Eurovoices

Διδάγματα της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης - Μέρος 2ο

Η επόμενη μέρα για την ΕΕ

christos-fragkonikolopoukos.jpg
Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Διδάγματα της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης
Guillaume Périgois / Unsplash

Η εμπειρία του COVID19, η συνεργασία των χωρών της ΕΕ, οι κίνδυνοι για την υπονόμευση της δημοκρατίας και του δικαιώματος στην ιδιωτικότητα.

Ίσως είναι νωρίς ακόμη για να κάνει κανείς υποθέσεις για την επόμενη μέρα της ΕΕ όσο η κρίση της πανδημίας συνεχίζεται. Οι υποθέσεις περιστρέφονται κυρίως γύρω από δύο βασικά σενάρια.

Στο πρώτο σενάριο, το πεσιμιστικό, η πανδημία θα ενισχύσει την περιχαράκωση των κρατών-μελών της ΕΕ, και τον απολυταρχικό τρόπο διακυβέρνησης (1). Με το πρόσχημα της αντιμετώπισης της πανδημίας και την αιτιολόγηση της μη διασποράς του ιού, υπάρχει κίνδυνος διατήρησης του τρόπου διοίκησης που στηρίχτηκε σε διατάγματα του Ενός ή πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, όπως η απαγόρευση των δημόσιων συναθροίσεων και διαδηλώσεων, και φίμωση του Τύπου. Επίσης, σε αρκετές χώρες έχουν αναπτυχθεί εφαρμογές που διευκολύνουν την ανάγκη έγκαιρης και γρήγορης ανίχνευσης και ελέγχου των επαφών ενός κρούσματος, αλλά και εξασφάλισης ότι τηρούνται τα μέτρα καραντίνας. Άλλωστε, ήδη μεγάλες εταιρείες όπως η Google και η Apple έχουν ανακοινώσει ότι συνεργάζονται για σχετική εφαρμογή που με όρους ανωνυμίας θα πληροφορεί ως προς την παρουσία προσώπων θετικών στον ιό.

Δεν χρειάζεται να συμμερίζεται κανείς το απαισιόδοξο σενάριο για να σημάνει τον συναγερμό για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου (2). Τα συστήματα εντοπισμού και παρακολούθησης αν χρησιμοποιηθούν ασυλλόγιστα, θα καταφέρουν καίριο πλήγμα στην ιδιωτικότητά μας και άλλα θεμελιώδη δικαιώματα. Όπως δηλώνει ο Χαράρι, δεν θα πρέπει να πέσουμε θύματα του τεχνολογικού ντετερμινισμού και της επιτήρησης. Μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε για περιορίσουμε την εξάπλωση πανδημιών και την αντιμετώπιση άλλων προβλημάτων, χωρίς όμως να υπονομεύσουμε τη δημοκρατία και το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα. 

Σε πρόσφατη επισκόπηση άρθρων 32 ακαδημαϊκών/ερευνητών που ειδικεύονται σε ζητήματα δημοκρατίας, η ταχύτητα με την οποία μια σειρά δημοκρατικών καθεστώτων προσέφυγαν σε πολιτικές «έκτακτης ανάγκης» υποδεικνύει ότι υπάρχει κάποιου είδους κοινωνική συναίνεση υπέρ της υιοθέτησης αυτού του μοντέλου απέναντι σε μια κοινά αναγνωρισμένη καταστροφική και θανάσιμη απειλή. H υιοθέτηση ενός μοντέλου «έκτακτων περιορισμών» σε καθεστώς δημοκρατίας, ωστόσο, προϋποθέτει την προσωρινότητα των μέτρων, δηλαδή την άρση τους αμέσως μόλις ο κίνδυνος εξαλειφθεί, τη αναλογικότητά τους, καθώς και τη διασφάλιση ότι πληρούνται όλα τα εχέγγυα ελέγχου της νομιμότητας των περιορισμών από τους υφιστάμενους δημοκρατικούς θεσμούς. Ακόμα, όμως, και η τήρηση όλων των συγκεκριμένων προϋποθέσεων δεν αναιρεί την ανάγκη κοινωνικής εγρήγορσης για την αλλοίωση και το κατασταλτικό αποτύπωμα που μπορεί να επιφέρει μακροπρόθεσμα μια παρατεταμένη συνθήκη «έκτακτων μέτρων» στην πολιτική φυσιογνωμία των δημοκρατικών κοινωνιών. Η μετά την 11η Σεπτεμβρίου Αμερική μας δίδαξε ότι αδιανόητα μέχρι χθες μέτρα, τύπου νόμου Patriot, που θεσπίζονται ως προσωρινά σε μια κατάσταση εξαίρεσης, μπορεί να επιβιώσουν και μετά τη λήξη του συναγερμού.

Στο δεύτερο σενάριο, το αισιόδοξο, ευνοείται η επάνοδος του οικονομικού και κοινωνικού ρόλου του κράτους, και προσαρμογή της ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης. Αν και η ΕΕ βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο της ιστορίας της, δεν υπάρχει λόγος να πανικοβαλλόμαστε. Το πώς θα κινηθεί η ευρωπαϊκή πολιτική και πώς θα αντιμετωπίσει τα θεμελιώδη πολιτικά ζητήματα και προβλήματα του σήμερα, θα εξαρτηθεί από την προσαρμοστικότητα και αποτελεσματικότητα των θεσμών της και ποιότητα της ηγεσία της. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι η πανδημία δεν θα σημάνει το τέλος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και τα κράτη θα συνειδητοποιήσουν ακόμα περισσότερο πως είναι υποχρεωμένα να συνυπάρξουν το ένα με το άλλο. Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Krastev (2020), παρόλο που η πανδημία(3) «ξύπνησε τα φαντάσματα» των προηγούμενων κρίσεων (χρηματοπιστωτική και προσφυγική), είναι πιο «φιλική» προς την ΕΕ, …από την άποψη των αποδείξεων που παρέχει για τη σημασία της διεθνούς συνεργασίας. Σε αντίθεση με τους πολέμους, οι πανδημίες δεν φέρνουν τα έθνη αντιμέτωπα το ένα με το άλλο. Σε αντίθεση με τις μεγάλες μεταναστεύσεις, δεν προκαλούν βίαιο εθνικισμό. Και σε αντίθεση με τους σεισμούς ή τα τσουνάμι, οι πανδημίες είναι παγκόσμιες. Μια πανδημία είναι μια κρίση που επιτρέπει στην ανθρωπότητα να βιώσει την αλληλεξάρτηση και την αλληλεγγύη της. Εναποθέτει τις ελπίδες της ανθρωπότητας στην επιστήμη και τη λογική.

Σύμφωνα με έρευνα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τον Νοέμβριο του 2020 σε 24.812 πολιτών των 27 κρατών-μελών, ενώ το 50% των ερωτηθέντων κατονομάζουν την «αβεβαιότητα» ως τη βασική ψυχολογική τους κατάσταση, τα δύο τρίτα των (66%) συμφωνούν ότι η ΕΕ πρέπει να έχει περισσότερες αρμοδιότητες για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Η COVID-19 ανοίγει και διευκολύνει τον δρόμο πιο κοινών πολιτικών και εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η αλληλεξάρτηση της ΕΕ δεν είναι πρόσφατο, νέο φαινόμενο. Αποτελεί εξελισσόμενο στοιχείο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που ξεκίνησε μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, και δεν περιορίζεται μόνο στη μεγαλύτερη αλληλεξάρτηση των κρατών-μελών της ΕΕ, αλλά χαρακτηρίζεται και από τη λειτουργία θεσμών και συλλογικών πολιτικών διαδικασιών που δεν περιορίζονται στα στενά εθνικά όρια αλλά διαθέτουν θεμελιακά διεθνικό χαρακτήρα και διεθνικές νόρμες αναφορικά με τον πόλεμο και την ειρήνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία κλπ. Επιπρόσθετα, η επί δεκαετίες απρόσκοπτη λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών, με τις διαφορετικές πρακτικές και διαδικασίες λήψης αποφάσεων, επίσης έχει δημιουργήσει, παρά τις παθογένειες και την αδυναμία λήψης αποφάσεων σε αρκετές περιπτώσεις, μία δυναμική συνεννόησης που μπορεί και πρέπει να λάβει πιο δημοκρατικές, διαφανείς αλλά και αποφασιστικές/εκτελεστικές μορφές. Σε μια ΕΕ που απαρτίζεται από αλληλεπικαλυπτόμενες κοινότητες με κοινή μοίρα, η ανάγκη προσφοράς δημόσιων αγαθών, έχει αναβαθμισθεί στην ατζέντα των θεσμών. Η εθνική κυριαρχία δεν υποχωρεί, αναθεωρείται και παραμένει στέρεο θεμέλιο μια Ευρώπης που έχει ανάγκη από διακυβέρνηση, συνεννόηση και συνεργασία περισσότερο από ποτέ στο παρελθόν ώστε να προστατευτεί και να διαφυλαχθεί το ιδανικό της δημοκρατίας, χωρίς να διακυβευθούν τα θετικά αποτελέσματα της αυξανόμενης ευρωπαϊκής διασύνδεσης και συνεννόησης.

Με βάση τα παραπάνω και την εμπειρία του COVID19, τόσο στο εσωτερικό των κρατών, όσο και στη συνεργασία μεταξύ των κρατών στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, θα πρέπει να ενθαρρυνθεί η ενίσχυση της προνοητικότητας και της προβλεψιμότητας και ο σχεδιασμός αντιμετώπισης κρίσεων (4). Το ζητούμενο είναι η επένδυση σε μέτρα ενίσχυσης της ευρωπαϊκής συνεργασίας όχι μόνο ανάμεσα στις κυβερνήσεις, αλλά ανάμεσα στις κυβερνήσεις, τους ειδικούς, τους επιστήμονες και τους αξιωματούχους χάραξης πολιτικής στους θεσμούς της ΕΕ, με στόχο τη δημιουργία προληπτικών και αποδοτικών μηχανισμών χάραξης πολιτικής και αντίστοιχων παρεμβάσεων. Θα πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμιστεί ότι ο προληπτικός και αποδοτικός σχεδιασμός απαιτεί και τη διαμόρφωση μιας στρατηγικής σκέψης που εστιάζει εστιάσει όχι μόνο σε όσα είναι οικονομικά απαραίτητα αλλά και στα πολιτικώς απαραίτητα, πόσο μάλλον από τη στιγμή που υπό διακύβευση δεν είναι μόνο η υπεράσπιση της ευρωπαϊκής φιλελεύθερης δημοκρατίας αλλά και τα κοινά ευρωπαϊκά συμφέροντα στον κόσμο, και η προστασία ενός διεθνούς συστήματος πολυμερών θεσμών και κανόνων.

Προς αυτήν την κατεύθυνση, από το ξεκίνημα της πανδημίας, η Ε.Ε. ενεργοποίησε αρκετά σημαντικά εργαλεία σε μια προσπάθεια κοινής αντιμετώπισης της κρίσης: ρήτρα διαφυγής από τους περιορισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας, πόρους από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και πρόγραμμα ασφάλισης εργασίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενεργοποίηση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για δάνεια στις επιχειρήσεις και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας με ηπιότερους όρους για χρηματοδοτική στήριξη των κυβερνήσεων. Ενδεικτική είναι και η θέσπιση του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την αντιμετώπιση των οικονομικοκοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19. Ο Μηχανισμός Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας, ειδικότερα, ανατρέπει παγιωμένες αντιλήψεις και ταμπού και δείχνουν μια αλλαγή προσανατολισμού, καθώς προβλέπει τη μεγάλη αύξηση του προϋπολογισμού της Ε.Ε. (1.8 τρισ. ευρώ), και μάλιστα με κεφάλαια που θα αντληθούν από τις διεθνείς χρηματαγορές και θα διατεθούν με τη μορφή κυρίως επιχορηγήσεων αντί δανείων στα κράτη-μέλη. Η αλλαγή  αυτή είναι σημαντική και πρέπει να προβληθεί, και ειδικότερα απέναντι σε όσους διακηρύσσουν ότι η ΕΕ είναι ετοιμοθάνατη (με αποτέλεσμα να διαδίδουν μια απροθυμία υπεράσπισης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης).

Ας μη γελιόμαστε όμως, ο δρόμος προς ενίσχυση και εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι δύσκολος. Έτσι, και παρά την αισιοδοξία που προκαλεί το «άλμα αλληλεγγύης» (5) μέσω του Μηχανισμού Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας, τα κράτη-μέλη διστάζουν να δημιουργήσουν ένα όραμα για την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση για τα επόμενα χρόνια. Να κάνουν ένα βήμα προς τα μπροστά για την ΕΕ. Η  διαμάχη ανάμεσα σε Γαλλία και Γερμανία σχετικά με την «Ευρωπαϊκή Στρατηγική Αυτονομία» δεν έχει σταματήσει, καθώς η Γερμανία υποστηρίζει πως οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ πρέπει να παραμείνουν ο ακρογωνιαίος λίθος της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, με τη γαλλική πλευρά να υποστηρίζει το αντίθετο.  Η Ευρώπη, όπως γράφει ο Βούλγαρης, «είναι ακόμα ο προβληματικός παίκτης» και «επειδή δεν είναι ενιαίο κράτος» οι προκλήσεις της μετα-πανδημικής εποχής «μπορούν να λειτουργήσουν είτε διαλυτικά είτε να την ωθήσουν σε ένα νέο άλμα ενοποίησης. Το πνεύμα της εποχής αφήνει ανοιχτό το παιχνίδι και για τις δύο εκδοχές. Στην πρώτη περίπτωση, θα αποδιαρθρωθεί σε ένα σμήνος μικρομεσαίων εθνικών  κρατών. Στη δεύτερη, θα βρει τον δικό της χώρο ως μεγάλη δύναμη». Προς αυτήν την κατεύθυνση, της αναζήτησης του δικού της χώρου στην παγκόσμια πολιτική και διακυβέρνηση, η ΕΕ θα πρέπει να περιορίσει τα τεράστια εσωτερικά της προβλήματα (πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά) (και όπως θα αναλυθεί και εξεταστεί στο τρίτο μέρος αυτού του αφιερώματος να λειτουργήσει επίσης ως εκφραστής και υπερασπιστής ενός νέου πολυμερισμού, καθώς και να επενδύσει σε νέες μορφές επίλυσης των παγκοσμίων προβλημάτων μέσω της δημόσιας διπλωματίας).

Ο Μηχανισμός Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας ενώ αποτελεί ισχυρή δήλωση κοινής βούλησης για αλληλεγγύη και αναγνώρισης ενός συλλογικού συμφέροντος δεν αντιμετωπίζει την οικονομική απόκλιση των κρατών-μελών που οφείλεται στην προβληματική κατασκευή της ευρωζώνης. Η πραγματικότητα αυτή δεν επιτρέπει τη σύγκλιση των χωρών και περιοχών της ΕΕ.  Προς υπέρβαση αυτής της πραγματικότητας ο Μηχανισμός Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας θέτει την ΕΕ σε πορεία για μια ισχυρή οικονομική ανάκαμψη, αλλά ανοίγει επίσης την πόρτα για μια σημαντική επέκταση των ομοσπονδιακών εξουσιών της ΕΕ. Η συμφωνία για το πακέτο της ανάκαμψης άνοιξε ένα νέο σύνολο δυνατοτήτων. Αντιμέτωποι με μια οικονομική κρίση επικών διαστάσεων, οι Ευρωπαίοι ηγέτες ξαφνικά φαίνονται πρόθυμοι να σπρώξουν τα όρια των εξουσιών των Βρυξελλών, ίσως μέσω της επανερμηνείας των κανόνων της ΕΕ που μπορεί να επιτρέψει στην ΕΕ να δανείζεται, να φορολογεί, και να δαπανά όπως ένα πραγματικό κράτος. Εάν προκύψει άλλη κρίση -μια πανδημία, μια κρίση χρέους ή μετανάστευσης ή κάτι άλλο- η ΕΕ θα έχει την δυνατότητα να παράγει τους πόρους ώστε να ανταποκριθεί.   

Προς αυτήν την κατεύθυνση η κρίση της πανδημίας κατέδειξε όχι μόνο πόσο σημαντικός είναι ο υπερεθνικός συντονισμός, αλλά και το γεγονός ότι η ΕΕ είναι καις εγχείρημα πολιτικό και όχι μόνο οικονομικό.  Ωστόσο, η ΕΕ οφείλει να προχωρήσει περισσότερο, με την οικοδόμηση της ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης. Αυτό σημαίνει, καταρχάς, πλήρη δημοσιονομική ένωση στην Ευρωζώνη, ισχυρό προϋπολογισμό και αναδιανεμητικές πολιτικές, μηχανισμούς μεταφοράς πόρων και αμοιβαιοποίηση του χρέους. Σημαίνει επίσης κοινή οικονομική πολιτική, δηλαδή συμμετρική κατανομή του κόστους προσαρμογής μεταξύ πλεονασματικών και ελλειμματικών κρατών-μελών, υψηλότερο βαθμό φορολογικής ενοποίησης και κοινές πολιτικές για την ανάπτυξη και την απασχόληση. 

Τα παραπάνω αποτελούν αναγκαία συνθήκη όχι μόνο για την επιβίωση της νομισματικής ένωσης, αλλά και για την καταπολέμηση του λαϊκισμού. Μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, η απήχηση των λαϊκιστικών κινημάτων και κομμάτων στην Ευρώπη φαίνεται να έχει μειωθεί σημαντικά. Σε έρευνα του YouGov-Cambridge Globalism Project, που πραγματοποιήθηκε σε 26.000 άτομα σε 25 χώρες και σχεδιάστηκε από κοινού με τον Guardian, προκύπτει μια φθίνουσα τάση του λαϊκισμού και στις οκτώ ευρωπαϊκές χώρες που εξετάστηκαν το 2019 και 2020. Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, έδειξε ότι σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες η πτώση της απήχησης των λαϊκιστικών θέσεων ήταν σημαντική: 11% στη Δανία, 9% στη Βρετανία και τη Γερμανία, 8% στη Γαλλία, 6% στην Ιταλία, 4% στην Πολωνία. Μεγάλη είναι η μείωση της υποστήριξης σε άλλες θέσεις, πιο χαρακτηριστικές της λαϊκιστικής ρητορικής, όπως, για παράδειγμα, ότι «πολλές σημαντικές πληροφορίες αποκρύπτονται σκόπιμα από το κοινό για λόγους συμφέροντος». Η πτώση εδώ είναι της τάξης του 20% στη Δανία και 15% στη Γερμανία. Σημαντική υποχώρηση καταγράφηκε επίσης στην υποστήριξη της θέσης ότι «η χώρα μου είναι διαιρεμένη ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους και τις διεφθαρμένες ελίτ που τους εκμεταλλεύονται»: 11% κάτω στη Δανία, 9% στη Γερμανία, 7% στην Ιταλία, 5% στη Γαλλία

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι τελειώσαμε με τους λαϊκιστές. Ο λαϊκισμός δεν υποχωρεί όταν οι κρίσεις υποχωρούν. Η πανδημία που ακόμη εξελίσσεται ανά τον κόσμο, φέρνει τρομακτική πίεση στις οικονομίες, μια ύφεση που θα αλλάξει ριζικά την παγκόσμια οικονομία. Που σημαίνει ότι πρέπει η ΕΕ να σκεφτεί βαθύτερα τις πιέσεις (και ειδικότερα αυτές που θα έχει ο αντίκτυπος της πανδημίας στην οικονομία και στην ψυχολογία τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο) που θα δεχτούν τα κράτη μέλη και τα πολιτικά τους συστήματα μετά το τέλος της πανδημίας, και πως μπορούν οι πιέσεις αυτές όχι μόνο να αποσταθεροποιήσουν τη συνοχή των κρατών-μελών, αλλά να μετατρέψουν τον λαϊκισμό σε ένα μόνιμο φαινόμενο.

Η αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού απαιτεί την απαγκίστρωση από αγκυλώσεις περί δημοσιονομικής πειθαρχίας και ηθικού κινδύνου. Η ΕΕ αντί να προσπαθήσει να κλείσει τις τρύπες με το σημερινό οικονομικό μοντέλο, θα πρέπει να εστιάσει και σε πολιτικές που βάζουν τους πολίτες στο επίκεντρο, που εστιάζουν στην διασφάλιση θέσεων εργασίας, την παροχή δημοσίων αγαθών. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΕ θα βρεθούν αντιμέτωποι με καινούργιες προκλήσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι νέες προκλήσεις επιταχύνουν τάσεις που είχαν ήδη εκδηλωθεί νωρίτερα, όπως το  ψηφιακό χάσμα, τις εισοδηματικές ανισότητες,  τις τεχνολογικές μεταβολές καθώς και επιπτώσεις που μπορεί να έχει η εργασία από το σπίτι (παραγωγικότητα, αγορά ακινήτων, παρακμή των πόλεων κα.)

Είναι λοιπόν πιο φλέγον από ποτέ το ερώτημα προς τα που θέλει η ΕΕ να κατευθύνει τις δημόσιες πολιτικές της: προς την ενίσχυση των ανισοτήτων ή προς τη συνολική στήριξη των πολιτών της; Αυτό απαιτεί αναστοχασμό και διόρθωση των μοιραίων λαθών που χαρακτήρισαν την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση τα τελευταία 10 χρόνια, όπως η υπερδιόγκωση του χρηματιστικού τομέα, την ηγεμονία του ατομικισμού και την αποδυνάμωση της  κοινωνικής συνοχής, καθώς και την αδυναμία τιθάσευσης των κοινωνικών ανισοτήτων.

Προς αυτήν την κατεύθυνση η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών αναδεικνύεται σε μείζον διακύβευμα για την EE.  Κατά συνέπεια, η κρίση αυτή πρέπει να αποτελέσει για την ΕΕ ένα σημείο καμπής, να κερδίσει εκ νέου την εμπιστοσύνη που έχει χάσει όλα αυτά τα χρόνια. Στις δημοκρατίες των κρατών-μελών, που σήμερα όχι μόνο έχει υποχωρήσει η αντιπροσωπευτικότητα των πολιτών, αλλά και τα πολιτικά κόμματα είναι δυσλειτουργικά, η ενίσχυση των διαβουλευτικών διαδικασιών θα μπορούσε να ενισχύσει την εμπιστοσύνη μεταξύ των κυβερνήσεων και των πολιτών. Υπάρχει, όπως θα υπογραμμιστεί στο τρίτο μέρος αυτού του αφιερώματος, η ανάγκη πειραματισμού με εναλλακτικές μορφές συμμετοχής των πολιτών της ΕΕ, και αξιολόγησής τους με στόχο την ενσωμάτωσή τους στους ήδη υπάρχοντες θεσμούς και διαδικασίες λήψης αποφάσεων της ΕΕ.  Αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικοί οφείλουν να ενθαρρύνουν και να ενισχύσουν τη συμμετοχή των πολιτών αναφορικά με τα κυρίαρχα, και θεμελιωδώς πολιτικά, ζητήματα της σημερινής εποχής, με στόχο όχι μόνο την ενίσχυση της διαφάνειας, της νομιμότητας και επομένως και της αποτελεσματικότητάς της EE, αλλά και την ανάπτυξη πολιτικών που διευκολύνουν την επιδιόρθωση των ατελειών της παρά την καταστροφή της.  Για να επιτευχθεί ο στόχος μιας πιο δικαίας  ευρωπαϊκής κοινωνίας απαιτούνται νέες μορφές κοινωνικής αλληλεπίδρασης και θεσμικής οργάνωσης.

Η συζήτηση που έχει ξεκινήσει για μια Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης (ΔΜΕ) θα είναι καίριας σημασίας προς αυτήν την κατεύθυνση. Προτείνεται να διοργανωθεί από το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο της ΕΕ και την Επιτροπή, και να διαρκέσει δύο χρόνια. Το Κοινοβούλιο θέλει πολίτες από όλες τις κοινωνικές ομάδες, εκπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών και ενδιαφερόμενα μέρη σε ευρωπαϊκό, εθνικό και περιφερειακό επίπεδο να εμπλακούν στον καθορισμό των προτεραιοτήτων της ΕΕ σε μια διαδικασία «από τα κάτω», διαφανή, περιεκτική, συμμετοχική και ισορροπημένη. Ακόμη, επιμένει σε μια διαδικασία συμμετοχικής δημοκρατίας, η οποία θα καθορίσει τα θέματα της ίδιας της Διάσκεψης, ενώ ζητούν την αποτελεσματική ανάληψη δράσης βάσει των συμπερασμάτων της Διάσκεψης και τη ρητή δέσμευση των τριών κύριων θεσμών της ΕΕ για σημαντικές μεταρρυθμίσεις σε συνάρτηση με τις ανησυχίες των πολιτών, συμπεριλαμβανομένου του ενδεχομένου αναθεώρησης των Συνθηκών της ΕΕ. Η Επιτροπή προτείνει δύο παράλληλους άξονες εργασίας για τις συζητήσεις. Ο πρώτος θα πρέπει να επικεντρώνεται στις προτεραιότητες της ΕΕ και στο τι θα πρέπει να επιδιώξει η Ένωση και ο δεύτερος άξονας στην εξέταση θεμάτων που σχετίζονται συγκεκριμένα με τις δημοκρατικές διαδικασίες και τα θεσμικά ζητήματα. Η Επιτροπή, όπως και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αντιλαμβάνεται τη διάσκεψη ως φόρουμ στο οποίο εφαρμόζεται προσέγγιση από τη βάση προς την κορυφή, όπου θα συμμετάσχουν και άλλα θεσμικά όργανα της ΕΕ, τα εθνικά κοινοβούλια, οι κοινωνικοί εταίροι, οι περιφερειακές και τοπικές αρχές και η κοινωνία των πολιτών. Μια πολυγλωσσική επιγραμμική πλατφόρμα θα εξασφαλίσει τη διαφάνεια της συζήτησης και θα στηρίξει την ευρύτερη συμμετοχή. Η Επιτροπή επιθυμεί επίσης να αναλάβει τις πλέον αποτελεσματικές δράσεις, από κοινού με τα άλλα θεσμικά όργανα της ΕΕ, ώστε να ενσωματώσει τις ιδέες και τις παρατηρήσεις των πολιτών στη χάραξη των πολιτικών της ΕΕ.

Ήρθε η στιγμή η όλη συζήτηση για το μέλλον της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης να πάει σε άλλο επίπεδο, και να αναγνωρίσει και διορθώσει τα λάθη του «πραγματισμού» που στηρίχτηκε στο επιχείρημα ότι δεν «υπάρχει εναλλακτική». Η ενίσχυση του διακυβερνητισμού και το αδιέξοδο που αυτό αυτή προκάλεσε την προηγούμενη δεκαετία, καθώς και τα απαράδεκτα επίπεδα μη-ικανοποίησης και ευρωαρνητισμού, υπογραμμίζουν την ανάγκη ενδυνάμωσης του ρόλου των πολιτών της. Πολλοί θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι οι πολίτες δεν επιθυμούν τη συμμετοχή τους σε διάλογο για το μέλλον της Ευρώπης. Οι εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όμως, αποδεικνύουν ότι κάνουν λάθος. Κατ’ αρχάς, υπήρξε σημαντική αύξηση της εκλογικής συμμετοχής, η μέση τιμή της οποίας στο σύνολο των χωρών-μελών της ΕΕ ήταν κατά οκτώ ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη σε σχέση με τις εκλογές του 2014. Επίσης, και ενώ προβλεπόταν ραγδαία αύξηση των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων και της άκρας δεξιάς, εντυπωσιακή ήταν η άνοδος των Φιλελεύθερων και των Πρασίνων,  που έβαλαν στην ατζέντα του τα βασικά θέματα τα οποία απασχολούν σήμερα: ενέργεια, περιβάλλον, κλιματική αλλαγή, αειφορία, αλλά και εκπαίδευση, πολιτισμός, δημοκρατία στην Ευρώπη και τον κόσμο σήμερα. Ζητήματα που υπερβαίνουν την βραχυπρόθεσμη αντίληψη της πολιτικής και την ανάγκη να υπάρξει μια στρατηγική, ένα όραμα προσαρμογής και ισχυροποίησης της ατζέντας της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Όπως γράφει η Clerck Sachsse, “The EU has a good story to tell.” Η πλειοψηφία των πολιτών της επιθυμεί και συμμερίζεται την ανάγκη υπερεθνικής συνεργασίας για την αντιμετώπιση των σημερινών προβλημάτων. Πολλές φορές, όμως, η ΕΕ καλλιεργεί την εντύπωση ότι είναι «βαρετή», «απόμακρη» και «εκτός πραγματικότητας». Που σημαίνει ότι υπάρχει πρόβλημα στον τρόπο που επικοινωνεί και συζητά με τους πολίτες της, και ειδικότερα στην σημερινή εποχή όπου τόσο η πολιτική των ταυτοτήτων και το διαδίκτυο διευκολύνουν τον συναισθηματισμό στην πολιτική επικοινωνία. Οι λαϊκιστικές εκμεταλλεύονται την πραγματικότητα αυτή προς όφελος τους, μετατρέποντας την αγωνία για τις πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές σε φοβία, μίσος και αποκλεισμό. Την ίδια στιγμή, η ΕΕ όταν καλείται  να τοποθετηθεί και να αντιμετωπίσει ζητήματα όπως το Brexit, το προσφυγικό και την οικονομία, επικοινωνεί με «ξύλινο» λόγο, με έμφαση στη λογική,  τα σκληρά γεγονότα/στοιχεία και την «υπόσχεση» για ένα καλύτερο αύριο. Όμως, η διστακτικότητα να «ρισκάρει» και να φανεί ότι υποχωρεί στον συναισθηματισμό είναι σοβαρότατο πρόβλημα: μειώνει την ελκυστικότητά της και αποτρέπει μια βαθύτερη σύνδεση με τους πολίτες της ΕΕ.

Το ζητούμενο δεν θα πρέπει να είναι μόνο ο καθησυχασμός των πολιτών αλλά και η ουσιαστική επικοινωνία και συζήτηση με τους πολίτες και ειδικότερα υπό συνθήκες ραγδαίων οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών σε ένα ταραχώδη κόσμο. Η σύνδεση της ΕΕ με τις αιτιάσεις των πολιτών της θα ενισχύσει την νομιμοποίησή της και την αποτελεσματικότητά της. Επίσης, θα «εμβολιάσει» τους πολίτες των κρατών-μελών κατά του λαϊκισμού, που ενώ διαθέτει ισχυρά μηνύματα αδυνατεί να προσφέρει λύσεις. Οι άνθρωποι δεν χαρακτηρίζονται μόνο από φόβο και μίσος. Επιζητούν την δικαιοσύνη, την αμεροληψία, την αλληλεγγύη και την εμπιστοσύνη. Κατά συνέπεια, η επικοινωνία και συζήτηση με τους πολίτες αποτελεί μονόδρομο, και οφείλει να λάβει κεντρικό ρόλο στην διαδικασία λήψης και υλοποίησης αποφάσεων.

Τέλος, είναι επίσης πολύ σημαντικό η ΕΕ να ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους ότι δεν θα παραιτηθεί από τις θεμελιώδεις αξίες της ΕΕ, και ειδικότερα όταν αυτές απειλούνται από κράτη-μέλη στα οποία υπάρχει συστηματική προσπάθεια αποσάθρωσης των δημοκρατικών θεσμών και του κράτους δικαίου.  Κράτη-μέλη, όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, όχι μόνο αφαιρούν από τους πολίτες τους θεμελιώδη πολιτικά και ατομικά δικαιώματα, αλλά υποσκάπτουν και τη λειτουργία  και το μέλλον της ΕΕ.  Αναπτύσσουν και διαχέουν την άποψη της «μικρότερης» και «λιγότερης» Ευρώπης, όπως επίσης και τη θέση ότι η ΕΕ δεν έχει το δικαίωμα να την κρίνει σε ζητήματα δημοκρατίας. Η στάση αυτή των δυο χωρών συνδέεται με πολιτικές και μηχανισμούς της ΕΕ (όπως ο Μηχανισμός Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας) για το κράτος δικαίου, που επιβάλλουν κυρώσεις, ακόμη και με περικοπές χρηματοδοτήσεων, σε περίπτωση παραβίασης των αρχών του κράτους δικαίου. Εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνεχίσει με «συμβιβαστικές λύσεις» και υπαναχωρήσεις έναντι της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, τι είδους μήνυμα δίνει αυτό για την πραγματική νομική ισχύ των Συνθηκών και την όποια αξιοπιστία μπορεί να έχει η ΕΕ ως θεματοφύλακας της φιλελεύθερης δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων;

Όπως σωστά γράφει ο Timothy Garton Ash ο κίνδυνος για την ΕΕ δεν είναι η αποχώρηση της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, αλλά ότι οι δύο αυτές χώρες, που καταπατούν βασικές και θεμελιώδεις αξίες της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, παραμένουν κράτη-μέλη της ΕΕ. Για να συμπληρώσει: «Η απειλή για το μέλλον της ΕΕ δεν εντοπίζεται στην αποχώρηση της δημοκρατικής Μ. Βρετανίας αλλά στην παραμονή των λεγόμενων ανελεύθερων δημοκρατιών της Ουγγαρίας και της Πολωνίας;» Είναι υψίστης σημασίας για τους πολίτες της ΕΕ τα ευρωπαϊκά κονδύλια να διατίθενται μόνο στα κράτη μέλη με αξιόπιστο δικαστικό σύστημα και σεβασμό στις κοινές ευρωπαϊκές δημοκρατικές αξίες. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πάνω από τα τρία τέταρτα των ερωτηθέντων (77%) συμφωνούν ότι η ΕΕ θα πρέπει να παρέχει χρήματα στα κράτη μέλη μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η κυβέρνησή τους θα εφαρμόσει τις αρχές του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας.

Το μήνυμα είναι σαφέστατο: ο σεβασμός στο κράτος δικαίου δεν είναι διαπραγματεύσιμος. Δεν υπάρχουν «ανελεύθερες» δημοκρατίες. Υπάρχουν μόνο οι ελεύθερες και φιλελεύθερες δημοκρατίες, με ανεξάρτητα συστήματα δικαιοσύνης, ανεξάρτητα ΜΜΕ, και με ισχυρές και ποικιλόμορφες κοινωνίες πολιτών.  Το τέλος της ΕΕ δεν θα έρθει επειδή τα κράτη-μέλη της δεν θα μπορέσουν να συμφωνήσουν σε πολιτικές που αφορούν τον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής ή που κάνουν πιο δίκαιο το διεθνές εμπόριο. Ο συμβιβασμός σε τέτοια ζητήματα είναι δύσκολος, επιτυγχάνεται όμως. Το τέλος της ΕΕ, όπως σε κάθε πολιτική κοινότητα, θα έρθει όταν οι θεμελιώδεις αξίες της δεν μοιράζονται από όλα τα κράτη-μέλη, όταν η δημοκρατία και το κράτος δικαίου ισχύουν για ορισμένους πολίτες και όχι για άλλους πολίτες της ΕΕ.

1) Charles Grant (2020), “The coronavirus is pushing the EU in new and undesirable directions”, Center for European Reform, 15 May 2020
2) Laura Rosenberger (2020), “Making Cyberspace Safe from Democracy”, Foreign Affairs, May-June: 146-160.
3) Krastev (2020), Ήρθε το αύριο ή ακόμα (Εκδόσεις Παπαδόπουλος), σελ.7
4) Joshua Polchar (2020), “Finding the futures hidden in plain sight”, European Union Institute for Security Studies, Brief #3.
5) Γιώργος Παγουλάτος (2020) «Πράγματα που μάθαμε το 2020» Καθημερινή 20 Δεκεμβρίου σελ. 32.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ