Ταξιδια

Ο ασύλητος τάφος

Μια ελληνική θαλασσινή ιστορία

20527-106352.jpg
Λευτέρης Κουσούλης
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
fishing-boat-248214_1920.jpg

Όταν ήμασταν μικροί, εκεί στο κέντρο του Λακωνικού, μας έλεγαν παράδοξες ιστορίες.

Οι παλιοί ψαράδες, λέει, που τους δυσκόλευε ο καιρός και τους απειλούσε η κακοκαιρία, είχαν στις ακτές εγκαταστήσει μικρά σημεία ανεφοδιασμού.

Μια βίκα με νερό, λίγα αμύγδαλα, αχλάδια το καλοκαίρι, βαζάκι με ελιές, πιπεριές τουρσί, παξιμάδια, τυρί στο λάδι.

Το ακούγαμε αυτό μεταξύ θαυμασμού και απορίας. Έμοιαζε με παραμύθι. Θα μπορούσε να είναι αληθινό.

Όταν η φαντασία σου ψιθυρίζει ότι η ιστορία μπορεί να είναι και αληθινή, γίνεται αφυπνιστικό ερέθισμα, ψυχοτροπική ουσία, που σου μιλάει για το όνειρο, το οποίο σε συναρπάζει επειδή είναι νοητό.

Σιγά μην άφηναν εφόδια στους βράχους, απαντούσαμε αρνητικά, περιμένοντας στο βάθος την επιβεβαίωση της ιστορίας.

Τους βλέπαμε τους παλιούς ψαράδες με τις μικρές μηχανοκίνητες βαρκούλες, με το σαγηνευτικό ρυθμό της μηχανής, την ονειρική όψη του πλεούμενου, να πλησιάζουν τις ήρεμες ακτές, να φιλούν τους βράχους, να βγαίνουν έξω, να γεμίζουν τις βίκες τους νερό, να δέχονται με χαρά τις ντομάτες και τις μελιτζάνες, που με αφθονία ο Παναρίτης και τα ευλογημένα περιβόλια στις ακτές του γεννούσαν. Και αυτοί, ευχαριστώντας, με τα μάτια ακοίμητα στις βάρκες τους, να βιάζονται, να βιάζονται να φύγουν.

Τους θυμήθηκα με ανείπωτη νοσταλγία για εκείνη τη στιγμή της σπαρακτικής επιθυμίας μου να με πάρουν μαζί στο άγνωστο ταξίδι τους.

Κάθε φορά που πλέουμε ανοιχτά και οι βραχώδεις ακτές, αφρισμένες μας επιστρέφουν λευκό χαμόγελο, αναρωτιόμαστε αν κάτι ξεχασμένο μένει ακόμα εκεί σε  μια μικρή σπηλιά, σε ένα κρυφό μέρος.

Έχουμε πολλές φορές σκεφθεί να δώσουμε ζωή σε εκείνες τις ιστορίες. Ασφαλείς πια εμείς, με γρήγορη την επιστροφή στο λιμάνι, θα αφήναμε σε μέρος απόσκιο ένα μπουκάλι νερό, παξιμάδια, ξηρούς καρπούς και ο,τι η εποχή εύκολα θα μας προμήθευε.

Εκτός από λίγους βασιλικούς που φυτεύουμε σε απρόσιτες ακτές και συχνά ποτίζουμε, ποτέ δεν κάναμε πράξη τις ιστορίες που ακούγαμε για τους παλιούς ψαράδες.

Προχθές ο Μανώλης βγήκε με τη βάρκα του σε μικρή εξόρμηση στο κοντινό νησί. Σύντομη βόλτα και επιστροφή. Η θάλασσα σε κρατάει κοντά της με κάθε τρόπο. Έτσι κράτησε και τον Μανώλη. Και οι δυο του άγκυρες γαντζωμένες στο βυθό. Βουτιά τη βουτιά, τέχνη την τέχνη ο Μανώλης απελευθερώθηκε, κατάκοπος και διψασμένος.

Από την ξηρά, στην απέναντι ακτή, ο ξάδερφός του ο Παναγιώτης θα ήταν εύκολο να του πετάξει, ταξιδεύοντας αυτός ακτή-ακτή ένα δροσερό μπουκάλι νερό. Και ο Μανώλης με την απόχη να το συλλέξει από το κύμα, να σβήσει τη δίψα του.

Καθώς ο Μανώλης δεν έχει μαζί του το κινητό του Παναγιώτη, του αιγυπτιολόγου, δεν έχει τρόπο να ξεδιψάσει.

Και στο λιμάνι πια, θυμήθηκε τις ιστορίες που ακούγαμε μικροί. Για τις κρυμμένες τροφές και τα αποθέματα νερού.

–Πες στον Παναγιώτη την ιστορία, του προτείνω.

–Ναι, μου απάντησε.

Και θα του πω τα πάντα για τους παλιούς ψαράδες και τους άγνωστους κρυμμένους θησαυρούς της επιβίωσης. Αυτός θα με καταλάβει. Και θα με πιστέψει. Ναι, θα του πω ότι ήταν κάτι σαν ασύλητος τάφος.

Και θα ξεκινήσει να φαντάζεται, να ψάχνει και να ερευνά.

Δεν έχει τέλος αυτή η αναδρομή. Δεν θα βρει απάντηση αυτή η ανθρώπινη απορία.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ