Life in Athens

Μέρες και νύχτες στην παλιά μου γειτονιά

Πάμε πάλι στα 80s-90s, τη Χρυσή Εποχή του Κολωνακίου

Μανίνα Ζουμπουλάκη
Μανίνα Ζουμπουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 656
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Κολωνάκι
© Άνθιμος Ντάγκας

Η πρώτη ουάου συνέντευξη που έκανα από τον Αλέκο Σακελλάριο ήταν στη «Λυκόβρυση», Πλατεία Κολωνακίου, τέλος δεκαετίας του ’80: όταν ήτανε νέος, μου είπε, έγραφε τα σενάριά του στο καφενείο «Βυζαντινόν», στο κάτω μέρος της Πλατείας, επειδή εκεί είχε σόμπα ενώ στο σπίτι του ξεπάγιαζε. «Προβάριζα τους διαλόγους στα γκαρσόνια», είπε, «αν δεν γελούσαν, τους ξανάγραφα απ’ την αρχή…» Στα γκαρσόνια; Όχι στους θαμώνες; «Τα γκαρσόνια του Κολωνακίου είναι το καλύτερο κοινό!» επέμενε. 

Τι το ιδιαίτερο έχει το Κολωνάκι, εκτός από τα γκαρσόνια του; Είναι κέντρο πόλης, «γειτονιά» χωρίς τον κατινισμό, κλασικό αλλά με χιούμορ. Και τώρα ακόμα, στον (ελπίζουμε) πάτο της Κρίσης, το Κολωνάκι διατηρεί μια αξιοπρέπεια, τη σωστή στάση σώματος, σαν παλιά μπαλαρίνα του Μπολσόι. Ένας ταξιτζής μού είπε πρόσφατα ότι οι πελάτες του Κολωνακίου είναι οι μόνοι που δίνουν πουρμπουάρ, έστω και λίγο. «Όχι επειδή είναι παλιό χρήμα» μου εξήγησε, «παρά επειδή είναι καλλιτεχνικό παλιό χρήμα!» 

Έζησα δεκατέσσερα χρόνια στο Κολωνάκι, με τον ενθουσιασμό του «παιδιού-από-επαρχία». Το πρώτο σπίτι μου το βρήκε τυχαία η δημοσιογράφος Πέγκυ Κουνενάκη, κάτω από τον περιφερειακό Λυκαβηττού και πίσω από τη «Γάστρα». Ο «Γιάννης της Γάστρας» έγινε ο καλύτερος γείτονας. Έμεινα εφτά χρόνια εκεί, κι άλλα εφτά λίγο παρακάτω. Δούλευα στον «Ταχυδρόμο», που ήτανε στη Χρήστου Λαδά και μετά στο Σύνταγμα, άρα ανεβοκατέβαινα την οδό Σίνα με τα πόδια. Λίγοι κάτοικοι Κολωνακίου οδηγούν: όλα είναι τριγύρω, μπορείς να κάνεις τα πάντα χωρίς να βγεις ποτέ από τα όριά του, ούτε καν από τα δικά σου. 

Τα Σάββατα πηγαίναμε στο «Monblumhen» να χαζέψουμε ρούχα, με ξεναγό τη μορφή Κατερίνα «του Monblumhen». Δεν αγοράζαμε πάντα, αλλά ό,τι ρούχο της προκοπής μας ξέμεινε από τα 90s, είναι από εκεί. Τώρα πηγαίνω στο αντίστοιχο σε ποιότητα (ρούχων, και μάλιστα ελληνικών) «Dockland», δίπλα στο πιο ευγενικό Τακούνι Εξπρές, στην Πινδάρου – σίγουρα υπάρχουν κι άλλα μαγαζιά με ωραία ρούχα στο Κολωνάκι, γιατί αν όχι εδώ, τότε πού;

Πάμε πάλι στα 80s-90s, τη Χρυσή Εποχή του Κολωνακίου. Μετά το χάζι του Σαββάτου, μερικοί πηγαίνανε στο «Rock’n’roll» στάνταρ, όπου πέφτανε πάνω στον Βλάσση Μπονάτσο, στάνταρ (αν ήταν αρκετά αργά…) Άλλοι πηγαίνανε στο «Φίλιον», όπου πέφτανε πάνω στον Αντώνη Σαμαράκη, στον Bar Bar, στον Χρήστο Χωμενίδη, τον Βασίλη Βασιλικό μερικές φορές, τον Κωνσταντίνο Τζούμα και άλλους λογοτέχνες, δημοσιογράφους και μουσικούς. Πολλοί μουσικοί πηγαίνουν ακόμα εκεί, ο Αντώνης Πανούτσος, κι άλλοι δημοσιογράφοι, όπως και στο «Daily café bar» στην πάνω μεριά του Κολωνακίου. Ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ο στιχουργός Ισαάκ Σούσης, ο Άρης Δαβαράκης, ένα σωρό κόσμος περνάει από το «Daily». Πέρυσι η Ματούλα, που μένει απέναντι, μου χάρισε ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνα αστραφτερά σανδάλια, του είδους που δεν φοράς σε βαφτίσια («Από την εποχή που έεεεσκιζα, αγάπη μου!»)

img_9383.jpg

Είναι λάθος να πετάω ονόματα στο Κολωνάκι, ξεχνάω τα μισά, έχω μια φλασιά της Ζωής Λάσκαρη στη Λυκόβρυση, και πολλές μικρότερες φλασιές από μοντέλες, celebrities και τηλεστάρ στο μεταγενέστερο αλλά όχι ξεκούδουνο «Da capo». Η Τσακάλωφ ξεχείλιζε από καφέ, μπαρ και μαγαζιά, κι εμείς ξεχειλίζαμε επίσης – από τα μαγαζιά, αλλά και από ενθουσιασμό. Η Βάνα Μπάρμπα έμενε στην Αναγνωστοπούλου. Οι Deux Hommes είχαν ατελιέ στην Κανάρη, η σχολή μόδας «Βελουδάκη» ήταν στην Τσακάλωφ, όπως και το μαγαζί του «Παρθένη». Ο Μάρκελλος Νύκτας, ο Βασίλης Κωστέτσος, ο Λάκης Γαβαλάς, όλοι οι σχεδιαστές μόδας ήταν στο Κολωνάκι. Ο Διονύσης Φωτόπουλος κυκλοφορούσε εκεί, όπως και ο Γιώργος Λαζόγκας. Πάνω από το διαμέρισμα που έμενα, ζούσε ο Νίκος Ξυδάκης. Οι γκαλερί είχανε κόσμο, αναμμένα φώτα και ωραία έργα που ήθελες να τα πάρεις σπίτι σου. Οι συζητήσεις έδιναν κι έπαιρναν. Άρπαξα βρογχίτιδα το ’97 επειδή ξέμεινα σχεδόν όλη νύχτα σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση στα τραπεζάκια-έξω του «Φίλιον».  

Η Χάρητος το βράδυ άστραφτε με μια σειρά μπαρ των οποίων, σόρι, δεν θυμάμαι τα ονόματα – αν θυμάσαι όλα τα ονόματα δεν περνούσες αρκετά καλά. Το «City», εντάξει, επειδή άντεξε πολλά χρόνια. Ο πεζόδρομος έξω από το θερινό σινεμά «Αθηναία» ήταν γεμάτος κόσμο που έπινε, κάπνιζε και συζητούσε ατελείωτα. Ναι, είχαμε να πούμε πολλά, ή να πιούμε ακόμα περισσότερα. Μαγαζιά με κοσμήματα, με αξεσουάρ, με είδη σπιτιού. Πεζουλάκια με άδεια ποτήρια από κοκτέιλ. Πρασινάδες. Το μαγαζί της Μαριάννας Πετρίδη, με μοναδικά, καλλιτεχνικά κοσμήματα (ευτυχώς υπάρχει ακόμα).

Γιατί δίνουν πουρμπουάρ οι κάτοικοι του Κολωνακίου: επειδή... έτσι έχουν συνηθίσει. Δεν έχουν πια λεφτά, υπάρχουν πολλά άδεια σπίτια στο Κολωνάκι κι ακόμα περισσότερα άδεια μαγαζιά. Έχουνε κόψει τα έξοδα όλοι. Αλλά το πουρμπουάρ είναι συνήθειο που δεν έχει σχέση τόσο με τα λεφτά όσο με την πεποίθηση ότι τα λεφτά είναι μόνον ένα μέσον για να περνάς ωραία, για τίποτε άλλο. Ίσως να άφηνε σοβαρά πουρμπουάρ ο Ζάχος Χατζηφωτίου, ο άνθρωπος που περιέγραψε το Κολωνάκι καλύτερα από όλους, ίσως όχι. Ο Σακελλάριος πάντως άφηνε. Τα γκαρσόνια τον αγαπούσαν όχι μόνο γι’ αυτό – κυρίως, επειδή τους έλεγε τα καλύτερα αστεία…

Η τελευταία συνέντευξή μου στο Κολωνάκι ήταν με τον μεγάλο Γιώργο Μανιώτη, στο διακριτικό «Desire». Είχα χρόνια να πατήσω στο ζαχαροπλαστείο, και μου φάνηκε σα να μην πέρασε μια μέρα από τα 90s: εδώ αγόραζα κοκ για τον πρώτο μου γιο (ολόκληρος άντρας πια) κι ενώ σίγουρα έχει αλλάξει κι ανακαινιστεί ο χώρος... η ατμόσφαιρα είναι κολωνακιώτικη. Ψύχραιμη, όχι-ανοιχτά-στα-μούτρα-σου-αριστοκρατική, καλής ποιότητας, ευγενής και μετρημένη. Όπως το ίδιο το Κολωνάκι, ακόμα και σήμερα… 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ