Ταξιδια

Η Γαύδος της σεναριογράφου Κατερίνας Μπέη

Στη χώρα του πουθενά

ΤΕΥΧΟΣ 577
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
322705-651093.jpg

Γαύδος: Η Κατερίνα Μπέη γράφει για το αγαπημένο της νησί στην Athens Voice

Πριν πάω στη Γαύδο νόμιζα πως είναι κάτι σαν τα Μάταλα στο πιο υποτονικό. Για κάποιο λόγο είχα τη στερεοτυπική εικόνα του ερημικού νησιού με τις αραιοκατοικημένες παραλίες από σκηνές μελαγχολικών φρικιών, χωρίς όμως τον Τσιβιλίκα νέο με πόντσο και τα ξέφρενα πάρτι με τις κιθάρες, τα όργια και τις φωτιές. Ίσως έφταιγε που ήταν νησί εξόριστων κι όπως και να ’χει, συνειρμικά δεν ταυτίζεις την εξορία με τον Παράδεισο. Χωρίς να το πολυκαταλάβω πριν δύο χρόνια βρέθηκα στην παντόφλα από Σφακιά για Γαύδο.

Στο κατάστρωμα, δέκα η ώρα το πρωί και επί μιάμιση ώρα, κάποιοι συνταξιδιώτες παίζανε μουσική, πίνανε ρακιές και χόρευαν με υστερική χαρά, ενώ η ομίχλη είχε κατέβει κι η θάλασσα είχε αυτή τη ζελεδένια απόκοσμη υφή. Το σκηνικό ήταν τόσο παράλογο που κάποιος κυνικός θα έψαχνε τον μαύρο κουκουλοφόρο να του πληρώσει διόδια για τον Αχέροντα. Καμία σχέση. Η Γαύδος είναι σαν το Μεξικό, ή σαν τα Εξάρχεια με θάλασσα. Είναι γεμάτη αμμόλοφους με κέδρους και τα βράδια με τη πανσέληνο η λευκή άμμος φεγγοβολάει τόσο που νομίζεις πως έχει χιονίσει, ή πως είσαι στον Άρη. Έχει τεράστιες παραλίες και ζεστά καταγάλανα νερά από το Λυβικό και χαρούμενο κόσμο που μόνο λιάζεται, καπνίζει, πίνει ρακιές, χορεύει, πασαλείβεται με άργιλο, κάνει τάι τσι κι αμπελοφιλοσοφεί.

Επίσημο ένδυμα είναι το παρεό και τα παπούτσια δεν είναι απαραίτητα. Τα διλήμματα που έχεις να αντιμετωπίσεις είναι αν θα φας στη Χελώνα ή τη Γοργόνα, ή σε κάποια από τις οκτώ ενδιάμεσες ταβέρνες/ καφέ/ μπαρ/ που είναι στημένα στη σειρά κι έχουν wi-fi με κωδικό velouxiotis, αιώρες ομπρέλες και παράταιρες μπαμπού πολυθρόνες. Είναι σαν το ανεξάρτητο γαλατικό χωριό της Κρήτης, η Ογυγία, όπως υποστηρίζουν με καμάρι οι θιασώτες της Γαύδου, το μέρος που ο Οδυσσέας ξέμεινε στην αγκαλιά της Καλυψώς... Εκεί που θα ακούσεις μπαλωθιές και δεν θα ξαφνιαστείς και θα παίξεις τάβλι με το όργανο της τάξης, που ευτυχώς δεν φοράει στολή ‒ γιατί ανάμεσα στους ράστα και τα τους χίπστερ θα έμοιαζε με στρίπερ. Που πηγαινοφέρνει με το περιπολικό τους τουρίστες ‒ελλείψει ταξί‒ πίνει ρακιές μαζί τους και ποτίζει και τα λουλούδια των νησιωτών. Ευτυχώς έχει και δωμάτια, είκοσι μέτρα από τις ταβέρνες και τριάντα από τη θάλασσα. Και πολλούς κατασκηνωτές, με νοοτροπία οπαδού, που έρχονται είκοσι χρόνια στο νησί, θάβουν τα μαχαιροπήρουνά τους στην άμμο για να τα βρούνε την επόμενη χρονιά, μαρκάρουν την «καβάτζα» τους και ξαμολάνε τα μωρά τους ξεβράκωτα μέσα στους κέδρους που λυσσάνε σε ημιάγρια κατάσταση σαν ξωτικά.

Είναι το νησί που χωράει και ρώσικη κομούνα από επιστήμονες που λόγω Τσέρνομπιλ εγκατέλειψαν τον τόπο τους κι εγκαταστάθηκαν εκεί, και τα koufodineika, το πρώην σπίτι του Κουφοντίνα που είναι πλέον ξενώνας και τουριστική ατραξιόν. Για μένα πάνω απ’ όλα είναι το νησί που με κάνει να θέλω να παίξω κρυφτό. Μέχρι στιγμής δεν τα κατάφερα γιατί ξεχάστηκα με όλα τα άλλα. Ευελπιστώ προσεχώς να το κάνω...

*Η Κατερίνα Μπέη είναι συγγραφέας και σεναριογράφος.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ