Πολεις

Vol(t)are oh oh!

Volare και βόλταρε στη Θεσσαλονίκη, ένα και το αυτό

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 387
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
21438-47777.jpg

Σε αντίθεση με την Αθήνα, όπου το «πάμε μια βόλτα, κέντρο μεριά» ενέχει λογής κινδύνους –όπως κλοπή κινητού από απεγνωσμένο πρεζόνι την ώρα που μιλάς (έτυχε σε μια φίλη μου), εμπλοκή σε τσαμπουκάδες, εφόσον ανά πάσα ώρα και στιγμή συμμορίες Χρυσαυγιτών ή μπαχαλάκηδων μπορούν να τα κάνουν λαμπόγυαλο– ή, ακόμα και αν δεν σου τύχει κάτι, βόλτα λένε οι φίλοι μου στο κέντρο δε λέει από τη μελαγχολία που σε ρημάζει ένεκα καμένων κτιρίων, ρημαγμένων πεζοδρομίων και άπειρων «κλειστόν» ή «ενοικιάζεται», στη Θεσσαλονίκη είναι αλλιώς. Η βόλτα λέει.

Και δεν αναφέρομαι μόνο στην παραλία, που την περιπατούν οι φυλές των αθλούμενων παππούδων ένεκα μπάι-πας, όπως συμβούλεψε ο γιατρός, ή των επαρχιωτών μαθητών, εφόσον είναι γεμάτη η πόλη από πενθήμερες εκδρομές που λόγω κρίσης δεν πήγαν Πράγα, αλλά ήρθαν στα τσαΐρια του Θερμαϊκού. Μιλώ για βόλτες χαλαρές και ξεκούδουνες, έτσι, ρε παιδί μου, γιατί σε έπιασε η άνοιξη και θέλεις να επιθεωρήσεις πώς θεριεύει η φλαμουριά έξω από το «Local» ή πόσο καλά είναι τα γεμιστά που σερβίρει στα τραπεζάκια έξω ο «Τσαρουχάς».

Τέτοιες βόλτες κάνω, τέτοια βόλτα-γύρα έριξα τις προάλλες. Κάτω από τη φλαμουριά του «Local» έπινε περιχαρής το εσπρεσάκι του ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης ανακοινώνοντάς μου την πρωτιά των «Άγαμων Θυτών»: η παράστασή τους «Οι Άγαμοι Θύται στο Δημόσιο» έκλεισε τη σεζόν με πάνω από 40 χιλιάδες εισιτήρια. Τα δε γεμιστά του «Τσαρουχά» στην Ολύμπου είναι χάρμα όρυζας, πιπεριάς και καλομαγειρέματος. Λίγο μετά, στο «Οξυγόνο» της Ολύμπου, όπου συνεδριάζει η Λέσχη Αστυνομικής Λογοτεχνίας του περιοδικού SOUL, μια ντουζίνα από νουάρ αρρωστάκια συζητήσαμε κατά πόσο τα κατάφερε ο συγγραφέας Χόροβιτς να γράψει μια περιπέτεια του Σέρλοκ Χολμς χωρίς να εκνευρίσει τα επουράνια όπου οικουρεί ο Σερ Κόναν Ντόιλ. Τα κατάφερε μια χαρά, καταλήξαμε.

Ιδανική εποχή για βόλτες και ιδανικές μέρες και νύχτες στη Θεσσαλονίκη να βολοδέρνεις σαν αλητόγατα. Να χάνεσαι στα «Bershka» και τα «H&M», τα «Pull & Bear» και τα λοιπά κοριτσάδικα και να χαζεύεις τσούπρες, νυμφίδια ή σαραντάρες που ακόμα τυραννιούνται από μετεφηβικά σύνδρομα, καθώς προβάρουν φορεματάκια πουά ή υφάσματα με στάμπα αμυγδαλιές, ορτανσίες και λοιπά βουκολικά που μάλλον επέστρεψαν ως τάση. Μεγάλε, Kenzo, τι έχεις να πεις; Η σαλονικιώτικη βόλτα στην πασαρέλα της Τσιμισκή προς στιγμήν με έκανε να ξεπεζέψω στο café δίπλα ακριβώς από το «Metropolis». Η γεύση που τα σπάει είναι το σάντουιτς από ψωμί λαβάς με ντομάτα, σαλάμι αέρος, μαρούλι, μανούρι και μια θεϊκή σος, που πάω στοίχημα πως τα κορίτσια του καταστήματος την κρατούν επτασφράγιστη όπως το μυστικό της Coca-Cola. Παρόλο το ντέρτι και την απόγνωση της κρίσης, οι «ανθρώποι» ζουζουνίζουν επί των κεντρικών αρτηριών, οι νεοχίπηδες ερωτοτροπούν με τις τεράστιες γλάστρες σαν φλιτζάνι του καφέ από τη Χώρα των Γιγάντων που για άλλη μια άνοιξη μοστράρει φάτσα κάρτα στην είσοδό του το «Butlers».

Χαρά θεού είναι και τα απογεύματα στα πάρκα που εναλλάσσονται αναλόγως με το θέμα τους στη Μεγάλου Αλεξάνδρου: ψωνάρες που παίζουν τένις φαντασιωνόμενοι τον Ναδάλ, γιαγιάδες που τους φόρτωσαν οι νύφες το εγγόνι, υπαίθριες καντίνες με «βρόμικο» βραστό και μαλλί της γριάς. Ροζ της γριάς το μαλλί, ανθρακί το μαλλί της εγγονογιαγιάς, πορτοκαλής ο ήλιος απέναντι, άσπρα τα χιόνια που από τον Όλυμπο λιώνουν και κατρακυλώντας στις παραλίες της Σκοτίνας ταξιδεύουν μέσα στα βράγχια ενός κεφαλόπουλου που το ξεβράζουν τα ρεύματα στον κόλπο της Θεσσαλονίκης.

Μου αρέσει η πόλη τέτοιον καιρό, οι βόλτες μοιάζουν σαν να πλατσουρίζεις μέσα στη χρωματική παλέτα των υπαίθριων –δεν βλέπονται– ζωγράφων της Αριστοτέλους. Κίτρινο καλαμποκί όπως αυτό της κρέπας που μασουλάνε οι μαρκησίες στο Ναυαρίνο, μαβί όπως τα κηδειόχαρτα στους στύλους της Κωνσταντινουπόλεως που μαρτυρούν πως, όσο αστικό ρομαντισμό και αν ψάχνεις, πάντα το κακό καραδοκεί. Κόκκινο σαν τα Nike του Τζόρνταν τα vintage που όλο τρακάρουμε τα τρία μας (δύο αυτά, ένας εγώ) σε κάθε λογής μαγαζάκια τρέντηδων που εμπορεύονται hype νοσταλγία, πορτοκαλί όπως οι νεραντζούλες της Ιουλιανού. Μαύρο όπως η σημαία της κατάληψης που ανεμίζει στα μπαλκόνια του κτιρίου της «Terra Incognita» στην Ολύμπου. Έτρωγα τα λαχανί γεμιστά μου στον «Τσαρουχά» απέναντι και εκεί φλάσαρα και είπα να γράψω για το πόσο ωραίες είναι οι βόλτες στα ξεκούδουνα και τα χαλαρά τέτοιο καιρό στη Θεσσαλονίκη. Μη σκας και μη ζηλεύεις, Αθήνα, θέμα χρόνου είναι και συ να ξαναβρείς βηματισμό, γειτονιές και αισθήματα. Nel blu dipinto di blu… 


Φωτo: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΟΣ

stefanostsitsopoulos@yahoo.gr

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ