Πολιτικη & Οικονομια

Ο Ιερώνυμος πιέζει, ο Μητσοτάκης δεν βιάζεται

«Τον πρωθυπουργό τον εκτιμώ, τον σέβομαι ως πρωθυπουργό, επιθυμώ τη συνεργασία, αλλά τα θέματα της Εκκλησίας αυτή την ώρα είναι τεράστια»

130607-296071.jpg
Χρύσα Μακρή
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κυριάκος Μητσοτάκης και Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος
© EUROKINISSI / ΜΠΟΝΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει συμπεριλάβει στην ατζέντα του εκκλησιαστικά θέματα, παρά τις πιέσεις του Αρχιεπίσκοπου Ιερώνυμου

Σε λίγες μέρες ο Κυριάκος Μητσοτάκης συμπληρώνει έναν χρόνο στη θέση του πρωθυπουργού και, όπως φαίνεται, ο χρόνος αυτός δεν στάθηκε αρκετός για να συμπεριλάβει στην ατζέντα του εκκλησιαστικά θέματα για την επίλυση των οποίων κόπτεται ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος. Κακά τα ψέματα, στον απολογισμό του ενός έτους διακυβέρνησης πιθανότατα δεν θα συμπεριληφθεί κάτι άξιο να ειπωθεί γενικότερα για τις σχέσεις του μεγάρου Μαξίμου με την Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο πρωθυπουργός συναντήθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο επισήμως μόνο δύο φορές. Η πρώτη στο πλαίσιο της ανάληψης της κυβέρνησης (27 Αυγούστου 2019) και η δεύτερη στις 20 Ιανουαρίου 2020 ως ανταπόδοση της πρώτης.

Οι προσπάθειες που έκανε ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος στη διάρκεια αυτού του χρόνου, κυρίως μέσω των συνεργατών του −αρχικά με μια συνάντηση τον Δεκέμβριο του 2019− για να στρέψει το ενδιαφέρον του πρωθυπουργού σε όσα απασχολούν την Εκκλησία της Ελλάδος, δεν ήταν λίγες. Στο πλαίσιο αυτό υπερέβαλε εαυτόν στην τήρηση των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας παρόλο που σύρθηκε στο κλείσιμο των ναών. Ωστόσο, τίποτα δεν απέδωσε.

Έτσι κάποια στιγμή ο Ιερώνυμος αποφάσισε να προχωρήσει σε δύο κινήσεις. Μία ουσίας και μια επικοινωνιακή.

Στις 26 Μαΐου δύο συνεργάτες του συναντήθηκαν στο Μέγαρο Μαξίμου με τον υπουργό Επικρατείας Γιώργο Γεραπετρίτη. Του παρέδωσαν έναν φάκελο με μια επιστολή και τρία συνοδευτικά κείμενα για ισάριθμα ζητήματα που απασχολούν την Εκκλησία της Ελλάδος. Πρώτο και καίριο οι εκκρεμότητες που αφορούν στην αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας που άφησε τελικά μετέωρη η πολυσυζητημένη συμφωνία με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.

Συγκεκριμένα ο κ. Ιερώνυμος επιμένει ακόμη και τώρα να ζητά την αλλαγή του νόμου 1811/88 που προβλέπει τη σύμβαση μεταξύ του δημοσίου και 149 Μοναστηριών τα οποία παραχώρησαν οριστικά και αμετάκλητα την ακίνητη περιουσία τους στο δημόσιο και ο οποίος παραμένει σε ισχύ. Πρόκειται για τον ένα από τους δύο «νόμους Τρίτση». 

Αν και στην πράξη ο νόμος αυτός δεν εφαρμόζεται (εδώ και 32 χρόνια!) σε μια άτυπη συμφωνία Κράτους-Εκκλησίας, ωστόσο δεν επιτρέπει και στους Μητροπολίτες που επιθυμούν (διακαώς ως φαίνεται) να εκμεταλλευτούν την ακίνητη περιουσία των μοναστηριών. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επένδυση με φωτοβολταϊκά σε έκταση που έχει παραχωρήσει στο ελληνικό δημόσιο η Μονή Πεντέλης, την οποία επεδίωξε ο νυν μητροπολίτης Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας Γαβριήλ. Η επένδυση, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν προχώρησε.

Εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον έχουν και μια σειρά από θεσμικά ζητήματα τα οποία έθεσε στον πρωθυπουργό η Εκκλησία επιδιώκοντας να τροποποιηθούν ώστε να αυτονομηθούν οι κινήσεις της. Όμως η Πολιτεία δείχνει ότι δεν θέλει να αποδεχτεί αυτή την αυτονομία. Μιλάμε για ζητήματα που αφορούν στην απονομή εκκλησιαστικής δικαιοσύνης στα εκκλησιαστικά δικαστήρια, στην αδειοδότηση ίδρυσης μοναστηριών αλλά και μία σειρά αποφάσεων σχετικές με τη διοίκηση της εκκλησίας στην καθημερινή της λειτουργία χωρίς την παρέμβαση του κράτους.

Και τέλος, όπως πάντα άλλωστε, τίθενται θέματα που αφορούν στην εκκλησιαστική εκπαίδευση.

Και ενώ ο φάκελος παραμένει στα συρτάρια του Μαξίμου δείχνοντας ότι ο πρωθυπουργός δεν βιάζεται, ο αρχιεπίσκοπος προχώρησε και σε μία επικοινωνιακή κίνηση - πίεσης προς τον πρωθυπουργό. Τρεις μέρες μετά την παράδοση του φακέλου, με τη συνέντευξή στην «Καθημερινή της Κυριακής» περιγράφει την ιδιαίτερα καλή σχέση που είχε και έχει με τον Αλέξη Τσίπρα αλλά όχι με τον σημερινό πρωθυπουργό, υπογραμμίζοντας την έλλειψη επικοινωνίας με τον Κυριάκο Μητσοτάκη: «Τον πρωθυπουργό τον κ. Μητσοτάκη τον εκτιμώ, τον σέβομαι ως πρωθυπουργό, επιθυμώ τη συνεργασία, αλλά τα θέματα της Εκκλησίας αυτή την ώρα είναι τεράστια. Τεράστια, και μέσα στα τεράστια προβλήματα θα υπάρχουν και δυσκολίες».

Οι «δυσκολίες» αυτές έχουν αφετηρία τη συμφωνία που επιχείρησαν να συνάψουν ο αρχιεπίσκοπος με τον Αλέξη Τσίπρα στις 6 Νοεμβρίου 2018 και αφορούσε στην αλλαγή μισθοδοσίας των κληρικών. Τότε ο Μητσοτάκης είχε αιφνιδιαστεί και χωρίς να γνωρίζει –ως όφειλε– θέματα όπως αυτό της μισθοδοσίας του κλήρου, έσπευσε μέσω της πρώτης ανακοίνωσης της Ν.Δ. να εκδηλώσει την ικανοποίησή του για τη συμφωνία. Ωστόσο, αρκετά νωρίς αντιλήφθηκε τις παγίδες που έκρυβε, κυρίως για θέματα που αφορούν στα μισθολογικά, εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα των ιερέων. Φρόντισαν ιδιαίτερα γι' αυτό, οι εκπρόσωποι του κλήρου που εκείνες τις μέρες επισκέπτονταν συχνά το γραφείο του Μητσοτάκη στη Βουλή με στόχο να αποσαφηνίσουν τη συμφωνία Τσίπρα - Ιερώνυμου. Και αυτό διότι ο κ. Μητσοτάκης, τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, βγήκε ιδιαίτερα προβληματισμένος από τη συνάντηση που είχε με τον κ. Ιερώνυμο ένα πρωινό μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας Αρχιεπισκοπής και κυβέρνησης Τσίπρα. Αυτή η συνάντηση στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών φαίνεται ότι καθόρισε τις τωρινές σχέσεις των δύο και τις οδήγησε σε απραξία σε αντίθεση με τη σχέση Τσίπρα - Ιερώνυμου, που από τις πρώτες μέρες του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία έως και σήμερα, παραμένει στενή.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ