Πολιτικη & Οικονομια

Οι κεντρώοι είναι «οπορτουνιστές», κ. Μητσοτάκη

Δεν είναι τυχαίο ότι η πιο σκληρή ίσως κριτική στα φιλελεύθερα ανοίγματα του κ. Μητσοτάκη προέρχεται από τα δεξιά

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Συνάντηση Κυριάκου Μητσοτάκη-Αλέξη Τσίπρα στο Μέγαρο Μαξίμου

Ο Παντελής Καψής γράφει για τη σχέση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τους ψηφοφόρους του μεσαίου χώρου και τις κομματικές συμπεριφορές που την απειλούν.

Ο Αλέξης Τσίπρας γνωρίζει πολύ καλά ότι το μεγάλο πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι η πολιτική του απομόνωση. Την άποψή του δεν την συμμερίζονται όλα τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως εκείνα που δεν έχουν την παραμικρή διάθεση να ανταγωνιστούν με «παρείσακτους» για μερίδιο της κομματικής πίτας. Παρ’ όλα αυτά είναι σαφές ότι η μάχη στις τελευταίες εκλογές κρίθηκε και αυτή τη φορά στο κέντρο. Όλα δείχνουν ότι το ίδιο θα συμβεί και με τις επόμενες. Είναι κρίσιμο λοιπόν για τον ΣΥΡΙΖΑ να μπορέσει να προσελκύσει ψηφοφόρους από τον μεσαίο χώρο, όπως και αν τους ονομάσουμε: κεντροαριστερούς, σοσιαλδημοκράτες ή απλώς εκσυγχρονιστές. Για την ώρα ματαιοπονεί. Η αποστροφή που νιώθουν προς το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι εντυπωσιακή, εκδηλώνεται μάλιστα με επιχειρήματα όχι μόνο πολιτικά αλλά και ηθικής απαξίας. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για όσους ήδη ψήφισαν τη Νέα Δημοκρατία αλλά και για τους ψηφοφόρους του ΚΙΝΑΛ. Οι τελευταίοι μάλιστα μπορεί να είναι και οι πιο φανατικοί αντίπαλοι του κ. Τσίπρα. Η εξήγηση, πέρα από τις κωλοτούμπες, την αντιφατική πολιτική της πενταετίας και την συμπόρευση με την χειρότερη εκδοχή της λαϊκιστικής, εθνικιστικής δεξιάς, θα πρέπει να αναζητηθεί στον πολιτικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ. Η εχθροπάθεια, η συλλήβδην απαξίωση των κυβερνήσεων και των στελεχών του ΠΑΣΟΚ, η αλαζονεία και ο απροκάλυπτος κομματισμός, έχουν υψώσει ένα τείχος που δύσκολα θα πέσει. Κορωνίδα αυτής της πολιτικής ήταν οι διώξεις κατά των πολιτικών του αντιπάλων στις οποίες ξεχωριστή μνεία θα πρέπει να γίνει στην απόπειρα εμπλοκής του Κώστα Σημίτη. Ένα πρόσωπο εμβληματικό ακριβώς για τους μετριοπαθείς κεντρώους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ που τώρα θέλει να προσελκύσει. Η επίθεση αυτή βέβαια αντανακλά και την πολιτική αναπηρία του ΣΥΡΙΖΑ, την αδυναμία του να καταλάβει το φαινόμενο ΠΑΣΟΚ που σφράγισε την μεταπολίτευση. Οργανικό στοιχείο του ήταν ήδη από την δεκαετία του '80 το εκσυγχρονιστικό ρεύμα. Την αναπηρία του αυτή την πλήρωσε στις εκλογές, εξακολουθεί να την πληρώνει και σήμερα.

Δεν ισχύει το ίδιο για τον κ. Μητσοτάκη. Από την πρώτη στιγμή της εκλογής του σηματοδότησε την πρόθεσή του να κινηθεί προς το κέντρο. Έχει μάλιστα ενδιαφέρον ότι ο ίδιος προσωπικά, όχι η Νέα Δημοκρατία, έχει απήχηση σε αυτό το τμήμα των ψηφοφόρων. Κι αυτό οφείλεται κυρίως στον εκσυγχρονιστικό πολιτικό του λόγο και στη συνέπεια που έχει δείξει. Ακόμα και όταν αντιτάχθηκε στη συμφωνία των Πρεσπών το έκανε με τρόπο που έκλεινε το μάτι στο κέντρο. Διαφοροποιήθηκε καθαρά από τον εθνικιστικό λόγο των περισσότερων στελεχών της ΝΔ, με πρώτο τον κ. Σαμαρά. Την ίδια συνέπεια έδειξε και στη συγκρότηση της κυβέρνησης με τη συμμετοχή στελεχών χωρίς κομματικές περγαμηνές ή ακόμα και με θητεία σε κορυφαίες θέσεις του ΠΑΣΟΚ.

Παρόλα αυτά ο γάμος της ΝΔ με το κέντρο παραμένει γάμος ευκαιρίας. Αυτό έχει να κάνει φυσικά με την ίδια τη ΝΔ που ιδεολογικά και πολιτικά παραμένει στον συντηρητικό χώρο. Δεν είναι τυχαίο ότι η πιο σκληρή ίσως κριτική στα φιλελεύθερα ανοίγματα του κ. Μητσοτάκη προέρχεται από τα δεξιά. Όποιος παρακολουθεί δεξιά μέσα ενημέρωσης το γνωρίζει πολύ καλά. Κι αυτό τόσο στα θέματα εξωτερικής πολιτικής όσο και σε ζητήματα κοινωνικών ελευθεριών. Έχει να κάνει όμως και με τους ψηφοφόρους του μεσαίου χώρου. Όπως επισημαίνουν οι πολιτικοί επιστήμονες, η εκλογική τους συμπεριφορά είναι «οπορτουνιστική». Δεν ψηφίζουν τόσο με κομματικά κριτήρια όσο με το τι πιστεύουν ότι συμφέρει τη χώρα τη δεδομένη στιγμή. Έχουν όμως και ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό: επιδεικνύουν ιδιαίτερη ευαισθησία για ζητήματα αρχής και ιδιαίτερα για φαινόμενα που μυρίζουν παλαιοκομματισμό. Μέχρι στιγμής ο κ. Μητσοτάκης μοιάζει να το καταλαβαίνει.

Όταν, για παράδειγμα, διορίστηκαν απόστρατοι στις διοικήσεις των νοσοκομείων η κυβέρνηση απλώς τήρησε μια παράδοση να τοποθετούνται «δικά μας παιδιά» στις θέσεις ευθύνης. Ένα μεγάλο μέρος της βάσης της ΝΔ αυτό ήθελε και αυτό περίμενε. Ο κ. Μητσοτάκης όμως έκανε πίσω όχι για το άμεσο πολιτικό κόστος, αυτό θα ήταν μικρό. Έκανε πίσω επειδή καταλάβαινε ότι έτσι τραυμάτιζε το δικό του, προσωπικό, εκσυγχρονιστικό προφίλ. Τραυμάτιζε τη σχέση του με αυτή την ειδική μερίδα των ψηφοφόρων οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό του έδωσαν την νίκη.

Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα με τις πρωτοφανείς μεθοδεύσεις του κ. Πέτσα για τις ενισχύσεις στα μέσα ενημέρωσης. Δεν μιλάμε απλώς για παλαιοκομματισμό αλλά για ευθεία παραβίαση της ουσίας του νόμου για τη διαύγεια. Ακόμα χειρότερα, κόβοντας αυθαίρετα μέσα ενημέρωσης που δεν είναι αρεστά, η κυβέρνηση επιδεικνύει μια αντιδημοκρατική νοοτροπία που ανταγωνίζεται επάξια, αν δεν ξεπερνά, μεθοδεύσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Και βέβαια το θέμα έχει πάψει να αφορά τον κ. Πέτσα, αφορά πια τον ίδιο τον πρωθυπουργό.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από μόνη της ούτε αυτή η ιστορία είναι αρκετή για να ακυρώσει τη σχέση εμπιστοσύνης που έχει χτίσει ο κ. Μητσοτάκης με τους ψηφοφόρους του κέντρου. Οι κυβερνήσεις ωστόσο, όσο περνά ο καιρός, έχουν την τάση να επιδεικνύουν όλο και περισσότερο τέτοιες αλαζονικές συμπεριφορές, αποξενώνοντας ακόμα και πιστούς υποστηρικτές τους. Πόσο μάλλον ψηφοφόρους που εξ αρχής δεν μπορεί να θεωρηθούν δεδομένοι. Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα λύση χωρίς κόστος δεν υπάρχει. Ακόμα και με στενά κομματικά κριτήρια ωστόσο, η παραδοχή του λάθους ίσως να είναι προτιμότερη από τη διαιώνισή του. Ένα τραύμα μπορεί εύκολα να γίνει ανοιχτή πληγή, υπονομεύοντας την ίδια τη στρατηγική του κ. Μητσοτάκη για άνοιγμα προς το κέντρο.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ