Πολιτικη & Οικονομια

Τα «μυστικά» των μέτρων για το χρέος

67987-174763.jpg
Γιώργος Κύρτσος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
332917-690144.jpeg

Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για την ρύθμιση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου είναι ένα βήμα στη σωστή κατεύθυνση αλλά δεν αρκούν για να αντιμετωπιστεί το εξαιρετικά σύνθετο πρόβλημα που επιδεινώθηκε λόγω των χειρισμών του 2015. Ατυχείς κυβερνητικές επιλογές, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της κυριαρχίας Τσίπρα-Βαρουφάκη, «ψαλίδισαν» τη χρησιμότητα των μέτρων.

Αυστηροί κανόνες

Μετά τη σύγκρουση της κυβέρνησης με την Ευρωζώνη που έγινε με πρωτοβουλία του κ. Τσίπρα και του κ. Βαρουφάκη, οι Ευρωπαίοι εταίροι και πιστωτές έκαναν πιο αυστηρούς τους κανόνες διαχείρισης του χρέους του ελληνικού Δημοσίου. Καλωσόρισαν τη στροφή 180 μοιρών που πραγματοποίησε η κυβέρνηση Τσίπρα το καλοκαίρι του 2015, θεώρησαν όμως ότι υπάρχει έλλειμμα αξιοπιστίας και γι’ αυτό πήραν αυστηρά μέτρα για να καλυφθούν πολιτικά.

Το δεύτερο πρόγραμμα-μνημόνιο προέβλεπε ότι θα επιστραφούν στο ελληνικό Δημόσιο, για να χρηματοδοτηθεί η οικονομική ανάπτυξη, τα κέρδη της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών, τα οποία υπολογίζονταν σε ένα ποσό της τάξης των 10 δισ. ευρώ για την περίοδο 2014-2020. Η κυβέρνηση Τσίπρα βγήκε από το πρόγραμμα και όταν αποφάσισε να ξαναμπεί σε αυτό, που είχε πλέον τη μορφή του τρίτου προγράμματος-μνημονίου, οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν συμπεριέλαβαν την ευνοϊκή για την Ελλάδα πρόβλεψη του δεύτερου προγράμματος-μνημονίου. Τα κέρδη της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών από τις αγοραπωλησίες των ελληνικών ομολόγων δεν θα επιστραφούν στο ελληνικό Δημόσιο αλλά θα πάνε στις κυβερνήσεις των πιστωτριών χωρών για να περιορίσουν το κόστος που έχει γι’ αυτές η διαχείριση του ελληνικού χρέους. Σε απλά ελληνικά, το ποσό της τάξης των 10 δισ. δεν θα πάει στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αλλά στην κάλυψη του κόστους που μπορεί να έχει για τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις η μετατροπή του κυμαινόμενου επιτοκίου στα δάνεια προς το ελληνικό Δημόσιο σε σταθερό για να αποτραπεί η μελλοντική αύξησή του.

Το έλλειμμα αξιοπιστίας της κυβέρνησης Τσίπρα οδήγησε και στην απόφαση του Eurogroup του Μαΐου 2016, η οποία επιβεβαιώθηκε στο τελευταίο Eurogroup, ότι ο κύριος όγκος της αναδιάρθρωσης του χρέους του ελληνικού Δημοσίου θα πραγματοποιηθεί μετά την ολοκλήρωση της εφαρμογής του τρίτου προγράμματος-μνημονίου, τον Αύγουστο του 2018.

Η πολιτική απόφαση για την αναδιάρθρωση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου προς τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχει παρθεί, σε πολιτικό επίπεδο, από τα τέλη του 2012 και όλα θα μπορούσαν να είχαν κυλήσει ομαλότερα και ταχύτερα εάν είχαμε αποφύγει την περιπέτεια του 2015. Η αναβολή της αναδιάρθρωσης του χρέους για μετά τον Αύγουστο του 2018 έχει τεράστια οικονομική σημασία γιατί δυσκολεύει την επιστροφή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα και αυξάνει την πίεση για μεγάλα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα προκειμένου να επιτευχθεί η λεγόμενη βιωσιμότητα του χρέους.

Η πραγματική διάσταση

Ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας κ. Ρέγκλινγκ εκτιμά ότι η Ελλάδα εξοικονομεί με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για τη ρύθμιση του χρέους ένα ποσό που αναλογεί στο 20% του ΑΕΠ, γύρω στα 38 δισ. ευρώ.

Κατά την άποψή μου πρέπει να κάνουμε μία διάκριση μεταξύ της εξοικονόμησης που επιτυγχάνεται και της δημοσιονομικής βελτίωσης που μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο χαλαρή και παραγωγική πολιτική. Το ελληνικό Δημόσιο γλιτώνει, με τη μέθοδο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, την επιβάρυνση που θα προέκυπτε από την άνοδο των διεθνών επιτοκίων σε βάθος χρόνου. Όπως υπογράμμισε ο ίδιος ο κ. Ρέγκλινγκ, στο άμεσο μέλλον μπορεί να υπάρξει επιβάρυνση γιατί το κυμαινόμενο επιτόκιο που ισχύει σήμερα είναι χαμηλότερο από το σταθερό 1,5% που προβλέπεται στα βραχυπρόθεσμα μέτρα, αλλά σε βάθος χρόνου θα υπάρξουν μεγάλα οφέλη γιατί τα διεθνή επιτόκια αναμένεται να κινηθούν πάνω από το 1,5%. Επομένως, είναι φανερό ότι θα υπάρξει όφελος, αλλά είναι δύσκολο έως αδύνατον να προϋπολογιστούν οι πραγματικές οικονομίες που θα περάσουν στον κρατικό προϋπολογισμό. Το όφελος περιορίζεται και από το γεγονός ότι τα πρώτα χρόνια την διαφορά θα τη χρηματοδοτήσουμε, για λογαριασμό των πιστωτών, εμείς, με τα κέρδη της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών από τις αγοραπωλησίες ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου, τα οποία χάθηκαν για την Ελλάδα στην περιπετειώδη πορεία από το δεύτερο στο τρίτο πρόγραμμα – μνημόνιο.

Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για τη ρύθμιση του χρέους είναι περισσότερο σημαντικά επειδή στέλνουν το μήνυμα της προσαρμογής και της συνεργασίας του ελληνικού Δημοσίου με τους Ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο κλίμα εμπιστοσύνης παρά για τα απόλυτα μεγέθη τα οποία δεν μπορούν να προϋπολογιστούν με ακρίβεια και μπορεί να είναι μικρότερα από αυτά που αναφέρονται.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ