Eurovoices

Διδάγματα της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης - Μέρος 3ο

Πώς και γιατί η ΕΕ πρέπει να πρωταγωνιστεί στην ενίσχυση του πολυμερισμού;

christos-fragkonikolopoukos.jpg
Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μάσκες προστασίας με το λογότυπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων & ΜΜΕ ΑΠΘ, Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος γράφει για τις αλλαγές που φέρνει η πανδημία και τη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Τελευταία έχει συζητηθεί πολύ, και έχουν διατυπωθεί και ορισμένες διαφωνίες, σχετικά με την έννοια της «στρατηγικής αυτονομίας» της ΕΕ. Η συζήτηση, ωστόσο, έχει περιοριστεί σε μια σύγκρουση μεταξύ εκείνων για τους οποίους η στρατηγική αυτονομία είναι ένα μέσο για την ανάκτηση του πολιτικού χώρου που έχουν καταλάβει οι ΗΠA, και των άλλων για τους οποίους η στρατηγική αυτονομία πρέπει να αποφευχθεί ακριβώς λόγω του φόβου μήπως επιταχυνθεί η αμερικανική απεμπλοκή. Στην ουσία, ωστόσο, πρόκειται για μία πρόσκληση επαναδιατύπωσης μίας ευρωπαϊκής στρατηγικής για τη θέση της Ευρώπης στον κόσμο, τα διακυβεύματα της οποίας δεν περιορίζονται μόνο σε ζητήματα ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ασφάλειας και άμυνας, αλλά και σε ζητήματα της παγκόσμιας πολιτικής, όπως η κλιματική αλλαγή, η ανάπτυξη, το εμπόριο καθώς και η παροχή δημοσίων αγαθών (υγεία), η διαχείριση και αντιμετώπιση των οποίων οφείλουν να προάγουν μια πιο ικανή, αποτελεσματική και αποφασιστική ΕΕ.

Είναι καιρός, λοιπόν, να ξεκαθαριστεί τι ακριβώς σημαίνει αυτή η έννοια και πώς μπορεί να βοηθήσει την ΕΕ στη μετα-πανδημική εποχή. Η πανδημία δεν αλλάζει ριζικά τις τάσεις που προϋπήρχαν, ωστόσο, ενισχύει την αβεβαιότητα ως προς τη διαχείρισή τους. Δεν μεταβάλλει (game changer) αλλά επιταχύνει (accelerate) προϋπάρχουσες τάσεις. Η πανδημία ενέσκηψε μέσα ένα περιβάλλον αυξημένης παγκόσμιας αβεβαιότητας, που ήδη χαρακτηριζόταν από αντιπαράθεση των ΗΠΑ και της Κίνας, την αμφισβήτηση της παγκόσμιας συνεργασίας και την αμφισβήτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Με την πανδημία οι αμερικανό-κινεζικές σχέσεις και οι διατλαντικές σχέσεις βρέθηκαν στην πιο αβέβαια φάση τους εδώ και δεκαετίες, και οι διεθνείς οργανισμοί δέχτηκαν επίθεση και αμφισβήτηση όχι μόνο από αναδυόμενες δυνάμεις αλλά και από τις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα τη δυσκολία να συντονίσουν πολιτικές και να διασφαλίσουν στήριξη. Σε περίπτωση ενίσχυσης αυτών των τάσεων τότε η αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας στον κόσμο, της κάμψης της παγκόσμιας οικονομίας, οι συντονισμένες προσπάθειες για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, τον έλεγχο της διασποράς των όπλων μαζικής καταστροφής, της κλιματικής αλλαγής, της ανάπτυξης, της παγκόσμιας φτώχειας, της μετανάστευσης, των φυλετικών και θρησκευτικών συγκρούσεων, θα παρεμποδιστούν σοβαρά στο μέλλον.

Στο περιβάλλον αυτό, το μέλλον της ΕΕ και της παγκόσμιας πολιτικής δεν μπορεί να αφεθεί μόνο στη ρητορική και τις επιλογές των ΗΠΑ και της Κίνας. Η πανδημία αποκάλυψε όχι μόνο τα υψηλά επίπεδα αλληλεξάρτησης και ανταγωνισμού του σημερινού κόσμου, αλλά και τον κίνδυνο «μοναξιάς» και ευαλωτότητας της ΕΕ. Τα τέσσερα χρόνια του Τραμπ στην εξουσία, ο κορωνοϊός και η φαινομενικά ανυπόμονη άνοδος της Κίνας έχουν ταρακουνήσει το γεωπολιτικό καλειδοσκόπιο -με τρόπους που αμφισβητούν τη Δύση και τις φιλελεύθερες αξίες που υποστηρίζει. Στον δυτικό κόσμο, στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, η αντίδραση στο ξέσπασμα της πανδημίας, ίσως την πιο σημαντική παγκόσμια πρόκληση του 21ου αιώνα, ήταν το «κλείσιμο» και η αύξηση των εθνικών ανταγωνισμών, ενώ θα έπρεπε να είναι η ενίσχυση της υπερεθνικής συνεργασίας. Η ανεκδιήγητη συμπεριφορά του Προέδρου Τραμπ ενίσχυσε την αντίληψη ότι οι ΗΠΑ βιώνουν την παρακμή τους, που υποσκελίζεται από την ανερχόμενη Κίνα, επενδύει στην ανάπτυξη αφηγημάτων ήπιας ισχύος, όπως η διπλωματία της μάσκας. Σήμερα, όπως έχει υποστηρίξει ο Πρόεδρος του Eurasia GroupIan Bremmer [1], ο κόσμος διέρχεται μια φάση G-zero, όπου το γράμμα αναφέρεται στην πτυχή της παγκόσμιας διακυβέρνησης και η λέξη zero σε ένα περιβάλλον αυξημένου ανταγωνισμούς και «γεωπολιτικής ύφεσης» (geopolitical recession).

Επίσης, μέσα σε λιγότερο από μισό χρόνο, η πανδημία του κορωνοϊού άλλαξε και το τοπίο της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Η εξάρτηση των κρατών από τεράστιες και ασταθείς παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής, με την ξαφνική διακοπή λειτουργίας εργοστασίων κατασκευής ενδιάμεσων εξαρτημάτων και συναρμολόγησης τελικών προϊόντων προκάλεσε διαταραχές στο σύνολο των αλυσίδων προμήθειας και παραγωγής σε περιφερειακό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πραγματικότητα αυτή αποτέλεσε πηγή κρίσης, με αποτέλεσμα κυβερνήσεις και επιχειρήσεις, ακόμη και εκείνες που έως πρόσφατα δήλωναν ένθερμοι υποστηρικτές του ελεύθερου εμπορίου, να ορθώνουν τώρα εμπόδια στις εισαγωγές και επαναφέρουν γραμμές παραγωγής εντός συνόρων.

Οι προοπτικές της Ε.Ε. σε ένα τέτοιο παγκόσμιο πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον θα δοκιμαστούν και από άλλες εστίες προβλημάτων. Η πανδημία αναμένεται όχι μόνο να μειώσει τα επίπεδα της παγκόσμιας ανάπτυξης, αλλά και να αυξήσει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και υποβόσκουσες εστίες κοινωνικών σχισμάτων και άλλων συγκρούσεων. Επιπρόσθετα η κρίση του COVID-19 συνδέεται και με την κλιματική κρίση. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η κλιματική αλλαγή (σε συνδυασμό με άλλες περιβαλλοντικές διαταραχές) θα διευκολύνει την ανάπτυξη περισσότερων, εντελώς νέων, λοιμωδών στελεχών. Όπως πολύ σωστά γράφει ο Νικολόπουλος [2], «…οι κρίσεις δεν είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη, αλλά «συνεργάζονται», συνεξελίσσονται, αλληλοδρούν και αλληλεξαρτώνται. Και μάλιστα, στον παγκοσμιοποιημένο, εδώ και δεκαετίες, κόσμο που ζούμε, τα σύνορα ανάμεσα στην οικονομία, κοινωνία, πολιτική αλλά και βιολογία και φύση γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα, κατάσταση που έφερε στην επιφάνεια και η πανδημία (ή συνδημία) του Covid-19. Ειδικότερα, οικολογική/κλιματική κρίση (όπως και η υγειονομική-επιδημίες/πανδημίες) και κοινωνική, είναι όψεις του ίδιου προβλήματος, της ίδιας καταστροφής».

Συνακόλουθα η πανδημία μας ανοίγει τα μάτια όχι μόνο ως προς την έκταση των προβλημάτων που υπάρχουν, αλλά αποτελεί και κρίσιμη καμπή για την αντιμετώπιση και επίλυσή τους. Οι επιλογές της ΕΕ είναι δύο. Να αγνοήσει τα προβλήματα αυτά ή να αλλάξει πορεία και να αγκαλιάσει πολιτικές που αντιμετωπίζουν την ευπάθεια του παγκόσμιου συστήματος. Η πρώτη επιλογή θα είναι καταστροφική. Χωρίς αποφασιστική δράσηθα αυξήσει τα επίπεδα της παγκόσμιας φτώχειας, θα εντείνει τις υποβόσκουσες κρίσεις και θα ενισχύσει τις μεταναστευτικές/προσφυγικές ροές. Θα επιτείνει και την όξυνση των ανταγωνισμών, με τα κράτη να προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν την ισχύ τους και να ελαχιστοποιήσουν την ανασφάλειά τους στο πλαίσιο ενός παιγνίου μηδενικού αθροίσματος, όπου το κέρδος του ενός θα είναι η απώλεια του άλλου. Μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελούσε επιστροφή στις λογικές της αντιπαλότητας και του «ο καθένας για τον εαυτό του», οι οποίες χαρακτήρισαν τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Το ζοφερό αυτό σενάριο μπορεί να ανατραπεί μόνο με επένδυση στον πολυμερισμό, την υπερεθνική συνεργασία και τη συνειδητοποίηση ότι η πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης εξαρτάται και από την ευμάρεια κρατών εκτός της ΕΕ.

Προς την κατεύθυνση αυτή είναι απαραίτητο η ΕΕ να μπορεί να διακρίνει τις διαφορές μεταξύ της συμβατικής και της παγκόσμιας οπτικής. Η συμβατική οπτική στηρίζεται κυρίως σε ζητήματα που αφορούν την αμυντική ικανότητα της ΕΕ και ειδικότερα την προάσπισή της χωρίς εξάρτηση από τις ΗΠΑ. Η παγκόσμια οπτική έχει να κάνει με την ικανότητα της ΕΕ να προωθήσει μια σειρά από παγκόσμιες πολιτικές που αντανακλούν τις δικές της αρχές και τα δικά της συμφέροντα. Με βάση αυτόν τον διαχωρισμό, η ενίσχυση του ρόλου της ΕΕ δεν απαιτεί αποχώρηση από συμμαχίες/εταιρικές σχέσεις και αποδέσμευση από τις διαδικασίες και τους θεσμούς της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Η ουσία της «στρατηγικής αυτονομίας» δεν σημαίνει εσωστρέφεια, αλλά διαμόρφωση ενός σκοπού και ενός οράματος που θα επιτρέψει στην ΕΕ να διαχειριστεί τη σημερινή περίπλοκη αλληλεξάρτηση εν μέσω πολλαπλών παγκόσμιων προβλημάτων αλλά και αυξανόμενου γεωπολιτικού ανταγωνισμού. H EE οφείλει στη λογική της «στρατηγικής αυτονομίας» να (α) ενισχύσει την ανθεκτικότητα και τη συνοχή της, (β) να επενδύσει στην ενδυνάμωση της οικονομικής και αμυντικής της ικανότητας, καθώς και (γ) να εμπλακεί ενεργά στη διατήρηση και αναζωογόνηση του πολυμερισμού [3]

Ειδικότερα,

  1. Σε ζητήματα ασφάλειας και άμυνας η ΕΕ οφείλει να ορίσει τις εξωτερικές της προτεραιότητες και επιδιώξεις. Να αναπτύξει ένα σχέδιο που προβλέπει πού και σε ποιες περιοχές ή συγκρούσεις μπορεί, επιθυμεί και υπάρχει ανάγκη να δράσει, μέσα από τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ασφάλειας.
  2. Σε ζητήματα οικονομίας η ΕΕ οφείλει να ενισχύσει την παγκόσμια νομισματική αξία του ευρώ, μέσα από τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου.
  3. Σε ζητήματα ψηφιακής τεχνολογίας, οικονομίας, κοινωνίας η ΕΕ οφείλει να επενδύσει περισσότερο σε ευρωπαϊκές εταιρείες (π.χ. Nokia). Αυτό θα διευκολύνει την ΕΕ όχι μόνο να χαράξει τη δική της ψηφιακή πολιτική αλλά και να διασφαλίσει και υψηλά στάνταρτ προστασίας και πρόσβασης σε ανοικτές βάσεις πληροφόρησης και δεδομένων. Σημαντικό είναι επίσης, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ, να αναπτύξει κοινές πολιτικές ρύθμισης ψηφιακών «γιγάντων» (facebook, google).
  4. Σε ζητήματα υγείας οφείλει να ενισχύσει τον συντονισμό της στην παραγωγή του ιατρικού εξοπλισμού. Οφείλει επίσης να διευρύνει τα δίκτυα εφοδιασμού με στόχο να αποφύγει την εξάρτηση από μια πηγή. Σημαντική είναι επίσης, και σε συνεργασία με τις ΗΠΑ και άλλες χώρες του κόσμου, και η ανάγκη δημιουργίας ενός συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης, καθώς και ενός μηχανισμού καταγραφής των αναγκών σε ιατρικό εξοπλισμό, καθώς και εντοπισμού και ελέγχου.
  5. Σε ζητήματα της κλιματικής αλλαγής και προστασίας του περιβάλλοντος η ΕΕ οφείλει να επενδύσει περισσότερο σε «καθαρές» τεχνολογίες μεταφοράς ανθρώπων και προϊόντων, σε τεχνολογίες οικολογικών κατοικιών και κτιρίων και τεχνολογίες υδροηλεκτρικής ενέργειας. Ταυτόχρονα, η ΕΕ έχει και την υποχρέωση όχι μόνο χρηματοδοτήσει αλλά και να παρέχει τις τεχνολογίες αυτές στις αναπτυσσόμενες χώρες, με στόχο να συμβάλλει στην ομαλή μετάβαση των οικονομιών και βιομηχανιών τους από την εξάρτησή τους ορυκτά καύσιμα. Στο πλαίσιο αυτό η ΕΕ θα πρέπει να αναπτύξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην προώθηση και υλοποίηση παγκόσμιων συμφωνιών και συμμαχιών.

Τα παραπάνω αντιπροσωπεύουν μια τεράστια πρόκληση για την ΕΕ και τα κράτη-μέλη της. Σε συνδυασμό συνεπάγονται την ανάγκη να επανακαθορίσει τον ρόλο της τόσο σε περιφερειακό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι πολίτες και οι οικονομίες των κρατών-μελών έχουν επωφεληθεί από το παγκόσμιο πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Παρατηρούνται, όμως, και πολλές ασυμμετρίες και εξαρτήσεις με χώρες και περιοχές του κόσμου, που έχουν εκμεταλλευτεί και επενδύσει πάνω στις εξαρτήσεις αυτές για γεωπολιτικούς και γεωοικονομικούς λόγους, όπως για παράδειγμα με την Κίνα (παραγωγή και δίκτυα εφοδιασμού), τις ΗΠΑ (σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής) και τη Ρωσία (ενέργεια–αέριο).

Η ευαλωτότητα αυτή, όμως, δεν σημαίνει ότι η ΕΕ θα πρέπει να απαγκιστρωθεί από την παγκόσμια διακυβέρνηση ή να υιοθετήσει πολιτικές προστατευτισμού/απομόνωση. Όπως επισημαίνει η Balfour [4], για να προχωρήσει μπροστά η ΕΕ οφείλει να αναπτύξει τρεις προτεραιότητες:

Πρώτον, να επενδύσει στην ανοικοδόμηση της συνεργασίας της με τις ΗΠΑ με στόχο να διασφαλίσει τις διατλαντικές σχέσεις από την επιστροφή του τραμπισμού ή ακόμη και από νίκες της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς. Ο βαθμός στον οποίο τα κράτη-μέλη της ΕΕ και οι ΗΠΑ μοιράζονται παρόμοιες προκλήσεις είναι εντυπωσιακός: πρέπει να μεταρρυθμίσουν τις δημοκρατίες τους για να αντιμετωπίσουν την απώλεια εμπιστοσύνης από την πλευρά των πολιτών, να κάνουν «πράσινες» τις οικονομίες τους και να αναλάβουν ευθύνες για την μετά την πανδημία ανάκαμψη, να αντιμετωπίσουν την διεκδικητικότητα των απολυταρχικών παραγόντων, και να μεταρρυθμίσουν την πολυμέρεια για να υποστηρίξουν μια πιο ειρηνική διεθνή τάξη. Προς αυτή την κατεύθυνση είναι επίσης απαραίτητο η ΕΕ χρειάζεται να αποφύγει τις σιωπηλές προσεγγίσεις σε πολιτικές και να εστιάσει αντί αυτού σε τομείς διατλαντικού συμβιβασμού. Τα περισσότερα από τα θέματα στα οποία πρέπει να συνεργαστούν ΕΕ και ΗΠΑ -από την κλιματική κρίση μέχρι τη συνεργασία με τα Δυτικά Βαλκάνια, την Ανατολική Ευρώπη, την Τουρκία και το Ιράν- θα απαιτήσουν σύγκλιση καθώς και ανταλλαγές. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι μια ιεραρχία αρχών και συμφερόντων για να διέπουν τις συνομιλίες τους.

Δεύτερον, να προσαρμοστεί στις νέες μορφές παγκόσμιας συνεργασίας. Η πολυπολικότητα και η άνοδος των δυνάμεων εκτός Δύσης, συμπεριλαμβανομένων των μεσαίων δυνάμεων, έχουν συμβάλει στη δημιουργία ενός διεθνούς περιβάλλοντος που ευνοεί περισσότερο ρευστές και μεταβαλλόμενες διευθετήσεις μαζί με παλαιότερες συμμαχίες. Κατά συνέπεια, η ΕΕ πρέπει να εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία για να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ -στα Ηνωμένα Έθνη και στα σώματά της, μέσω των G7 και G20, και μέσω νέων μορφών συνεργασίας, όπως το φόρουμ Democracies 10 για την προάσπιση της παγκόσμιας τάξης και της παγκόσμιας φιλελεύθερης διακυβέρνησης (που συμπεριλαμβάνει τις μεγαλύτερες δημοκρατίες του κόσμου όπως η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ιαπωνία η Νότια Κορέα, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ).

Τρίτον, να διατηρήσει την ελκυστικότητά της και τον ρόλο της ως προστάτιδα των κανόνων παγκοσμίως. Δεν θα πρέπει να παραιτηθεί από αυτό. Ως «ήρεμη υπερδύναμη» διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και με επιρροή στους διεθνείς διακυβερνητικούς οργανισμούς. Διαθέτει σημαντική εσωτερική αγορά που τις επιτρέπει να ελέγχει εμπορικές και επενδυτικές ροές. Η ΕΕ ηγείται της κλιματικής αλλαγής, μέσω της πρωτοποριακής νομοθεσίας της και πολιτικών όπως η αγορά άνθρακα. Επίσης, διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο σε ζητήματα ανθρωπιστικής/αναπτυξιακής βοήθειας. Ενδεικτικά, μέσα στο 2020 χορήγησε 37 δισ. ευρώ σε χώρες εκτός Ευρώπης για την αντιμετώπιση της πανδημίας [5]. Παρά τα πλεονεκτήματα αυτά, η ΕΕ δεν έχει την απόδοση που θα έπρεπε να έχει σε παγκόσμιο επίπεδο. Όπως πολύ σωστά γράφει ο Nye [6], το ζητούμενο σήμερα δεν θα πρέπει να είναι ο ανταγωνισμός προπαγάνδας, αλλά μια στρατηγική που βαδίζει με τη λογικήότι η «εξουσία μαζί με τουςάλλους» έχει μεγαλύτερη σημασία από την «εξουσία πάνω σε άλλους». Η πανδημία αποδεικνύει την αξία και σημασία όλων εκείνων των δυνάμεων και δρώντων που δεν σχετίζονται μόνο με την ισχύ αλλά κυρίως με την συνεργασία - πρόκειται για μια απειλή η οποία δεν αντιμετωπίζεται και κερδίζεται από στρατούς, αλλά από επιστήμονες, ιατρούς, νοσηλευτές, πολίτες και πολιτικούς. Προς αυτήν την κατεύθυνση η ΕΕ θα μπορούσε να:

  1. Διεκδικήσει ηγετικό ρόλο στη μάχη εναντίον της κλιματικής κρίσης και να προτείνει στις ΗΠΑ και την Κίνα τη δημιουργία μιας «Ένωσης για το Κλίμα». Όπως γράφει ο Wolf [7], μια ένωση που θα περιλαμβάνει τις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο, θα καθιστούσε δύσκολο για κάθε χώρα να παραβλέψει τα μέτρα για την προστασία του κλίματος. Από την αμερικανική οπτική, η συμμετοχή της Κίνας θα μπορούσε ακόμη και να ανταμειφθεί με την αφαίρεση του μεγαλύτερου μέρους των δασμών στις εισαγωγές που επέβαλε η κυβέρνηση Τραμπ. Και η Ευρώπη θα το θεωρούσε προς το γεωπολιτικό της συμφέρον το να αποφύγει μια κλιμάκωση τηςέντασης στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας.
  2. Πρωταγωνιστεί στην προστασία και στήριξη των αδύναμων και ευάλωτων χωρών και περιοχών του κόσμου, που μαστίζονται από φτώχεια και συγκρούσεις – και συγκεκριμένα μέσα από μια πρωτοβουλία σύστασης ενός παγκόσμιου προγράμματος για την ανασυγκρότηση μετά την πανδημία, με στόχο την καταπολέμηση των σοβαρών αρνητικών επιπτώσεων που έχει και θα έχει η πανδημία στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Το ζητούμενο είναι η χάραξη και ανάπτυξη μιας προληπτικής διπλωματίας και παρουσίας, η οποία όχι μόνο προβάλλει τα συμφέροντα της ΕΕ αλλά επενδύει και στην ενίσχυση του πολυμερισμού σε ζητήματα υγείας, ψηφιακής ανάπτυξης και κλιματικής αλλαγής. 

Κατά συνέπεια, το ζητούμενο είναι η χάραξη και ανάπτυξη μιας προληπτικής διπλωματίας και παρουσίας, η οποία όχι μόνο προβάλλει τα συμφέροντα της ΕΕ αλλά επενδύει και στην ενίσχυση του πολυμερισμού σε ζητήματα υγείας, ψηφιακής ανάπτυξης και κλιματικής αλλαγής. Και η ΕΕ διαθέτει όλα εκείνα τα «προσόντα» που απαιτούνται για τη χάραξη αυτής της στρατηγικής. Με τον Μηχανισμό Ανθεκτικότητας και το γεγονόςότι υιοθέτησε την έκδοση κοινού χρέους ενίσχυσε την αξιοπιστία της ΕΕ στη διεθνή σκηνή. Όχι μόνο αποτελεί μια εμβάθυνση της ολοκλήρωσης, αλλά αποδεικνύει ότι μπορεί να αλλάξει πορεία και να καινοτομεί (τουλάχιστον κάτω από την πίεση των γεγονότων).

Η ΕΕ, ωστόσο, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις εσωτερικές της διαμάχες, την απώλεια εμπιστοσύνης από την πλευρά των πολιτών, την διεκδικητικότητα των λαϊκιστικών και απολυταρχικών ηγετών, καθώς και να στηρίξει την πολυμέρεια για μια πιο ειρηνική ευρωπαϊκή και διεθνή τάξη, θα πρέπει να αποκτήσει απευθείας σχέση με την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Η ΕΕ θα προχωρήσει και θα πετύχει μόνο όταν διασφαλίσει ευρεία στήριξη από τους πολίτες των κρατών-μελών της.

Η χάραξη και υλοποίηση στρατηγικής σε επίπεδο επίσημης πολιτικής και διπλωματίας δεν αρκεί. Η οποιαδήποτε στρατηγική χωρίς στήριξη από τους πολίτες θα είναι επισφαλής και ευάλωτη στις αδίστακτες επιθέσεις και φιλοδοξίες των λαϊκιστών. Το ζητούμενο πλέον είναι η ανάγκη διεξαγωγής μιας ανοικτής και διαφανούς συζήτησης. Τόσο η ΕΕ όσο και οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ελέγχονται για αυτά που λένε, για την ακρίβεια των στοιχείων τους καθώς και τις πολιτικές που υιοθετούν. Οι πολίτες οφείλουν να γνωρίζουν τις απειλές για την υγεία τους, καθώς και πώς οι οικονομικές, γεωπολιτικές και τεχνολογικές εξελίξεις επηρεάζουν το μέλλον της εργασίας τους, των οικογενειών τους και της ζωής τους. Αυτό απαιτεί να ακουστούν. Και ειδικότερα, όπως απέδειξε η πανδημία, όταν οι φόβοι για πολιτική και την ασφάλεια δεν διευκόλυναν μια συλλογική αντίδραση.

Τόσο σε επίπεδο θεσμών της ΕΕ, όσο και στο εσωτερικό των κρατών-μελών οι υπεύθυνοι λήψης και χάραξης πολιτικής οφείλουν να αναθεωρήσουν τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούν και συνομιλούν με τους πολίτες. Η συζήτηση για την ΕΕ, την πορεία και το μέλλον της, συνήθως, προβάλλεται ως ένα παιχνίδι ισχύος και εξουσίας ανάμεσα στα κράτη-μέλη και τα εθνικά τους συμφέροντα. Η λογική αυτή όχι μόνο επιτρέπει στα ΜΜΕ (παραδοσιακά και σύγχρονα) να υπερ-δραματοποιούν τις διαμάχες των κρατών-μελών και να διαχέουν διαστρεβλωμένες «αλήθειες», αλλά υποβαθμίζει και τη σημασία ενός ουσιαστικού διαλόγου που αποβλέπει στην οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης, την κατανόηση των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων, των αξιών και των αναγκών των άλλων χωρών, με την επικοινωνία και την ανταλλαγή απόψεων, καθώς την διόρθωση παρανοήσεων σχετικά με την εικόνα της εκάστοτε χώρας και με την ανεύρεση όπου είναι δυνατόν κοινών στόχων και αξιών.

Οι προκλήσεις είναι τέτοιες που απαιτούν συζήτηση και συμμετοχή των πολιτών. Ας πάρουμε το παράδειγμα της ασφάλειας και άμυνας της ΕΕ. Το ζητούμενο δεν είναι η συνεχιζόμενη διαμάχη μεταξύ αυτών που επιθυμούν την απαγκίστρωση από τις ΗΠΑ και αυτούς που επιθυμούν την αμυντική αυτονομία της ΕΕ, και η επικράτηση μια εκ των δύο απόψεων/προσεγγίσεων. Το ζητούμενο είναι η ΕΕ να επικεντρωθεί στο πώς θα μπορούσε να ενισχύσει τις δυνατότητες που διαθέτει για να ανταπεξέλθει σε προκλήσεις ασφάλειας και άμυνας. Αυτό απαιτεί ανοικτό και απτό διάλογο, όχι μόνο ανάμεσα στις κυβερνήσεις των κρατών-μελών και τους θεσμούς της ΕΕ, αλλά και ανάμεσα στους πολίτες των κρατών-μελών. Ένας τέτοιος διάλογος όχι μόνο θα αναδείξει τις διαφορές και τους προβληματισμούς/φόβους που υπάρχουν, αλλά θα διευκολύνει και τη γεφύρωσή τους με στόχο η ΕΕ να καταλήξει σε μια κοινή εκτίμηση των απειλών και της αντιμετώπισής τους, τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, τις επενδύσεις που απαιτούνται και την ετοιμότητά της.

Ενδεικτικό είναι και το παράδειγμα της κλιματικής αλλαγής. Πολλά έχουν γίνει. Αυτά που έχουν γίνει, όμως, είναι μικροσκοπικά, μέτρια και δυσανάλογα ως προς το μέγεθος του προβλήματος. Το πρόβλημα παραμένει και επιδεινώνεται. Τα κράτη-μέλη της ΕΕ πολλές φορές περιορίζονται από βραχυπρόθεσμα συμφέροντα, οφείλουν όμως να λειτουργήσουν ως φωνές τροφοδότησης νέων εναλλακτικών προτάσεων και πολιτικών. Η αναγνώριση της πραγματικότητας αυτής θα μπορούσε να παράγει σε δημοκρατικές χώρες, όπως είναι αυτές της ΕΕ, βαθυστόχαστο διάλογο και αποτελεσματικές πολιτικές. Σε περίπτωση που η ΕΕ, για παράδειγμα, εκφράσει τη βούληση να προχωρήσει με τη λογική αυτή θα πρέπει να ξεκινήσει τη συζήτηση με την επισήμανση ότι σε μια περίοδο παγκοσμίων απειλών η έννοια του εθνικού συμφέροντος θα πρέπει να αναθεωρηθεί σημαντικά. Το εθνικό συμφέρον αντιμέτωπο με παγκόσμια προβλήματα δεν μπορεί να εκπληρωθεί με βραχυπρόθεσμεςή μεσοπρόθεσμες προτεραιότητες και σε σύγκρουση με το παγκόσμιο καλό/συμφέρον, αλλά μόνο από κοινού με το παγκόσμιο καλό/συμφέρον. Που σημαίνει ότι ο διάλογος θα πρέπει να μετακινηθεί από την αντιπαράθεση/σύγκρουση μεταξύ του εθνικού και παγκοσμίου συμφέροντος και να την τοποθετήσει σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, δίλημμα, ρωτώντας εάν τα κράτη έχουν την πολυτέλεια να αγνοήσουν το κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής [8]. Προς αυτήν την κατεύθυνση, τόσο σε επίπεδο θεσμών, κυβερνήσεων όσο και κοινωνίας πολιτών της ΕΕ, πρέπει να υπάρξει ένας συστηματικός και ουσιαστικός διάλογος, με στόχο την αντιμετώπιση των κοινωνικών, οικονομικών επιπτώσεων της μετάβασης και την αναζήτηση πολιτικών που διασφαλίζουν ένα βιώσιμο μέλλον και συμβάλλουν στην κοινωνική δικαιοσύνη, περιλαμβάνοντας το σύνολο της κοινωνίας στις προβλέψεις τους [9].

Η λογική αυτή μπορεί να εφαρμοσθεί και σε ζητήματα τρομοκρατίας και μετανάστευσης. Πρέπει κανείς να αποφεύγει ερμηνείες που είναι υπεραπλουστευτικές. Ο εχθρός της ΕΕ δεν είναι το Ισλάμ αλλά ο τζιχαντισμός, ο φανατισμός, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από παγκόσμιεςή και περιφερειακές τρομοκρατικές οργανώσεις (αλλά και με τις επιθέσεις μοναχικών λύκων και μιμητών εντός των πόλεων της Δύσης. Ουσιαστικά, πρέπει να κατανοήσουμε την ισλαμιστική τρομοκρατία και το πώς αυτή αναπτύσσεται στον ισλαμικό κόσμο, αλλά και τη ριζοσπαστικοποίηση στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Σε ζητήματα μετανάστευσης θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι οι σημερινές πολιτικές είναι κοντόφθαλμες και εθνικιστικές. Το ζήτημα είναι σύνθετο και πολύπλοκο και προκύπτει από πολλούς παράγοντεςόπως εμφύλιεςή περιφερειακές συγκρούσεις, επιδημίες, φτώχεια και εκμετάλλευση. Πώς μπορούμε να υπερβούμε τις συναισθηματικές αντιστάσεις μας και συχνάέντονες πολιτικές συζητήσεις/θέσεις μας για τον προσφυγικό; Πώς μπορούμε να παλέψουμε στερεότυπα και προκαταλήψεις που αφορούν τους πρόσφυγες και τους μετανάστες; Πώς να κατανοήσουμε και να μιλήσουμε για τους «άλλους»; Μπορούν κάποιες συγκεκριμένες μερίδες προσφύγων και μεταναστών να αφομοιωθούν τελικά με τους ευρωπαίους πολίτες; Θέλουν πραγματικά να συνυπάρξουν και να απολαύσουν τις ελευθερίες μέσα στη δυτική κουλτούρα πολιτισμού καθώς επίσης και με τα ήθη και έθιμα τα οποία περιέχει ο δυτικός τρόπος ζωής με ότι απολαμβάνουν οι πολίτες της Ευρώπης;

Εν συντομία, ο διάλογος αποτελεί πλέον επιτακτική εργαλείο διαμόρφωσης πολιτικής. Νέα προβλήματα, νέες ευκαιρίες. Ωστόσο, όπως έχω ήδη επισημάνει [10], ο διάλογος μπορεί να φέρει αρκετές χώρες και κυβερνήσεις σε δύσκολη θέση, να δημιουργήσει τριβές μεταξύ κυβερνήσεων και των πολιτών τους, και να οδηγήσει σε εχθρικές κυβερνητικές αντιδράσεις. Δεν αποκλείεται δηλαδή ο διάλογος να έχει αρνητικές και δυσμενής αποτελέσματα. Που σημαίνει ότι ο διάλογος θα πρέπει να στηρίζεται σε καλά μελετημένες προτάσεις και βάσεις, που σέβεται πολιτιστικές διάφορες και ευαισθησίες και πολιτικές και οικονομικές πραγματικές σε διαφορετικές χώρες. Προς αυτή την κατεύθυνση, η καλύτερη πηγή πληροφοριών, ή ακόμα και ο πιθανότερος καταλύτης πολιτικής αλλαγής και σταθερότητας σε σειρά σημαντικών ζητημάτων, δεν προέρχεται μόνο από το κράτος. Τα πανεπιστήμια, οι ΜΚΟ και οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών, παρέχουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την κλιματική αλλαγή, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ανάπτυξη. Οι πολιτικοί και οι ηγέτες των δημοκρατιών, και οι παγκόσμιοι θεσμοί μπορούν και πρέπει να στραφούν προς αυτές τις εναλλακτικές πηγές πληροφοριών και να συμμετέχουν στην παροχή πληροφοριών μέσα από μια ευρωπαϊκή/παγκόσμια προοπτική.

Ο διάλογος μπορεί να οδηγήσει ή να μην οδηγήσει σε νέες πολιτικές ή αφηγήσεις. Ωστόσο, η προθυμία να ακούσεις και να δείξεις σεβασμό σε εμπεριστατωμένες εναλλακτικές φωνές και προτάσεις, όχι μόνο θα επιστρέψει στην κοινωνία πολιτών να αρθρώσει και να εκφράσει λόγο και πολιτικές, αλλά και να βελτιώσει τη διαχείριση των παγκόσμιων προβλημάτων. Ανοίγοντας δίαυλους επικοινωνίας με πολίτες και την κοινωνία πολιτών στα αίτια και στις αντίστοιχες λύσεις οι δημοκρατίες όχι μόνο θα εμπλουτίσουν τον δημόσιο διάλογο, αλλά θα προσφέρουν και περισσότερες επιλογές προς εξέταση και σκέψη που δυνητικά μπορούν να οδηγήσουν σε βέλτιστες πρακτικές και αποτελέσματα. Όσο ανυποχώρητες και πεισματικές παραμένουν οι κυρίαρχες ορθοδοξίες, παρά την αποτυχία τους στην διαχείριση κρίσεων και παγκόσμιων προβλημάτων.


[2] Τάκης Νικολόπουλος (2020), «Οικο-κλιματική κρίση και πανδημία», Η Εποχή 13 Δεκεμβρίου 

[3] Giovanni Grevi (2020)Fostering Europe’s Strategic Autonomy - A question of purpose and action” European Policy Center 22 December 

[4] Rosa Balfour (2021) “How Europe can engage with US President Joe Biden” Carnegie Endowment 19 January 

[5] Βλ. https://www.capital.gr/diethni/3499493/m-sxoinas-i-europi-tha-protagonistisei-gia-tin-pagkosmia-sunergasia-sti-meta-tin-pandimia-epoxi

[6] Joseph Nye (2020) «Για να σώσεις τον εαυτό σου, σκέψου τους άλλους» Καθημερινή 19 Απριλίου σελ. 8

[8] Nathan Alexander Sears (2020) “Existential Security: Towards a Security Framework for the Survival of Humanity” Global Policy 11 (2)¨255-266. Βλ. επίσης Στέφανος Φωτίου (2020) Προς ένα μετά-COVID19 νέο αναπτυξιακό μοντέλο: Η λύση της Πλανητικής Υγείας Καθημερινή 19 Μάιου 

[9] Heather Grabbe& Stephan Lehne (2019) “Climate politics in a fragmented EuropeCarnegie Endowment Europe 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ