Πολιτικη & Οικονομια

Κάν’ το όπως η Βενετία!

Κατά ένα παράδοξο τρόπο το βιβλίο «Βενετία», William Mc Neill, μπορεί να προσφέρει στον προβληματισμό μας και για τη σύγχρονη Ελλάδα

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Φιλοσοφική σχολή, ΕΚΠΑ
Φοιτητές κάνουν διά ζώσης μάθημα στη σκαλιά της Φιλοσοφικής σχολής του ΕΚΠΑ (EUROKINISSI/ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΣΩΤΗΡΗΣ

Η φύλαξη των πανεπιστημίων είναι αναγκαία, τα κόμματα που αντιδρούν το κάνουν εκ του πονηρού. Την απαξίωση της παιδείας και των θεσμών θα τα αντιμετωπίσουμε;

Το 1944, στην πρώτη του επίσκεψη στην Ελλάδα, ο ιστορικός William Mc Neill εντυπωσιάστηκε από τον βενετσιάνικο Λέοντα του Αγίου Μάρκου που είδε λαξευμένο στους προμαχώνες των κάστρων του Ναυπλίου και της Ακροκορίνθου. Μια σειρά από ανάλογες επαφές με τα απομεινάρια της «πρώτης υπερπόντιας αυτοκρατορίας της Δυτικής Ευρώπης» αποτέλεσαν την αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου του «Βενετία», το οποίο εκδόθηκε πρόσφατα και στα ελληνικά.

Κατά ένα παράδοξο τρόπο βρήκα ότι μπορεί να προσφέρει στον προβληματισμό μας και για τη σύγχρονη Ελλάδα. Ένα από τα ερωτήματα που εξετάζει ο Mc Neill είναι πώς κατάφερε μια πόλη, στριμωγμένη ανάμεσα σε πανίσχυρες αυτοκρατορίες, να αποκτήσει τόσο μεγάλο πλούτο και ισχύ και να τον διατηρήσει για τόσους αιώνες. Και από τους βασικούς παράγοντες ξεχωρίζει την ικανότητα των κατοίκων της να σχηματίζουν ad hoc επιχειρήσεις. Από το να χρηματοδοτήσουν από κοινού μια υπερπόντια εμπορική αποστολή μοιράζοντας το κόστος και τα οφέλη ως πολύ πιο απλές συνεργασίες με περιορισμένους στόχους. Ήταν ένας πολλαπλασιαστής ισχύος που τους επέτρεπε να κινητοποιούν και να συντονίζουν ανθρώπους «υπερβαίνοντας τους φραγμούς του χρόνου και του χώρου».

Σε αυτές τις επιχειρήσεις κεντρικό ρόλο «έπαιξε η αμοιβαία εμπιστοσύνη και συνεργασία μεταξύ ανθρώπων που δεν συνδέονταν  μεταξύ τους με δεσμούς αίματος». Άλλες κοινωνίες, σημειώνει, «βρήκαν, και εξακολουθούν να το βρίσκουν, πολύ δύσκολο να φτάσουν το απαραίτητο επίπεδο αμοιβαίας εμπιστοσύνης πέραν του κύκλου της οικογένειας», παρόλο που γνώριζαν αυτού του τύπου την οργάνωση. Ο Mc Neill αναφέρεται μάλιστα ονομαστικά στους Έλληνες, φέρνοντας στο νου το άλλο βιβλίο που έχει γράψει για την ανάπτυξη στη μεταπολεμική Ελλάδα, στο οποίο παρατηρούσε την εξαιρετική δυσπιστία και την ανταγωνιστικότητα των σχέσεων στην ελληνική κοινωνία μετά τον πόλεμο.

Στις επιχειρήσεις μπορούσαν να παίρνουν μέρος όλοι οι πολίτες είτε με κεφάλαια είτε με προσωπική εργασία. Έτσι ένα πρόσθετο σημαντικό πλεονέκτημα που προσέφεραν ήταν να ενισχύσουν την κοινωνική συνοχή, καθώς «μια καριέρα ανοιχτή στο ταλέντο έγινε διαθέσιμη σε όποιον ήταν αρκετά ξύπνιος και τυχερός για να τα πάει καλά στο εμπόριο». Υπήρχαν μεγάλες διαφορές πλούτου, όλοι όμως αισθάνονταν ότι μπορούσαν να βρεθούν και αυτοί στη θέση των από πάνω. Με αυτή την έννοια η ευημερία της Βενετίας ήταν και δική τους υπόθεση.

Εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης όχι μόνο σε πρόσωπα αλλά και σε θεσμούς και δοκιμαζόμενη κοινωνική συνοχή θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συμπυκνώνουν τη σημερινή κακοδαιμονία της χώρας. Ιδίως σε ό,τι αφορά τους νέους.

Ενδεικτικά μια ενδιαφέρουσα δημοσκόπηση η οποία δημοσιεύτηκε πρόσφατα μεταξύ νέων 17 ως 34 ετών, έδειξε ότι το 91% έχει χαμηλή ή καθόλου εμπιστοσύνη στα Μέσα Ενημέρωσης, ενώ το 82% έχει χαμηλή ή καθόλου εμπιστοσύνη στα κόμματα. Τα ποσοστά αυτά δεν είναι δύσκολο να ερμηνευθούν. Σίγουρα οι νέοι είναι πιο ευαίσθητοι ή πιο ευάλωτοι, αν προτιμάτε, στην «αντισυστημική» κριτική, περισσότερο έτοιμοι να τοποθετηθούν επικριτικά σε ό,τι εκλαμβάνεται ως εξουσία. Πόσο μάλλον όταν παρακολουθούν έναν δημόσιο διάλογο που εξαντλείται σε απαξιωτικούς αφορισμούς, κυριαρχείται από μια τοξικότητα που δεν εξαιρεί κανέναν. Η απαξίωση των θεσμών βέβαια ξεκινά από το σχολείο, που το εγκαταλείπουν για τα φροντιστήρια και για πολλούς συνεχίζεται στο πανεπιστήμιο: Φοιτούν σε σχολές που δεν επέλεξαν για να πάρουν πτυχία που δεν τους οδηγούν πουθενά. Το αποτέλεσμα είναι να αισθάνονται αποκλεισμένοι από το πρότζεκτ Ελλάδα. Πιστεύουν, όχι άδικα, ότι σύστημα λειτουργεί εναντίον τους, είναι φτιαγμένο μόνο για όσους έχουν τα μέσα. Ότι και αν κάνουν, όσο καλοί και αν είναι στις σπουδές τους, όση προσπάθεια και αν καταβάλουν, μπροστά τους έχουν τοίχο. Λίγοι τον διαπερνούν. Η μετανάστευση έχει γίνει η πιο ελκυστική, αν όχι η μόνη επιλογή. Ήταν η ασφαλιστική δικλείδα χωρίς την οποία θα βρισκόμασταν ίσως μπροστά σε πολύ μεγαλύτερη κοινωνική αναταραχή.

Έχει επισημανθεί βέβαια από πολλούς παρατηρητές η εντυπωσιακή αντοχή της ελληνικής κοινωνίας στη διάρκεια της κρίσης. Παρά την πρωτοφανή μείωση των εισοδημάτων, τα εκρηκτικά επίπεδα ανεργίας και τις πολιτικές ανακατατάξεις, η χώρα και η Δημοκρατία βγήκαν με πολύ λιγότερες πληγές από ό,τι φοβόμασταν. Χωρίς την πανδημία σχεδόν θα τα είχαμε ξεχάσει. Για μια κοινωνία που έχει κλειστούς τους δρόμους στους νέους αυτό μοιάζει παράδοξο. Ενδεχομένως οφείλεται όμως στο ότι ακριβώς οι νέοι είναι αποκλεισμένοι. Ο λόγος τους δεν ακούγεται και τα συμφέροντά τους θυσιάζονται στο όνομα των «κεκτημένων» και των «αναδρομικών», με τη βούλα των δικαστηρίων και την ευγενή χορηγία όλων των κομμάτων.

Κάποτε, ωστόσο, αυτό το υπόστρωμα βίας που έχει εισχωρήσει σχεδόν παντού θα πρέπει να μας απασχολήσει πέρα από την αναγκαία καταστολή

Ενδεχομένως λοιπόν θα πρέπει να μην μας ξαφνιάζει ότι εκφράζονται, όταν εκφράζονται, με ξεσπάσματα καταστροφικής βίας. Είτε το κάνουν για λόγους πολιτικούς είτε για ποδοσφαιρικούς είτε και για τα δύο, έχουν ένα κοινό υπόβαθρο. Ότι αισθάνονται εχθρικά, μισούν ίσως είναι η πιο σωστή λέξη, ό,τι οι ίδιοι θεωρούν πως αντιπροσωπεύει την οργανωμένη κοινωνία. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι επικλήσεις της ηθικής και του ορθού λόγου πέφτουν απλώς στο κενό. Πρόκειται για μια αντίδραση τυφλή, παράλογη, άδικη και σίγουρα καταδικαστέα. Κάποτε, ωστόσο, αυτό το υπόστρωμα βίας που έχει εισχωρήσει σχεδόν παντού θα πρέπει να μας απασχολήσει πέρα από την αναγκαία καταστολή.

Αντιμέτωπη με τα φαινόμενα αμφισβήτησης των τελευταίων εβδομάδων η κυβέρνηση, πολύ σωστά, μίλησε για μια αναγκαία επανεκκίνηση του πολιτικού συστήματος, ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, όπως το ονόμασε. Μακάρι να το εννοεί. Αν ναι, τότε είναι διπλά αναγκαίο στο επίκεντρό της να μπει η νέα γενιά. Τόσο στον πολιτικό λόγο όσο κυρίως στις πολιτικές επιλογές. Η φύλαξη των πανεπιστημίων είναι αναγκαία. Τα κόμματα που αντιδρούν το κάνουν εκ του πονηρού. Πιστεύει όμως κανείς ότι αρκεί;

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ