είναι θύμα γυναικοκτονίας.

Δε νομίζω πως κανείς με τα σωστά του δεν αντιλαμβάνεται τον διαχωρισμό και ένας διαχωρισμός που είναι τόσο κατανοητός δεν μπορεί να μην κωδικοποιείται με λέξεις. Εκτός αν κάποιος υποστηρίξει πως δεν υπάρχουν τέτοιοι διαχωρισμοί και ότι δεν υπάρχουν εγκλήματα σε βάρος γυναικών που έχουν να κάνουν με το φύλο τους, περίπτωση στην οποία πάω πάσο, σηκώνω ψηλά τα χέρια και αναστενάζοντας πάω να συζητήσω με ένα κομοδίνο (ακόμα και το «για τους άνδρες γιατί δεν υπάρχει αντίστοιχη λέξη, γιατί δεν είναι «ανδροκτονία» το να σκοτώνει η σύζυγος τον σύζυγο επειδή την απάτησε;» που διαβάζω συχνά, δεν είναι επιχείρημα εναντίον της λέξης «γυναικοκτονία». Είναι αίτημα για την εισαγωγή μιας επιπλέον λέξης). 

Σε αντίθεση με άλλους συμπολίτες που ξέρουν τα πάντα, εγώ δεν ξέρω αν η δολοφονία στα Γλυκά Νερά είναι γυναικοκτονία ή όχι, αλλά αυτό δεν αλλάζει πολλά. Και γυναικοκτονίες έχουμε πολλές και ακόμα περισσότερες επιθέσεις σε γυναίκες που συχνά από τύχη επιζούν για να διηγηθούν (ή για να κρατήσουν κρυφά) τα μαρτύριά τους. Τελευταίο γνωστό παράδειγμα ο βιασμός της καθαρίστριας στον Κολωνό από έναν τύπο που έπρεπε να είναι στη φυλακή (σύμφωνα με τους γείτονες ξυλοφόρτωνε τακτικά τη μητέρα του με την οποία ζούσε μαζί) αλλά για κάποιο λόγο κυκλοφορούσε ελεύθερος. Κι αυτό το «κυκλοφορούσε ελεύθερος», ενώ προφανώς για την ασφάλεια των γύρω του έπρεπε να είναι κάπου κλεισμένος, είναι το πρόβλημα που οι συζητήσεις για τις λέξεις δεν αφήνουν να συζητηθεί.

Γιατί βασικότερο από το πως θα ονομάσουμε κάτι (αν δεχόμαστε ότι υπάρχει, διαφορετικά δεν υπάρχει λόγος να συζητάμε) είναι το πώς μπορούμε να το περιορίσουμε. Και μαζί με τη βία (και άρα τους φόνους) σε βάρος γυναικών, να περιορίσουμε τη βία σε βάρος παιδιών, σε βάρος ζώων, ακόμα και σε βάρος άλλων ανδρων (αυτά δεν τα βάζω επειδή μου αρέσει το επιπόλαιο «all lives matter», αλλά επειδή συνήθως οι άνθρωποι που ασκούν βία στις γυναίκες, ασκούν βία και σε οποιονδήποτε ή οτιδήποτε τους φαίνεται πιο αδύναμο από τους ίδιους).

Βέβαια μια τέτοια συζήτηση αναγκαστικά θα οδηγούσε στην απάντηση που φαίνεται πως πολλοί συμπολίτες δεν θέλουν να ακούσουν. Στην απάντηση που και σε αυτή την περίπτωση είναι η εξής απλή: έλεγχος και τιμωρία.

 Μπορεί κανείς να διαδηλώσει, να λερώσει τοίχους με συνθήματα και αφίσες, να διαμαρτηρηθεί για την πατριαρχία (παρεμπιπτόντως θα είχαν ενδιαφέρον συγκριτικοί πίνακες γυναικοκτονιών σε διαφορετικές χώρες και εποχές), να μιλήσει για την ανατροφή των παιδιών και τα πρότυπα, αλλά όλα αυτά είναι εντελώς ασήμαντα χωρίς έλεγχο και τιμωρία των συμπολιτών που έχουν βίαιες συμπεριφορές.  

Παρά τα όσα που όλο και συχνότερα λέγονται, βασικός κανόνας του δικαίου παραμένει πως αποτρεπτικότερη του ύψους της ποινής είναι η βεβαιότητα της τιμωρίας (τηρουμένων φυσικά κάποιων αναλογιών) και όσο η μόνη βεβαιότητα που υπάρχει είναι ότι όποιος σηκώνει χέρι συνήθως δεν τιμωρείται, τότε τα χέρια θα σηκώνονται πιο εύκολα και κάποια από αυτά, αναπόφευκτα, θα σκοτώνουν. Προφανώς κανένας έλεγχος και καμία τιμωρία δεν θα εξαλείψουν εντελώς τις εγκληματικές συμπεριφορές, αλλά καταλαβαίνετε πως αν ο γείτονας που ξυλοφορτώνει τη γυναίκα του ή το παιδί του ή έναν άλλον γείτονα ξέρει πως την επόμενη φορά που θα το κάνει θα βρεθεί σε ένα κελί, είναι πολύ πιθανόν να κρατήσει το χέρι του κάτω.

Αλλά αυτό που περιγράφω απαιτεί αστυνομία που να δουλεύει (κι όχι να φτάνει μετά από ώρες σε καταγγελία βιασμού επιτρέποντας στον δράστη να το σκάσει), νομοθεσία που προστατεύει (κι όχι να αφήνει το θύμα πρακτικά απροστάτευτο μετά την καταγγελία) και πολίτες με συνείδηση κοινωνική, δηλαδή πολίτες που καταγγέλουν στις αρμόδιες αρχές (και δεν φοβούνται μήπως τους πουν ρουφιάνους οι εγκληματίες). Επειδή τίποτα από όλα αυτά δεν έχουμε καταφέρει να έχουμε κι επειδή στην τελική μπορεί τίποτα από όλα αυτά να μη θέλουμε, ας συζητήσουμε για το αν μας αρέσει η λέξη «γυναικοκτονία». Μπορεί για μέχρι εκεί να είμαστε. Και μπράβο μας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ