Resto

Ένα βράδυ στην παλαιότερη ταβέρνα της Ύδρας

Φάγαμε σε μία από τις πιο ιστορικές ταβέρνες της χώρας

akis_katsoudas.jpg
Άκης Κατσούδας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η αυλή της ταβέρνας Lulus στην Ύδρα
Άκης Κατσούδας

Η ATHENS VOICE βρέθηκε στην ταβέρνα Lulus των Αφών Καλαμαρά στην Ύδρα, η οποία λειτουργεί από το 1864.

Το βράδυ στην Ύδρα έχει πέσει για τα καλά. Μέσα στα γραφικά της σοκάκια μπορείς να ακούσεις τις φωνές από τους τουρίστες που κάνουν τη βόλτα τους και τα εμπορικά μαγαζιά που μένουν ανοιχτά μέχρι τα μεσάνυχτα. 

Ξαφνικά εμπρός μας ξεπροβάλλει μια ταβέρνα. Τα τραπέζια της είναι στρωμένα πάνω στη μικρή πλατεία και το πέτρινο σοκάκι, με τα λαμπιόνια να φωτίζουν τους θαμώνες που έχουν κάτσει και περιμένουν να φάνε για βράδυ υπό τη συνοδεία ελληνικής μουσικής. 

Η ταβέρνα Lulus - όπως αναγράφεται στη μεγάλη ταμπέλα που υπάρχει δίπλα από την πόρτα - είναι ένα από τα πιο ιστορικά σημεία της Ύδρας. Βρίσκεται μερικά μέτρα μακριά από το πλακόστρωτο λιμάνι, ενώ άνοιξε για πρώτη φορά το 1864, τότε που η Ελλάδα πάλευε ακόμη με τους Τούρκους για να μεγεθύνει την έκτασή της. 

Το παράθυρο της ταβέρνας Lulus
Άκης Κατσούδας

Πρόκειται για την πρώτη αμιγώς ταβέρνα του νησιού, η οποία ήρθε, ουσιαστικά, να αντικαταστήσει τις μπακαλοταβέρνες, που ήταν γνωστές εκείνη την περίοδο, με τα μικρά τους τραπεζάκια και τους μεζέδες. 

Μπαίνοντας μέσα, στο βάθος μπορείς να αντικρίσεις τη μεγάλη κουζίνα του μαγαζιού και τα καζάνια που είναι γεμάτα με μαγειρευτά φαγητά για τα οποία άλλωστε φημίζεται η ταβέρνα. Αυτό που μου προξενεί εντύπωση είναι πως πρόκειται για ένα κτίριο το οποίο είναι τόσο ψηλοτάβανο που μοιάζει με ανάκτορο. 

Όπως εξηγεί η Ειρήνη Καλαμαρά, υπεύθυνη του μαγαζιού μαζί με τον άνδρα και τον κουνιάδο της, χτίστηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος να πάρει φωτιά από τους ξυλόφουρνους που υπήρχαν τότε για να ψήνουν τα φαγητά. Σ’ αυτό βοηθούσαν και τα παράθυρα που υπάρχουν ακριβώς πάνω από την κουζίνα, τα οποία μπορεί πια να είναι σφραγισμένα, ωστόσο, πριν τον ερχομό των ηλεκτρικών συσκευών, έφερναν ρεύμα αέρα μέσα στη κουζίνα και έδιωχνε έτσι τον καπνό που μπορεί να είχε συσσωρευτεί μέσα στο μαγαζί. 

Τα χρόνια εκείνα ήταν πολύ δύσκολα για να συντηρήσει κανείς μια ταβέρνα καθώς ψυγεία δεν υπήρχαν, παρά μόνο μερικά φαναράκια, κρεμασμένα από το ταβάνι για να κρατούν το φαγητό σχετικά δροσερό και μακριά από έντομα. Αυτή η πατέντα, η οποία σήμερα έχει εξαφανιστεί, χρησιμοποιούνταν κατά κόρον στα σπίτια ως την δεκαετία του 1970, και επρόκειτο για ένα φανάρι το οποίο ήταν κατασκευασμένο με μεταλλικό ή πλαστικό σκελετό, τόσο ελαφρύ που να μπορεί να κρέμεται χωρίς δυσκολία και γύρω - γύρω καλυπτόταν από σίτα και συνήθως κρεμασμένο είτε έξω στην αυλή, είτε στον τοίχο του σπιτιού στην οροφή της κουζίνας και ανεβοκατέβαινε με σχοινί περασμένο σε τροχαλία. 

Το ψηλοτάβανο εσωτερικό της ταβέρνας Lulus
Άκης Κατσούδας

Πολλές φορές το κρεμούσαν στις βορινές βεράντες απλά για να είναι δροσερά τα τρόφιμα από τον αέρα, ενώ απαγορεύονταν στις νότιες προς αποφυγή της σκόνης, της υγρασίας και κυρίως της προστασίας από τις ανεπιθύμητες επισκέψεις εντόμων, τρωκτικών και γατών και έτσι, σχεδόν όλο το περίσσευμα του φαγητού που φυλάσσονταν στο εσωτερικό του, άντεχε ακόμα και μέχρι την επόμενη ημέρα.

Οι αντιξοότητες στη συντήρηση των φαγητών ήταν τέτοια που, σύμφωνα με την κ. Ειρήνη, είχε περάσει ακόμη και στον τρόπο που μαγειρεύονταν, με πολλές νοικοκυρές και μαγείρους να ψήνουν τα ψάρια μέσα στο ξύδι, κάτι που μπορεί να έδινε μια πολύ έντονη όξινη γεύση, ωστόσο κατάφερνε να τα κρατήσει αναλλοίωτα. 

Το μενού της ταβέρνας έχει παραμείνει σχεδόν ίδιο από εκείνα τα χρόνια, με πιο φημισμένα τα γεμιστά, τον μουσακά, το ιμάμ και τα υδραϊκά καλαμαράκια. Όπως σημειώνει η κ. Ειρήνη, η οποία πια περνάει όλη τη μέρα της στην ταβέρνα - από τις 11 το πρωί μέχρι «όσο πάει» και ξεκουράζεται μόνο τον χειμώνα όταν η ταβέρνα κλείνει για μερικούς μήνες -, το μαγαζί πέρασε πρώτη φορά στα χέρια της οικογενείας της το 1930, με τον αδερφό της γιαγιάς της να είναι ο ιδιοκτήτης. 

Τα κάδρα στους τοίχους της ταβέρνας
Άκης Κατσούδας

Στη συνέχεια άλλαξε χέρια και το 1972, η οικόγενειά της πήρε την ταβέρνα από τον Γιάννη τον Λουλό - εξ ου και το όνομα. Και μπορεί εκείνα τα χρόνια να ήταν δύσκολα, καθώς ο τουρισμός δεν ήταν σαν τον σημερινό, ωστόσο, οι ντόπιοι δεν έχαναν ποτέ το κέφι τους. Η μία πλευρά του μαγαζιού είναι γεμάτη με κάδρα και φωτογραφίες από την ιστορία του χώρου. 

Σ’ ένα από αυτά - το πιο ξακουστό για την κ. Ειρήνη - φαίνεται ένας Υδραίος να σηκώνει με τα δόντια του ένα ολόκληρο τραπέζι και γύρω του θαμώνες να τον κοιτούν με δέος για το κατόρθωμά του. «Σήμερα, το παιδί αυτό ζει στην Αμερική, αλλά είχε αφήσει όνομα στο νησί. Μια φορά εδώ μέσα είχε σηκώσει με τα δόντια του τρία τραπέζια και με τη Μαρινέλλα πάνω σ’ αυτό» λέει γελώντας, όσο σερβίρει στους πελάτες. 

Από την ταβέρνα, σύμφωνα με την ίδια, έχουν περάσει μεγάλες φυσιογνωμίες όπως ο Λέοναρντ Κοέν, ο Ωνάσης με την Τζάκι Κένεντι και η πριγκίπισσα Σοράγια, ενώ πια έχει αποκτήσει μόνιμους πελάτες, οι οποίοι την επισκέπτονται κάθε φορά που πατούν το πόδι τους στο νησί. 

Το τραπέζι με τα καλαμαράκια στην ταβέρνα το επόμενο πρωί
Άκης Κατσούδας

Το φετινό καλοκαίρι, ωστόσο, δεν είναι όπως όλα τ’ άλλα. Η τουριστική κίνηση, ελέω της πανδημίας του κορωνοϊού έχει πέσει για τα καλά, κάτι που κάνει μέρες Ιουλίου να μοιάζουν με Μαρτίου στην Ύδρα. Η ίδια, ωστόσο, είναι αισιόδοξη. 

Στο μαγαζί πια έχει αρχίσει να μαζεύεται αρκετός κόσμος και η ίδια πρέπει να τρέξει να πάρει τις παραγγελίες. Εμείς δίνουμε ραντεβού μαζί της για το αυριανό μεσημέρι για φαγητό μετά το πρωινό κολύμπι «Θα’ μαι εδώ» μας υπόσχεται. Πράγματι είναι. Μας σερβίρει η ίδια. Το φαγητό είναι θεσπέσιο. Σε μερικές ώρες έρχεται το καράβι. Τι πιο όμορφο για ένα ταξίδι να κλείσει έτσι...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ