Πολιτικη & Οικονομια

Η εισβολή στο Καπιτώλιο ως ασύμμετρη επίθεση - περφόρμανς

Οι μόνοι που αντέδρασαν δυναμικά ήταν οι τεχνολογικοί γίγαντες: το Facebook, το Twitter, η Amazon, η Google. Πήραν πάνω τους το έργο της θεσμικής απάντησης σε μια ασύμμετρη επίθεση

romanos-gerodimos.jpg
Ρωμανός Γεροδήμος
ΤΕΥΧΟΣ 767
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κινητό που απεικονίζει τον φραγμένο λογαριασμό του Τραμπ στο Twitter
© Illustration by Justin Sullivan/Getty Images/Ideal Image

Οι κίνδυνοι από την εισβολή στο Καπιτώλιο και την απαξίωση των ΗΠΑ – και του δυτικού, φιλελεύθερου, δημοκρατικού μοντέλου διακυβέρνησης.

Λίγες ώρες μετά την εισβολή ακροδεξιών διαδηλωτών στο Καπιτώλιο την περασμένη Τετάρτη, συζητούσαμε με μία καλή παρέα αμερικανών φίλων που ζούνε στις ΗΠΑ προσπαθώντας να επεξεργαστούμε το τι συμβαίνει. Όταν τους ρώτησα αν στο «αφήγημα» των ΜΜΕ υπάρχουν υπόνοιες για σκόπιμη αποχή ή ακόμη και υπόγεια υποστήριξη των διαδηλωτών από στελέχη της αστυνομίας, ένας φίλος που ειδικεύεται σε θέματα διαδικτυακής κουλτούρας μου απάντησε ότι το αφήγημα στο διαδίκτυο ήταν ότι την εισβολή την οργάνωσαν... οι (ακροαριστεροί) antifa· κι αυτό παρά το γεγονός ότι οι κάμερες έδειχναν γνωστά μέλη της ακροδεξιάς σέχτας και διαδικτυακής θεωρίας συνωμοσίας QAnon να μπαίνουν στην αίθουσα της Γερουσίας.
 
Δύο άλλες φίλες, που διδάσκουν σε δημοτικό και γυμνάσιο ανιστοίχως, εξέφρασαν την απόγνωσή τους για το ότι την επόμενη μέρα θα έπρεπε να διαχειριστούν τα γεγονότα αυτά στην τάξη. Στην αρχή δεν κατάλαβα τι ακριβώς εννοούσαν, αλλά μου εξήγησαν: κάθε μέρα έρχονται αντιμέτωπες με παιδιά τα οποία αρνούνται την πραγματικότητα –την απορρίπτουν–, ζούνε σε μια εναλλακτική πραγματικότητα που διαμορφώνεται σε διαδικτυακά φόρουμ και περιθωριακά κανάλια επικοινωνίας. Οι φίλες μου νιώθουν πλέον ότι, ως εκπαιδευτικοί, έχουν εξαντλήσει κάθε εργαλείο που βρίσκεται στη διάθεσή τους προκειμένου να εμπλέξουν τα παιδιά αυτά στην «πραγματική» πραγματικότητα. 

Στο εξαιρετικό (και προφητικό) βιβλίο της («Τα χαμένα παιδιά μας: Μικρή μελέτη για το χάσμα των γενεών», εκδ. Πόλις, 2006), η Νατάσα Πολονί υποστηρίζει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα στη Γαλλία –και κατ’ επέκταση στη Δύση– βρίσκεται σε διαδικασία αποσύνθεσης για δύο βασικούς λόγους: (α) επειδή άλλαξε τη σχέση δασκάλου-μαθητή από μία εξ ορισμού άνιση και ασύμμετρη σχέση μετάδοσης γνώσης, σε μία κενή περιεχομένου διαδικασία εμψύχωσης, μια τάση που συμπίπτει με την έκπτωση των ελίτ ή των υποτιθέμενων ελίτ· και (β) επειδή μια επικοινωνιακή κοινωνία, όπως αυτή στην οποία ζούμε, δεν μπορεί να μεταδώσει το παραμικρό: «Η μετάδοση προϋποθέτει αργούς ρυθμούς, ενώ η επικοινωνία θέλει αμεσότητα, ακαριαίο αποτέλεσμα και περιορισμένο χώρο». «Προσφέρουμε στη νεολαία μας τεχνολογία και βιοτικό επίπεδο τρομερά εξελιγμένο, αλλά έχουμε αποφασίσει να μην τους διαθέτουμε πια πνευματική καλλιέργεια και να μην τους μεταδίδουμε τις αξίες και τις αναφορές που επέτρεψαν την ανακάλυψη και την ανάπτυξη αυτού του πλούτου». Η Πολονί πιστεύει ότι το εγχείρημα του Διαφωτισμού είναι ήδη νεκρό. 

Στη συζήτηση της παρέας μας, μία άλλη συνάδελφος που διδάσκει σε κορυφαίο αμερικανικό πανεπιστήμιο, σημείωσε ότι το θετικό των συμβάντων στο Καπιτώλιο είναι ότι ο υπόλοιπος πλανήτης θα καταλάβει επιτέλους τι πραγματικά είναι οι ΗΠΑ· ότι, δηλαδή, οι εικόνες που είδαμε «διορθώνουν» (αυτή ήταν η έκφρασή της) την παγκόσμια αντίληψη για την πραγματική φύση της αμερικανικής πολιτικής· και ότι αυτή η διόρθωση άργησε πολύ. Μέσα σε λίγα λεπτά απ’ το ξέσπασμα της εισβολής άρχισαν να κυκλοφορούν στο διαδίκτυο σατιρικοί χάρτες που δείχνουν χώρες σε όλο τον πλανήτη να υποδέχονται τις ΗΠΑ στη λέσχη των κρατών που έχουν βιώσει ένα αμερικανικό πραξικόπημα. 

Σε αυτά τα τρία σημεία θεωρώ ότι βρίσκεται η ουσία και οι συνέπειες των γεγονότων που είδαμε: στα επίπεδα της επικοινωνίας (και ειδικά της δημιουργίας παράλληλων συμπάντων που πλέον δεν επικοινωνούν μεταξύ τους), της χρεοκοπίας του εκπαιδευτικού συστήματος (εξαιτίας της διάβρωσης της έννοιας της μάθησης) και της παγκόσμιας απαξίωσης των ΗΠΑ – και μαζί τους, του δυτικού, φιλελεύθερου, δημοκρατικού μοντέλου διακυβέρνησης. 

Έχουμε την τάση να βλέπουμε τα γεγονότα αποσπασματικά· ξεκομμένα από το πολιτισμικό και κοινωνικό τους πλαίσιο. Αντιμετωπίζουμε την εισβολή σαν ένα μεμονωμένο, ουρανοκατέβατο γεγονός, γι’ αυτό και νιώθουμε σοκ. Μέχρι, φυσικά, το επόμενο τέτοιο συμβάν. Η αποτυχία μας να αντιληφθούμε τις βαθύτερες διαστάσεις του προβλήματος –την ιστορική, δηλαδή, συνέχεια των γεγονότων– προδιαγράφει και την αποτυχία επιτυχούς αντιμετώπισής του. 

Με το που ξεκίνησαν οι ταραχές, η δημόσια συζήτηση επικεντρώθηκε στον άμεσο –ας τον ονομάσουμε «φυσικό» ή «κυριολεκτικό»– κίνδυνο που δημιούργησαν οι εισβολείς· στο αν όντως κινδύνεψε η σωματική ακεραιότητα των βουλευτών·στο αν όντως υπήρξε ρεαλιστικό ενδεχόμενο ανατροπής του Συντάγματος· στο αν τα γεγονότα αυτά αποτελούν «πραξικόπημα» ή «απόπειρα πραξικοπήματος» ή «εξέγερση» ή «διαδήλωση» ή «ταραχές». Το ίδιο γίνεται εδώ και τέσσερα χρόνια. Κάθε φορά που ο Τραμπ περνάει μια ακόμη κόκκινη γραμμή, κάθε φορά που τεστάρει τις αντοχές του συστήματος, αμφιβάλλουμε για την πραγματική, τη φυσική, την «αναλογική» σημασία των πράξεών του· τις αντιμετωπίζουμε με την κυριολεκτική τους διάσταση. 

Αυτή τη στιγμή τα ερωτήματα αυτά είναι εκτός θέματος. Οι έννοιες που χρησιμοποιούμε ανήκουν στον 20ό, εάν όχι στον 19ο, αιώνα. Το ερώτημα δεν είναι (μόνο) αν υπήρχαν τανκς έξω απ’ το Κογκρέσο, αλλά αν διαβρώνονται οι έννοιες της αλήθειας, της πραγματικότητας, της πίστης στην πολιτική ιεραρχία και στο Σύνταγμα. 

Η εισβολή στο Καπιτώλιο ήταν μια πράξη επικοινωνιακή, συμβολική· μια μεταμοντέρνα περφόρμανς. Ο Άντριου Σάλιβαν έγραψε ότι η εισβολή ήταν ταυτόχρονα τρομακτική και εντελώς παρανοϊκή: «ήταν μια βίαιη εξέγερση κατά της δημοκρατίας, ήταν όμως και μια σκηνή από έναν εφιάλτη για το Burning Man. [...] Ήταν μια ανταρσία με τη μορφή μασκαρέματος. Ήταν θανάσιμη αλλά και παραστατική. Ήταν σαν η Άλωση της Βαστίλης να ολοκληρώθηκε με selfies». Αυτό σε καμία περίπτωση δεν κάνει την απώλεια πέντε ανθρώπινων ζωών λιγότερο τραγική, ούτε μειώνει τη ζημιά που κατάφερε στην εικόνα των ΗΠΑ. Απαιτεί όμως διαφορετικά ερμηνευτικά εργαλεία. 

Το ίδιο ισχύει και για ολόκληρη την προεδρία Τραμπ. Η ζημιά που έκανε επί τέσσερα χρόνια είναι ανυπολόγιστη, ωστόσο βρίσκεται κυρίως στο επίπεδο των συμβόλων, του κώδικα της πολιτικής επικοινωνίας, των αξιών· πραγματοποιείται δηλαδή σε μια εικονική πραγματικότητα, τις συνέπειες της οποίας είμαστε συνήθως ανίκανοι να συλλάβουμε σε πρώτο χρόνο, ακριβώς επειδή είναι αφανής ή διασκεδαστική ή σοκαριστική, έξω απ’ τα ερμηνευτικά μας πλαίσια. Έρχεται όμως αναπόφευκτα η στιγμή που η εικόνα, ο λόγος στο Twitter, η περφόρμανς, παράγει απτά αποτελέσματα· δημιουργεί τις συνθήκες για πραγματικές, εντελώς φυσικές συνέπειες, είτε αυτές αφορούν τα σώματα των ανθρώπων, είτε τα σπίτια και τις πόλεις τους. 

Το ίδιο άλλωστε ισχύει και για τον 21ο αιώνα συνολικά. Ο αντίκτυπος της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν τέτοιος, ώστε να εκτροχιάσει διά παντός την πορεία της ισχυρότερης υπερδύναμης στην ιστορία της ανθρωπότητας, όχι επειδή χάθηκαν υπό τραγικές συνθήκες τρεις χιλιάδες άνθρωποι, αλλά επειδή αυτό έγινε όπως έγινε, σε ζωντανή σύνδεση, στα απόλυτα τοπόσημα - σύμβολα του καπιταλισμού και της αμερικανικής ισχύος, το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου και το Πεντάγωνο. 

Η εισβολή στο Καπιτώλιο είναι ένα τέτοιο συμβάν εφάμιλλης συμβολικής ισχύος με την 11η Σεπτεμβρίου.

Η πολυδιάσπαση του μιντιακού τοπίου τα τελευταία χρόνια –η πτώση των παραδοσιακών καναλιών, η μεταφορά της ενημέρωσης στο διαδίκτυο, η χρήση των κινητών τηλεφώνων ως κάμερες και η κατανάλωση ΜΜΕ σε διαφορετικούς χρόνους από κάθε νοικοκυριό (π.χ. μέσω του Netflix)– έχει την εξής συνέπεια: υπάρχουν ολοένα και λιγότερες φωτογραφίες ή ζωντανές τηλεοπτικές εικόνες που ενώνουν το παγκόσμιο κοινό και μένουν ανεξίτηλες στη μνήμη· αυτό που οι μεγάλοι θεωρητικοί της επικοινωνίας Ελιχου Κατζ και Ντανιέλ Νταγιάν ονόμασαν «μιντιακά συμβάντα» (media events).

Η εισβολή στο Καπιτώλιο είναι ένα τέτοιο συμβάν εφάμιλλης συμβολικής ισχύος με την 11η Σεπτεμβρίου. Εάν οι εικόνες των αεροπλάνων που προσέκρουαν στους πύργους και η κατάρρευση αυτών συμβόλιζαν την ασύμμετρη απειλή της διεθνούς τρομοκρατίας για το παγκόσμιο σύστημα, οι εικόνες του γυμνόστηθου τύπου με την προβιά και τα κέρατα που ανέβηκε στο βήμα της Γερουσίας, και του άλλου με τη σημαία του εμφυλιοπολεμικού Νότου που άπλωσε τα πόδια του πάνω στο γραφείο της Νάνσι Πελόζι, είναι τα σύμβολα της έκπτωσης και της απαξίωσης της αμερικανικής δημοκρατίας και των ελίτ στο εσωτερικό. Ο αντίκτυπος για την αξιοπιστία και την ήπια ισχύ των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή θα είναι μεγάλος και μακροπρόθεσμος. 

Με τι θα έμοιαζε μια επαρκής απάντηση του πολιτικού και του μιντιακού συστήματος σε μια τέτοια ασύμμετρη επίθεση; Θα απαιτούσε μια εξίσου ακαριαία, δραματική, παραστατική απάντηση που θα έκλεινε τα στόματα όσων αμφισβητούν τους θεσμούς στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Θα προϋπέθετε διακομματική συναίνεση (έστω με τους μισούς Ρεπουμπλικάνους) για απομάκρυνση του Προέδρου Τραμπ. Θα περιελάμβανε συμβολικές κινήσεις αποκατάστασης της δημοκρατικής νομιμότητας όχι μόνο σε ομοσπονδιακό επίπεδο, δηλαδή στην Ουάσινγκτον, αλλά και στις πολιτείες· σε πανεπιστήμια και σχολεία. Θα απαιτούσε, δηλαδή, μια αυστηρή απάντηση των θεσμών ώστε να γίνει ξεκάθαρο σε όλους ότι η δημοκρατία δεν δέχεται ούτε απειλές, ούτε εξευτελισμούς· ότι το πολιτικό σώμα της κοινωνίας είναι ενωμένο, αν μη τι άλλο από φόβο/σεβασμό στους μηχανισμούς καταστολής του κράτους· ότι για να λειτουργήσει, ο φιλελευθερισμός απαιτεί ταυτόχρονα εφαρμογή του νόμου. 

Τίποτε από αυτά δεν έγινε. Οι υπουργοί του Τραμπ αντί να απαιτήσουν την απομάκρυνση ή παραίτησή του, παραιτήθηκαν οι ίδιοι· οι μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνοι τηρούν σιγή ιχθύος, μετρώντας τις μέρες μέχρι να περάσει το κακό· οι Δημοκρατικοί πήραν για μία ακόμα φορά πάνω τους, μονοκομματικά, τον ρόλο του αστυφύλακα της δημοκρατίας· ενώ, σχεδόν ακαριαία, ταυτοτικές ομάδες βγήκαν στα κανάλια και άρχισαν την εκστρατεία οικειοποίησης της ιδιότητας του θύματος: ακούσαμε επανειλημμένως ότι το βασικό θύμα της εισβολής ήταν η αφροαμερικανική κοινότητα· άλλοι βρήκαν ευκαιρία να προμοτάρουν την καμπάνια τους υπέρ της διάλυσης της αστυνομίας. Σαν γεράκια που μαζεύονται γύρω απ’ το κουφάρι των πάλαι ποτέ θεσμών και του πάλαι ποτέ ενωμένου έθνους, οι άνθρωποι αυτοί δεν κοντοστάθηκαν ούτε πέντε λεπτά για να αφουγκραστούν το τι συμβαίνει· δεν σοκαρίστηκαν· «φόρεσαν» τα γεγονότα στη δική τους πραγματικότητα. Είναι εντελώς χαρακτηριστικό του ποιος λειτουργεί με επάρκεια και αίσθηση ισχύος ότι οι μόνοι που αντέδρασαν δυναμικά και με αναλογία προς τη σοβαρότητα των γεγονότων ήταν οι τεχνολογικοί γίγαντες: το Facebook, το Twitter, η Amazon, η Google. Πήραν πάνω τους το έργο της θεσμικής απάντησης σε μια ασύμμετρη επίθεση, αποκλείοντας τον Τραμπ, όπως και ακροδεξιά δίκτυα επικοινωνίας, από τις πλατφόρμες τους. Άργησαν, βέβαια, πέντε χρόνια. 

Τα δακρύβρεχτα λογύδρια καλοπροαίρετων σχολιαστών που γράφουν για τη Δημοκρατία σαν να είναι μια ευάλωτη ασθενής, απλώς επιβεβαιώνουν την αμηχανία της να διαχειριστεί και να προσαρμοστεί στην παγκοσμιοποίηση. Οι δε διαβεβαιώσεις από τις σύγχρονες Πολυάννες, που ζούνε ακόμα στη δεκαετία του 1980 ή του 1990, ότι όλα θα πάνε καλά και ότι η πορεία προς την πρόοδο είναι προδιαγεγραμμένη, δεν πείθουν. Επειδή δεν είδαμε τανκς στο προαύλιο του Κογκρέσου δεν σημαίνει ότι δεν ζήσαμε μία καταλυτική στιγμή. Άλλωστε, αρκετά χρόνια πριν τη Νύχτα των Κρυστάλλων και τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ έγινε εκείνο το αποτυχημένο πραξικόπημα της μπυραρίας. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ