Πολιτικη & Οικονομια

Το βάρος του Δημήτρη Καμπανάρου

Δεν υπάρχουν λόγια για το βάρος της ευθύνης που ένιωσε αυτός ο άνθρωπος, που τον συνέθλιψε

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
H μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων στον Αγιο Στέφανο «Νέα Θάλπη»
H μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων στον Αγιο Στέφανο «Νέα Θάλπη» / EUROKINISSI/ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

Η ιστορία του Δημήτρη Καμπανάρου, υπεύθυνου της Μονάδας Φροντίδας Ηλικιωμένων «Νέα Θάλπη» στον Άγιο Στέφανο, έχει κάτι να μας πει πέρα από το τραγικό γεγονός

Δεν τον γνωρίζαμε προσωπικά αλλά διαβάσαμε την ιστορία του, μάθαμε το βιογραφικό του και όσα έζησε τον τελευταίο καιρό ως υπεύθυνος της Μονάδας Φροντίδας Ηλικιωμένων «Νέα Θάλπη» στον Άγιο Στέφανο, και στεναχωρηθήκαμε σαν να ήταν δικός μας άνθρωπος. Κι όσο κι αν κάτι τέτοιες στιγμές ταιριάζει η σιωπή ως ένδειξη σεβασμού στο πένθος για τον χαμό ενός νέου ανθρώπου –ή μήπως υπάρχει κάτι πιο μύχιο από τη στιγμή που κάποιος αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή του–, η ιστορία του Δημήτρη Καμπανάρου έχει κάτι να μας πει πέρα από την ενσυναίσθηση για το ίδιο αυτό τραγικό γεγονός.

Διαβάζω στο άρθρο του Άγγελου Χανιώτη στην Καθημερινή, «Ο φίλος μου Δημήτρης Καμπανάρος», ότι τον γνώρισε πριν από 20 χρόνια, αντιπρύτανης στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, όταν του απέμεινε το βραβείο του καλύτερου αλλοδαπού φοιτητή που χορηγεί το γερμανικό ίδρυμα Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών. Ο καθηγητής εξηγεί πως έγιναν στενοί φίλοι και πως ο Δημήτρης είχε οδηγηθεί στις σπουδές Γεροντολογίας από την αγάπη του για τις δυο γιαγιάδες του. Το ερώτημα που τον βασάνιζε –«κι εδώ η λέξη έχει την κυριολεκτική σημασία, όπως απέδειξε ο τραγικός θανάτός του»– ήταν: Πώς μπορώ να δώσω ποιότητα στη ζωή των ηλικιωμένων; «Σε αυτό αφιέρωσε τη διδακτορική του διατριβή, τις επιστημονικές του μελέτες για τη μάθηση στην τρίτη ηλικία, τη δημόσια δράση του ως συμβούλου της αυτοδιοίκησης για ζητήματα που αφορούν στην τρίτη ηλικία και κοινωφελείς δράσεις». Η Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων και Αποκατάστασης που ίδρυσε στον Άγιο Στέφανο ήταν πρότυπο μονάδας, «έργο αγάπης και προσφοράς».

Δεν είναι μια συνηθισμένη ιστορία. Μας κάνει να σκεφτούμε ότι οι μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων ήδη στο πρώτο κύμα βρέθηκαν σε πολλές χώρες στο επίκεντρο της πανδημίας, το μέγεθος της καταστροφής και των απωλειών ήταν ασύλληπτο. Και δεν ήταν μόνο το ηθικό κομμάτι, τι σημαίνει για μια κοινωνία να χάνονται μαζικά οι «άνθρωποί μας» της τρίτης ηλικίας, η επέκταση του ιού σε τέτοιες δομές οδηγούσε τα συστήματα υγείας σε κατάρρευση επιβαρύνοντας τα επιδημιολογικά δεδομένα. Στη χώρα μας, ήμασταν υπερήφανοι που βάλαμε εγκαίρως πάνω από όλα την αξία της ανθρώπινης ζωής και καταφέραμε να προστατέψουμε τους ηλικιωμένους μας, τόσο ιδιωτικά όσο και σε επίπεδο δομών. Τώρα, δεν τα πηγαίνουμε το ίδιο καλά. Πολλοί οίκοι ευγηρίας έχουν βρεθεί στη δίνη της COVID-19, καταμετρώντας πολλούς νεκρούς. Κι ούτε μπορούμε να φανταστούμε πόσο τεράστια είναι η ευθύνη όσων εργάζονται σε τέτοια περιβάλλοντα. Οποιαδήποτε αβλεψία ή ή μη τήρηση των μέτρων, κάτι που μπορεί να συγχωρείται αλλού με την έννοια ότι ίσως δεν έχει συνέπειες, εκεί μπορεί να αποβούν ολέθρια...

Μας το λένε καιρό τώρα, όσο η κατάσταση ξεφεύγει τόσο πιο δύσκολο θα γίνεται να προστατευτούν οι δομές. Όπως στην περίπτωση της «Νέας Θάλπης», που έγιναν τα αδύνατα δυνατά. Στην πρώτη φάση της πανδημίας, ο υπεύθυνος της μονάδας πήρε την πρωτοβουλία να κλειστούν ο ίδιος και οι εργαζόμενοι για 65 μέρες στη μονάδα με τους ηλικιωμένους, κάνοντας ό,τι μπορούσε όχι μόνο για την προστασία αλλά και για την ψυχαγωγία τους. Στο δεύτερο κύμα τα πράγματα δυσκόλεψαν. Διαβάζουμε ότι συχνά μιλούσε για τις αγωνίες του και «για την εγκληματική ανευθυνότητα των συμπατριωτών μας, που επιμένουν να αγνοούν τις συστάσεις». Πριν λίγες μέρες συνέβη αυτό που προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να αποτρέψει. Διαγνώστηκαν με κορωνοϊό δύο εργαζόμενες και μια 87χρονη φιλοξενούμενη στη μονάδα, όλοι τους ασυμπτωματικοί, ενώ διαγνώστηκε θετικός και ο ίδιος με rapid test. «Είμαι ένας αποτυχημένος, δυσφήμισα το γηροκομείο, δεν τα κατάφερα, απέτυχα. Πλέον δεν θα εμπιστευτεί ποτέ κανείς, με νίκησε ο κορωνοϊός... Κουράστηκα. Και μάλλον δεν ήμουν καλός καπετάνιος. Λάτρεψα τη δουλειά μου. Έκανα λάθος, κόλλησα κορωνοϊό μετά από όλα αυτά...» γράφει το σημείωμα που βρέθηκε δίπλα του που εξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν στην αυτοκτονία.

Δεν υπάρχουν λόγια για το βάρος της ευθύνης που ένιωσε αυτός ο άνθρωπος και που τον συνέθλιψε. Ούτε μπορούμε να κατανοήσουμε την προσωπική του διαδρομή, την έγνοια και την αφοσίωσή του, πώς το έζησε και τι ήταν ακριβώς αυτό που πιο πολύ δεν μπόρεσε να αντέξει ώστε να οδηγηθεί στην απονενοημένη πράξη, ενώ είχε μια ζωή να ζήσει και τόσα ακόμα να προσφέρει. Ίσως μόνο μπορούμε να πούμε πώς αντηχεί στα αυτιά μας η τόσο τραγικά άδικη αυτή ιστορία μια εποχή που όλοι, κάποια στιγμή, έχουμε ακούσει τη φράση «έλα μωρέ... κάτι γέροι πεθαίνουν». Και που ακόμα και τώρα που ακροβατούμε σε μια ισορροπία τρόμου μέρα με τη μέρα, υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν τι μπορεί να σημαίνει η άρνηση, η αδιαφορία, ή ακόμα και κάποια αβλεψία της στιγμής. Σαν να έχεις μια ζυγαριά που εύχεσαι να μπορούσε να ισορροπήσει αλλά τη βλέπεις να γέρνει μονόπαντα, και που έρχεται κάτι σαν κομήτης να τη βάλει στιγμιαία στη θέση της λίγο πριν ξανακαταρρεύσει. Αν όλοι νιώθαμε ένα μικρό μόνο μέρος από τη δική του ευθύνη, από αυτή την αίσθηση χρέους απέναντι στους συνανθρώπους μας, ίσως θα μπορούσαμε να έχουμε ελαφρύνει λίγο από το βάρος του. Και όλοι θα ήμασταν καλύτερα...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ