Ταξιδια

Διακοπές από την κόλαση (Αναγνώστες)

Γράφει η Σ.Α.

115098-718271.jpg
Αναγνώστες
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
134678-307329.jpg

Καλοκαίρι στο τέλος των 90’s, εγώ γύρω στα 20 και η ξαδέρφη μου δυο χρόνια μεγαλύτερη. Κολλητές γαρ, τα τελευταία χρόνια είχαμε καθιερώσει μαζί διακοπές στο εξοχικό της σε ονειρεμένο ελληνικό νησί που ήταν παράδεισος για νέους της ηλικίας μας. Μπάνιο όλη μέρα στα κρυστάλλινα νερά, καλό φαγητό στο σπίτι μας νωρίς το απόγευμα, βόλτες και μπαράκια το βράδυ… ύπνος μέχρι αργά το πρωί! Παράδεισος! Είχαμε ήδη επαναλάβει το τέλειο σκηνικό των διακοπών μας για μερικές χρονιές και εφόσον τα βρίσκαμε 100% και ταιριάζαμε σε όλα, δεν διανοηθήκαμε να μην το ξανακάνουμε… Με μια μικρή διαφορά! Φέτος θα έρχονταν μαζί μας και δυο ακόμη φίλες της ξαδέρφης μου από τη γειτονιά της και το παλιό της σχολείο… ΟΚ είπα, τα ξέρω τα κορίτσια κάπως, πόσο μπορεί να χαλάσει το ονειρικό σκηνικό διασκέδασης και ξεκούρασης; Τελευταία στιγμή υπήρξε ακόμη μια προσθήκη, η μεγάλη αδερφή της μιας φίλης. ΟΚ είπα και εκεί, ας μην φανώ ξινή, όλα καλά θα πάνε, θετικό πνεύμα και όρεξη για διακοπές.

Το «περίεργο» του πράγματος φάνηκε από τη στιγμή της αναχώρησής μας. Το αυτοκινητάκι της ξαδέρφης μου, μικρό και βολικό, περίμενε παρκαρισμένο κάτω από το σπίτι, είχαμε ήδη βάλει τα λιτά πράγματά μας εμείς οι δυο και περιμέναμε την υπόλοιπη παρέα. Ξαφνικά εμφανίζεται από τη γωνία η εύσωμη (τη λες ευγενικά) τριάδα… με τις αποσκευές ενός λόχου! Πανικόβλητες εμείς, προσπαθούμε να σκεφτούμε πώς στο καλό θα χωρέσουν 5 κορίτσια και τα μπαγκάζια 15 ατόμων σε ένα μικρό 1000αράκι, και πώς στο καλό θα βγάλει και το ταξίδι με ό,τι συνεπάγεται... Παλεύοντας να βρούμε άκρη προτείνουμε να κάνει η καθεμιά μια διαλογή και να αφήσει λίγα πράγματα. «Αποκλείεται!» λέει η μεγάλη αδερφή της φίλης, «έχω μέσα και τα ρούχα για τα μοναστήρια, τα φαγητά για τις παραλίες (!) και τα σύνεργα για το λιβάνισμα»! Κόκκαλο εμείς οι δυο… Σε θεούσα πέσαμε, σκέφτομαι εγώ, θα μας ταράξει στο λιβάνισμα και το κεφτεδάκι στην παραλία. «Αποκλείεται!» συνεχίζει η άλλη φίλη, «έχω μέσα τα καθαρά σεντόνια και τις πετσέτες μου (που το σπίτι διέθετε ήδη) γιατί σιχαίνομαι στων άλλων»! Κι άντε να την πείσεις να βάλει την πετσέτα της στην αμμουδιά και να μείνει όλη μέρα με το αλάτι στην παραλία… σκέφτομαι εγώ… Οι οιωνοί δεν ήταν καλοί για τις διακοπές… «Αποκλείεται!» πετάγεται και η τρίτη, «έχω τα βιβλία για να διαβάσω γιατί έχω εξεταστική το Σεπτέμβριο»… Και τότε τι τις θες τις διακοπές κουκλίτσα μου;

Τα πράγματα με έναν μαγικό τρόπο μπήκαν στο πορτμπαγκάζ και στις αγκαλιές μας, οι τρεις «νέες» της παρέας ήταν και πολύ εύσωμες (να το πω κόσμια να μη φανώ κακιά) οπότε έπεσε ο κλήρος στην αδύνατη της παρέας (εμένα που με κοιτούσαν με μισό μάτι λόγω των κιλών μου) να καθίσει πίσω ανάμεσα σε δυο τους. Η «μεγάλη αδερφή» κάθισε μπροστά για να μας προσέχει, είπε. Ω Θεέ! Αρχίσαμεεεεεε....

Άντε και φτάσαμε στο σπίτι (νόμιζα ότι αυτό το ταξίδι δεν θα τελειώσει ποτέ, επειδή είχα γίνει σάντουιτς σε ένα πίσω κάθισμα γεμάτο τυροπιτάκια και κεφτεδάκια), άντε και ξεκουβαλήσαμε τα πράγματα, τακτοποιηθήκαμε και αποφασίσαμε να πάμε παραλία να ξεσκάσουμε! Ώπα, λέει η μία, δεν θα φάμε; Ξέρεις, μόλις φάγαμε ένα σωρό τυροπιτάκια και διάφορα και άμα φάμε τώρα δεν θα μπορούμε να κολυμπήσουμε… Ανένδοτη! Άντε λοιπόν να φάμε ελαφρά εμείς (κανονικότατα οι τρεις εύσωμες) κι άντε να πάμε στην παραλία με όλα αυτά κατά τις 4 το απόγευμα, που και πάλι δεν ήθελαν καθώς ήταν κουρασμένες και ήθελαν να ξεκουραστούν, αλλά ούτε και να καθίσουν στο σπίτι μόνες τους και να πάμε εμείς, γιατί «μια παρέα είμαστε βρε αδερφέ!».

Για να μην τα πολυλογώ, ο εφιάλτης όλο και χειροτέρευε!

Η μία, η θεούσα ήθελε να επισκεφτούμε όλα τα μοναστήρια του νησιού… Έφαγε άκυρο και μετά είχε μούτρα συνέχεια και για να μας το ξεπληρώσει μας λιβάνιζε κάθε απόγευμα όλο το σπίτι…

Η άλλη, το φυτό έπαιρνε στην παραλία τα βιβλία της σχολής για να διαβάσει και δεν μιλούσε σε άνθρωπο… Και κάθε απόγευμα έπρεπε να κάνουμε στάση να πάρει από καρτοτηλέφωνο τη μαμά της να της πει ότι «ναι, μαμά διαβάζω μην ανησυχείς, ναι και τρώω καλά».

Η τρίτη, η υποχόνδρια έκανε κανονική απολύμανση στην παραλία πριν απλώσει 3 στρώσεις πετσέτας και καθίσει και αν την ακουμπούσε κόκκος άμμου έπρεπε να βρεθεί αμέσως νεράκι να πλυθεί. Τα μπάνια μας έγιναν εφιαλτικά γιατί κουβαλούσαν άπειρα φαγητά στην παραλία και μας κοιτούσε όλη η παραλία από τις μυρωδιές και από τις σφήκες που σβούριζαν συνέχεια πάνω από το κεφάλι μας.

Το καημένο το αυτοκινητάκι αγκομαχούσε στην ανηφόρα και έσκαγε να αντέξει να ανέβει με τόσο βάρος και όταν διανοήθηκε η ξαδέρφη μου (και ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου) να ζητήσει σε μια τους εναλλάξ να ανεβαίνει τη δύσκολη ανηφόρα για 500 μέτρα και να την παραλαμβάνουμε πιο πάνω στη διασταύρωση για να ανέβει το αυτοκίνητο, με κοίταξαν με το πιο παγωμένο βλέμμα που μπορώ να θυμηθώ στη ζωή μου, λες και έφταιγα εγώ που ήμουν αδύνατη!

Για νυχτερινή ζωή ούτε να το συζητήσω… Πηγαίναμε στα γνωστά μας μπαράκια και στέκια όπου μας ήξεραν και αρκετοί πια γιατί παραθερίζαμε ήδη αρκετά χρόνια, και όταν τολμούσε να μας μιλήσει άνθρωπος, έπρεπε να δικαιολογηθούμε γιατί «αυτά τα πράγματα είναι του διαβόλου» σύμφωνα με τα λεγόμενα της μεγάλης αδερφής. Ε, τότε τι το θες το κοσμικό νησάκι κουκλίτσα μου, πήγαινε καλύτερα στην Παναγία Σουμελά (μεγάλη η Χάρη της) για ένα προσκύνημα! Εγώ δε, ήμουν η επονείδιστη όμορφη της παρέας, που τα αγόρια ήθελαν να με γνωρίσουν και να με φλερτάρουν (αθώα και απλά και όμορφα) και που δεν τους έστελνα από κει που ήρθαν όταν το έκαναν… (έτσι συμβούλευαν οι υπόλοιπες «ξένες» που μάλλον ζήλευαν!)

Ο εφιάλτης κράτησε δυο και κάτι εβδομάδες, με πολλά τέτοια τραγελαφικά περιστατικά, με πολλά μούτρα από μέρους τους, αφού ούτε να ακολουθήσουν το πρόγραμμά μας ήθελαν αλλά ούτε και να κάνουν δικό τους ξεχωριστά. Εγώ άντεξα μέχρι το τέλος (περιέργως πώς, αν το ζούσα το σκηνικό τώρα θα είχα αποχωρήσει από την δεύτερη-τρίτη μέρα) και με θεωρώ ήρωα που άντεξα, για το καλό της ξαδέρφης μου.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ