Life in Athens

Οδός Αιόλου: Τα μυστικά ενός από τους πρώτους δρόμους που δημιουργήθηκε στην Αθήνα

Ένα ταξίδι στον χρόνο, στις ιστορίες και στους ανθρώπους που έζησαν σε έναν από τους εμπορικότερους δρόμους της Αθήνας όπως τις καταγράφει στο βιβλίο του ο συγγραφέας Κώστας Χατζιώτης
Τάκης Σκριβάνος
ΤΕΥΧΟΣ 911
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Οδός Αιόλου, τα μυστικά του δρόμου σύμφωνα με το βιβλίο «Οδός Αιόλου, ο εμπορικός δρόμος της Αθήνας» του Κώστα Χατζιώτη 

Μοιάζει με πίνακα που τον ζωγράφισαν χίλιοι ζωγράφοι. Άλλος έφτιαξε ένα εμβληματικό κτίριο σαν αυτό της Εθνικής Τράπεζας κι άλλος ένα διατηρητέο που είναι έτοιμο να πέσει στα κεφάλια των περαστικών. Κάποιος ένα πολυτελές πολυκατάστημα και κάποιος άλλος πάγκους μικροπωλητών. Στον πίνακα αυτόν συνυπάρχουν κορίτσια που πάνε στη μοντέρνα πλατεία Αγίας Ειρήνης, τουρίστες που ταΐζουν τα περιστέρια της πλατείας Ελευθερίας, χασομέρηδες που κάθονται στα παγκάκια χαζεύοντας τους περαστικούς. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Στο πέρασμα των χρόνων, άλλωστε, η οδός Αιόλου τα είδε και τα έζησε όλα και αυτές είναι κάποιες από τις ιστορίες της όπως τις κατέγραψε στο νέο του βιβλίο «Οδός Αιόλου - Ο εμπορικός δρόμος της Αθήνας», ο συγγραφέας Κώστας Χρ. Χατζιώτης, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παρισιάνου.  

Tα μυστικά της οδού Αιόλου

Το ρολόι του Έλγιν και η Παλιά Αγορά

Η οδός Αιόλου ήταν από τους πρώτους δρόμους που δημιουργήθηκαν στην Αθήνα. Μαζί με την Αθηνάς και την Ερμού ήταν οι τρεις πρώτοι δρόμοι που περιλαμβάνονταν στο σχέδιο πόλεως που κατήρτισαν οι Κλεάνθης και Σάουμπερτ. Φυσικά, εκφράστηκαν πολλές αντιρρήσεις. Μία από αυτές ήταν ότι δεν επρόκειτο για μια ρεαλιστική πρόταση, καθώς ο πληθυσμός της Αθήνας δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει τους 20.000-30.000 κατοίκους, όπως έλεγαν κάποιοι. Εκείνα περίπου τα χρόνια, και λόγω της δυσφορίας που είχε προκαλέσει στους Αθηναίους η αρπαγή των μαρμάρων του Παρθενώνα, ο Έλγιν, για να κατασιγάσει κάπως τα πνεύματα, δώρισε στην πόλη ένα ρολόι. Μόνο το ρολόι, καθώς δεν συνέβαλε στην ανέγερση του πύργου στην κορυφή του οποίου τοποθετήθηκε. Ήταν το πρώτο ρολόι της πόλης. Εκεί γύρω βρισκόταν και η Παλαιά Αγορά, «κληρονομιά» από την εποχή της τουρκοκρατίας. «Στην Αγορά, κυρίως, διακρίνει κανείς όλους τους χωρικούς των προαστίων να περπατούν με τη γραφική στολή τους. Αυτή η Αγορά δεν είναι η αρχαία Αγορά του Κεραμεικού. Είναι μια αγορά από σαρακοφαγωμένες παράγκες που προστατεύονται με κουρελιασμένα πανιά. Εκεί εκτίθενται όλα τα προϊόντα, από τα στρογγυλά σύκα της Μικράς Ασίας μέχρι τα κατοχυρωμένα από Παριζιάνους αρωματοποιούς προϊόντα», έγραφε ο περιηγητής A. Proust κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1850. Καταλυτικό ρόλο στην «ταυτότητα» της οδού Αιόλου, ωστόσο, έπαιξε η παρουσία της Εθνικής Τράπεζας, η οποία αποτέλεσε τον κύριο άξονα γύρω από τον οποίο αναπτύχθηκε, τουλάχιστον κατά τον 19ο αιώνα, ο οικονομικός βίος της Αθήνας, η εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, του πρώτου μητροπολιτικού ναού της πρωτεύουσας, αλλά και το Δημοτικό Θέατρο.    

Όταν οι δρόμοι ήταν ακόμα σκοτάδια 

 

Την περίοδο της Τουρκοκρατίας αλλά ακόμη και όταν η Αθήνα ορίστηκε πρωτεύουσα του κράτους, δημόσιος φωτισμός δεν υπήρχε. Μόλις έπεφτε η νύχτα, σκότος κάλυπτε την πόλη. Και όσοι τολμηροί αποφάσιζαν να κυκλοφορήσουν στους θεοσκότεινους δρόμους, έπρεπε να κρατούν ένα φανάρι. Την άνοιξη του 1836 η δημοτική αρχή έκρινε πως η κατάσταση αυτή δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Και αποφάσισε να εγκαταστήσει 30 λαδοφάναρα στα κεντρικά σημεία της πόλης, όπως η οδός Ερμού, η Παλαιά Αγορά και, φυσικά, η οδός Αιόλου. Όμως το αποτέλεσμα του πρώτου αυτού δημοτικού φωτισμού υπήρξε πενιχρό και η εφημερίδα «Αθηνά» έγραφε στις 6 Ιουνίου 1936: «Το φως των φαναριών είναι πολύ αδύνατον και απέχουν τόσο αναμεταξύ των, ώστε καταντούν σχεδόν περιττά». Θα χρειαστεί να περάσουν 20 περίπου χρόνια για να αποκτήσουν επιτέλους οι δρόμοι της πρωτεύουσας νέο δημοτικό φωτισμό. Και αυτή τη φορά το αποτέλεσμα θα είναι πολύ καλύτερο, καθώς τα λαδοφάναρα θα αντικατασταθούν με φανάρια γκαζιού, που δεν θα διατρέχουν τον κίνδυνο να σβήσουν όταν… φυσάει ο άνεμος.

Η θλιβερή ιστορία του Δημοτικού Θεάτρου

Το 1871 ο δήμαρχος Αθηναίων, Παναγής Κυριακός, φιλοδόξησε να επιτύχει το μέχρι τότε άπιαστο όνειρο της δημιουργίας Δημοτικού Θεάτρου. Ύστερα από χίλια προβλήματα και καθυστερήσεις, το θέατρο εγκαινιάστηκε στις 15 Οκτωβρίου 1888, στην πλατεία Λουδοβίκου (σήμερα πλατεία Ελευθερίας, πρώην Κοτζιά). Από τη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου παρήλασαν όχι μόνο οι κορυφαίοι ηθοποιοί της εποχής, αλλά και πολλές διεθνείς διασημότητες, δυστυχώς όμως, λίγα μόλις χρόνια αργότερα ήρθε το τέλος αυτού του αρχιτεκτονικού στολιδιού. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή το θέατρο υποχρεώθηκε να φιλοξενήσει τις οικογένειες 150 προσφύγων. Κι όταν κάποτε οι πρόσφυγες αποκαταστάθηκαν σε άλλους χώρους και εγκατέλειψαν το θέατρο, η εικόνα του ήταν εικόνα καταστροφής. Η επαναλειτουργία του προϋπέθετε πολύ μεγάλες δαπάνες, τις οποίες ο δήμος δεν ήταν δυνατόν να αντιμετωπίσει. Ο θλιβερός επίλογος γράφτηκε το 1939, όταν ο τότε υπουργός-διοικητής της πρωτεύουσας, Κώστας Κοτζιάς, αποφάσισε να κατεδαφίσει την οικοδομή και να ανεγείρει νέο θέατρο, κάτι το οποίο βέβαια ουδέποτε έγινε. Παρ’ όλα αυτά, στην πλατεία δόθηκε το όνομά του.

Τα πρώτα ξενοδοχεία που διέθεταν κρεβάτια 

Το παλαιότερο ξενοδοχείο της Αιόλου και χρονολογικά δεύτερο για την Αθήνα ήταν ο «Αίολος», για τον οποίο οι Αθηναίοι με αγγελία σε εφημερίδα τον Ιανουάριο του 1835 πληροφορούνταν ότι, μεταξύ άλλων, διέθετε και «κραββάτους». Ήταν, όντως, πολυτέλεια για ένα ξενοδοχείο να παρέχει κρεβάτια, καθώς στα χρόνια της μετεπαναστατικής Αθήνας τα περίπου 35 χάνια που λειτουργούσαν προσέφεραν στους πελάτες τους φαγητό και στέγη, όχι όμως κρεβάτι και κλινοσκεπάσματα. Ο «Αίολος» βρισκόταν στη γωνία Αιόλου και Αδριανού, σε ένα κτίριο που διασώζεται μέχρι και σήμερα. Φαίνεται, δε, ότι η λειτουργία του δεν κράτησε για πολύ, καθώς ο Επαμεινώνδας Στασινόπουλος, στο βιβλίο του «Η Αθήνα του περασμένου αιώνα», αναφέρει ότι το 1840 υπήρχαν τέσσερα ξενοδοχεία, μεταξύ των οποίων δεν μνημονευόταν ο «Αίολος».

Το μακροβιότερο ξενοδοχείο της Αιόλου υπήρξε το «Ξενοδοχείο του Στέμματος», στη γωνία με την Ευπόλιδος. Άρχισε να λειτουργεί σε ένα επιβλητικό πενταώροφο κτίριο το 1861 και συνέχισε μέχρι το 1920, οπότε μετονομάστηκε σε «Αρκαδία» και συνέχισε τη λειτουργία μέχρι τις αρχές του 1930. Στα πρώτα, μάλιστα, χρόνια της λειτουργίας του, αντιμετώπισε μια απρόβλεπτη περιπέτεια: Κατά τις αιματηρές συγκρούσεις που συγκλόνισαν την Αθήνα το 1863, το «Ξενοδοχείο του Στέμματος» έγινε το στρατηγείο του λήσταρχου Κυριάκου και της 50μελούς συμμορίας του. Και όταν οι συγκρούσεις έληξαν, ο Κυριάκος αποχώρησε ανενόχλητος, αφού προηγουμένως λήστεψε τους πελάτες του ξενοδοχείου και τους ενοίκους των γύρω οικιών.

Άλλα ξενοδοχεία ήταν το «Ευρώπη», από τα παλαιότερα της Αθήνας, στην Αιόλου 106, που λειτούργησε έως το 1875, με τον Οδηγό Μπούκα να γράφει γι’ αυτό: «Δωμάτια ευάρεα μετά εστιατορίου, καθαριότης και υπηρεσία πρόθυμος, τιμή αυτών από δρχ. 2-3 την ημέραν». Στην Αιόλου υπήρξαν, επίσης, δύο ξενοδοχεία με την επωνυμία «Αμερική», ο «Παρνασσός» στη γωνία με την Αγία Ειρήνη, η «Αλεξάνδρεια» στη διασταύρωση με την Ερμού. Ο «Βύρων», στη γωνία με την Αγίας Ειρήνης, σε ένα κτίριο που ανεγέρθηκε τη δεκαετία του 1830, λειτούργησε ως ξενοδοχείο από το 1880 έως το 1970. Το 1987 το κτίριο χαρακτηρίστηκε ως διατηρητέο και υπάρχει έως και σήμερα.

Τα καφενεία της Αιόλου

Για να κάνει αναφορά στην «Ωραία Ελλάς» ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, θα ήταν πραγματικά σπουδαίο: «Η Αθήνα έχει μερικά ελληνικά ή μάλλον τουρκικά καφενεία, κι εκτός από αυτά ένα καινούργιο ιταλικό, τόσο μεγάλο και κομψό, που θα ’κανε εντύπωση ακόμη και στο Αμβούργο και το Βερολίνο». Η «Ωραία Ελλάς», πριν πάρει το όνομά της το 1856, προϋπήρχε ως «Μπέλλα Γρέτσια» από το 1836, και σε αυτήν, γράφει ο Κώστας Χατζιώτης, «συναντώντο κάθε πρωί πολιτικοί, στρατιωτικοί και αργόσχολοι για να συζητήσουν και να επιλύσουν όλα τα προβλήματα που απασχολούσαν και προβλημάτιζαν την ελληνική κοινωνία. Με θαμώνες όπως ο δήμαρχος Ανάργυρος Πετράκης, ο Σούτσος, ο Ραγκαβής, ο Στρέφης, ο Κολιάτσος και πολλοί άλλοι, έκλεισε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Το δε ιστορικό ακίνητο όπου στεγάζονταν, γωνία Αιόλου και Ερμού, πουλήθηκε για να κατεδαφιστεί το 1932».

«Το δεύτερο από τα ονομαστά καφενεία», αναφέρει ο Επ. Στασινόπουλος, τον οποίο επικαλείται ο Χατζιώτης, «ήταν των “Αγωνιστών”, στην πλατεία του Σιντριβανιού, κάτω από το σπίτι του Τζαβέλλα. Η ατμόσφαιρα σε αυτό ήταν διαφορετική από την “Ωραία Ελλάδα”. Η πελατεία του είχε καθαρά ελληνικό χρώμα. Η φουστανέλα και η νησιώτικη βράκα κυριαρχούσαν. Οι επισημότεροι από τους αρχηγούς της Επαναστάσεως πήγαιναν στο καφενείο συνοδευόμενοι από τους παραγιούς τους, που τους κουβαλούσαν τους ναργιλέδες και τα τσιμπούκια και φρόντιζαν να μη σβήνει η φωτιά από αυτά». Η «Αστόρια» ήταν ένα πολυτελές καφενείο, που συνήθως χαρακτηριζόταν ως ζαχαροπλαστείο. Πολυσύχναστο σχεδόν όλες τις ώρες του 24ώρου, αποτελούσε ένα πολύβουο «κέντρο διερχομένων» και φυσικά τόπο συνάντησης των Αθηναίων. Βρισκόταν στη γωνία της Αιόλου 105 και της λεωφόρου Πανεπιστημίου και διέκοψε υποχρεωτικά τη λειτουργία του κατά τη δεκαετία του 1960, όταν το ακίνητο στο οποίο στεγαζόταν γκρεμίστηκε για να ανεγερθεί η πολυώροφη οικοδομή που υπάρχει και σήμερα. 

Ο Χάφτας και το καφενείο του

Ο Δημήτρης Χάφτας, γεννηθείς το 1779 στην Τρίπολη και μεταναστεύσας στη Σμύρνη, πολέμησε και διακρίθηκε για την ανδρεία του στους αγώνες της Επανάστασης. Όταν πλησίαζε τα 60 αποφάσισε να δημιουργήσει οικογένεια και παντρεύτηκε μια 14χρονη! Το 1845 ανοίγει καφενείο στην αδιαμόρφωτη τότε περιοχή που αργότερα θα λάβει το όνομά του. Τα Χαφτεία. Το καφενείο, στο ισόγειο του σπιτιού του, είναι στη γωνία όπου αρκετά χρόνια αργότερα θα διαμορφωθεί η γωνία των οδών Αιόλου και Σταδίου και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία.

Ο Χάφτας και το καφενείο του

Ο Δημήτρης Χάφτας, γεννηθείς το 1779 στην Τρίπολη και μεταναστεύσας στη Σμύρνη, πολέμησε και διακρίθηκε για την ανδρεία του στους αγώνες της Επανάστασης. Όταν πλησίαζε τα 60 αποφάσισε να δημιουργήσει οικογένεια και παντρεύτηκε μια 14χρονη! Το 1845 ανοίγει καφενείο στην αδιαμόρφωτη τότε περιοχή που αργότερα θα λάβει το όνομά του. Τα Χαφτεία. Το καφενείο, στο ισόγειο του σπιτιού του, είναι στη γωνία όπου αρκετά χρόνια αργότερα θα διαμορφωθεί η γωνία των οδών Αιόλου και Σταδίου και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία.

Αιόλου, ο πρώτος αθηναϊκός δρόμος που ασφαλτοστρώθηκε

Η σκόνη το καλοκαίρι και η λάσπη τον χειμώνα ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα των αθηναϊκών δρόμων και όλες οι προσπάθειες που είχαν γίνει για να αντιμετωπιστεί αυτή η μάστιγα είχαν αποτύχει. Στις αρχές του 20ού αιώνα όμως, η Αθήνα ευτύχησε να έχει ένα δραστήριο δήμαρχο, τον Σπύρο Μερκούρη, που με αποφασιστικότητα θέλησε να λύσει αυτό το πρόβλημα. Και η λύση ήταν να ασφαλτοστρωθούν οι δρόμοι της Αθήνας, αρχής γενομένης από την οδό Αιόλου, με τη σύμβαση να υπογράφεται τον Αύγουστο του 1905. Πολλά χρόνια πριν, ήδη από το 1840, η Αιόλου ήταν από τους πρώτους δρόμους που είχαν λιθοστρωθεί.

Εφημερίδες και περιοδικά

Οι Δημήτριος Καμπούρογλου, Εμμανουήλ Ροΐδης, Ιωάννης Κονδυλάκης, Δημήτριος Ταγκόπουλος και Κωστής Χαιρόπουλος, μεταξύ άλλων, ήταν συντάκτες της εφημερίδας «Σκριπ», η οποία εκδόθηκε από τον Ευάγγελο Κουσουλάκο το 1893 (Αιόλου 120) ως εβδομαδιαίο σατιρικό φύλλο και μετά τη μεγάλη της επιτυχία κατέστη ημερήσια πολιτική εφημερίδα. Οι Γρηγόριος Ξενόπουλος, Μπάμπης Άννινος, Σπύρος Μελάς, Τίμος Μωραϊτίνης, Κωστής Μπαστιάς και άλλοι έγραφαν στην εφημερίδα «Έθνος», η οποία κυκλοφόρησε το 1913 και ήταν μια από τις εγκυρότερες απογευματινές εφημερίδες της εποχής. Τα πρώτα της χρόνια στεγάστηκε στην Αιόλου 136. Από την οδό Αιόλου ξεκίνησε και το πιο γνωστό και κοσμαγάπητο νεανικό περιοδικό, «Η διάπλασις των Παίδων», το 1889.

Τα καταστήματα που έγραψαν ιστορία

Τη δεκαετία του 1840 έρχεται στην Ελλάδα ένα άγνωστο μέχρι τότε προϊόν: η τσιοκολάτα. Την έφερε ο Σπυρίδων Παυλίδης, ιδρυτής της σοκολατοποιίας Παυλίδου, εν έτει 1841, που σίγουρα μπορεί να διεκδικήσει τον τίτλο της πρώτης και αρχαιότερης ελληνικής βιομηχανίας. Όλα ξεκίνησαν από τη γωνία Αιόλου και Βύσσης, όπου ο Παυλίδης έστησε το πρώτο του γλυκισματοπωλείον, προσφέροντας μπακλαβάδες, λουκούμια και κουφέτα όμως η τσιοκολάτα θα κάνει τους Αθηναίους να σχηματίζουν ουρές έξω από το κατάστημά του. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1854, ο ανήσυχος Παυλίδης θα λανσάρει τη σοκολάτα υγείας, αφού πρώτα μάλιστα τη διαφήμισε ως… φάρμακο! Ο Παυλίδης πέθανε άκληρος και το έργο του συνέχισαν οι πέντε ανιψιοί του, μέχρι που πέθανε και ο τελευταίος, ο Γεώργιος, με τη σοκολατοποιία να εξαγοράζεται από την Jacobs Suchard και να εξακολουθεί να κυκλοφορεί έως και σήμερα, έχοντας φανατικούς φίλους.

Σε εποχές που η έννοια του σούπερ μάρκετ ήταν ακόμη άγνωστη, άρχισε τη λειτουργία του ένα παντοπωλείο που έμοιαζε με σούπερ μάρκετ. Ήταν το παντοπωλείο του Παναγιώτη Θανόπουλου, το οποίο υπήρξε το μεγαλύτερο της Αθήνας μέχρι και αρκετά χρόνια μετά τον πόλεμο. Ο Θανόπουλος το έστησε το 1877 στον αριθμό 153 προσφέροντας μέχρι και ρώσικο χαβιάρι, ενώ ήταν από τους πρώτους επιχειρηματίες που συνειδητοποίησε τον ρόλο της διαφήμισης. Ο Θανόπουλος πέθανε το 1914 σε ηλικία 62 ετών και την επιχείρηση ανέλαβε ο, ανήλικος ακόμη, γιος του Παντελής, ο οποίος επίσης υπήρξε καινοτόμος. Μεταξύ άλλων, προσέλαβε την πρώτη γυναίκα υπάλληλο, ενώ εισήγαγε και τη διανομή προϊόντων σε απομακρυσμένα σημεία, όπως η Κηφισιά και το Φάληρο. Η μακροβιότερη επιχείρηση της οδού Αιόλου, η οποία λειτουργεί έως και σήμερα, στην Αιόλου 61, είναι το κατάστημα οικοδομικών υλικών και οικιακού εξοπλισμού, του Γεώργιου Ν. Σγούρδα. Ιδιαιτερότητά της το γεγονός ότι σε αντίθεση με άλλες επιχειρήσεις, που ξεκίνησαν από την Αιόλου αλλά στη συνέχεια μετακόμισαν αλλού, το σιδηροπωλείον-υαλοπωλείον Σγούρδα παρέμεινε εδώ – κι έκλεισε 143 χρόνια λειτουργίας.

Μολυβένια στρατιωτάκια, κουρδιστά αυτοκινητάκια και όμορφα ντυμένες κούκλες που ανοιγόκλειναν τα μάτια και φώναζαν «μαμά», κατέκλυζαν τον παράδεισο των παιδιών: το κατάστημα παιχνιδιών του Γεωργίου Τσοκά, στον αριθμό 52, που ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1887 και για δεκαετίες διατηρούσε το ουσιαστικό μονοπώλιο στην αγορά του παιχνιδιού. Η φήμη που απέκτησε το κατάστημα του Τσοκά δεν ήταν τυχαία. Κάθε χρόνο επισκεπτόταν την περίφημη έκθεση παιχνιδιών της Νυρεμβέργης, απ’ όπου επέλεγε τα παιχνίδια που θα ενθουσίαζαν τον παιδόκοσμο της Αθήνας. Τα πράγματα, όμως, μετά τον πόλεμο άλλαξαν. Ο Τσοκάς, όπως κάποιες ηλικιωμένες αρχόντισσες που αρνιούνται να αποδεχθούν τους νέους κοινωνικούς κανόνες και προτιμούν να αποτραβηχτούν στη μοναξιά τους, άρχισε να νιώθει πως η αγορά του παιχνιδιού είχε αλλάξει, αλλά εκείνος δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Τελικά, το ιστορικό αυτό κατάστημα που είχε κάνει ευτυχισμένα τόσα παιδιά, υποχρεώθηκε να διακόψει τη λειτουργία του, με την τρίτη γενιά στα ηνία, τη δεκαετία του 1960. 

Στις αρχές του 1930 μια ακόμη επιχείρηση, που στα επόμενα χρόνια επρόκειτο να γίνει πασίγνωστη στην ελληνική αγορά, εγκαθίσταται στα Χαφτεία και συγκεκριμένα στην οδό Αιόλου. Είναι το καφεκοπτείο του Λουμίδη. Τα τρία αδέλφια Λουμίδη είχαν ξεκινήσει ήδη από τον Πειραιά, από το 1910, με παντοπωλείο που σύντομα ειδικεύτηκε στο καβούρντισμα του καφέ και ερχόμενα στην Αθήνα δημιούργησαν τον πρώτο επώνυμο ελληνικό καφέ, τον «Παπαγάλο». «Έκαστος στο είδος του και ο Λουμίδης στους καφέδες» ήταν το σλόγκαν που εμφανίστηκε το 1927, με την επιχείρηση να συνεχίζει την επιτυχημένη της πορεία έως και σήμερα.

Μινιόν: Από περίπτερο στο μεγαλύτερο πολυκατάστημα

Αυτή η ιστορία θα μπορούσε να ήταν σενάριο ταινίας, καθώς το μεγαλύτερο πολυκατάστημα της Αθήνας, το Μινιόν, ξεκίνησε από ένα περίπτερο, με δημιουργό τον Γιάννη Γεωργακά. Ο Γεωργακάς ήρθε στην Αθήνα όταν ήταν 13 ετών, το 1926, αναζητώντας εργασία. Δούλεψε ως μπακαλόγατος, σερβιτόρος, πλασιέ, μέχρι και τσιλιαδόρος κάποιου παπατζή! Μέχρι που το 1934 συνεργάστηκε με τον Άγγελο Σεραφειμίδη που είχε το «Μινιόν», ένα περίπτερο στην οδό Αιόλου, μπροστά από το κτίριο με αριθμό 104. Όταν μετά τον πόλεμο ο Σεραφειμίδης αποφάσισε να μετεγκατασταθεί στην Αμερική, ο Γεωργακάς συνέχισε μόνος την επιχείρηση, με το περίπτερο, το 1949, να έχει εξελιχθεί πλέον σε «κατάστημα νεωτερισμών», που έχει εγκατασταθεί στην Πατησίων 13. Τα επόμενα χρόνια το «Μινιόν» θα γνωρίσει εκπληκτική πρόοδο και σιγά σιγά θα επεκταθεί και θα καταλάβει όλο το οικοδομικό τετράγωνο! Μέχρι που το «Μινιόν» θα πέσει θύμα εμπρησμού (και σε αυτήν την περίπτωση οι δράστες δεν θα ανακαλυφθούν ποτέ), με την επιχείρηση, παρά τις προσπάθειες του Γεωργακά, να μην καταφέρνει να ορθοποδήσει ποτέ ξανά. 

Ο δρόμος που σε οδηγεί στην ωραιότερη τοποθεσία του κόσμου

Η μεγάλη ακμή της Αιόλου συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Στη συνέχεια, καθώς η Αθήνα απλωνόταν και ο πληθυσμός της πολλαπλασιαζόταν, άλλαξε μορφή και «προσωπικότητα». Δεν έπαψε να είναι ένας από τους εμπορικότερους δρόμους της Αθήνας αλλά η φυσιογνωμία της αλλοιώθηκε, έγινε πιο «λαϊκή», με τα παραδοσιακά καταστήματα με είδη πολυτελείας να μεταναστεύουν σε άλλα κεντρικά σημεία (Βουκουρεστίου, Σταδίου κ.λπ.), αλλά ακόμη και σε γειτονιές που πριν από το 1900 ουσιαστικά δεν υπήρχαν (όπως η Κυψέλη, τα Πατήσια και οι Αμπελόκηποι). Όπως αναφέρει ο Κώστας Χατζιώτης, ο εμπρησμός τριών από τα τέσσερα μεγάλα καταστήματα της Αιόλου, του Δραγώνα, του Κατράντζου και του Κρυστάλ, έφερε βαρύτατο πλήγμα διότι εκτός από τις άμεσες συνέπειες, προκάλεσε και ένα αίσθημα ανασφάλειας και φόβου στους Αθηναίους. Τα πράγματα άλλαξαν όταν η Αιόλου πεζοδρομήθηκε, ύστερα από προσπάθειες του Συνδέσμου Αναβάθμισης του Ιστορικού Κέντρου. Η Αιόλου, απαλλαγμένη από τον ενοχλητικό φόρτο των οχημάτων, έγινε πάλι ένας δρόμος φιλικός προς τους πεζούς. Και οι Αθηναίοι «ανακάλυψαν» τη χαμένη γοητεία της. Διότι όπως έγραψε και ο David George Hogarth αγναντεύοντας την Ακρόπολη, «η οδός Αιόλου δεν είναι ο ωραιότερος δρόμος της Αθήνας, αλλά σε οδηγεί στην ωραιότερη τοποθεσία του κόσμου». 

Ο δρόμος που σε οδηγεί στην ωραιότερη τοποθεσία του κόσμου

Η μεγάλη ακμή της Αιόλου συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Στη συνέχεια, καθώς η Αθήνα απλωνόταν και ο πληθυσμός της πολλαπλασιαζόταν, άλλαξε μορφή και «προσωπικότητα». Δεν έπαψε να είναι ένας από τους εμπορικότερους δρόμους της Αθήνας αλλά η φυσιογνωμία της αλλοιώθηκε, έγινε πιο «λαϊκή», με τα παραδοσιακά καταστήματα με είδη πολυτελείας να μεταναστεύουν σε άλλα κεντρικά σημεία (Βουκουρεστίου, Σταδίου κ.λπ.), αλλά ακόμη και σε γειτονιές που πριν από το 1900 ουσιαστικά δεν υπήρχαν (όπως η Κυψέλη, τα Πατήσια και οι Αμπελόκηποι). 

Όπως αναφέρει ο Κώστας Χατζιώτης, ο εμπρησμός τριών από τα τέσσερα μεγάλα καταστήματα της Αιόλου, του Δραγώνα, του Κατράντζου και του Κρυστάλ, έφερε βαρύτατο πλήγμα διότι εκτός από τις άμεσες συνέπειες, προκάλεσε και ένα αίσθημα ανασφάλειας και φόβου στους Αθηναίους. Τα πράγματα άλλαξαν όταν η Αιόλου πεζοδρομήθηκε, ύστερα από προσπάθειες του Συνδέσμου Αναβάθμισης του Ιστορικού Κέντρου. Η Αιόλου, απαλλαγμένη από τον ενοχλητικό φόρτο των οχημάτων, έγινε πάλι ένας δρόμος φιλικός προς τους πεζούς. Και οι Αθηναίοι «ανακάλυψαν» τη χαμένη γοητεία της. Διότι όπως έγραψε και ο David George Hogarth αγναντεύοντας την Ακρόπολη, «η οδός Αιόλου δεν είναι ο ωραιότερος δρόμος της Αθήνας, αλλά σε οδηγεί στην ωραιότερη τοποθεσία του κόσμου». 

INFO
Όλες οι παραπάνω πληροφορίες περιέχονται στο βιβλίο «Οδός Αιόλου - Ο εμπορικός δρόμος της Αθήνας», του Κώστα Χρ. Χατζιώτη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παρισιάνου.  

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου