TV + Series

Λευτέρης Χαρίτος: «Με πηγαίνει n ζωή. Δεν τnν πηγαίνω»

Πού οφείλεται η επιτυχία των Άγριων Μελισσών και πώς τη διαχειρίστηκε ο ίδιος

katerina-mpakogianni.jpg
Κατερίνα Μπακογιάννη
ΤΕΥΧΟΣ 837
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
O Λευτέρης Χαρίτος

Ο Λευτέρης Χαρίτος, σκηνοθέτης της μεγάλης τηλεοπτικής επιτυχίας «Άγριες Μέλισσες» μιλάει στην ATHENS VOICE, λίγο μετά το φινάλε της σειράς

Με τον Λευτέρη Χαρίτο είμαστε φίλοι. Εδώ και χρόνια. Γνωριζόμαστε δηλαδή πριν από τις «Άγριες Μέλισσες», τη μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία με την οποία έγινε γνωστός σε όλη την Ελλάδα και χώρισε τη ζωή του στα δύο. Στη εποχή προ των Άγριων Μελισσών. Και στην εποχή μετά τις Άγριες Μέλισσες. Οπότε στέκομαι μεροληπτικά απέναντί του.  Είμαι θετικά προκατειλημμένη. Όπως και πολλοί άλλοι. Ο Λευτέρης δεν προκαλεί συγκρούσεις και δεν δημιουργεί αντιθέσεις. Όσοι τον γνωρίζουν, οι περισσότεροι, τον συμπαθούν. Αλλά, αντίθετα από τους περισσότερους, εγώ γνωρίζω πρόσωπα και πράγματα. Όπως ότι θα παρατήσει τα πάντα, χωρίς προειδοποίηση, εάν του το ζητήσει ο Ηρακλής. Τον έχω δει να ακυρώνει σοβαρά ραντεβού για να περάσει χρόνο με τον 15χρονο σήμερα γιο του. Ότι είναι φεμινιστής. Το σύνθημα «Κάτω η πατριαρχία» τον εκφράζει απόλυτα. Ότι κάνει πάνω από δέκα χρόνια ψυχανάλυση.

Είχα τη δημοσιογραφική υποχρέωση να γνωστοποιήσω ότι ξέρω τον άνθρωπο που έχω απέναντί μου.  Σε αυτή τη συνέντευξη προσπάθησα να τον γνωρίσω καλύτερα, αλλά, σε κάθε περίπτωση, παραμένει μία συζήτηση μεταξύ φίλων. Συναντηθήκαμε ακριβώς την επομένη του τελευταίου επεισοδίου των «Άγριων Μελισσών». Το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν ότι το ρολόι του –που μετράει σφυγμούς– χτύπησε κόκκινο καθώς παρακολουθούσε το φινάλε, μαζί με σχεδόν 2,5 εκατομμύρια τηλεθεατές.

Γιατί;
Δεν ξέρω… Ήμουν super excited. Νόμιζα ότι θα πάθω εγκεφαλικό. Πήρα τρία Depon. Είχα άγχος για κάποιες σκηνές που μου είχαν φάει πολύ χρόνο και σκέψη. Ήθελα να δω εάν θα λειτουργήσουν.

Σε ποια σκηνή ανέβηκαν οι παλμοί;
Δεν είμαι σίγουρος. Πρέπει να δω το λεπτό. Το πιο πιθανό είναι ότι ανέβηκε στη σκηνή του Μελέτη με τον Ακύλα. Ξέρεις πόσο δύσκολη σκηνή ήταν αυτή; Υπήρξαν λήψεις που το άλογο έτρεχε ανεξέλεγκτα επειδή φοβόταν τις κάμερες. Αφού ο Γιώργος (σ.σ. Γεροντιδάκης) κατέβηκε και έτρεμε. Είχαν ματώσει τα χέρια του από τα γκέμια.

Άγριες Μέλισσες

Γιατί δεν είδαν οι τηλεθεατές καθόλου αίμα παρότι ο Ακύλας σφάχτηκε με δρεπάνι; Οι Αμερικάνοι σκηνοθέτες θα το είχαν δείξει.
Ανάλογα, έχω δει και έτσι και γιουβέτσι. Δηλαδή, ο Κλιντ  Ίστγουντ δεν θα έδειχνε αίμα. Εγώ ήθελα, αλλά δυστυχώς δεν βρήκαμε το κατάλληλο εφέ.

Η σκηνή πάντως θύμιζε λίγο Spaghetti Western.
Ξέρεις πόσες αναφορές είχε σε ταινίες το χθεσινό επεισόδιο; Τις μετράγαμε σήμερα με τον Πέτρο Καλκόβαλη και τη Μελίνα Τσαμπάνη (σ.σ. σεναριογράφοι). Η σκηνή με την αποθήκη είναι από το Inglourious Basterds του Ταραντίνο. Είχαμε μια ταινία που λέγεται Dead Man Walking με τον Shawn Penn, που είναι η σκηνή που περπατάει ο Μελέτης στον διάδρομο. Το φινάλε είναι διάφορα, είναι και το 1900 του Μπερτολούτσι, είναι και Κουστουρίτσα, άμα θέλει κάποιος.

Συγκινήθηκες γυρίζοντας το φινάλε μετά από τρία χρόνια;
Όχι, γιατί είχα πολλά νεύρα και ήμουν πολύ κουρασμένος. Στα γυρίσματα ο σκηνοθέτης ζει μια κόλαση χιλιάδων προβλημάτων και το μόνο που πρέπει να καταφέρει είναι να έχει το κεφάλι του καθαρό. Την καλύτερη ατάκα την έχει πει ο David Fincher.  Έχει πει ότι σκηνοθεσία είναι να έχεις να κάνεις δώδεκα πλάνα, αλλά να είναι σούρουπο και να πρέπει να επιλέξεις μόνο δύο. Έχει απόλυτο δίκιο. Η σκηνοθεσία μόνο τέχνη δεν είναι, δυστυχώς.

Εσύ είχες νεύρα;
Δεν φαίνεται αλλά έχω.

Πώς τα καταφέρνεις να μοιάζεις πάντα τόσο ήρεμος;
Δεν είναι κάτι, ούτε είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που μπορώ και τα καταφέρνω.  Απλώς μου κάνει πιο εύκολη τη ζωή και τη συνεργασία με τους ανθρώπους.

Παρότι νομίζω ότι σε ξέρω καλά, ακόμα δεν έχω καταλάβει τι πραγματικά θέλεις. Δεν σε έχω ακούσει ποτέ να μιλάς για δικά σου σχέδια. Σαν να αφήνεις τα πράγματα να σε πάνε…
Δεν έχω επιλέξει ποτέ τίποτα, παρά μόνο κάτι μικρού μήκους ταινίες όταν ήμουν μικρός. Δηλαδή μου είναι πολύ πιο εύκολο –είναι ψυχαναλυτικό αυτό– να κάνω κάτι που θα μου δώσουν, παρά κάτι που θα επιλέξω εγώ. Όντως με πηγαίνει η ζωή. Δεν την πηγαίνω.

Άγριες Μέλισσες

Σου έχει βγει πάντως...
Κοίτα, σκηνοθέτης γίνεσαι μόνο αν επιμείνεις. Κανείς δεν θα σε ζητήσει εάν δεν έχεις αποδείξει ότι μπορείς. Πρέπει να σκηνοθετείς συνέχεια. Δικά σου, ξένα, δεν έχει σημασία. Αλλά αυτό ισχύει και για όλους τους καλλιτέχνες. Δηλαδή, για να γίνεις Χωμενίδης πρέπει να γράφεις.

Είναι και θέμα τύχης;
Βρε παιδί μου, σου είπα και πριν. Νομίζω ότι είμαι καλός συνεργάτης. Δηλαδή επειδή είμαι έτσι ήρεμος και δεν έχω πολύ εγωισμό, αρέσει πολλές φορές σε ανθρώπους να δίνουν δύσκολες δουλειές σε έναν τέτοιο άνθρωπο.

Με τις «Άγριες Μέλισσες» πώς προέκυψε η συνεργασία σου;
Έψαχναν έναν σκηνοθέτη που να είναι λίγο έξω από αυτούς που κάνουν τηλεόραση.

Και γιατί εσένα;
Νομίζω ότι οι κινηματογραφικοί σκηνοθέτες δεν θα έλεγαν «ναι». Κανείς. Δηλαδή εγώ έσπασα ένα στερεότυπο. Αλλά το έσπασα συνειδητά, δεν έγινε κατά τύχη. Είπα οκ, αφού είναι ωραίο το σενάριο και δεν είχα και καμιά άλλη τρομερή πρόταση, πάμε να το κάνουμε! Υπήρχε τότε πολύς κόσμος που μου είπε ότι είμαι τρελός.

Τι σου άρεσε στο σενάριο;
Μου άρεσε πάρα πολύ η πλοκή. Είδα έναν κόσμο που μπορούσα να φτιάξω.  Μου άρεσε πολύ η ίντριγκα, ξέρεις, το crime στοιχείο. Μου άρεσε πάρα πολύ ότι αυτή παντρεύεται και τον σκοτώνει. Με το που το διάβασα, είχα δει τον φόνο κατευθείαν.

Ποιος σου είπε να μη δεχτείς;
Ο μπαμπάς μου. Μου είπε “better not”.

Δηλαδή ο άνθρωπος που σε μύησε στον κινηματογράφο προσπάθησε να σε αποτρέψει. Πες μου λίγα λόγια για τον μπαμπά σου και τη σχέση του με το σινεμά.
Η γιαγιά μου ήταν καθαρίστρια στα πρώτα στούντιο του Φίνου, τη δεκαετία του ’30 και του ’40, και στον κινηματογράφο «Αττικόν». Και επειδή μεγάλωνε μόνη της τον μπαμπά μου, τον έπαιρνε το βράδυ και τον κοίμιζε στα καθίσματα.

Λίγο σαν το «Σινεμά ο Παράδεισος».
Είναι λίγο. Έβλεπε ταινίες από μωρό. Καουμπόικα, πολέμους… Και εγώ τα είχα δει όλα από μικρός. Με πήγαινε τις Κυριακές και εμένα στο «Αττικόν» και βλέπαμε πολεμικά και τέτοια. Στα 15 μου με πήγε σε ταινία τουΤαρκόφσκι. Κοιμήθηκα, συνειδητά, από κόντρα. Ήταν ό,τι πιο βαρετό. Αλλά θυμάμαι ότι ξύπνησα στη μέση της ταινίας και άνοιξα τα μάτια μου και σκέφτηκα «τι ωραίο!».

Με αυτά τα ερεθίσματα θα έλεγε κανείς ότι θα ήθελες να γίνεις ο σκηνοθέτης αριστουργημάτων.
Δεν ξέρω, δεν έγινε. Θα ήθελα παρά πολύ να κάνω μια ταινία και να πάω στις Κάννες. Όλοι θα το ήθελαν. Από την άλλη, εφόσον για κάποιο λόγο δεν έχω προσανατολιστεί προς τα εκεί, δεν θα συμβεί ως διά μαγείας. Νομίζω μου αρέσει πάρα πολύ η επικοινωνία με το κοινό. Το Dolphin Man (σ.σ. ντοκιμαντέρ του 2017 για τη ζωή του Jacques Mayol) επικοινώνησε με πολύ κόσμο.

Άγριες Μέλισσες

Γιατί δεν έχουμε Φίνο σήμερα;
Δεν έχουμε Φίνο γιατί δεν υπάρχει Φίνος. Όμως, εάν μιλήσεις σε κινηματογραφιστές, θα σου πουν ότι οι ταινίες του Φίνου δεν είναι σινεμά. Και έχουν δίκιο. Είναι σαν θέατρο. Εκείνη την εποχή στην Ευρώπη γυρίζονταν όλα τα τεράστια αριστουργήματα –ο Φελίνι και ο Μπέργκμαν τότε έκαναν τις ταινίες τους– και εμείς κάναμε τη «Δεσποινίς διευθυντή»… Τρελό.

Πώς το εξηγείς;
Κάθε χώρα κάτι έχει, κάτι δεν έχει. Εμείς έχουμε λογοτεχνία και ποίηση. Δεν είναι το σινεμά αυτό που θα μας ζήσει. Ακόμα και σήμερα δεν έχουμε σχολή κινηματογράφου στην Ελλάδα. Υπάρχουν μονάδες. Ο Λάνθιμος. Ο Αγγελόπουλος. Δεν έχουμε όπως, για παράδειγμα οι Ρουμάνοι, δέκα, ας πούμε, Μουντζίου. Τώρα βέβαια υπάρχει αυτό το weird wave αλλά δεν νομίζω ότι θα μείνει.

Γιατί νομίζεις ότι δεν έχουμε εμπορικό κινηματογράφο;
Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Υπάρχουν υπέροχες ταινίες συναδέλφων μου που για κάποιο λόγο δεν είχαν μαζική απήχηση. Υπάρχει όμως δυστυχώς και κάτι άλλο. Καλλιτέχνης στην Ελλάδα, ας πούμε παραδοσιακά, θεωρείται ένας τύπος ο οποίος δεν απευθύνεται σε κανένα. Το λέω με την έννοια ότι υπάρχει αυτή η δεισιδαιμονία ότι εάν κάνεις κάτι το οποίο αρέσει σε πολύ κόσμο είναι ευτελές.

Πολλοί είπαν ότι οι «Μέλισσες» έφεραν τον κινηματογράφο στην τηλεόραση.
Ο κινηματογράφος είναι στην αίθουσα και όχι στην οθόνη της τηλεόρασης. Όταν βλέπεις κινηματογραφικές ταινίες στην τηλεόραση, δεν χωράνε, το νιώθεις αυτό το πράγμα, γιατί είναι μια αφήγηση που έχει γίνει για το μεγάλο πανί. Η τηλεόραση έχει άλλη γλώσσα. Σε όλο τον πλανήτη η τηλεόραση γίνεται πιο γρήγορα και πιο φθηνά από το σινεμά. Όταν λοιπόν λένε ότι οι «Μέλισσες» έφεραν τον κινηματογράφο στην τηλεόραση, απλά εννοούν ότι κάναμε σωστά τη δουλειά μας.

Δηλαδή;
Δηλαδή κάναμε σκηνές που είχαν πέντε πλάνα παραπάνω, ωραία εικόνα, καλό μοντάζ, σωστή μουσική… Αλλά είναι τηλεόραση, δεν είναι σινεμά.

Τι νομίζεις ότι θα μείνει από τις «Μέλισσες»;
Νομίζω θα μείνει το πολύ ανθρώπινο στοιχείο. To συναίσθημα. Ήταν μια σειρά που δεν κιότεψε να κοιτάξει στα μάτια τον θάνατο, τον έρωτα, την καθημερινότητα, την πολιτική. Πράγματα τα οποία ειδικά στην Ελλάδα κάπως τα αποφεύγουμε. Τα κάνουμε λίγο έμμεσα. Εγώ θυμάμαι να μαθαίνουμε ότι η σύγκρουση δεν πρέπει να φαίνεται πολύ. Το οποίο είναι μια μαλακία και μισή, η σύγκρουση πρέπει να είναι σύγκρουση. Δεν υπάρχει υπόγεια σύγκρουση, ας πούμε, να κοιταζόμαστε και να μη μιλάμε.

Εσένα προσωπικά τι θα σου αφήσουν οι «Μέλισσες»;
H αίσθηση που θα μου μείνει είναι χιλιάδες άνθρωποι, εκατομμύρια, να με κοιτάνε και να μου χαμογελάνε για ένα πράγμα το οποίο έκανα με πολύ κόπο από το σπίτι μου την εποχή του κορωνοϊού. Ένιωσα ξανά σαν παιδί με αυτό το πράγμα. 

Η κριτική σε πείραξε;
Όχι, γιατί ήμουν πολύ σίγουρος στις αποφάσεις μου. Δηλαδή είχα κάνει κριτική πριν να μου την κάνουν. Έλεγαν, για παράδειγμα, «Γιατί φοράει κραγιόν η Ελένη;» Μα ήθελα να φοράει κραγιόν διότι θεωρούσα ότι ήταν μια πρωταγωνίστρια που έπρεπε να φοράει κραγιόν.

Εσύ τι αρνητικό βρίσκεις στις «Μέλισσες»;
Το βασικό αρνητικό των «Μελισσών» πηγάζει και λίγο από την έλλειψη χρόνου. Δηλαδή πολλές φορές γίνονταν τσαπατσουλιές. Αυτό νομίζω που κράτησε το επίπεδο, ακόμη και αν έβλεπες μια πιο πρόχειρα φτιαγμένη σκηνή που δεν είχε τα σωστά props ή το σωστό ντεκόρ, ήταν το performance των ηθοποιών και το κείμενο.

Θα πεις ένα παράδειγμα;
Το «Διαφάνι» είχε πολλά… νεκροταφεία. Από την πρώτη σεζόν μέχρι τώρα αλλάξαμε 5-6 location.

Γιατί;
Για λόγους πρακτικούς. Όταν πρωτοξεκινήσαμε πήγαμε στο καλύτερο που βρήκαμε που ήταν όμως μακριά. Μετά ψάξαμε για πιο κοντινό. Όταν πια φτάνεις στην τρίτη σεζόν, δεν έχεις χρόνο να κάνεις τίποτα!

Πού ήταν το πρώτο και πού το τελευταίο νεκροταφείο;
Το πρώτο ήταν στο Καλέντζι. Το τελευταίο ήταν στο πλατό. Δεν φτιάξαμε τίποτα, ακουμπήσαμε τους τάφους πάνω στο γκαζόν.

Έχει αλλάξει προς το καλύτερο το τηλεοπτικό τοπίο;
Έχει ξεκινήσει ένα κύμα μίνι σειρών το οποίο φαίνεται ότι είναι συμπαθητικό. Ο «Σιωπηλός δρόμος», που είναι πάλι με σενάριο της Μελίνας και του Πέτρου, ήταν ωραία σειρά και είναι κιόλας η πρώτη ελληνική σειρά που πουλήθηκε στο εξωτερικό. Πρώτη φορά ever. Περιμένουμε τώρα όλοι με αγωνία την καινούρια σειρά του Βασίλη Κεκάτου. Που λογικά θα είναι μια συγκλονιστική σειρά, έτσι όπως πρέπει να γίνονται οι σειρές, γιατί ο Κεκάτος είναι ένας νέος σκηνοθέτης ο οποίος έχει βραβευθεί δύο φορές στις Κάννες για μικρού μήκους ταινίες. Πολύ ταλαντούχο πλάσμα.

Η δική σου επόμενη σειρά;
Η δική μου επόμενη σειρά είναι «Η Μάγισσα». Διαδραματίζεται το 1918 στη Μάνη, προεπαναστατικά δηλαδή. Θέλουμε να το κάνουμε και λίγο fantasy. Θα έχουμε μάχες, θα έχουμε άλογα, θα έχουμε σπαθιά… Πρέπει να χτίσουμε ένα τεράστιο πύργο για ντεκόρ. Θα είναι πάλι μια τρέλα. Δηλαδή, οι σκηνές των «Μελισσών» θα μοιάζουν παιχνιδάκι μπροστά σε αυτό.

Οπότε έκανες πρόβα στο φινάλε των «Άγριων Μελισσών» με τον Μελέτη να σφάζει τον Ακύλα πάνω στο άλογο;
Είναι αλήθεια αυτό που λες. Προσπάθησα να αποδείξω λίγο στον εαυτό μου ότι μπορώ να το ακουμπήσω αυτό το πράγμα. Έστω με ένα άλογο και έναν άνθρωπο. Τώρα θα έχω 50 ανθρώπους με άλογα…

Πηγαίνεις σινεμά με τον γιο σου;
Δεν θέλει. Βαριέται. Το access είναι τελείως διαφορετικό σήμερα στα παιδιά. Εμένα, εάν δεν μου τα έδειχνε ο μπαμπάς μου, δεν θα τα έβλεπα ποτέ από μόνος μου. Τώρα υπάρχουν όλα στο διαδίκτυο. Έχω μια βαθιά πίστη ότι θα τα ανακαλύψει μόνος του όταν έρθει η ώρα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ