Health & Fitness

Μήπως το «κυνήγι της ευτυχίας» μας κάνει λίγο μίζερους;

Η ευτυχία και η «καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας»

Athens Voice
A.V. Team
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Το κυνήγι της ευτυχίας
© Unsplash

Το κυνήγι της ευτυχίας και οι διαφορετικές εκδοχές του ανά τα χρόνια

«Ευτυχία είναι να παίρνεις αυτό που θες, αδερφούλη». Αυτό ξεστομίζει ο Saxon Ratliff στον μικρότερο αδελφό του στη νέα σεζόν του «White Lotus» στο HBO (τον οποίο κάθισα και είδα χωρίς λόγο αλλά τουλάχιστον βοήθησε στην εισαγωγή του άρθρου), πριν του παραδώσει το δικό του «bucket list της ευτυχίας»: σεξ, λεφτά, ελευθερία, σεβασμός — με αυτή τη σειρά. Ο Saxon είναι ο κλασικός «γυμναστηριακός ντουλαπάτος τύπος», μονίμως κολλημένος με πρωτεϊνούχα σέικ που μάλλον έχουν γεύση βρεγμένου σοβά - υποθέτω. Είναι αποφασισμένος να τραβήξει τον αδελφό του μακριά από το φλερτ της αδελφής τους Piper με τον Βουδισμό. «Αυτά είναι για όσους φοβούνται να ζήσουν», λέει με ειρωνεία.

Η Piper, από την άλλη, κάνει μια πιο σιωπηλή επανάσταση. Έχει βαρεθεί τη ζωή γεμάτη προνόμια αλλά χωρίς σκοπό. Στην επίσκεψή της σε ένα βουδιστικό μοναστήρι κοντά στο πολυτελές resort της Ταϊλάνδης όπου μένουν, εξομολογείται στον επικεφαλής μοναχό: «Τον τελευταίο καιρό όλα μοιάζουν ανούσια. Και αυτά που νοιάζουν την οικογένειά μου, δε νοιάζουν εμένα». Όταν προσπαθεί να εξηγήσει το υπαρξιακό της πρόβλημα στη μητέρα της — μια γυναίκα λες και είναι φτιαγμένη από ορό απολέπισης και ναρκισσισμό — το λέει όσο πιο απλά γίνεται: «Πρέπει να βρω τι με κάνει ευτυχισμένη, εντάξει;»,

Κι έτσι, έχουμε δύο αδέλφια να κυνηγούν την ευτυχία — αλλά σε αντίθετες κατευθύνσεις: ο Saxon μέσα από το κυνήγι της «απόκτησης», η Piper μέσα από την αποποίηση. Κανείς τους, όμως, δεν καταλαβαίνει πλήρως το τίμημα. Η σεζόν εξελίσσεται σαν ένα πονηρό, τηλεοπτικό σεμινάριο πάνω στο τι σημαίνει τελικά «ευτυχία» στην εποχή των TED Talks, των best sellers αυτοβελτίωσης και των podcasts που σου λένε πώς να ζήσεις την «καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου». Στο φινάλε, η ευτυχία δεν μοιάζει με GPS, αλλά με τεστ Ρόρσαχ. Είναι το πολυτελές wellness spa ή το λιτό μοναστήρι; Είναι να αποκτάς ό,τι θες ή να θες λιγότερα;

Κι αυτές δεν είναι απλώς προσωπικές απορίες. Είναι φιλοσοφικές ερωτήσεις που έχουν τεθεί — και απαντηθεί με διαφορετικούς τρόπους — εδώ και αιώνες. Κάποτε, η ευτυχία ήταν συλλογικό project, συνδεδεμένο με την έννοια της δικαιοσύνης και της κοινής προκοπής. Με τα χρόνια όμως έγινε κάτι πιο ατομικό, πιο μικρό. Σήμερα, η μεγάλη πρόκληση είναι να την ξανασκεφτούμε σε ένα πιο βαθύ, πιο απαιτητικό επίπεδο — και να τη φέρουμε πίσω στις πραγματικές της διαστάσεις.

Happiness
© Unsplash

Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιούσε τον όρο «ευδαιμονία» για να περιγράψει τον ύψιστο σκοπό της ανθρώπινης ζωής. Δεν είχε να κάνει με στιγμιαίες απολαύσεις αλλά με το να ζεις καλά, να καλλιεργείς αρετές και να δρας σύμφωνα με αυτές. Στους νεαρούς μαθητές του δίδασκε ότι η ευδαιμονία δεν ήταν απόλυτα στο χέρι σου — εξαρτιόταν κι από εξωτερικά αγαθά, όπως η υγεία, ο πλούτος, οι φίλοι και λίγη τύχη. Και μόνο μέσα σε μια πολιτεία με αυτονομία και ευημερία θα μπορούσε κάποιος να την κατακτήσει.

Αυτό δεν ήταν απλώς μια ρεαλιστική παραδοχή — για τον Αριστοτέλη, η ευτυχία δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς μια καλά οργανωμένη κοινωνία. Κι αυτή η σκέψη διαμόρφωσε για αιώνες τη συζήτηση περί ευτυχίας στην Ευρώπη, παρότι άλλοι φιλόσοφοι διαφωνούσαν στο τι ακριβώς σημαίνει. Για παράδειγμα, οι Ρωμαίοι Στωικοί, όπως ο Σενέκας, πίστευαν πως ο καλός βίος είναι ζήτημα ηθικών και πνευματικών αρετών: σοφία, θάρρος, εγκράτεια, δικαιοσύνη. Ο Κικέρωνας, που έζησε την περίοδο ανάμεσα στον Αριστοτέλη και Σενέκα, τόνιζε περισσότερο την έννοια της δημόσιας προσφοράς.

Στην πράξη, όμως, όλα αυτά τα φιλοσοφικά μοντέλα είχαν περιορισμούς. Η καλλιέργεια του εαυτού απαιτούσε χρόνο και εκπαίδευση που δεν ήταν διαθέσιμα σε γυναίκες, εργάτες και δούλους. Ο Σενέκας, που μιλούσε για απλότητα, είχε μαζέψει μια μικρή περιουσία ως σύμβουλος του Νέρωνα. Κι αυτή η υποτιθέμενη «αδιαφορία για τον πλούτο» ήταν τελικά προνόμιο των πλουσίων.

Από τη θεϊκή εύνοια στο hedonometer: Πώς άλλαξε η έννοια της ευτυχίας ανά τους αιώνες

Αν ρίξουμε μια ματιά στις ρίζες της λέξης «ευτυχία» σε διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, θα διαπιστώσουμε ότι κάποτε ταυτιζόταν περισσότερο με την τύχη παρά με την προσπάθεια. Όταν η λέξη «happiness» πρωτομπήκε στην αγγλική γλώσσα τον 15ο αιώνα, σήμαινε κάτι σαν «καλή τύχη», ή «θεία εύνοια». Με άλλα λόγια, ήταν κάτι που σου τύχαινε, όχι κάτι που κυνηγούσες. Το λεξιλόγιο της εποχής έδειχνε ξεκάθαρα ότι η ευτυχία δεν ήταν ακριβώς στο χέρι σου.

Από την άλλη, η κλασική αντίληψη περί ευτυχίας – δηλαδή το να ζεις καλά, με αρετή, μέσα σε μια δίκαιη κοινωνία – πέρασε μέσα από το φίλτρο του Χριστιανισμού και του ουμανισμού της Αναγέννησης και απέκτησε ηθικό χαρακτήρα. Η ευτυχία έγινε τότε μια κατάσταση εναρμόνισης με την αρετή, τη φύση ή τον Θεό.

Στον Διαφωτισμό, το πράγμα άλλαξε. Η ευτυχία έγινε πιο εσωτερική, πιο κοσμική υπόθεση – και, το σημαντικότερο, έγινε πανανθρώπινος στόχος. Ο Τζον Λοκ, στα τέλη του 17ου αιώνα, μίλησε για το «δικαίωμα στην επιδίωξη της ευτυχίας» ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, βασισμένο στη λογική και την αυτοδιάθεση. Ο Σκώτος στοχαστής Φράνσις Χάτσινσον λίγο αργότερα έθεσε τον δικό του «κανόνα της ευτυχίας»: ότι η καλύτερη πράξη είναι αυτή που φέρνει τη μεγαλύτερη ευτυχία στους περισσότερους.

Happiness
© Unsplash

Οι Γάλλοι διανοητές πήγαν ακόμα παραπέρα. Εμφανίζεται το «bonheur public», η δημόσια ευτυχία, ως πολιτικός στόχος. Το 1750, ο οικονομολόγος Τυργκό δηλώνει στη Σορβόννη πως «η φύση χάρισε σε όλη την ανθρωπότητα το δικαίωμα να είναι ευτυχισμένη». Η ευτυχία εδώ δεν είναι προσωπική υπόθεση – είναι κοινωνικό αγαθό, άρρηκτα δεμένο με την ευημερία όλων. Και η διασφάλισή της, πλέον, δεν είναι απλώς ευγενής σκοπός, αλλά υποχρέωση της πολιτείας.

Όταν ο Τόμας Τζέφερσον και οι υπόλοιποι συντάκτες του αμερικανικού Συντάγματος έγραψαν τη φράση “the pursuit of happiness”, δεν μιλούσαν απλώς για προσωπική ικανοποίηση. Πάτησαν πάνω σε μια ολόκληρη φιλοσοφική παράδοση, η οποία συνέδεε την ευτυχία με τη δικαιοσύνη, τη συμμετοχή στα κοινά και τη συλλογική ευημερία. Η επιδίωξη της ευτυχίας ήταν πολιτική πράξη. Η ευτυχία, τότε, ήταν μεγάλο πράγμα.

Αλλά όχι για πολύ.

Μέσα στον επόμενο αιώνα, η σημασία της λέξης συρρικνώθηκε. Από κάτι συλλογικό και ηθικά φορτισμένο, έγινε ατομικό συναίσθημα, πιο πολύ θέμα διάθεσης παρά ουσίας. Αυτό το πέρασμα οφείλεται εν μέρει στη μετάβαση από τον «κανόνα της ηθικής ευτυχίας» του Χάτσινσον στον ωφελιμισμό του Τζέρεμι Μπένθαμ, που κυριάρχησε τον 19ο αιώνα. Ο Μπένθαμ πήρε το «μεγαλύτερη ευτυχία για τους περισσότερους» και το μετέτρεψε σε μαθηματική εξίσωση συναισθημάτων. Για εκείνον, η ηθική ενός πράγματος μετριόταν με βάση την ευχαρίστηση ή τον πόνο που προκαλούσε. Οτιδήποτε αύξανε την «χρησιμότητα» (utility) ήταν και καλό.

Αυτός ο «ηδονιστικός» ορισμός της ευτυχίας είχε και τα θετικά του: ο Μπένθαμ υποστήριζε τα δικαιώματα των γυναικών, των ομοφυλόφιλων και των ζώων – ιδέες ριζοσπαστικές για την εποχή. Ο μαθητής του, Τζέιμς Μιλ, μετέδωσε τις ιδέες αυτές στον γιο του, Τζον Στιούαρτ Μιλ. Ο μικρός Μιλ διάβαζε Πλάτωνα στα ελληνικά πριν κλείσει τα 8 και έγραφε «συνέχειες» της Ιλιάδας λίγο μετά. Και όμως, στα 20 του, παθαίνει υπαρξιακή κρίση. Ρωτάει τον εαυτό του: «Αν πετύχω όλα όσα με δίδαξαν να επιδιώκω, θα είμαι ευτυχισμένος;». Και η απάντηση μέσα του ήταν ξεκάθαρη: «Όχι».

Ο Μιλ δεν απέρριψε τον ωφελιμισμό του Μπένθαμ, αλλά ένιωσε πως του έλειπε κάτι: βάθος, αξιοπρέπεια, εσωτερική αυτονομία. Μια πιο ουσιαστική ευτυχία, πιο απαιτητική, λιγότερο μετρήσιμη. Ήταν μια επιστροφή σε κάτι από τον κλασικό ιδεώδη τρόπο ζωής.

Μόνο που, την ίδια ώρα, η βιομηχανική επανάσταση πήγαινε την κουβέντα αλλού. Η ευτυχία έχανε το βάθος της και γινόταν ένα ακόμα προϊόν – κάτι που μπορούσες να παράγεις, να πουλήσεις ή να μετρήσεις. Η οικονομική ανάπτυξη έγινε συνώνυμη της ευτυχίας. Το 1843, ο Τόμας Κάρλαϊλ προειδοποιούσε πως η αρχή της «μεγαλύτερης ευτυχίας» είχε γίνει «μάλλον δυστυχισμένη».

Και με την «μαρτζιναλιστική επανάσταση» στην οικονομία, η μεταμόρφωση ολοκληρώθηκε. Η «χρησιμότητα» από ηθική έννοια έγινε οικονομική εξίσωση: πόσα αξίζει για σένα ένα παραπάνω προϊόν. Ό,τι σου δίνει έστω και μια σταγόνα ευχαρίστησης, μετριέται και τιμολογείται. Κάποιοι οικονομολόγοι της εποχής φαντάστηκαν ακόμα και το “hedonometer” — ένα όργανο που θα μετρούσε την ευχαρίστηση όπως το χρηματιστήριο μετρά τις μετοχές.

Η ευτυχία, από πολιτική πράξη και φιλοσοφικός στόχος, κατέληξε να γίνεται μια αριθμητική διάθεσης. Κι όμως, η ανάγκη για μια πιο ουσιαστική, συλλογική και απαιτητική εκδοχή της, παραμένει.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, η μεγιστοποίηση της χρησιμότητας — δηλαδή της ευτυχίας σε μικρογραφία — αναδείχθηκε σε βασικό θεμέλιο της οικονομικής ανάλυσης. Η δημόσια ευτυχία, με τη σειρά της, έγινε υπόθεση της βελτιστοποίησης του αθροίσματος της ατομικής ευημερίας. Τα μαθηματικά μπορεί να ήταν περίπλοκα, αλλά η υπόθεση ήταν απλή: Το να παίρνεις αυτό που θέλεις στη ζωή — αυτό είναι η ευτυχία, φίλε.

Η έννοια της ευτυχίας ως επιλογής μεταφέρθηκε γρήγορα από τα οικονομικά μοντέλα στον πυρήνα της ευρύτερης κουλτούρας. Αυτό που άλλοτε ήταν ένα έργο ζωής, συρρικνώθηκε σε μια αλληλουχία συναλλαγών. Καθώς η οικονομία των μέσων του αιώνα γνώριζε άνθηση, δεν δημιούργησε μόνο πλούτο αλλά αναδόμησε και την επιθυμία. Η καλή ζωή, που παλιά ήταν πεδίο φιλοσόφων, έγινε πλέον υπόθεση διαφημιστών: η ευτυχία συσκευασμένη ως τέλειος κήπος, λαμπερό αυτοκίνητο, αψεγάδιαστη κουζίνα με το ψυγείο της να βουίζει, πανάκριβη τσάντα για να αισθάνεσαι πιο σπουδαί@ από τους άλλους. Γίναμε, σχεδόν χωρίς να το καταλάβουμε, αυτό που αγοράζαμε.

Κι αν παρ’ όλα αυτά αισθανόσουν άδειος; Εκεί έμπαινε η «θεραπευτική» κουλτούρα των δεκαετιών του ’70 και του ’80 — όχι ως γιατρικό για τον καταναλωτισμό αλλά ως προέκτασή του. Το παλιό λεξιλόγιο των καθοριστικών δεσμεύσεων ζωής και των έργων με νόημα ξεθώριασε, ενώ στη θέση του αναδύθηκε ένα νέο: αποδοχή του εαυτού, αυτοεκτίμηση, αυτο-αγάπη.

Στη δεκαετία του ’90, η ευτυχία απέκτησε προσωπικό brand. Η Όπρα Γουίνφρεϊ ηγήθηκε μιας ημερήσιας ακαδημίας αυτοφροντίδας, ενδυνάμωσης και επιμελημένων φιλοδοξιών - από την οποία και τα έπαιρνε χοντρά. Ύστερα ήρθε το επόμενο κύμα: η εποχή των life-hackers, της προσωπική ποσοτικοποίησης, των τύπων που σε πείθουν ότι μια στοίβα από χόμπι είναι αυτό που χρειάζεσαι και των γκουρού της βελτιστοποίησης, όπως ο Τιμ Φέρις, του οποίου το πρώτο βιβλίο, το 2007, ήταν το “The 4-Hour Workweek” — «μια εργαλειοθήκη», όπως την περιέγραφε, «για τη μέγιστη απόδοση ανά ώρα». (Ακολούθησαν το «The 4-Hour Body» το 2010 και το «The 4-Hour Chef» το 2012.)

Αυτό το όραμα για την άνθιση της ζωής ήταν πιο απλοποιημένο, με τη ζωή να κατακερματίζεται σε επιμέρους αναβαθμίσεις. Οι «επανεκκινήσεις» διαλογισμού μετρούνταν σε λεπτά. Ο Φέρις, λάτρης του Σενέκα, πρότεινε έναν γλυκούλη Στωικισμό, τον οποίο περιέγραφε ως «ένα απλό και εξαιρετικά πρακτικό σύνολο κανόνων για καλύτερα αποτελέσματα με λιγότερη προσπάθεια». Ήταν ένα «λειτουργικό σύστημα για τον εαυτό», ένας τρόπος ανακατεύθυνσης των αρνητικών συναισθημάτων προς θετικούς σκοπούς. «Ο ενθουσιασμός είναι το πιο πρακτικό συνώνυμο της ευτυχίας, και αυτό ακριβώς πρέπει να επιδιώκεις», έγραφε. «Είναι το πανθεραπευτικό».

Μέσα σε αυτόν τον ενθουσιασμό, η έννοια της ευτυχίας συνέχισε να συρρικνώνεται. Με την άνοδο των αλγορίθμων, η λήψη αποφάσεων έγινε μια σειρά από μικρές μπουκίτσες συναλλαγών. Αν σου άρεσε αυτό, θα σου αρέσει και το άλλο. Κάθε swipe, κλικ και αγορά ήταν μια πράξη αποκάλυψης προτιμήσεων, τα ψηφιακά ψίχουλα της προσωπικής ταυτότητας.

Στο σημερινό οικοσύστημα των social media, η ευτυχία απειλεί να μετατραπεί σε ένα φωτισμένο από ring-light αισθητικό προϊόν: matcha lattes, αρωματικά κεριά, κάψιμο φασκόμηλου, λεζάντες που μας θυμίζουν να πάρουμε μια ανάσα. Και πάλι, η ευτυχία είναι δουλειά — αλλά τώρα είναι η δουλειά του να πακετάρεις διαθέσεις και στιγμές για να εισπράξεις την επικύρωση, με μια σταγόνα ντοπαμίνης για κάθε “like”.

Κι όμως, η πιο απαιτητική σύλληψη της ευτυχίας δεν εξαφανίστηκε ποτέ. «Αρκεί να είσαι ευτυχισμένος», λένε οι γονείς στα παιδιά τους. Στην πραγματικότητα, θέλουν να τα δουν να εμπλέκονται σε κάτι που αξίζει, να συμβάλλουν σε κάτι πέρα από τις στιγμιαίες απολαύσεις τους. Μια ταινία δεν έχει ευτυχισμένο τέλος μόνο και μόνο επειδή ο ήρωας χαμογελά. Δεν θα λέγαμε πως το φινάλε ήταν ευτυχισμένο αν ο Neo διάλεγε να επιστρέψει στις παρηγορητικές ψευδαισθήσεις του Matrix ή αν ο Truman αποφάσιζε να παραμείνει στην σκηνοθετημένη του ζωή. Καταλαβαίνουμε πως υπάρχει μια ένταση ανάμεσα στην ευτυχία ως αυτοαναφορικό πρότζεκτ και στην ευτυχία ως κάτι που είναι δεμένο με τον κόσμο. Δείτε τη Σάξον και την Πάιπερ, που βλέπουν την ευτυχία ως ένα είδος level up — μια αποστολή αυτοκυριαρχίας — σε σημείο που σχεδόν δεν προσέχουν, για το μεγαλύτερο μέρος της σεζόν, ότι ο πατέρας τους καταρρέει.

Πρέπει να ξεπεράσουμε αυτό το μικρό, σφραγισμένο μοντέλο της ευτυχίας — ώστε η ευτυχία να μπορέσει να ριζώσει στη σύνδεση, την υπευθυνότητα και τη φροντίδα.

Πηγη: The New York Times

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY